Ερμητικός Λόγος Α΄ (Ποιμάνδρης)
Όταν
κάποτε συλλογιζόμουν για τα όντα και η σκέψη μου πέταξε πολύ ψηλά, ενώ
οι σωματικές μου αισθήσεις ανακόπηκαν, όπως σ’ αυτούς που βάρυναν από
τον ύπνο κορεσμένοι εξαιτίας της τροφής ή της κόπωσης του σώματος, μου
φάνηκε πως είδα ένα ον υπερμέγεθες, πέρα από κάθε μέτρο,
να με καλεί με το όνομά μου και να μου λέει: «Τι θέλεις ν’ ακούσεις και να δεις και με τη νόησή σου να μάθεις και να γνωρίσεις;».
Και είπα εγώ: «Εσύ ποιος είσαι;»
«Εγώ», είπε, «είμαι ο Ποιμάνδρης, ο νους της αυθεντίας. Γνωρίζω τι ζητάς και είμαι παντού μαζί σου».
Κι εγώ είπα: «Θέλω να μάθω για τα όντα, να κατανοήσω τη φύση τους, να γνωρίσω το Θεό. Πώς θέλω να τα ακούσω αυτά!»
Μου είπε πάλι: «Έχε στο νου σου όσα θέλεις να μάθεις κι εγώ θα σε διδάξω».
Λέγοντας αυτά άλλαξε όψη κι αμέσως τα πάντα ανοίχτηκαν μπροστά μου ορμητικά και είδα θέαμα απεριόριστο, τα πάντα να λούζονται στο φως, φως καθαρό και ιλαρό. Κι αγάπησα με πάθος αυτό που είδα. Μετά από λίγο έγινε σκότος κατωφερές, τόπους-τόπους, φοβερό και στυγνό, κουλουριασμένο ελικοειδώς. Μου φάνηκε σαν φίδι. Ύστερα το σκοτάδι μεταβλήθηκε σε κάτι υγρό, άφατα ταραγμένο, που ανέδυε καπνό σαν από φωτιά και ολοκληρωνόταν με ήχο γοερό, ανείπωτο. Έπειτα εξέπεμψε βοή άναρθρη, σαν τον ήχο της φωτιάς. Κι από το φως λόγος άγιος επήλθε στην (υγρή) φύση και πυρ καθαρό ξεπήδησε από την υγρή φύση προς τα πάνω σε ύψος. Ήταν ανάλαφρο και οξύ και συνάμα δυναμικό. Και ο αέρας, όντας ελαφρύς, ακολούθησε το φύσημα, καθώς αυτό ανέβαινε από τη γη και το νερό ως τη φωτιά, με αποτέλεσμα να μοιάζει ο αέρας σαν να ήταν κρεμασμένος από το φύσημα. Η γη και το νερό έμεναν στη θέση τους και ήταν ανακατεμένα, ώστε δεν ξεχώριζε η γη απ’ το νερό. Κινούνταν στο άκουσμα του πνευματικού λόγου, ο οποίος περνούσε από πάνω τους.
Ο Ποιμάνδρης μου είπε: «Κατανόησες αυτό το θέαμα τι σημαίνει;»
Και είπα εγώ: «Θα το κατανοήσω».
«Εκείνο το φως», είπε, «είμαι εγώ, ο Νους, ο θεός σου, ο οποίος υπήρχα πριν από την υγρή ουσία που εμφανίστηκε από το σκότος. Κι ο φωτεινός Λόγος που προήλθε από το Νου είναι γιος του θεού».
«Τι λες;», είπα.
«Να το ξέρεις: αυτό που εντός σου βλέπει και ακούει είναι ο Λόγος του Κυρίου, ενώ ο Νους είναι Θεός-Πατέρας. Δεν στέκουν χώρια ο ένας απ’ τον άλλο, γιατί η ένωσή τους είναι η ζωή».
«Σ’ ευχαριστώ», είπα εγώ.
«Κατανόησε λοιπόν το φως και αναγνώρισέ το».
Αφού είπε αυτά τα λόγια, για πολύ ώρα με κοίταζε στα μάτια, με αποτέλεσμα να τρέμω στην όψη του. Κι όταν κοίταξε ψηλά, είδα στο νου μου το φως να υπάρχει σε αναρίθμητες δυνάμεις, να έχει γίνει κόσμος απεριόριστος, τη φωτιά να περισφίγγεται από μια πολύ μεγάλη δύναμη και να κρατιέται στη θέση της. Αυτά εγώ τα σκεφτόμουνα, βλέποντάς τα χάρη στο λόγο του Ποιμάνδρη.
Κι ενώ ήμουν κατάπληκτος, είπε πάλι σε μένα: «Στο νου σου είδες την αρχέτυπη μορφή, την αρχή που υπήρχε πριν κι από την αρχή την ατελεύτητη». Αυτά μου είπε ο Ποιμάνδρης.
Και είπα εγώ: «Τα στοιχεία της φύσης, λοιπόν, από πού προήλθαν;»
Κι εκείνος απάντησε πάλι σ’ αυτά: «Από τη Βούληση του θεού,[1] η οποία αφού έλαβε το Λόγο και είδε τον ωραίο (ουράνιο) κόσμο, τον μιμήθηκε και μεταμορφώθηκε σε (υλικό) κόσμο χρησιμοποιώντας τα δικά της στοιχεία και τη γέννηση των ψυχών. Ο Νους, ο θεός, ήταν αρρενόθηλυς, ζωή και φως, και γέννησε με το λόγο άλλο Νου, δημιουργό, που όντας θεός του πυρός και του πνεύματος δημιούργησε επτά Διοικητές, οι οποίοι περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο. Η διοίκησή τους ονομάζεται Ειμαρμένη. Αμέσως από τα κατωφερή στοιχεία πήδησε ο Λόγος του θεού προς το καθαρό δημιούργημα της φύσης και ενώθηκε με τον Νου-Δημιουργό, γιατί ήταν ομοούσιός του.[2] Έτσι τα κατώτερα στοιχεία της φύσης απέμειναν άλογα, να είναι μόνο ύλη. Μαζί με το Λόγο ο Νους-Δημιουργός, που περιέχει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κρότο[3], έθεσε σε περιστροφή τα δημιουργήματά του και τα άφησε να περιστρέφονται απ’ την απροσδιόριστη αρχή ως το δίχως όρια τέλος. Γιατί έχει αρχή, αλλά όχι τέλος. Η περιφορά τους, όπως το θέλησε ο Νους, δημιούργησε από τα κατώτερα στοιχεία ζώα άλογα –γιατί τα κατώτερα στοιχεία δεν είχαν συγκρατήσει το Λόγο. Ο αέρας γέννησε όσα πετούν, το νερό όσα κολυμπούν. Η γη και το νερό διαχωρίστηκαν μεταξύ τους, όπως το θέλησε ο Νους, και η γη γέννησε από τον εαυτό της όσα τετράποδα ζώα έχει και ερπετά, θηρία άγρια και ήμερα.[4] Ο πατέρας των πάντων Νους, όντας ζωή και φως, γέννησε τον Άνθρωπο ίσο με τον εαυτό και τον αγάπησε σαν παιδί του.[5] Γιατί ήταν πανέμορφος, έχοντας την εικόνα του πατέρα του. Πραγματικά ο θεός αγάπησε την ίδια του τη μορφή και της παρέδωσε όλα του τα δημιουργήματα. Ο Άνθρωπος, αφού κατανόησε την κτίση του Δημιουργού μέσα στον Πατέρα, θέλησε να δημιουργήσει και ο ίδιος. Ο πατέρας του το επέτρεψε. Όταν ήρθε στη δημιουργική σφαίρα,[6] για να πάρει την πάσα εξουσία, κατανόησε τα δημιουργήματα του αδελφού του[7] κι εκείνοι τον αγάπησαν κι ο καθένας τους του μετέδιδε όσα ανήκουν στην τάξη του.[8] Και αφού κατανόησε την ουσία τους και μετέλαβε από τη φύση τους, θέλησε να διαρρήξει την περιφέρεια των κύκλων και να κατανοήσει τη δύναμη αυτού που κείται πάνω στη φωτιά. Έχοντας την εξουσία του κόσμου των θνητών και των άλογων ζώων έσκυψε μέσα από την αρμονία (του κόσμου), διαρρηγνύοντας το κέλυφός της, και έδειξε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του θεού. Αυτή, βλέποντας την ομορφιά του, που δεν χορταίνεται ποτέ, να έχει μέσα του όλη τη δύναμη των Διοικητών και τη μορφή του θεού, χαμογέλασε από έρωτα, επειδή αντίκρισε την όψη της κάλλιστης μορφή του Ανθρώπου μέσα στο νερό και τη σκιά του πάνω στη γη. Αλλά κι ο Άνθρωπος βλέποντας την όμοια μ’ αυτόν μορφή μέσα στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει εκεί. Η θέλησή του έγινε ταυτόχρονα πράξη και κατοίκησε τη μορφή που δεν έχει λόγο. Η φύση, λαμβάνοντας τον αγαπημένο της, τον σφιχταγκάλιασε ολόκληρη και ενώθηκαν. Γιατί ήταν εραστές.
Γι’ αυτό το λόγο απ’ όλα τα ζώα πάνω στη γη μόνο ο άνθρωπος είναι διπλός, θνητός εξαιτίας του σώματος, αθάνατος εξαιτίας του αληθινού Ανθρώπου. Γιατί αν και είναι αθάνατος και έχει την εξουσία των πάντων, πάσχει τη μοίρα των θνητών, υποκείμενος στην Ειμαρμένη.[9] Και μολονότι είναι πάνω από την αρμονία, έγινε δούλος εντός της αρμονίας. Και αν και είναι ανδρόγυνος από ανδρόγυνο[10] και άυπνος από άυπνο πατέρα, <από τον έρωτα> νικιέται».
«Και μετά απ’ αυτά τι, Νου μου; Γιατί κι εγώ ο ίδιος αγαπώ το Λόγο».
Και ο Ποιμάνδρης είπε: «Αυτό είναι το μυστήριο το κρυμμένο μέχρι αυτή τη μέρα[11]. Γιατί η φύση, επειδή ενώθηκε με τον Άνθρωπο, γέννησε θαύμα θαυμασιότατο. Έχοντας, δηλαδή, από τον Άνθρωπο τη φύση της αρμονίας των Επτά, για τους οποίους σου είπα ότι έγιναν από πνεύμα και φωτιά, δεν καθυστέρησε, αλλά αμέσως γέννησε επτά ανθρώπους, ανάλογους προς τη φύση των επτά Διοικητών, ανδρόγυνους και μετάρσιους».
«Και μετά απ’ αυτά τι, Ποιμάνδρη; Γιατί μου ήρθε τώρα μεγάλη επιθυμία και ποθώ ν’ ακούσω. Μη βιάζεσαι».
Και ο Ποιμάνδρης είπε: «Σιώπα λοιπόν. Ακόμη δεν σου ανέπτυξα των πρώτο λόγο».
«Να, σιωπώ», είπα εγώ.
να με καλεί με το όνομά μου και να μου λέει: «Τι θέλεις ν’ ακούσεις και να δεις και με τη νόησή σου να μάθεις και να γνωρίσεις;».
Και είπα εγώ: «Εσύ ποιος είσαι;»
«Εγώ», είπε, «είμαι ο Ποιμάνδρης, ο νους της αυθεντίας. Γνωρίζω τι ζητάς και είμαι παντού μαζί σου».
Κι εγώ είπα: «Θέλω να μάθω για τα όντα, να κατανοήσω τη φύση τους, να γνωρίσω το Θεό. Πώς θέλω να τα ακούσω αυτά!»
Μου είπε πάλι: «Έχε στο νου σου όσα θέλεις να μάθεις κι εγώ θα σε διδάξω».
Λέγοντας αυτά άλλαξε όψη κι αμέσως τα πάντα ανοίχτηκαν μπροστά μου ορμητικά και είδα θέαμα απεριόριστο, τα πάντα να λούζονται στο φως, φως καθαρό και ιλαρό. Κι αγάπησα με πάθος αυτό που είδα. Μετά από λίγο έγινε σκότος κατωφερές, τόπους-τόπους, φοβερό και στυγνό, κουλουριασμένο ελικοειδώς. Μου φάνηκε σαν φίδι. Ύστερα το σκοτάδι μεταβλήθηκε σε κάτι υγρό, άφατα ταραγμένο, που ανέδυε καπνό σαν από φωτιά και ολοκληρωνόταν με ήχο γοερό, ανείπωτο. Έπειτα εξέπεμψε βοή άναρθρη, σαν τον ήχο της φωτιάς. Κι από το φως λόγος άγιος επήλθε στην (υγρή) φύση και πυρ καθαρό ξεπήδησε από την υγρή φύση προς τα πάνω σε ύψος. Ήταν ανάλαφρο και οξύ και συνάμα δυναμικό. Και ο αέρας, όντας ελαφρύς, ακολούθησε το φύσημα, καθώς αυτό ανέβαινε από τη γη και το νερό ως τη φωτιά, με αποτέλεσμα να μοιάζει ο αέρας σαν να ήταν κρεμασμένος από το φύσημα. Η γη και το νερό έμεναν στη θέση τους και ήταν ανακατεμένα, ώστε δεν ξεχώριζε η γη απ’ το νερό. Κινούνταν στο άκουσμα του πνευματικού λόγου, ο οποίος περνούσε από πάνω τους.
Ο Ποιμάνδρης μου είπε: «Κατανόησες αυτό το θέαμα τι σημαίνει;»
Και είπα εγώ: «Θα το κατανοήσω».
«Εκείνο το φως», είπε, «είμαι εγώ, ο Νους, ο θεός σου, ο οποίος υπήρχα πριν από την υγρή ουσία που εμφανίστηκε από το σκότος. Κι ο φωτεινός Λόγος που προήλθε από το Νου είναι γιος του θεού».
«Τι λες;», είπα.
«Να το ξέρεις: αυτό που εντός σου βλέπει και ακούει είναι ο Λόγος του Κυρίου, ενώ ο Νους είναι Θεός-Πατέρας. Δεν στέκουν χώρια ο ένας απ’ τον άλλο, γιατί η ένωσή τους είναι η ζωή».
«Σ’ ευχαριστώ», είπα εγώ.
«Κατανόησε λοιπόν το φως και αναγνώρισέ το».
Αφού είπε αυτά τα λόγια, για πολύ ώρα με κοίταζε στα μάτια, με αποτέλεσμα να τρέμω στην όψη του. Κι όταν κοίταξε ψηλά, είδα στο νου μου το φως να υπάρχει σε αναρίθμητες δυνάμεις, να έχει γίνει κόσμος απεριόριστος, τη φωτιά να περισφίγγεται από μια πολύ μεγάλη δύναμη και να κρατιέται στη θέση της. Αυτά εγώ τα σκεφτόμουνα, βλέποντάς τα χάρη στο λόγο του Ποιμάνδρη.
Κι ενώ ήμουν κατάπληκτος, είπε πάλι σε μένα: «Στο νου σου είδες την αρχέτυπη μορφή, την αρχή που υπήρχε πριν κι από την αρχή την ατελεύτητη». Αυτά μου είπε ο Ποιμάνδρης.
Και είπα εγώ: «Τα στοιχεία της φύσης, λοιπόν, από πού προήλθαν;»
Κι εκείνος απάντησε πάλι σ’ αυτά: «Από τη Βούληση του θεού,[1] η οποία αφού έλαβε το Λόγο και είδε τον ωραίο (ουράνιο) κόσμο, τον μιμήθηκε και μεταμορφώθηκε σε (υλικό) κόσμο χρησιμοποιώντας τα δικά της στοιχεία και τη γέννηση των ψυχών. Ο Νους, ο θεός, ήταν αρρενόθηλυς, ζωή και φως, και γέννησε με το λόγο άλλο Νου, δημιουργό, που όντας θεός του πυρός και του πνεύματος δημιούργησε επτά Διοικητές, οι οποίοι περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο. Η διοίκησή τους ονομάζεται Ειμαρμένη. Αμέσως από τα κατωφερή στοιχεία πήδησε ο Λόγος του θεού προς το καθαρό δημιούργημα της φύσης και ενώθηκε με τον Νου-Δημιουργό, γιατί ήταν ομοούσιός του.[2] Έτσι τα κατώτερα στοιχεία της φύσης απέμειναν άλογα, να είναι μόνο ύλη. Μαζί με το Λόγο ο Νους-Δημιουργός, που περιέχει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κρότο[3], έθεσε σε περιστροφή τα δημιουργήματά του και τα άφησε να περιστρέφονται απ’ την απροσδιόριστη αρχή ως το δίχως όρια τέλος. Γιατί έχει αρχή, αλλά όχι τέλος. Η περιφορά τους, όπως το θέλησε ο Νους, δημιούργησε από τα κατώτερα στοιχεία ζώα άλογα –γιατί τα κατώτερα στοιχεία δεν είχαν συγκρατήσει το Λόγο. Ο αέρας γέννησε όσα πετούν, το νερό όσα κολυμπούν. Η γη και το νερό διαχωρίστηκαν μεταξύ τους, όπως το θέλησε ο Νους, και η γη γέννησε από τον εαυτό της όσα τετράποδα ζώα έχει και ερπετά, θηρία άγρια και ήμερα.[4] Ο πατέρας των πάντων Νους, όντας ζωή και φως, γέννησε τον Άνθρωπο ίσο με τον εαυτό και τον αγάπησε σαν παιδί του.[5] Γιατί ήταν πανέμορφος, έχοντας την εικόνα του πατέρα του. Πραγματικά ο θεός αγάπησε την ίδια του τη μορφή και της παρέδωσε όλα του τα δημιουργήματα. Ο Άνθρωπος, αφού κατανόησε την κτίση του Δημιουργού μέσα στον Πατέρα, θέλησε να δημιουργήσει και ο ίδιος. Ο πατέρας του το επέτρεψε. Όταν ήρθε στη δημιουργική σφαίρα,[6] για να πάρει την πάσα εξουσία, κατανόησε τα δημιουργήματα του αδελφού του[7] κι εκείνοι τον αγάπησαν κι ο καθένας τους του μετέδιδε όσα ανήκουν στην τάξη του.[8] Και αφού κατανόησε την ουσία τους και μετέλαβε από τη φύση τους, θέλησε να διαρρήξει την περιφέρεια των κύκλων και να κατανοήσει τη δύναμη αυτού που κείται πάνω στη φωτιά. Έχοντας την εξουσία του κόσμου των θνητών και των άλογων ζώων έσκυψε μέσα από την αρμονία (του κόσμου), διαρρηγνύοντας το κέλυφός της, και έδειξε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του θεού. Αυτή, βλέποντας την ομορφιά του, που δεν χορταίνεται ποτέ, να έχει μέσα του όλη τη δύναμη των Διοικητών και τη μορφή του θεού, χαμογέλασε από έρωτα, επειδή αντίκρισε την όψη της κάλλιστης μορφή του Ανθρώπου μέσα στο νερό και τη σκιά του πάνω στη γη. Αλλά κι ο Άνθρωπος βλέποντας την όμοια μ’ αυτόν μορφή μέσα στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει εκεί. Η θέλησή του έγινε ταυτόχρονα πράξη και κατοίκησε τη μορφή που δεν έχει λόγο. Η φύση, λαμβάνοντας τον αγαπημένο της, τον σφιχταγκάλιασε ολόκληρη και ενώθηκαν. Γιατί ήταν εραστές.
Γι’ αυτό το λόγο απ’ όλα τα ζώα πάνω στη γη μόνο ο άνθρωπος είναι διπλός, θνητός εξαιτίας του σώματος, αθάνατος εξαιτίας του αληθινού Ανθρώπου. Γιατί αν και είναι αθάνατος και έχει την εξουσία των πάντων, πάσχει τη μοίρα των θνητών, υποκείμενος στην Ειμαρμένη.[9] Και μολονότι είναι πάνω από την αρμονία, έγινε δούλος εντός της αρμονίας. Και αν και είναι ανδρόγυνος από ανδρόγυνο[10] και άυπνος από άυπνο πατέρα, <από τον έρωτα> νικιέται».
«Και μετά απ’ αυτά τι, Νου μου; Γιατί κι εγώ ο ίδιος αγαπώ το Λόγο».
Και ο Ποιμάνδρης είπε: «Αυτό είναι το μυστήριο το κρυμμένο μέχρι αυτή τη μέρα[11]. Γιατί η φύση, επειδή ενώθηκε με τον Άνθρωπο, γέννησε θαύμα θαυμασιότατο. Έχοντας, δηλαδή, από τον Άνθρωπο τη φύση της αρμονίας των Επτά, για τους οποίους σου είπα ότι έγιναν από πνεύμα και φωτιά, δεν καθυστέρησε, αλλά αμέσως γέννησε επτά ανθρώπους, ανάλογους προς τη φύση των επτά Διοικητών, ανδρόγυνους και μετάρσιους».
«Και μετά απ’ αυτά τι, Ποιμάνδρη; Γιατί μου ήρθε τώρα μεγάλη επιθυμία και ποθώ ν’ ακούσω. Μη βιάζεσαι».
Και ο Ποιμάνδρης είπε: «Σιώπα λοιπόν. Ακόμη δεν σου ανέπτυξα των πρώτο λόγο».
«Να, σιωπώ», είπα εγώ.
«Συνέβη,
λοιπόν, όπως είπα, η γέννηση αυτών των επτά ανθρώπων με τον ακόλουθο
τρόπο. Η γη ήταν θηλυκή, το νερό έτοιμο για αναπαραγωγή, ο καρπός της
φωτιάς ώριμος. Η φύση πήρε από τον Αιθέρα το πνεύμα και γέννησε τα
σώματα σύμφωνα με τη μορφή του Ανθρώπου. Ο Άνθρωπος από ζωή και φως
έγινε ψυχή και νους, ψυχή από ζωή και νους από φως. Και όλα όσα ανήκουν
στον αισθητό κόσμο έμειναν έτσι μέχρι το τέλος της περιόδου και την αρχή
των φύλων.[12]
Άκου λοιπόν το λόγο που ποθείς ν’ ακούσεις. Όταν συμπληρώθηκε η περίοδος, λύθηκε ο σύνδεσμος των πάντων με τη βούληση του θεού. Γιατί όλα τα ζώα που ήταν ανδρόγυνα διαλύθηκαν ταυτόχρονα με τον Άνθρωπο και έγιναν μερικά αρσενικά και μερικά με όμοιο τρόπο θηλυκά. Και ο θεός ευθύς είπε με λόγο άγιο: αυξάνεσθε μεγαλώνοντας και πληθύνεσθε πληθαίνοντας όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα. Και αυτός που έχει εντός του το Νου ας αναγνωρίσει ότι ο εαυτός του είναι αθάνατος, ότι αίτιος του θανάτου είναι ο έρωτας· ας μάθει όλα τα όντα.
Αφού είπε αυτά τα λόγια, η Πρόνοια μέσω της Ειμαρμένης και της αρμονίας έκανε τις ενώσεις και καθόρισε τις γεννήσεις και πλήθυναν όλα ανάλογα με το είδος τους· κι αυτός που αναγνώρισε τον εαυτό του έφτασε στο περιούσιο Αγαθό,[13] ενώ αυτός που αγάπησε το σώμα, το γεννημένο από την πλάνη του έρωτα, αυτός παραμένει πλανώμενος στο σκοτάδι, πάσχοντας με τις αισθήσεις του τα πάθη του θανάτου».
«Ποια είναι η τόσο μεγάλη αμαρτία που κάνουν» είπα εγώ «όσοι ζουν στην άγνοια, ώστε να στερούνται την αθανασία;»
«Μοιάζεις να μην νοιάζεσαι για όσα άκουσες. Δεν σου είπα να τα σκεφτείς;»
«Τα σκέφτομαι και τα θυμάμαι και συνάμα σε ευχαριστώ».
«Αν τα σκέφτηκες, πες μου, για ποιο λόγο είναι άξιοι του θανάτου όσοι ζουν στο θάνατο;».
«Γιατί ρίζα του σώματός μας είναι το στυγερό σκοτάδι, από το οποίο προέρχεται η υγρή φύση, από την οποία συντίθεται το θνητό σώμα στον αισθητό κόσμο, από το οποίο αρδεύεται ο θάνατος».
«Καλά το κατάλαβες. Για ποιο λόγο όμως όποιος γνώρισε τον εαυτό του πηγαίνει σ’ Αυτόν, όπως λέει ο Λόγος του θεού;».
Είπα εγώ: «Επειδή ο πατέρας των όλων είναι φως και ζωή κι απ’ αυτόν γεννήθηκε ο Άνθρωπος».
«Σωστά μίλησες και είπες. Φως και ζωή είναι ο θεός και πατέρας, από τον οποίο γεννήθηκε ο Άνθρωπος. Εάν λοιπόν κατανοήσεις ότι ο εαυτός σου είναι από φως και ζωή και ότι κατάγεσαι απ’ αυτά, θα επιστρέψεις στη ζωή».
Αυτά είπε ο Ποιμάνδρης. «Όμως πες μου επίσης», είπα, «πώς θα γυρίσω εγώ στη ζωή, Νου μου; Γιατί λέει ο θεός: ο έννους άνθρωπος ας αναγνωρίσει τον εαυτό του. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι νου;».
«Μίλα σωστά, όταν μιλάς. Εγώ ο ίδιος, ο Νους, παραστέκομαι στους όσιους, τους αγαθούς, τους καθαρούς, τους ελεήμονες, τους ευσεβείς[14] και η παρουσία μου γίνεται βοήθεια και ευθύς γνωρίζουν τα πάντα και εξευμενίζουν τον Πατέρα με αγάπη και τον ευχαριστούν εγκωμιάζοντάς τον και εξυμνώντας τον με τρόπο σωστό από πόθο. Και προτού να παραδώσουν το σώμα τους στο θάνατό του, απεχθάνονται τις αισθήσεις, γνωρίζοντας τις δραστηριότητές τους. Και επιπλέον εγώ, ο Νους, δε θα επιτρέψω να έρθουν εις πέρας οι δραστηριότητες του σώματος που τους επιτίθενται. Όντας φύλακας των πυλών θα αποκλείσω τις εισόδους των κακών και αισχρών δραστηριοτήτων, αποκόπτοντας τη σκέψη τους.
Όμως στέκω μακριά από τους ανόητους, τους κακούς, τους πονηρούς, τους φθονερούς, τους πλεονέκτες, τους φονιάδες και τους ασεβείς,[15] τους έχω αφήσει στον τιμωρό τους δαίμονα, ο οποίος τους χτυπά με την οξύτητα της φωτιάς και τους πληγώνει στις αισθήσεις τους και τους ετοιμάζει ακόμη περισσότερο για την ανομία, για να τύχουν μεγαλύτερη τιμωρία.[16] Όμως αυτοί δεν παύουν να έχουν άπληστη την επιθυμία για τους πόθους τους, να πολεμούν στο σκοτάδι ακόρεστοι. Αυτό τους βασανίζει και αυξάνει ακόμη περισσότερο τη φωτιά που τους καίει».
«Όλα καλά μου τα δίδαξες, Νου, όπως το ήθελα, αλλά πες μου επίσης και πώς γίνεται η άνοδος (της ψυχής)».
Σ’ αυτά τα λόγια ο Ποιμάνδρης απάντησε: «Πρώτα κατά τη διάλυση του υλικού σώματος το παραδίνεις στη φθορά και η μορφή που είχες αφανίζεται. Παραδίδεις στο δαίμονα τον τρόπο της ζωής σου ανενεργό και οι αισθήσεις του σώματος επανέρχονται στις πηγές τους, γίνονται κομμάτια και ανασυντάσσονται πάλι μαζί ως ενέργειες. Η ορμή και η επιθυμία πηγαίνουν στην άλογη φύση.[17]
Έτσι ο άνθρωπος ορμά προς πάνω μέσα από την (κοσμική) αρμονία. [18] Στην πρώτη ζώνη παραδίδει τη δύναμη της αύξησης και της μείωσης, στη δεύτερη τα τεχνάσματα του κακού, τον δόλο ανενεργό, στην τρίτη την επιθυμία της απάτης ανενεργή, στην τέταρτη την αρχοντική αλαζονεία[19] χωρίς περίσσευμα, στην πέμπτη το θράσος το ανόσιο και την προπέτεια της τόλμης,[20] στην έκτη τις κακές ορμές του πλούτου ανενεργές, στην έβδομη ζώνη το ψεύδος που μηχανορραφεί.
Τότε, γυμνωμένος από τα ενεργήματα της αρμονίας, φτάνει στην ουσία της Ογδοάδας[21] έχοντας τη δική του δύναμη και υμνεί τον πατέρα μαζί με τα όντα. Οι παρόντες χαίρονται μαζί του για την παρουσία του. Εξομοιωμένος με όσους υπάρχουν δίπλα του ακούει και κάποιες Δυνάμεις πέρα από τη φύση της Ογδοάδας να υμνούν το θεό με γλυκιά φωνή.[22] Τότε με τάξη ανέρχονται προς τον πατέρα και οι ίδιοι παραδίδουν τον εαυτό τους στις Δυνάμεις, γίνονται Δυνάμεις και ενώνονται με το θεό. Αυτό είναι το αγαθό τέλος για όσους έχουν γνώση, να θεωθούν. Λοιπόν, τι καθυστερείς; Τώρα που παρέλαβες όλη τη γνώση δε θα γίνεις καθοδηγητής των αξίων, ώστε ο θεός να σώσει το ανθρώπινο γένος χάρη σε σένα;».
Αφού είπε σε μένα αυτά ο Ποιμάνδρης, ενώθηκε με τις Δυνάμεις. Εγώ ευχαρίστησα και εγκωμίασα των πατέρα των όλων και ο Ποιμάνδρης με άφησε ελεύθερο, αφού με δυνάμωσε και μου δίδαξε τη φύση του παντός και το μέγιστο θέαμα· κι εγώ ξεκίνησα να κηρύσσω στους ανθρώπους το κάλλος της ευσέβειας και της γνώσης: «Λαοί, άνθρωποι γεννημένοι από τη γη, που έχετε παραδώσει τον εαυτό σας στον ύπνο και τη μέθη, στην άγνοια του θεού, ξεμεθύστε, πάψτε την κραιπάλη, πάψτε να θέλγεστε από τον άλογο ύπνο».
Εκείνοι με άκουσαν και ήρθαν κοντά μου με μια ψυχή. Εγώ τους είπα: «Γιατί, άνθρωποι γεννημένοι από τη γη, παραδώσατε τον εαυτό σας στο θάνατο, ενώ είχατε τη δύναμη να μεταλάβετε στην αθανασία; Μετανοήστε, οι συνοδοιπόροι της πλάνης, οι κοινωνοί της άγνοιας. Απαλλαγείτε από το σκοτεινό φως,[23] μεταλάβετε την αθανασία, εγκαταλείποντας τη φθορά».
Ορισμένοι από αυτούς απομακρύνθηκαν φλυαρώντας, έχοντας παραδώσει τον εαυτό τους στην οδό του θανάτου. Άλλοι όμως με παρακαλούσαν να τους διδάξω, πέφτοντας στα πόδια μου. Εγώ τους σήκωσα και έγινα καθοδηγητής του γένους, διδάσκοντας τους λόγους (του θεού), πώς και με ποιο τρόπο θα σωθούν. Έσπειρα σ’ αυτούς τους λόγους της σοφίας και τράφηκαν με το αθάνατο νερό.[24] Όταν σκοτείνιασε και το φως του ήλιου άρχισε να δύει ολόκληρο, τους προέτρεψα να ευχαριστήσουν το θεό· ολοκλήρωσαν την ευχαριστία τους και καθένας γύρισε στην κλίνη του.
Εγώ την ευεργεσία του Ποιμάνδρη τη χάραξα μέσα μου και γεμάτος με ό,τι ήθελα αναγάλλιασα. Γιατί ο ύπνος του σώματος έγινε νηφαλιότητα της ψυχής, το σφάλισμα των ματιών όραση αληθινή, η σιωπή μου γεμάτη από το αγαθό,[25] η εκφορά του λόγου γέννημα αγαθών. Αυτό μου συνέβη, επειδή το έλαβα από το Νου μου, δηλαδή τον Ποιμάνδρη, το λόγο της αυθεντίας. Θεόπνευστος έφτασα στην αλήθεια. Γι’ αυτό με όλη μου την ψυχή και τη δύναμη εξυμνώ τον πατέρα θεό:
«Άγιος[26] ο θεός και πατέρας των όλων.
Άγιος ο θεός, που η βουλή του εκπληρώνεται από τις ίδιες του τις δυνάμεις.
Άγιος ο θεός, που θέλει να γίνει γνωστός και γνωρίζεται από τους δικούς του.[27]
Άγιος είσαι εσύ που τα όντα με τον Λόγο σου ένωσες.
Άγιος είσαι εσύ που όλη η φύση είναι εικόνα σου.
Άγιος είσαι εσύ που η φύση δε σε διαμόρφωσε.
Άγιος είσαι, ο ισχυρότερος πάσης δυνάμεως.
Άγιος είσαι, ο ανώτερος από κάθε υπεροχή.
Άγιος είσαι, ο ανώτερος των επαίνων.
Δέξου θυσίες αγνές με το λόγο, από μια ψυχή και καρδιά που υψώνεται προς εσένα, ανεκλάλητε, άρρητε, που μόνο η σιωπή μπορεί να σε ονομάσει. Σε μένα που αιτούμαι να μην ξεχάσω τη γνώση που αφορά την ουσία μας συγκατένευσε και ενδυνάμωσέ με. Με τη χάρη σου αυτή θα φωτίσω όσους από το γένος μου ζουν στην άγνοια, τους αδερφούς μου, τους γιους σου. Γι’ αυτό πιστεύω και μαρτυρώ, στη ζωή προχωρώ και στο φως. Ευλογητός είσαι, πατέρα. Ο άνθρωπός σου επιθυμεί να αγιάσει μαζί σου, καθώς του παραχώρησες την πάσα εξουσία».
[Σταύρος Γκιργκένης]
[1] Η βουλή του θεού εμφανίζεται αρκετές φορές στα ερμητικά κείμενα. Πβ. λ.χ. CH 1.14, 1.18, 1.31 / 13.19, 13.20. Πβ. και το συναφή όρο βούλησις στο 8.5, 9.6, 12.15. Όπως και άλλες οντότητες (Νους, Άνθρωπος, Λόγος) των ερμητικών κειμένων μπορεί να θεωρηθεί ως μια θεϊκή υπόσταση. Ωστόσο η ψυχολογική σημασία που ενυπάρχει στην ορολογία αυτού του τύπου επιτρέπει την υπόθεση ότι ορισμένες απ’ αυτές της οντότητες ενυπάρχουν στον άνθρωπο ως ιδιότητες της ψυχής και του νου, αλλά ταυτόχρονα τοποθετούνται και σε ένα ανώτερο επίπεδο, ως αυτόνομες θεϊκές αρχές.
Η έκφραση βουλή θεού δεν υπάρχει σε κανένα κείμενο πριν από τον Ποιμάνδρη εκτός από τους Εβδομήκοντα, όπου η φράση φαίνεται να προέρχεται από το γενικότερο πλαίσιο του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού. Οι θεολόγοι των ερμητικών κειμένων είναι μαζί με τους Χαλδαίους οι μόνοι –πέραν των ιουδαιοχριστιανών και των Γνωστικών- στο σύστημα των οποίων η βούληση του θεού παίζει σημαντικό ρόλο.
[2] Η εμφάνιση του όρου ομοούσιος εδώ προλαμβάνει τη χρήση του από την αρχαία Εκκλησία, στο πλαίσιο της αποκτά μεγάλη σημασία από την εποχή του Συμβόλου της Νίκαιας και μετά.
[3] Για τη φρασεολογία σε σχέση με τα ουράνια σώματα πβ. PGM 4.1126-1127, χαῖρε͵ στοιχείων ἀκοπιάτου λειτουργίας δίνησις. Πβ. επίσης τους χαλδαϊκούς χρησμούς 49, όπου ο Αιών κάνει τις αρχές να περιστρέφονται σε μια αδιάπτωτη δίνη χωρίς τέλος, πατρογενὲς φάος· πολὺ γὰρ μόνος ἐκ πατρὸς ἀλκῆς δρεψάμενος νόου ἄνθος ἔχει τὸ νοεῖν πατρικὸν νοῦν καὶ νόον ἐνδιδόναι πάσαις πηγαῖς τε καὶ ἀρχαῖς καὶ δινεῖν αἰεί τε μένειν ἀόκνῳ στροφάλιγγι.
[4] Πβ. CH 3.3 και προπάντων το παράλληλο χωρίο από τη βιβλική Γένεση 1.20-26.
[5] Πρόκειται για τον αρχετυπικό Άνθρωπο που έχει δημιουργηθεί από τον Πατέρα και στη συνέχεια του Ποιμάνδρη εκπίπτει στην υλική ανθρώπινη κατάσταση λόγω μιας αμαρτωλής έλξης προς τα κατώτερα πεδία της ύπαρξης. Για άλλες ερμητικές απόψεις σε σχέση με τον πρωταρχικό Άνθρωπο πβ. CH 4.2, Ασκλ. 7. Οι ιδέες και η φρασεολογία στα χωρία του Ποιμάνδρη για τον Άνθρωπο έχουν τις απηχήσεις τους στην ιουδαϊκή και πρώιμη χριστιανική γραμματεία. Πβ. λ.χ. Δανιήλ 7.13, Ματθ. 8.20, Μάρκ. 9.9-12, Ιω. 1.51, Ά Προς Κορινθίους 15.45-49. Κατά μια άποψη το τμήμα 3-26 του Ποιμάνδρη πρέπει να διαβαστεί ως μια αφήγηση της καταγωγής της ψυχής, της ενσάρκωσης, της εξέλιξης και του έσχατου προορισμού της, σύμφωνα με ένα πρότυπο που ξαναβρίσκουμε σε πραγματείες του Ιάμβλιχου και του Τερτυλλιανού για την ψυχή. Το ίδιο πρότυπο ανευρίσκεται και στις γνωστικές πραγματείες με ερμητική επίδραση που βρέθηκαν στο Ναγκ Χαμαντί (Αυθεντική διδαχή και Η δεύτερη πραγματεία του Μεγάλου Σεθ). Ομοιότητες υπάρχουν και με τον βαλεντινιανό μύθο για τη θεία σεξουαλική διαδικασία που παράγει τον Άνθρωπο.
[6] Για το ταξίδι του Ανθρώπου μέσα από τις επτά σφαίρες βλ. παρακ.
[7] Εννοείται ο Δημιουργός, ο οποίος όπως και ο Άνθρωπος γεννήθηκε από το θεϊκό Νου του Πατέρα. Στην παράγρ. 10 ο Δημιουργός με το Λόγο θέτουν σε κίνηση τις σφαίρες, ενώ στην 9 ο Δημιουργός φτιάχνει τους Διοικητές, οι οποίοι θαυμάζουν και βοηθούν τον Άνθρωπο στην παράγρ. 12.
[8] Ο όρος τάξις πρέπει να έχει εδώ τη σημασία «θέση στην ιεραρχία (των σφαιρών). Αυτό θυμίζει τη νεοπλατωνική χρήση του όρου για την περιγραφή μιας σειράς ιεραρχικά συνδεόμενων οντοτήτων, η οποία περιλαμβάνει στα ανώτερα επίπεδα άυλες οντότητες και στα κατώτερα υλικές όπως τα άστρα. Πβ. επίσης Ασκλ. 10, CH 13.7-12, PGM 13.270-276.
[9] Τα παραπάνω μπορούν να συνδεθούν με ένα ερμητικό δόγμα για τις δύο ψυχές (CH 16.15, Ασκλ. 22), το οποίο αποτελεί φιλοσοφικού τύπου απόπειρα διαφυγής από τη μοίρα και περιγράφεται από τον Ιάμβλιχο (Περί μυστ. 8.5.267-8.272).
Οι θεουργοί, σύμφωνα με τους χαλδαϊκούς χρησμούς 153 δεν ανήκουν στο κοπάδι που άγεται από τη μοίρα. Χωρία της Καινής Διαθήκης συζητούν το πρόβλημα της διαφυγής από τη μοίρα και τις άλλες υλικές δυνάμεις: Ά Κορ. 2.6, 15.24, Γαλ. 4.3-10, Κολ. 2.8-10 και 15-20.
[10] Ο Φίλων ερμηνεύοντας το χωρίο 1.27 της Γενέσεως θεώρησε ότι η θεϊκή εικόνα, με βάση την οποία πλάστηκε ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ή ήταν αμφισεξουαλική. Στο Γνωστικό μύθο (Ναασηνοί) ο πρωταρχικός άνθρωπος είναι ανδρόγυνος (Ιππόλυτος, Κατά πασ. αιρ. 5.7.14-15 σε συνδυασμό με τον Άττη στις μυστηριακές λατρείες– πβ. 8.4): ἔστι γάρ͵ φησίν͵ ἀρσενόθηλυς ὁ ἄνθρωπος. Κατὰ τοῦτον οὖν αὐτοῖς τὸν λόγον͵ πάνυ πονηρὸν καὶ κεκωλυμένον͵ οὐ κατὰ τὴν διδασκαλίαν ἡ γυναικὸς πρὸς ἄνδρα δεδειγμένη καθέστηκεν ὁμιλία. Ἀπεκόπη γάρ͵ φησίν͵ ὁ Ἄττις -τουτέστιν ἀπὸ τῶν χοϊκῶν τῆς κτίσεως κάτωθεν ἐχωρίσθη μερῶν-͵ καὶ ἐπὶ τὴν αἰωνίαν ἄνω μετελήλυθεν οὐσίαν͵ ὅπου͵ φησίν͵ οὐκ ἔστιν οὔτε θῆλυ οὔτε ἄρσεν͵ ἀλλὰ καινὴ κτίσις͵ καινὸς ἄνθρωπος͵ ὅς ἐστιν ἀρσενόθηλυς.
[11] O συγγραφέας φαίνεται να αναγγέλλει εδώ το νέο και πρωτότυπο στοιχείο στο δόγμα του, δηλαδή ότι οι επτά άνθρωποι αποτελούν την ανθρωπότητα στην πρωταρχική της κατάσταση, οι οποίοι μετά την πτώση θα αποκτήσουν υλικά σώματα. Πλάι όμως στο υλικό σώμα υπάρχει ο ουσιώδης άνθρωπος. Ο όρος μυστήριον απαντά και αλλού στα ερμητικά κείμενα. Πβ. λ.χ. CH 16.2, Ασκλ. 19, 21, 32, 37.
[12] Ο όρος περίοδος τόσο εδώ όσο και αμέσως παρακάτω φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από τη στωική θεωρία της αποκατάστασης, η οποία αναφέρεται ρητά στα CH 8.4, 9.12, 12.15, Ασκλ. 13. Οι Στωικοί πίστευαν ότι ο υπάρχων κόσμος θα καταλυθεί μέσα σε μια κατακλυσμιαία εκπύρωση, για να αναγεννηθεί όμοιος σε κάθε λεπτομέρεια και να συνεχίσει αιώνια τον κύκλο της καταστροφής και της ανανέωσης. Η ιδέα βασιζόταν σε προγενέστερες θεωρίες αστρονομικών κύκλων και διαδόθηκε και σε άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες και θρησκείες. Πβ. λ.χ. Πρόκλος, Στοιχ. Θεολ. 198-200, Πράξεις Αποστ. 3.21.
[13] Το επίθετο περιούσιος μπορεί να σημαίνει «εκλεκτός, διαλεχτός» (πβ. Έξοδος 19.5, Δευτ. 7.6, Προς Τίτον 2.14), αλλά εδώ μπορεί να σημαίνει «αυτός που είναι πέρα από την ουσία, υπερούσιος, απόλυτος». Για τη γνώση και την αναγνώριση ως σωτηρία βλ. παρακ. παράγρ. 26-27.
[14] Ο ρόλος των ηθικών αρετών –ειδικά της ευσέβειας- είναι κεφαλαιώδης για την ερμητική παράδοση. Η ευσέβεια είναι η φυσική ιδιότητα κάθε ανθρώπου, προπάντων του φιλοσόφου, ο οποίος είναι στραμμένος προς τη γνώση. Η αληθινή ουσία της ευσέβειας για τον μορφωμένο Έλληνα συμπεριλαμβάνει το σεβασμό και το δέος προς το θεϊκό και αποτελεί μια αρετή ανάμεσα στις άλλες. Πβ. CH 6.5, 9.4, 10.9, 16.11, Ασκλ. 1, 22.
[15] Ο κατάλογος αυτός των επτά αμαρτημάτων μπορεί να έχει απώτερη σύνδεση με τους πλανήτες. Πβ. CH 9.3.
[16] Αυτός ο τιμωρός δαίμων έχει την αντίθετη ακριβώς λειτουργία από τον πυλωρόν Νου στην παράγρ. 22, ο οποίος μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως δαίμων πάρεδρος ή πνεύμα-βοηθός.
[17] Η ακολουθία θυμὸς… ἐπιθυμία… ἄλογον μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αντανακλά την τριμερή διάκριση του Πλάτωνα σε επιθυμητικό, θυμοειδές, λογιστικό (Πολιτεία 435-444, 580-581, Φαίδρος 253-255, Τίμαιος 69-72).
[18] Κατά μια άποψη η παράγραφος 25 είναι επηρεασμένη από ιρανικές πηγές. Η περιγραφή του ταξιδιού της ψυχής φαίνεται να εισήλθε στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση από το Ιράν μέσω του Μιθραϊσμού. Ειδικά μια ιρανική πηγή που έχει τον τίτλο Damdaδ Nask (ίσως 5ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται ότι είχε τη μορφή αποκάλυψης του Ahura Mazda για τη δημιουργία, τα έσχατα και άλλα θεολογικά θέματα. O πρωταρχικός Άνθρωπος Gayomart ταξίδευε μετά το θάνατο μέσα από τους ουρανούς. Επτά μέταλλα που αντιστοιχούν στους επτά πλανήτες και τους επτά Διοικητές πέφτουν από πάνω του προς τη γη. Επίσης το χωρίο μας παρουσιάζει ομοιότητες με ελληνορωμαϊκές διαμορφώσεις του ίδιου ταξιδιού, όπως αυτή που διασώζει ο Σέρβιος στα σχόλιά του στην Αινειάδα 6.127, 439, 714, 11.51.
[19] Η αρχοντική προφάνεια που αναφέρεται εδώ στην τέταρτη θέση αντιστοιχεί σε μια ιδιότητα του ηλιακού κυβερνήτη ή άρχοντος. Η λέξη προφάνεια είναι κάπως περίεργη και σημαίνει «εξοχότητα, υπεροχή, διάκριση», αλλά εδώ μοιάζει να σημαίνει «αλαζονεία, υπερηφάνεια». Άλλωστε ορισμένα χειρόγραφα παρουσιάζουν διόρθωση σε ὑπερηφανίαν. Για τους άρχοντες στην Καινή Διαθήκη βλ. ιδιαίτ. Ματθ. 12.24, Ιω. 12.31, Ά Κορ. 2.6-8, Εφέσ. 2.2.
[20] Η έννοια της τόλμης, του θράσους παίζει καίριο ρόλο σε ερμηνείες της πτώσης του Ανθρώπου από τον ουρανό. Οι Πυθαγόρειοι χρησιμοποιούν τον όρο, για να αναφερθούν στη Δυάδα ως ξεχωριστή από τη Μονάδα και ο Νουμήνιος έβλεπε την κάθοδο της ψυχής ως αμάρτημα δικής της επιλογής, μια γνώμη που συμμεριζόταν και ο Πλωτίνος στην πρώιμη διδασκαλία του, όπου ισχυριζόταν ότι για τις ψυχές που έχουν ξεχάσει τον Πατέρα αρχή του κακού ήταν η τόλμη (Ενν. 5.1.1.1-4 –πβ. 5.5.2.6, 6.9.5.29), Τί ποτε ἄρα ἐστὶ τὸ πεποιηκὸς τὰς ψυχὰς πατρὸς θεοῦ ἐπιλαθέσθαι͵ καὶ μοίρας ἐκεῖθεν οὔσας καὶ ὅλως ἐκεί νου ἀγνοῆσαι καὶ ἑαυτὰς καὶ ἐκεῖνον; Ἀρχὴ μὲν οὖν αὐταῖς τοῦ κακοῦ ἡ τόλμα… Αργότερα όμως καταδίκασε τους Γνωστικούς που ισχυρίζονταν ότι η επιθυμία της ψυχής να δημιουργήσει τον κόσμο ήταν η πρωταρχική τόλμη (2.9.11-12, 4.3.13).
[21] Η όγδοη σφαίρα του ουρανού που περιλαμβάνει τους απλανείς αστέρες, αμέσως μετά τη σφαίρα του Κρόνου. Στον βαλεντινιανό και άλλους κλάδους του γνωστικισμού η μετα-αριστοτελική κοσμολογία των ομόκεντρων ουράνιων σφαιρών γέννησε περίπλοκα θεολογικά σχήματα. Η Εβδομάς, οι επτά πλανητικές σφαίρες, θεωρήθηκε δημιούργημα ενός κακού Δημιουργού. Αποτελεί την κατώτερη φύση που εγκλωβίζει τον Γνωστικό, ο οποίος επιθυμεί τη διαφυγή στην Ογδοάδα, την όγδοη σφαίρα από τη γη. Από τα ύψη της καθαυτό θεότητας ως τόσο η Ογδοάδα αποτελείται από 4 ζεύγη κατώτερων θεοτήτων εντός του Πληρώματος (συζυγίαι –πβ. CH 6.1). Σε μια άλλη εκδοχή η Ογδοάδα είναι ο ΄χωρος δράσης του Ιησού και της Σοφίας, που όμως βρίσκεται εκτός του αιωνίου Πληρώματος (πβ. CH 6.4). Στους μαγικούς παπύρους η Ογδοάς είναι η θεότητα που διοικεί όλα τα κτίσματα της δημιουργίας (βλ. λ.χ. PGM 14.735-759). Η Ογδοάδα έχει το αντίστοιχό της στην ιρανική έννοια Garoδman ή όγδοο ουρανό. Το γνωστικό κείμενο για την Ογδοάδα και την Εννεάδα του Ναγκ Χαμαντί υπόσχεται να αποκαλύψει τη φύση της Ογδοάδας και της Εννεάδας. Η Ογδοάδα αποτελείται σ’ αυτό το κείμενο από ψυχές και αγγέλους που ψάλλουν σιωπηλά και απευθύνουν τους ύμνους τους στην Εννεάδα και τις δυνάμεις της. Η κοπτική ρίζα του ονόματος της πόλης Ashmounein στη θέση της αρχαίας Ερμούπολης προέρχεται από τον αριθμό οκτώ (Hmnw) και παραπέμπει σε μια οκτάδα θεοτήτων που λατρεύονταν εκεί και τελικά ταυτίστηκαν με τον Ερμή-Θωθ. Η Ηλιούπολη αντίστοιχα ήταν η πόλη μιας θείκής Εννεάδας που συνδεόταν με τον Θωθ. Πβ. CH 13.15, 16 (τίτλος).
[22] Οι Δυνάμεις αυτές πρέπει ίσως να συγκριθούν με τις υποστασιοποιημένες δυνάμεις του Φίλωνα και άλλες παρόμοιες οντότητες των γνωστικών κειμένων. Με τις γλυκιές φωνές των Δυνάμεων πβ. τον περίφημο γνωστικό Ύμνο του μαργαριταριού (103), ο οποίος σώζεται στις απόκρυφες Πράξεις του Θωμά: εκεί οι υπήκοοι του βασιλιά (=θεός) τον υμνούν εὐφήμοις φωναῖς.
[23] Το φως είναι σκοτεινό, επειδή είναι η λάμψη του θνήσκοντος υλικού κόσμου, η οποία αντιτίθεται στο αληθινό φως της ζωής (βλ. παραπ. παράγρ. 4, 9). Πβ. CH 7.2.
[24] Για το αθάνατο νερό πβ. Πράξεις Θωμά 2.25, CH 18.11.
[25] Στον βαλεντινιανό μύθο ο πρωταρχικός Πατέρας ή Βυθός από το κέντρο του Πληρώματος αναδύει μια προαρχή (βλ. παραπ. παράγρ. 8) και την αποθέτει σαν σπέρμα στη μήτρα της σιωπής. Πβ. επίσης CH 10.5, 9, 13.2, Ιάμβλιχος, Περί μυστ. 8.3.263, κώδικες του Ναγκ Χαμαντί 6.6.56.10-12, 58.20-26, 59.14-22, 60.1-2.
[26] Η χρήση της λέξης «άγιος» είναι σπάνια στις παγανιστικές πηγές και μπορούμε να συγκρίνουμε τον ύμνο μας με χωρία όπως το Ησαΐας 6.3. Υπάρχουν επίσης πιθανές συνδέσεις με την αιγυπτιακή γνωμολογική γραμματεία. Μια παραλλαγή του ύμνου σώζεται στον πάπυρο του Βερολίνου 9794 (3ος αιώνας μ.Χ.) στο πλαίσιο μιας χριστιανικής συλλογής υλικού. Για άλλους ερμητικούς ύμνους βλ. CH 5.10-11, 13.16-20, Ασκλ. 41.
[27] Υπάρχουν παράλληλα γι’ αυτή την έκφραση τόσο στα ερμητικά όσο και στα χριστιανικά και γνωστικά κείμενα. Βλ. λ.χ. CH 10.15, 3.3, 7.2, 13.6, Ασκλ. 8, Προς Γαλ. 4.8-9, Ά Κορ. 13.12, κώδικες του Ναγκ Χαμαντί 6.8.68.10-15.
Άκου λοιπόν το λόγο που ποθείς ν’ ακούσεις. Όταν συμπληρώθηκε η περίοδος, λύθηκε ο σύνδεσμος των πάντων με τη βούληση του θεού. Γιατί όλα τα ζώα που ήταν ανδρόγυνα διαλύθηκαν ταυτόχρονα με τον Άνθρωπο και έγιναν μερικά αρσενικά και μερικά με όμοιο τρόπο θηλυκά. Και ο θεός ευθύς είπε με λόγο άγιο: αυξάνεσθε μεγαλώνοντας και πληθύνεσθε πληθαίνοντας όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα. Και αυτός που έχει εντός του το Νου ας αναγνωρίσει ότι ο εαυτός του είναι αθάνατος, ότι αίτιος του θανάτου είναι ο έρωτας· ας μάθει όλα τα όντα.
Αφού είπε αυτά τα λόγια, η Πρόνοια μέσω της Ειμαρμένης και της αρμονίας έκανε τις ενώσεις και καθόρισε τις γεννήσεις και πλήθυναν όλα ανάλογα με το είδος τους· κι αυτός που αναγνώρισε τον εαυτό του έφτασε στο περιούσιο Αγαθό,[13] ενώ αυτός που αγάπησε το σώμα, το γεννημένο από την πλάνη του έρωτα, αυτός παραμένει πλανώμενος στο σκοτάδι, πάσχοντας με τις αισθήσεις του τα πάθη του θανάτου».
«Ποια είναι η τόσο μεγάλη αμαρτία που κάνουν» είπα εγώ «όσοι ζουν στην άγνοια, ώστε να στερούνται την αθανασία;»
«Μοιάζεις να μην νοιάζεσαι για όσα άκουσες. Δεν σου είπα να τα σκεφτείς;»
«Τα σκέφτομαι και τα θυμάμαι και συνάμα σε ευχαριστώ».
«Αν τα σκέφτηκες, πες μου, για ποιο λόγο είναι άξιοι του θανάτου όσοι ζουν στο θάνατο;».
«Γιατί ρίζα του σώματός μας είναι το στυγερό σκοτάδι, από το οποίο προέρχεται η υγρή φύση, από την οποία συντίθεται το θνητό σώμα στον αισθητό κόσμο, από το οποίο αρδεύεται ο θάνατος».
«Καλά το κατάλαβες. Για ποιο λόγο όμως όποιος γνώρισε τον εαυτό του πηγαίνει σ’ Αυτόν, όπως λέει ο Λόγος του θεού;».
Είπα εγώ: «Επειδή ο πατέρας των όλων είναι φως και ζωή κι απ’ αυτόν γεννήθηκε ο Άνθρωπος».
«Σωστά μίλησες και είπες. Φως και ζωή είναι ο θεός και πατέρας, από τον οποίο γεννήθηκε ο Άνθρωπος. Εάν λοιπόν κατανοήσεις ότι ο εαυτός σου είναι από φως και ζωή και ότι κατάγεσαι απ’ αυτά, θα επιστρέψεις στη ζωή».
Αυτά είπε ο Ποιμάνδρης. «Όμως πες μου επίσης», είπα, «πώς θα γυρίσω εγώ στη ζωή, Νου μου; Γιατί λέει ο θεός: ο έννους άνθρωπος ας αναγνωρίσει τον εαυτό του. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι νου;».
«Μίλα σωστά, όταν μιλάς. Εγώ ο ίδιος, ο Νους, παραστέκομαι στους όσιους, τους αγαθούς, τους καθαρούς, τους ελεήμονες, τους ευσεβείς[14] και η παρουσία μου γίνεται βοήθεια και ευθύς γνωρίζουν τα πάντα και εξευμενίζουν τον Πατέρα με αγάπη και τον ευχαριστούν εγκωμιάζοντάς τον και εξυμνώντας τον με τρόπο σωστό από πόθο. Και προτού να παραδώσουν το σώμα τους στο θάνατό του, απεχθάνονται τις αισθήσεις, γνωρίζοντας τις δραστηριότητές τους. Και επιπλέον εγώ, ο Νους, δε θα επιτρέψω να έρθουν εις πέρας οι δραστηριότητες του σώματος που τους επιτίθενται. Όντας φύλακας των πυλών θα αποκλείσω τις εισόδους των κακών και αισχρών δραστηριοτήτων, αποκόπτοντας τη σκέψη τους.
Όμως στέκω μακριά από τους ανόητους, τους κακούς, τους πονηρούς, τους φθονερούς, τους πλεονέκτες, τους φονιάδες και τους ασεβείς,[15] τους έχω αφήσει στον τιμωρό τους δαίμονα, ο οποίος τους χτυπά με την οξύτητα της φωτιάς και τους πληγώνει στις αισθήσεις τους και τους ετοιμάζει ακόμη περισσότερο για την ανομία, για να τύχουν μεγαλύτερη τιμωρία.[16] Όμως αυτοί δεν παύουν να έχουν άπληστη την επιθυμία για τους πόθους τους, να πολεμούν στο σκοτάδι ακόρεστοι. Αυτό τους βασανίζει και αυξάνει ακόμη περισσότερο τη φωτιά που τους καίει».
«Όλα καλά μου τα δίδαξες, Νου, όπως το ήθελα, αλλά πες μου επίσης και πώς γίνεται η άνοδος (της ψυχής)».
Σ’ αυτά τα λόγια ο Ποιμάνδρης απάντησε: «Πρώτα κατά τη διάλυση του υλικού σώματος το παραδίνεις στη φθορά και η μορφή που είχες αφανίζεται. Παραδίδεις στο δαίμονα τον τρόπο της ζωής σου ανενεργό και οι αισθήσεις του σώματος επανέρχονται στις πηγές τους, γίνονται κομμάτια και ανασυντάσσονται πάλι μαζί ως ενέργειες. Η ορμή και η επιθυμία πηγαίνουν στην άλογη φύση.[17]
Έτσι ο άνθρωπος ορμά προς πάνω μέσα από την (κοσμική) αρμονία. [18] Στην πρώτη ζώνη παραδίδει τη δύναμη της αύξησης και της μείωσης, στη δεύτερη τα τεχνάσματα του κακού, τον δόλο ανενεργό, στην τρίτη την επιθυμία της απάτης ανενεργή, στην τέταρτη την αρχοντική αλαζονεία[19] χωρίς περίσσευμα, στην πέμπτη το θράσος το ανόσιο και την προπέτεια της τόλμης,[20] στην έκτη τις κακές ορμές του πλούτου ανενεργές, στην έβδομη ζώνη το ψεύδος που μηχανορραφεί.
Τότε, γυμνωμένος από τα ενεργήματα της αρμονίας, φτάνει στην ουσία της Ογδοάδας[21] έχοντας τη δική του δύναμη και υμνεί τον πατέρα μαζί με τα όντα. Οι παρόντες χαίρονται μαζί του για την παρουσία του. Εξομοιωμένος με όσους υπάρχουν δίπλα του ακούει και κάποιες Δυνάμεις πέρα από τη φύση της Ογδοάδας να υμνούν το θεό με γλυκιά φωνή.[22] Τότε με τάξη ανέρχονται προς τον πατέρα και οι ίδιοι παραδίδουν τον εαυτό τους στις Δυνάμεις, γίνονται Δυνάμεις και ενώνονται με το θεό. Αυτό είναι το αγαθό τέλος για όσους έχουν γνώση, να θεωθούν. Λοιπόν, τι καθυστερείς; Τώρα που παρέλαβες όλη τη γνώση δε θα γίνεις καθοδηγητής των αξίων, ώστε ο θεός να σώσει το ανθρώπινο γένος χάρη σε σένα;».
Αφού είπε σε μένα αυτά ο Ποιμάνδρης, ενώθηκε με τις Δυνάμεις. Εγώ ευχαρίστησα και εγκωμίασα των πατέρα των όλων και ο Ποιμάνδρης με άφησε ελεύθερο, αφού με δυνάμωσε και μου δίδαξε τη φύση του παντός και το μέγιστο θέαμα· κι εγώ ξεκίνησα να κηρύσσω στους ανθρώπους το κάλλος της ευσέβειας και της γνώσης: «Λαοί, άνθρωποι γεννημένοι από τη γη, που έχετε παραδώσει τον εαυτό σας στον ύπνο και τη μέθη, στην άγνοια του θεού, ξεμεθύστε, πάψτε την κραιπάλη, πάψτε να θέλγεστε από τον άλογο ύπνο».
Εκείνοι με άκουσαν και ήρθαν κοντά μου με μια ψυχή. Εγώ τους είπα: «Γιατί, άνθρωποι γεννημένοι από τη γη, παραδώσατε τον εαυτό σας στο θάνατο, ενώ είχατε τη δύναμη να μεταλάβετε στην αθανασία; Μετανοήστε, οι συνοδοιπόροι της πλάνης, οι κοινωνοί της άγνοιας. Απαλλαγείτε από το σκοτεινό φως,[23] μεταλάβετε την αθανασία, εγκαταλείποντας τη φθορά».
Ορισμένοι από αυτούς απομακρύνθηκαν φλυαρώντας, έχοντας παραδώσει τον εαυτό τους στην οδό του θανάτου. Άλλοι όμως με παρακαλούσαν να τους διδάξω, πέφτοντας στα πόδια μου. Εγώ τους σήκωσα και έγινα καθοδηγητής του γένους, διδάσκοντας τους λόγους (του θεού), πώς και με ποιο τρόπο θα σωθούν. Έσπειρα σ’ αυτούς τους λόγους της σοφίας και τράφηκαν με το αθάνατο νερό.[24] Όταν σκοτείνιασε και το φως του ήλιου άρχισε να δύει ολόκληρο, τους προέτρεψα να ευχαριστήσουν το θεό· ολοκλήρωσαν την ευχαριστία τους και καθένας γύρισε στην κλίνη του.
Εγώ την ευεργεσία του Ποιμάνδρη τη χάραξα μέσα μου και γεμάτος με ό,τι ήθελα αναγάλλιασα. Γιατί ο ύπνος του σώματος έγινε νηφαλιότητα της ψυχής, το σφάλισμα των ματιών όραση αληθινή, η σιωπή μου γεμάτη από το αγαθό,[25] η εκφορά του λόγου γέννημα αγαθών. Αυτό μου συνέβη, επειδή το έλαβα από το Νου μου, δηλαδή τον Ποιμάνδρη, το λόγο της αυθεντίας. Θεόπνευστος έφτασα στην αλήθεια. Γι’ αυτό με όλη μου την ψυχή και τη δύναμη εξυμνώ τον πατέρα θεό:
«Άγιος[26] ο θεός και πατέρας των όλων.
Άγιος ο θεός, που η βουλή του εκπληρώνεται από τις ίδιες του τις δυνάμεις.
Άγιος ο θεός, που θέλει να γίνει γνωστός και γνωρίζεται από τους δικούς του.[27]
Άγιος είσαι εσύ που τα όντα με τον Λόγο σου ένωσες.
Άγιος είσαι εσύ που όλη η φύση είναι εικόνα σου.
Άγιος είσαι εσύ που η φύση δε σε διαμόρφωσε.
Άγιος είσαι, ο ισχυρότερος πάσης δυνάμεως.
Άγιος είσαι, ο ανώτερος από κάθε υπεροχή.
Άγιος είσαι, ο ανώτερος των επαίνων.
Δέξου θυσίες αγνές με το λόγο, από μια ψυχή και καρδιά που υψώνεται προς εσένα, ανεκλάλητε, άρρητε, που μόνο η σιωπή μπορεί να σε ονομάσει. Σε μένα που αιτούμαι να μην ξεχάσω τη γνώση που αφορά την ουσία μας συγκατένευσε και ενδυνάμωσέ με. Με τη χάρη σου αυτή θα φωτίσω όσους από το γένος μου ζουν στην άγνοια, τους αδερφούς μου, τους γιους σου. Γι’ αυτό πιστεύω και μαρτυρώ, στη ζωή προχωρώ και στο φως. Ευλογητός είσαι, πατέρα. Ο άνθρωπός σου επιθυμεί να αγιάσει μαζί σου, καθώς του παραχώρησες την πάσα εξουσία».
[Σταύρος Γκιργκένης]
[1] Η βουλή του θεού εμφανίζεται αρκετές φορές στα ερμητικά κείμενα. Πβ. λ.χ. CH 1.14, 1.18, 1.31 / 13.19, 13.20. Πβ. και το συναφή όρο βούλησις στο 8.5, 9.6, 12.15. Όπως και άλλες οντότητες (Νους, Άνθρωπος, Λόγος) των ερμητικών κειμένων μπορεί να θεωρηθεί ως μια θεϊκή υπόσταση. Ωστόσο η ψυχολογική σημασία που ενυπάρχει στην ορολογία αυτού του τύπου επιτρέπει την υπόθεση ότι ορισμένες απ’ αυτές της οντότητες ενυπάρχουν στον άνθρωπο ως ιδιότητες της ψυχής και του νου, αλλά ταυτόχρονα τοποθετούνται και σε ένα ανώτερο επίπεδο, ως αυτόνομες θεϊκές αρχές.
Η έκφραση βουλή θεού δεν υπάρχει σε κανένα κείμενο πριν από τον Ποιμάνδρη εκτός από τους Εβδομήκοντα, όπου η φράση φαίνεται να προέρχεται από το γενικότερο πλαίσιο του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού. Οι θεολόγοι των ερμητικών κειμένων είναι μαζί με τους Χαλδαίους οι μόνοι –πέραν των ιουδαιοχριστιανών και των Γνωστικών- στο σύστημα των οποίων η βούληση του θεού παίζει σημαντικό ρόλο.
[2] Η εμφάνιση του όρου ομοούσιος εδώ προλαμβάνει τη χρήση του από την αρχαία Εκκλησία, στο πλαίσιο της αποκτά μεγάλη σημασία από την εποχή του Συμβόλου της Νίκαιας και μετά.
[3] Για τη φρασεολογία σε σχέση με τα ουράνια σώματα πβ. PGM 4.1126-1127, χαῖρε͵ στοιχείων ἀκοπιάτου λειτουργίας δίνησις. Πβ. επίσης τους χαλδαϊκούς χρησμούς 49, όπου ο Αιών κάνει τις αρχές να περιστρέφονται σε μια αδιάπτωτη δίνη χωρίς τέλος, πατρογενὲς φάος· πολὺ γὰρ μόνος ἐκ πατρὸς ἀλκῆς δρεψάμενος νόου ἄνθος ἔχει τὸ νοεῖν πατρικὸν νοῦν καὶ νόον ἐνδιδόναι πάσαις πηγαῖς τε καὶ ἀρχαῖς καὶ δινεῖν αἰεί τε μένειν ἀόκνῳ στροφάλιγγι.
[4] Πβ. CH 3.3 και προπάντων το παράλληλο χωρίο από τη βιβλική Γένεση 1.20-26.
[5] Πρόκειται για τον αρχετυπικό Άνθρωπο που έχει δημιουργηθεί από τον Πατέρα και στη συνέχεια του Ποιμάνδρη εκπίπτει στην υλική ανθρώπινη κατάσταση λόγω μιας αμαρτωλής έλξης προς τα κατώτερα πεδία της ύπαρξης. Για άλλες ερμητικές απόψεις σε σχέση με τον πρωταρχικό Άνθρωπο πβ. CH 4.2, Ασκλ. 7. Οι ιδέες και η φρασεολογία στα χωρία του Ποιμάνδρη για τον Άνθρωπο έχουν τις απηχήσεις τους στην ιουδαϊκή και πρώιμη χριστιανική γραμματεία. Πβ. λ.χ. Δανιήλ 7.13, Ματθ. 8.20, Μάρκ. 9.9-12, Ιω. 1.51, Ά Προς Κορινθίους 15.45-49. Κατά μια άποψη το τμήμα 3-26 του Ποιμάνδρη πρέπει να διαβαστεί ως μια αφήγηση της καταγωγής της ψυχής, της ενσάρκωσης, της εξέλιξης και του έσχατου προορισμού της, σύμφωνα με ένα πρότυπο που ξαναβρίσκουμε σε πραγματείες του Ιάμβλιχου και του Τερτυλλιανού για την ψυχή. Το ίδιο πρότυπο ανευρίσκεται και στις γνωστικές πραγματείες με ερμητική επίδραση που βρέθηκαν στο Ναγκ Χαμαντί (Αυθεντική διδαχή και Η δεύτερη πραγματεία του Μεγάλου Σεθ). Ομοιότητες υπάρχουν και με τον βαλεντινιανό μύθο για τη θεία σεξουαλική διαδικασία που παράγει τον Άνθρωπο.
[6] Για το ταξίδι του Ανθρώπου μέσα από τις επτά σφαίρες βλ. παρακ.
[7] Εννοείται ο Δημιουργός, ο οποίος όπως και ο Άνθρωπος γεννήθηκε από το θεϊκό Νου του Πατέρα. Στην παράγρ. 10 ο Δημιουργός με το Λόγο θέτουν σε κίνηση τις σφαίρες, ενώ στην 9 ο Δημιουργός φτιάχνει τους Διοικητές, οι οποίοι θαυμάζουν και βοηθούν τον Άνθρωπο στην παράγρ. 12.
[8] Ο όρος τάξις πρέπει να έχει εδώ τη σημασία «θέση στην ιεραρχία (των σφαιρών). Αυτό θυμίζει τη νεοπλατωνική χρήση του όρου για την περιγραφή μιας σειράς ιεραρχικά συνδεόμενων οντοτήτων, η οποία περιλαμβάνει στα ανώτερα επίπεδα άυλες οντότητες και στα κατώτερα υλικές όπως τα άστρα. Πβ. επίσης Ασκλ. 10, CH 13.7-12, PGM 13.270-276.
[9] Τα παραπάνω μπορούν να συνδεθούν με ένα ερμητικό δόγμα για τις δύο ψυχές (CH 16.15, Ασκλ. 22), το οποίο αποτελεί φιλοσοφικού τύπου απόπειρα διαφυγής από τη μοίρα και περιγράφεται από τον Ιάμβλιχο (Περί μυστ. 8.5.267-8.272).
Οι θεουργοί, σύμφωνα με τους χαλδαϊκούς χρησμούς 153 δεν ανήκουν στο κοπάδι που άγεται από τη μοίρα. Χωρία της Καινής Διαθήκης συζητούν το πρόβλημα της διαφυγής από τη μοίρα και τις άλλες υλικές δυνάμεις: Ά Κορ. 2.6, 15.24, Γαλ. 4.3-10, Κολ. 2.8-10 και 15-20.
[10] Ο Φίλων ερμηνεύοντας το χωρίο 1.27 της Γενέσεως θεώρησε ότι η θεϊκή εικόνα, με βάση την οποία πλάστηκε ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ή ήταν αμφισεξουαλική. Στο Γνωστικό μύθο (Ναασηνοί) ο πρωταρχικός άνθρωπος είναι ανδρόγυνος (Ιππόλυτος, Κατά πασ. αιρ. 5.7.14-15 σε συνδυασμό με τον Άττη στις μυστηριακές λατρείες– πβ. 8.4): ἔστι γάρ͵ φησίν͵ ἀρσενόθηλυς ὁ ἄνθρωπος. Κατὰ τοῦτον οὖν αὐτοῖς τὸν λόγον͵ πάνυ πονηρὸν καὶ κεκωλυμένον͵ οὐ κατὰ τὴν διδασκαλίαν ἡ γυναικὸς πρὸς ἄνδρα δεδειγμένη καθέστηκεν ὁμιλία. Ἀπεκόπη γάρ͵ φησίν͵ ὁ Ἄττις -τουτέστιν ἀπὸ τῶν χοϊκῶν τῆς κτίσεως κάτωθεν ἐχωρίσθη μερῶν-͵ καὶ ἐπὶ τὴν αἰωνίαν ἄνω μετελήλυθεν οὐσίαν͵ ὅπου͵ φησίν͵ οὐκ ἔστιν οὔτε θῆλυ οὔτε ἄρσεν͵ ἀλλὰ καινὴ κτίσις͵ καινὸς ἄνθρωπος͵ ὅς ἐστιν ἀρσενόθηλυς.
[11] O συγγραφέας φαίνεται να αναγγέλλει εδώ το νέο και πρωτότυπο στοιχείο στο δόγμα του, δηλαδή ότι οι επτά άνθρωποι αποτελούν την ανθρωπότητα στην πρωταρχική της κατάσταση, οι οποίοι μετά την πτώση θα αποκτήσουν υλικά σώματα. Πλάι όμως στο υλικό σώμα υπάρχει ο ουσιώδης άνθρωπος. Ο όρος μυστήριον απαντά και αλλού στα ερμητικά κείμενα. Πβ. λ.χ. CH 16.2, Ασκλ. 19, 21, 32, 37.
[12] Ο όρος περίοδος τόσο εδώ όσο και αμέσως παρακάτω φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από τη στωική θεωρία της αποκατάστασης, η οποία αναφέρεται ρητά στα CH 8.4, 9.12, 12.15, Ασκλ. 13. Οι Στωικοί πίστευαν ότι ο υπάρχων κόσμος θα καταλυθεί μέσα σε μια κατακλυσμιαία εκπύρωση, για να αναγεννηθεί όμοιος σε κάθε λεπτομέρεια και να συνεχίσει αιώνια τον κύκλο της καταστροφής και της ανανέωσης. Η ιδέα βασιζόταν σε προγενέστερες θεωρίες αστρονομικών κύκλων και διαδόθηκε και σε άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες και θρησκείες. Πβ. λ.χ. Πρόκλος, Στοιχ. Θεολ. 198-200, Πράξεις Αποστ. 3.21.
[13] Το επίθετο περιούσιος μπορεί να σημαίνει «εκλεκτός, διαλεχτός» (πβ. Έξοδος 19.5, Δευτ. 7.6, Προς Τίτον 2.14), αλλά εδώ μπορεί να σημαίνει «αυτός που είναι πέρα από την ουσία, υπερούσιος, απόλυτος». Για τη γνώση και την αναγνώριση ως σωτηρία βλ. παρακ. παράγρ. 26-27.
[14] Ο ρόλος των ηθικών αρετών –ειδικά της ευσέβειας- είναι κεφαλαιώδης για την ερμητική παράδοση. Η ευσέβεια είναι η φυσική ιδιότητα κάθε ανθρώπου, προπάντων του φιλοσόφου, ο οποίος είναι στραμμένος προς τη γνώση. Η αληθινή ουσία της ευσέβειας για τον μορφωμένο Έλληνα συμπεριλαμβάνει το σεβασμό και το δέος προς το θεϊκό και αποτελεί μια αρετή ανάμεσα στις άλλες. Πβ. CH 6.5, 9.4, 10.9, 16.11, Ασκλ. 1, 22.
[15] Ο κατάλογος αυτός των επτά αμαρτημάτων μπορεί να έχει απώτερη σύνδεση με τους πλανήτες. Πβ. CH 9.3.
[16] Αυτός ο τιμωρός δαίμων έχει την αντίθετη ακριβώς λειτουργία από τον πυλωρόν Νου στην παράγρ. 22, ο οποίος μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως δαίμων πάρεδρος ή πνεύμα-βοηθός.
[17] Η ακολουθία θυμὸς… ἐπιθυμία… ἄλογον μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αντανακλά την τριμερή διάκριση του Πλάτωνα σε επιθυμητικό, θυμοειδές, λογιστικό (Πολιτεία 435-444, 580-581, Φαίδρος 253-255, Τίμαιος 69-72).
[18] Κατά μια άποψη η παράγραφος 25 είναι επηρεασμένη από ιρανικές πηγές. Η περιγραφή του ταξιδιού της ψυχής φαίνεται να εισήλθε στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση από το Ιράν μέσω του Μιθραϊσμού. Ειδικά μια ιρανική πηγή που έχει τον τίτλο Damdaδ Nask (ίσως 5ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται ότι είχε τη μορφή αποκάλυψης του Ahura Mazda για τη δημιουργία, τα έσχατα και άλλα θεολογικά θέματα. O πρωταρχικός Άνθρωπος Gayomart ταξίδευε μετά το θάνατο μέσα από τους ουρανούς. Επτά μέταλλα που αντιστοιχούν στους επτά πλανήτες και τους επτά Διοικητές πέφτουν από πάνω του προς τη γη. Επίσης το χωρίο μας παρουσιάζει ομοιότητες με ελληνορωμαϊκές διαμορφώσεις του ίδιου ταξιδιού, όπως αυτή που διασώζει ο Σέρβιος στα σχόλιά του στην Αινειάδα 6.127, 439, 714, 11.51.
[19] Η αρχοντική προφάνεια που αναφέρεται εδώ στην τέταρτη θέση αντιστοιχεί σε μια ιδιότητα του ηλιακού κυβερνήτη ή άρχοντος. Η λέξη προφάνεια είναι κάπως περίεργη και σημαίνει «εξοχότητα, υπεροχή, διάκριση», αλλά εδώ μοιάζει να σημαίνει «αλαζονεία, υπερηφάνεια». Άλλωστε ορισμένα χειρόγραφα παρουσιάζουν διόρθωση σε ὑπερηφανίαν. Για τους άρχοντες στην Καινή Διαθήκη βλ. ιδιαίτ. Ματθ. 12.24, Ιω. 12.31, Ά Κορ. 2.6-8, Εφέσ. 2.2.
[20] Η έννοια της τόλμης, του θράσους παίζει καίριο ρόλο σε ερμηνείες της πτώσης του Ανθρώπου από τον ουρανό. Οι Πυθαγόρειοι χρησιμοποιούν τον όρο, για να αναφερθούν στη Δυάδα ως ξεχωριστή από τη Μονάδα και ο Νουμήνιος έβλεπε την κάθοδο της ψυχής ως αμάρτημα δικής της επιλογής, μια γνώμη που συμμεριζόταν και ο Πλωτίνος στην πρώιμη διδασκαλία του, όπου ισχυριζόταν ότι για τις ψυχές που έχουν ξεχάσει τον Πατέρα αρχή του κακού ήταν η τόλμη (Ενν. 5.1.1.1-4 –πβ. 5.5.2.6, 6.9.5.29), Τί ποτε ἄρα ἐστὶ τὸ πεποιηκὸς τὰς ψυχὰς πατρὸς θεοῦ ἐπιλαθέσθαι͵ καὶ μοίρας ἐκεῖθεν οὔσας καὶ ὅλως ἐκεί νου ἀγνοῆσαι καὶ ἑαυτὰς καὶ ἐκεῖνον; Ἀρχὴ μὲν οὖν αὐταῖς τοῦ κακοῦ ἡ τόλμα… Αργότερα όμως καταδίκασε τους Γνωστικούς που ισχυρίζονταν ότι η επιθυμία της ψυχής να δημιουργήσει τον κόσμο ήταν η πρωταρχική τόλμη (2.9.11-12, 4.3.13).
[21] Η όγδοη σφαίρα του ουρανού που περιλαμβάνει τους απλανείς αστέρες, αμέσως μετά τη σφαίρα του Κρόνου. Στον βαλεντινιανό και άλλους κλάδους του γνωστικισμού η μετα-αριστοτελική κοσμολογία των ομόκεντρων ουράνιων σφαιρών γέννησε περίπλοκα θεολογικά σχήματα. Η Εβδομάς, οι επτά πλανητικές σφαίρες, θεωρήθηκε δημιούργημα ενός κακού Δημιουργού. Αποτελεί την κατώτερη φύση που εγκλωβίζει τον Γνωστικό, ο οποίος επιθυμεί τη διαφυγή στην Ογδοάδα, την όγδοη σφαίρα από τη γη. Από τα ύψη της καθαυτό θεότητας ως τόσο η Ογδοάδα αποτελείται από 4 ζεύγη κατώτερων θεοτήτων εντός του Πληρώματος (συζυγίαι –πβ. CH 6.1). Σε μια άλλη εκδοχή η Ογδοάδα είναι ο ΄χωρος δράσης του Ιησού και της Σοφίας, που όμως βρίσκεται εκτός του αιωνίου Πληρώματος (πβ. CH 6.4). Στους μαγικούς παπύρους η Ογδοάς είναι η θεότητα που διοικεί όλα τα κτίσματα της δημιουργίας (βλ. λ.χ. PGM 14.735-759). Η Ογδοάδα έχει το αντίστοιχό της στην ιρανική έννοια Garoδman ή όγδοο ουρανό. Το γνωστικό κείμενο για την Ογδοάδα και την Εννεάδα του Ναγκ Χαμαντί υπόσχεται να αποκαλύψει τη φύση της Ογδοάδας και της Εννεάδας. Η Ογδοάδα αποτελείται σ’ αυτό το κείμενο από ψυχές και αγγέλους που ψάλλουν σιωπηλά και απευθύνουν τους ύμνους τους στην Εννεάδα και τις δυνάμεις της. Η κοπτική ρίζα του ονόματος της πόλης Ashmounein στη θέση της αρχαίας Ερμούπολης προέρχεται από τον αριθμό οκτώ (Hmnw) και παραπέμπει σε μια οκτάδα θεοτήτων που λατρεύονταν εκεί και τελικά ταυτίστηκαν με τον Ερμή-Θωθ. Η Ηλιούπολη αντίστοιχα ήταν η πόλη μιας θείκής Εννεάδας που συνδεόταν με τον Θωθ. Πβ. CH 13.15, 16 (τίτλος).
[22] Οι Δυνάμεις αυτές πρέπει ίσως να συγκριθούν με τις υποστασιοποιημένες δυνάμεις του Φίλωνα και άλλες παρόμοιες οντότητες των γνωστικών κειμένων. Με τις γλυκιές φωνές των Δυνάμεων πβ. τον περίφημο γνωστικό Ύμνο του μαργαριταριού (103), ο οποίος σώζεται στις απόκρυφες Πράξεις του Θωμά: εκεί οι υπήκοοι του βασιλιά (=θεός) τον υμνούν εὐφήμοις φωναῖς.
[23] Το φως είναι σκοτεινό, επειδή είναι η λάμψη του θνήσκοντος υλικού κόσμου, η οποία αντιτίθεται στο αληθινό φως της ζωής (βλ. παραπ. παράγρ. 4, 9). Πβ. CH 7.2.
[24] Για το αθάνατο νερό πβ. Πράξεις Θωμά 2.25, CH 18.11.
[25] Στον βαλεντινιανό μύθο ο πρωταρχικός Πατέρας ή Βυθός από το κέντρο του Πληρώματος αναδύει μια προαρχή (βλ. παραπ. παράγρ. 8) και την αποθέτει σαν σπέρμα στη μήτρα της σιωπής. Πβ. επίσης CH 10.5, 9, 13.2, Ιάμβλιχος, Περί μυστ. 8.3.263, κώδικες του Ναγκ Χαμαντί 6.6.56.10-12, 58.20-26, 59.14-22, 60.1-2.
[26] Η χρήση της λέξης «άγιος» είναι σπάνια στις παγανιστικές πηγές και μπορούμε να συγκρίνουμε τον ύμνο μας με χωρία όπως το Ησαΐας 6.3. Υπάρχουν επίσης πιθανές συνδέσεις με την αιγυπτιακή γνωμολογική γραμματεία. Μια παραλλαγή του ύμνου σώζεται στον πάπυρο του Βερολίνου 9794 (3ος αιώνας μ.Χ.) στο πλαίσιο μιας χριστιανικής συλλογής υλικού. Για άλλους ερμητικούς ύμνους βλ. CH 5.10-11, 13.16-20, Ασκλ. 41.
[27] Υπάρχουν παράλληλα γι’ αυτή την έκφραση τόσο στα ερμητικά όσο και στα χριστιανικά και γνωστικά κείμενα. Βλ. λ.χ. CH 10.15, 3.3, 7.2, 13.6, Ασκλ. 8, Προς Γαλ. 4.8-9, Ά Κορ. 13.12, κώδικες του Ναγκ Χαμαντί 6.8.68.10-15.
ΠΗΓΗ https://master-lista.blogspot.gr/2016/09/blog-post_60.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου