Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνθρωποι σπάνια ξεπερνούσαν τα πενήντα χρόνια
ζωής. Όσοι δηλαδή κατάφερναν να μεγαλώσουν, καθώς το ποσοστό της
παιδικής θνησιμότητας ήταν πολύ υψηλό.
Οι αρρώστιες, οι κακές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις δεν άφηναν τους ανθρώπους να γεράσουν σύμφωνα με τα σημερινά μέτρα, ενώ οι γυναίκες πολύ γρήγορα καταπονούσαν το κορμί τους, αφού άρχιζαν να γεννούν συνεχώς παιδιά μόλις έμπαιναν στην εφηβεία τους. Στα δεκατέσσερά τους ήταν ήδη παντρεμένες και μητέρες.
Για όσους παρά ταύτα κατάφερναν να γεράσουν, η ζωή δεν διέφερε πολύ από αυτή των σημερινών γερόντων. Για τους φτωχούς τα πράγματα ήταν δύσκολα, για τους ευκατάστατους ευκολότερα. O νόμος υποχρέωνε μεν τα παιδιά να συντηρούν τους γέρους γονείς τους, όμως το πράγμα είναι πάντα ευκολότερο όταν ο γέρος είχε δική του περιουσία. Για τους φτωχούς υπήρχαν τα γηροκομεία της αρχαιότητας τα οποία ονομαζόντουσαν «γηροβοσκεία», αλλά θα πρέπει να ήταν ελάχιστα. Οι μόνοι γονείς που δεν προστατεύονταν από τον νόμο ήταν αυτοί που είχαν εκπορνεύσει τους γιους τους (όχι τις θυγατέρες τους!) και αυτοί που δεν είχαν φροντίσει να μάθουν στα παιδιά τους μια τέχνη.
Σε γενικές γραμμές, ο σεβασμός στους γερόντους ήταν επιβεβλημένος, χωρίς να λείπουν και φαινόμενα χάσματος των γενεών, όπως φαίνεται κυρίως από τον Αριστοφάνη. Οι γέροι κατηγορούσαν τους νέους για ασέβεια και οι νέοι τους γέρους για συντηρητισμό και σκουριασμένα μυαλά.
Σε μια παράσταση στο θέατρο του Διονύσου κάποιος γέρος μπήκε μέσα, αλλά οι μόνοι που σηκώθηκαν για να δώσουν τη θέση τους ήταν κάποιοι Σπαρτιάτες πρέσβεις. Όταν οι χαβαλέδες Αθηναίοι είδαν τη χειρονομία, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Σπαρτιάτης τότε, έκπληκτος, είπε στο διπλανό του: «Αυτοί οι Αθηναίοι μπορούν να εκτιμήσουν τους καλούς τρόπους, αλλά δεν ξέρουν να τους εφαρμόσουν».
Η αρχαία ελληνική γραμματεία προσφέρει δεκάδες διαφορετικές προσεγγίσεις για τα γηρατειά. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Σωκράτης ρωτά τον Κέφαλο πώς τα βολεύει τώρα που είναι γέρος και δεν έχει σεξουαλικές ορμές. Αυτός απαντά με ένα ανέκδοτο του Σοφοκλή: «Χαίρομαι που ξέφυγα από αυτό το πράγμα, σαν να είχα γλιτώσει από κάποιο άγριο και μανιασμένο κτήνος που με δυνάστευε». Αντιθέτως, ο γέρος Μίμνερμος από τη Μικρά Ασία τον 6ο αιώνα οδύρεται για την κατάστασή του: «Κάλλιο να πεθάνω όταν δε νοιάζομαι πια για κρυφές αγάπες, τα τρυφερά αγκαλιάσματα του έρωτα. Οι θεοί θέλησαν να είναι τα γεράματα μεγάλη συμφορά».
Ο νόμος στην Αθήνα απαγόρευε στα παιδιά να επικαλούνται γεροντική άνοια των γονιών τους για να τους πάρουν την περιουσία. Φαίνεται όμως ότι υπήρχαν εξαιρέσεις. Οι γιοι του Σοφοκλή τον έσυραν στα δικαστήρια κι αυτός διάβασε στους δικαστές ένα απόσπασμα από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, που έγραφε εκείνη την περίοδο. «Σας φαίνεται αυτό δουλειά ενός ηλιθίου;» ρώτησε. Η προσφυγή των παιδιών απορρίφθηκε.
Για όσους δεν είχαν παιδιά, πολύ συνηθισμένη ήταν στην αρχαία Αθήνα η υιοθεσία, όχι παιδιών, αλλά μεγάλων ανθρώπων. Επρόκειτο όχι μόνο για πράξη πρόνοιας ώστε να έχουν κάποιον να τους περιποιηθεί, αλλά και για αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διατηρηθεί το αδιαίρετο της περιουσίας. Για τον ίδιο λόγο, ο νόμος υποχρέωνε τις κοπέλες που δεν είχαν αδελφούς να παντρεύονται τους θείους τους, ώστε η οικογενειακή περιουσία να παραμένει μέσα στο σπίτι.
Πολύ άσχημα την είχαν οι φτωχές γυναίκες που γερνούσαν, καθώς ο νόμος δεν επέτρεπε στις γυναίκες να έχουν παραγωγική απασχόληση, παρά μόνο στους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο Σόλων έκανε μια εξαίρεση και τους επέτρεψε να ασκούν το επάγγελμα της μοιρολογίστρας, ώστε να εξασφαλίζουν κάποια έσοδα. Οι άνδρες, πάλι, μπορούσαν να ασκήσουν το επάγγελμα του δικαστή, το οποίο τους απέφερε απολαβές από το δημόσιο ταμείο. Όσοι αιώνες κι αν πέρασαν πάντως, πάντα τα συναισθήματα των ανθρώπων απέναντι στην ανημποριά των γηρατειών είναι πανομοιότυπα.
Όταν ο αιωνόβιος Ζήνων πήγε να μπει στο θέατρο και σκόνταψε, προξενώντας έκρηξη γέλιου στο ακροατήριο, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και είπε στο θεό του Άδη: «Έρχομαι! Γιατί φωνάζεις, Πλούτωνα;». Έπειτα γύρισε σπίτι του και αρνήθηκε να ξαναπάρει τροφή μέχρι που πέθανε. Κακό πράγμα τα γηρατειά, πολύ χειρότερο όμως να είναι κανείς γέρος από τα νιάτα του.
ΠΗΓΗ: Μια σταγόνα ιστορία, Δημήτρης Καμπουράκης, εκδόσεις Πατάκη...
Οι αρρώστιες, οι κακές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις δεν άφηναν τους ανθρώπους να γεράσουν σύμφωνα με τα σημερινά μέτρα, ενώ οι γυναίκες πολύ γρήγορα καταπονούσαν το κορμί τους, αφού άρχιζαν να γεννούν συνεχώς παιδιά μόλις έμπαιναν στην εφηβεία τους. Στα δεκατέσσερά τους ήταν ήδη παντρεμένες και μητέρες.
Για όσους παρά ταύτα κατάφερναν να γεράσουν, η ζωή δεν διέφερε πολύ από αυτή των σημερινών γερόντων. Για τους φτωχούς τα πράγματα ήταν δύσκολα, για τους ευκατάστατους ευκολότερα. O νόμος υποχρέωνε μεν τα παιδιά να συντηρούν τους γέρους γονείς τους, όμως το πράγμα είναι πάντα ευκολότερο όταν ο γέρος είχε δική του περιουσία. Για τους φτωχούς υπήρχαν τα γηροκομεία της αρχαιότητας τα οποία ονομαζόντουσαν «γηροβοσκεία», αλλά θα πρέπει να ήταν ελάχιστα. Οι μόνοι γονείς που δεν προστατεύονταν από τον νόμο ήταν αυτοί που είχαν εκπορνεύσει τους γιους τους (όχι τις θυγατέρες τους!) και αυτοί που δεν είχαν φροντίσει να μάθουν στα παιδιά τους μια τέχνη.
Σε γενικές γραμμές, ο σεβασμός στους γερόντους ήταν επιβεβλημένος, χωρίς να λείπουν και φαινόμενα χάσματος των γενεών, όπως φαίνεται κυρίως από τον Αριστοφάνη. Οι γέροι κατηγορούσαν τους νέους για ασέβεια και οι νέοι τους γέρους για συντηρητισμό και σκουριασμένα μυαλά.
Σε μια παράσταση στο θέατρο του Διονύσου κάποιος γέρος μπήκε μέσα, αλλά οι μόνοι που σηκώθηκαν για να δώσουν τη θέση τους ήταν κάποιοι Σπαρτιάτες πρέσβεις. Όταν οι χαβαλέδες Αθηναίοι είδαν τη χειρονομία, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Σπαρτιάτης τότε, έκπληκτος, είπε στο διπλανό του: «Αυτοί οι Αθηναίοι μπορούν να εκτιμήσουν τους καλούς τρόπους, αλλά δεν ξέρουν να τους εφαρμόσουν».
Η αρχαία ελληνική γραμματεία προσφέρει δεκάδες διαφορετικές προσεγγίσεις για τα γηρατειά. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Σωκράτης ρωτά τον Κέφαλο πώς τα βολεύει τώρα που είναι γέρος και δεν έχει σεξουαλικές ορμές. Αυτός απαντά με ένα ανέκδοτο του Σοφοκλή: «Χαίρομαι που ξέφυγα από αυτό το πράγμα, σαν να είχα γλιτώσει από κάποιο άγριο και μανιασμένο κτήνος που με δυνάστευε». Αντιθέτως, ο γέρος Μίμνερμος από τη Μικρά Ασία τον 6ο αιώνα οδύρεται για την κατάστασή του: «Κάλλιο να πεθάνω όταν δε νοιάζομαι πια για κρυφές αγάπες, τα τρυφερά αγκαλιάσματα του έρωτα. Οι θεοί θέλησαν να είναι τα γεράματα μεγάλη συμφορά».
Ο νόμος στην Αθήνα απαγόρευε στα παιδιά να επικαλούνται γεροντική άνοια των γονιών τους για να τους πάρουν την περιουσία. Φαίνεται όμως ότι υπήρχαν εξαιρέσεις. Οι γιοι του Σοφοκλή τον έσυραν στα δικαστήρια κι αυτός διάβασε στους δικαστές ένα απόσπασμα από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, που έγραφε εκείνη την περίοδο. «Σας φαίνεται αυτό δουλειά ενός ηλιθίου;» ρώτησε. Η προσφυγή των παιδιών απορρίφθηκε.
Για όσους δεν είχαν παιδιά, πολύ συνηθισμένη ήταν στην αρχαία Αθήνα η υιοθεσία, όχι παιδιών, αλλά μεγάλων ανθρώπων. Επρόκειτο όχι μόνο για πράξη πρόνοιας ώστε να έχουν κάποιον να τους περιποιηθεί, αλλά και για αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διατηρηθεί το αδιαίρετο της περιουσίας. Για τον ίδιο λόγο, ο νόμος υποχρέωνε τις κοπέλες που δεν είχαν αδελφούς να παντρεύονται τους θείους τους, ώστε η οικογενειακή περιουσία να παραμένει μέσα στο σπίτι.
Πολύ άσχημα την είχαν οι φτωχές γυναίκες που γερνούσαν, καθώς ο νόμος δεν επέτρεπε στις γυναίκες να έχουν παραγωγική απασχόληση, παρά μόνο στους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο Σόλων έκανε μια εξαίρεση και τους επέτρεψε να ασκούν το επάγγελμα της μοιρολογίστρας, ώστε να εξασφαλίζουν κάποια έσοδα. Οι άνδρες, πάλι, μπορούσαν να ασκήσουν το επάγγελμα του δικαστή, το οποίο τους απέφερε απολαβές από το δημόσιο ταμείο. Όσοι αιώνες κι αν πέρασαν πάντως, πάντα τα συναισθήματα των ανθρώπων απέναντι στην ανημποριά των γηρατειών είναι πανομοιότυπα.
Όταν ο αιωνόβιος Ζήνων πήγε να μπει στο θέατρο και σκόνταψε, προξενώντας έκρηξη γέλιου στο ακροατήριο, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και είπε στο θεό του Άδη: «Έρχομαι! Γιατί φωνάζεις, Πλούτωνα;». Έπειτα γύρισε σπίτι του και αρνήθηκε να ξαναπάρει τροφή μέχρι που πέθανε. Κακό πράγμα τα γηρατειά, πολύ χειρότερο όμως να είναι κανείς γέρος από τα νιάτα του.
ΠΗΓΗ: Μια σταγόνα ιστορία, Δημήτρης Καμπουράκης, εκδόσεις Πατάκη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου