Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Ο ΤΟΥΡΚΟΦΡΟΝΑΣ ΠΑΠΑ-ΕΥΘΥΜ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ.



3 Οκτωβρίου 1923 -> επίθεση του τουρκόφρονα παπα-Ευθύμ στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης για να παύσει προσωρινά 6 συνοδικούς και να επιβάλλει προσωρινά διευθύνοντα του πατριαρχικού οίκου τον επίσκοπο Ροδοπόλεως
το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο κι αν μειώθηκε το μειονοτικό ελληνικό στοιχείο στην Τουρκία λόγω διωγμών κλπ. ήταν κι είναι στοιχείο αναφοράς για την ορθοδοξία και το γένος των Ελλήνων κι έτσι για κάποιους (δεν τους έγινε το χατήρι όμως) έπρεπε να αλλάξει χαρακτήρα!
κι ένας από αυτούς είναι ο Παπα-Ευθύμ (Ευθύμιος Καραχισαρίδης 1884-1968), ποντιακής καταγωγής, σχισματικός κληρικός κι επικεφαλής της λεγόμενης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας


.Ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης γεννήθηκε το 1884 στο Ακντάγκ Μαντέν της Υοσγάτης. Το κοσμικό όνομά του ήταν Παύλος Καραχισαρίδης ενώ ήταν γνωστός κι ως Καραχισαρίογλου. (συνηθισμένο σε Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδίως Ιωνίας και Πόντου, να χρησιμοποιούν την τουρκική κατάληξη στο επώνυμό τους). Το επώνυμό του στηρίζεται στην οικογενειακή προέλευση από το Σαμπίν Καραχισάρ του Πόντου.
Αφού παρακολούθησε μαθήματα στην εμπορική σχολή της Άγκυρας (1911-1912), άνοιξε υφασματοποιείο. Η οικονομική κρίση στην Τουρκία τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου έπληξε την επιχείρησή του κι έτσι εργάστηκε ως υπάλληλος σε υπoκατάστημα του μεγαλοϋφασματέμπορου Τσολμεκτσόγλου.Το 1911 παντρεύεται τη Μαρία Καλφόγλου κι αποκτούν τρεις κόρες, τη Μαίρη, την Πολυάννα και τη Ναταλία και δύο γιους, το Γεώργιο και τον Αριστείδη.
Το 1914 για να αποφύγει την επιστράτευση κατέφυγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Λόγω της ενίσχυσης των τιμωρητικών κατά της λιποταξίας μέτρων θα ζητήσει από τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας Νικόλαο Β΄ Σακκόπουλο να τον χειροτονήσει ιερέα. Έτσι απέκτησε το όνομα Ευθύμιος ή παπα-Ευθύμ. Τον Μάρτιο του 1918 βρήκε ενορία στην κωμόπολη Κεσκίν, όταν ο ιερέας της Παναγιώτης Παπαδόπουλος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για ιατρικές εξετάσεις. Στην αντικατάσταση του Παπαδόπουλου από τον παπα-Ευθύμ ρόλο είχε μάλλον κι ο εξάδελφός του Παντελής Καραχισαρίδης, σχολάρχης της τοπικής αστικής σχολής.
Μετά την Συνθήκη του Μούδρου συμμετείχε στον ελληνικό σύλλογο της πόλης Κεσκίν ("Φθάνει ο Ύπνος") και στην πρωτοβουλία να απευθύνουν διάβημα στο Πατριαρχείο για να μεσολαβήσει στην αποστολή στρατού στην περιοχή για να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς από τις επιθέσεις των ατάκτων Τούρκων. Διαπιστώνοντας ότι η προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητου Ποντοαρμενικού κράτους ήταν μάταιο κι η άνοδος του Κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος ραγδαία, προσέγγισε παράγοντες του κεμαλισμού. Τότε συνδέθηκε μ' έναν από τους φορείς του Κεμαλισμού, τον Μεχμέτ Σερέφ, βουλευτή Αδριανούπολης. Παράλληλα πίεσε τους προύχοντες της κοινότητας να συγκεντρώσουν χρήματα με σκοπό την ενίσχυση των Κεμαλικών. Όντως συγκεντρώθηκε ποσό 1300 τουρκικών λιρών και προσφέρθηκε στον Αλή Φουάτ. Επίσης απέτρεψε βιαιοπραγίες κι εκτοπισμούς σε βάρος ντόπιων από τους τσέτες. Η δημογεροντία κι οι άλλοι τοπικοί άρχοντες δυσανασχετούσαν για την διαχείριση των κοινοτικών οικονομικών εκ μέρους του, ενώ ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος επέστρεψε στην έδρα του και τη διεκδίκησε. Προκλήθηκε ενδοκοινοτικό χάσμα: από τη μια μεριά οι κοινοτικοί άρχοντες, οι οποίοι υποστήριζαν τον Παπαδόπουλο κι από την άλλη οι κάτοικοι, οι οποίοι υποστήριζαν τον παπα-Ευθύμ.
Για να διευθετηθεί η ενδοκοινοτική ρήξη το Πατριαρχείο έστειλε μεσολαβητή, τον παπα-Θεόδωρο Μαυρόπουλο. Όταν όμως θα πάρει το μέρος του Παπαδόπουλου, ο παπα-Ευθύμ θα κατηγορήσει το Φανάρι για παραγνώριση των ελληνοκαππαδοκικών κοινοτήτων. Θα προσπαθήσει να καλύψει το θρησκευτικο-πολιτικό κενό, που υπήρχε στην περιοχή. Διόρισε νέα δημογεροντία στην ενορία του, διέκοψε τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξανάγκασε τους Καππαδόκες της Άγκυρας να μετάσχουν στις οθωμανικές εκλογές και βοήθησε στην εκλογή του κεμαλικού Κεσκινλή Ριζά. Μετέβη στη συνέχεια στην Άγκυρα, όπου συνάντησε τον Μουσταφά Κεμάλ. Με δεδομένο ότι το Κεσκίν βρισκόταν στα όρια της Μητρόπολης της Άγκυρας, ο Κεμάλ ενδιαφερόταν για τις πρωτοβουλίες του παπα-Ευθύμ.
Την άνοιξη του 1921 σημειώνεται κινητικότητα για ίδρυση ανεξάρτητης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας. Σε κεμαλική εφημερίδα της Άγκυρας δημοσιεύεται επιστολή-αίτημα για ίδρυση Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου κι ανεξαρτητοποίηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη σχεδιαζόμενη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης των Τουρκορθοδόξων ο παπα-Ευθύμ χωρίς κάποιο υψηλό εκκλησιαστικό αξίωμα, αλλά και στερούμενος στοιχειώδους θρησκευτικής εκπαίδευσης, ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να συμμετάσχει στις εργασίες της αλλά και να διεκδικήσει τη θέση του επικεφαλής της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας. Παρ΄όλα αυτά οι υποστηρικτές για την υποψηφιότητά του δεν έλλειπαν τόσο από το κεμαλικό κίνημα, όπως ο Μεχμέτ Σερέφ όσο κι από δυτικούς παράγοντες, όπως ο Φρακλίν Μπουγιόν, μεσολαβητής της Γαλλίας στην Άγκυρα.
Τον Νοέμβριο του 1921 ο παπα-Ευθύμ θα παρέμβει για πρώτη φορά δημόσια δηλώνοντας ότι ήταν Γενικός Επίτροπος των Τουρκορθοδόξων Χριστιανών! Απηύθυνε έκκληση για ίδρυση αυτοκέφαλης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, επιτέθηκε κατά του Φαναρίου, κάλεσε τις χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας να στείλουν αντιπροσώπους στην Καισάρεια με σκοπό τη συγκρότηση ενός ορθόδοξου συμβουλίου, ενώ διέψευσε τα περί δεινοπαθημάτων των χριστιανών από τους Κεμαλικούς! Τέλος ζήτησε να αναπέμπονται δεήσεις υπέρ του Μουσταφά Κεμάλ!
Στη συνέχεια περιόδευσε στην Καππαδοκία με σκοπό τη δημιουργία Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας υποσχόμενος επιστροφή εκτοπισμένων και ζητώντας οικονομική ενίσχυση για το Κεμαλικό κίνημα. Αφού επέστρεψε στην Άγκυρα, σύστησε γραφείο διεκπεραίωσης θεμάτων της μειονότητας, πέτυχε το κλείσιμο 68 ορθόδοξων εκπαιδευτηρίων στην Καππαδοκία, απαγόρευσε την κυκλοφορία ιερέων εκτός ναών με άμφια. Απαιτούσε οι ηγέτες της Εκκλησίας να μιλούν την τουρκική γλώσσα και να έχουν Τουρκική υπηκοότητα.
Επιχείρησε να έλθει σε επαφή με την Αγγλικανική Εκκλησία για να υποστηρίξει τις πρωτοβουλίες του. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπέγραφε τις επιστολές του ως Πάπας Αποστολικός! Εξέδιδε κι έντυπο για να προωθεί τις απόψεις του, τη Φωνή της Τουρκορθοδοξίας. Την άνοιξη του 1922 συγκάλεσε προσωρινή επιτροπή στην Καισάρεια διορίζοντας αντικανονικά ως μητροπολίτη Καισαρείας τον Μελέτιο Χρηστίδη, που ήταν επίσκοπος Πατάρων, στη θέση του Νικόλαου Σακκόπουλου ο οποίος είχε καταφύγει στο Φανάρι. Ανάμεσα στις αποφάσεις του συμβουλίου ήταν η σύνταξη καταστατικού χάρτη για ίδρυση ανεξάρτητης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, για την οποία οι Τουρκικές αρχές αντέδρασαν ευνοϊκά. Για να εξασφαλίσει την εύνοια των ορθόδοξων πληθυσμών πέτυχε την αποφυλάκιση τριάντα Καππαδοκών και την επιστροφή χιλίων πεντακοσίων εξόριστων. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συνήλθε το συμβούλιο των Καππαδοκών και διόρισε τον παπα-Ευθύμ Μέγα Οικονόμο με αρμοδιότητες διαμεσολαβητή μεταξύ Άγκυρας κι ορθοδόξων της Καππαδοκίας. Ο μητροπολίτης Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης θα εναντιωθεί στα σχέδια του παπα-Ευθύμ τονίζοντας ότι η σύσταση νέας Εκκλησίας δεν μπορούσε να στηρίζεται σε αποφάσεις απλού ιερέα, ζήτησε από τον παπα-Ευθύμ να μην επικρίνει το Φανάρι, δεν αναγνώρισε το νέο τίτλο του και τον κατηγόρησε για τη διαχείριση των χρημάτων που είχε εισπράξει.
Καθώς οι πιέσεις των Τουρκικών αρχών αύξαναν προς την μεριά των Καππαδοκών, ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλο Πατριαρχείο με επικεφαλής τον Προκόπιο! Ο παπα-Ευθύμ θα γυρίσει στην Άγκυρα απομονωμένος από τους άλλους Καππαδόκες ιεράρχες. Όταν ξεκίνησε η διαδικασία ανταλλαγής των πληθυσμών θα προσπαθήσει -μάταια- να πείσει την Τουρκική κυβέρνηση να εξαιρέσει από την ανταλλαγή τους τουρκόφωνους ορθοδόξους από τους ελληνορθοδόξους. Ο ίδιος δεν διώχθηκε από την Τουρκία, κάτι που συνιστούσε αναγνώριση της προσήλωσής του στον τουρκικό εθνικισμό.
Το 1923 εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη και συνεχίζει τους σφετερισμούς, τις καταχρήσεις και τη βία σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου: τον Οκτώβριο (3/10) και τον Δεκέμβριο του 1923 επιχειρεί να καταλάβει το Πατριαρχείο, κατέλαβε βίαια τις ελληνορθόδοξες εκκλησίες του Γαλατά, την Παναγία Καφφατιανή (1924), Σωτήρα Χρηστού (1926) και Άγιος Ιωάννης του Γαλατά (1965).Το 1929 έστειλε επιστολή στον Μουσολίνι, με την οποία τον συγχαίρει για τη συμπαράστασή του στο Τουρκικό κράτος, επιδιώκοντας να αναγνωριστεί η Εκκλησία του από την φασιστική Ιταλία. Έτσι μετέφερε την έδρα της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας από την Καισάρεια στην Κωνσταντινούπολη. Η εντολή του Κεμάλ να μη θιγεί ο παπα-Ευθύμ μέχρι τον θάνατό του τηρήθηκε πιστά. Mετά την ψήφιση νόμου στην Τουρκία στις 21/06/1934 για την υποχρεωτική απόκτηση επιθέτου από όλους τους πολίτες, ο ίδιος αλλάζει το όνομά του σε Zeki Erenerol. Το 1944 επί Ισμέτ Ινονού του παραχωρούνται πολυκατοικίες στη συνοικία του Πέραν, ενώ το 1952 με επιστολή του προς τον Αντνάν Μεντερές ζητά οικονομική στήριξη κι έγκριση δανειοδότησης από τουρκικές τράπεζες τόσο της ‘’Εκκλησίας’’ του όσο και της οικογένειάς του.
Το 1953 τίθεται επικεφαλής διαδήλωσης κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου κι υπέρ της απομάκρυνσης του Αθηναγόρα. Το 1962 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο τον καθήλωσε και τον υποχρέωσε να παραιτηθεί από τη θέση του.Πέθανε το 1968. Αρχικά κι επειδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον είχε αφορίσει, δεν δέχθηκε να τον θάψει στο Ελληνορθόδοξο κοιμητήριο του Σισσλή στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από παρέμβαση του προέδρου της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Σεβντέτ Σουνάϊ τελικά τάφηκε εκεί. Στον τάφο του χαράχτηκε μια δήλωση του Μουσταφά Κεμάλ, που είχε πει πως ο Ευθλτμ άξιζε όσο μια στρατιωτική μεραρχία!
ΠΗΓΗ Δημήτριος Κωνσταντόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: