Λένα πως η Αβαρβαρέα ή Αβαρβαρέη ήταν μία από τις αρχαίες Ελληνίδες
Ναϊάδες(1). Στην Ιλιάδα (7, 22), ο Όμηρος αφηγείται τους έρωτές της με
τον Βουκολίωνα, το γιο της νύμφης Καλύβης και του Λαομέδοντα, που ήταν
γιος του ιδρυτή της Τροίας Ίλου.
Συνέπεια του έρωτα αυτού ήταν οι δίδυμοι αδελφοί Αίσηπος και Πήδασος, ήρωες της Τροίας, που τους κατέβαλε ο Ευρύπυλος, ηγεμόνας του Ορμενίου της Θεσσαλίας και ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης.
Ο μύθος της Αβαρβαρέας δείχνει τη φυλετική συγγένεια Ελλήνων και Τρώων, αφού οι τελευταίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και δεν ήταν βάρβαροι (αβάρβαροι), αλλά πολιτισμένοι όπως οι Αχαιοί.
Οι Ναϊάδες ήσαν οι Νύμφες του υγρού στοιχείου. Ως Νύμφες είναι θηλυκές υπάρξεις, προικισμένες με μεγάλη μακροβιότητα αλλά θνητές. Όπως οι Αμαδρυάδες προσωποποιούν τη μυστηριώδη ζωή του δέντρου, με το οποίο είναι συνδεδεμένες, έτσι και οι Ναϊάδες ενσαρκώνουν τη θεότητα της πηγής ή του ρυακιού, όπου κατοικούν. Μερικές φορές δεν υπάρχει παρά μόνο μία Ναϊάδα - η Νύμφη της πηγής· άλλοτε πάλι η ίδια η πηγή έχει πολλές Ναϊάδες, που θεωρούνται αδελφές ίσες μεταξύ τους.
Η γενεαλογία τους ποικίλλει σύμφωνα με τους μυθογράφους και τους μύθους. Ο Όμηρος τις αποκαλεί «κόρες του Δία». Αλλού συνδέονται με το γένος του Ωκεανού. Πιο συχνά είναι απλώς κόρες του θεού του ποταμού, όπου κατοικούν έτσι οι κόρες του Ασωπού είναι Ναϊάδες. Όλες οι ονομαστές πηγές έχουν τη Ναϊάδα τους και η κάθε Ναϊάδα έχει το δικό της όνομα και το δικό της μύθο. Αυτό συμβαίνει π.χ. και με τη Νύμφη Αρέθουσα στις Συρακούσες, για την οποία διηγούνταν πως ήταν Νύμφη της Αχαΐας, ακόλουθος της Άρτεμης και όπως η προστάτριά της έτσι και αυτή περιφρονούσε τον έρωτα.
Μια μέρα που κυνήγησε με μεγαλύτερη ζέση από ό,τι συνήθιζε αντάμωσε έναν ποταμό με γάργαρα και δροσερά νερά και επιθύμησε να λουστεί. Καθώς κολυμπούσε, χωρίς να τη βλέπει κανείς, μια φωνή βγήκε από το νερό. Ήταν ο Αλφειός, ο θεός του ποταμού, που ένιωσε πόθο για την ωραία νέα. Τρομοκρατημένη, η Αρέθουσα το έβαλε στα πόδια έτσι όπως ήταν. Ο θεός την κυνήγησε· το κυνηγητό κράτησε πολύ ως τη στιγμή που η Αρέθουσα εξαντλημένη παρακάλεσε την Άρτεμη να τη σώσει. Η θεά την περιέβαλε με ένα σύννεφο και από φόβο (γιατί ο Αλφειός αρνιόταν να εγκαταλείψει το μέρος, όπου είχε δει να εξαφανίζεται αυτή που αγαπούσε) η Αρέθουσα έγινε πηγή.
Η γη τότε χωρίστηκε στα δύο, για να μην μπορέσει ο θεός να ενώσει τα νερά του με τα νερά της πηγής, στην οποία είχε μεταμορφωθεί η Αρέθουσα και να μην καταφέρει έτσι να ενωθεί μαζί της με τη νέα μορφή που είχε πάρει. Η Αρέθουσα με την καθοδήγηση της Άρτεμης διέσχισε τους υπόγειους δρόμους και έφτασε στις Συρακούσες, στο νησί Ορτυγία, που ήταν αφιερωμένο στην Άρτεμη.
Tα μεταγενέστερα χαρακτηριστικά του μύθου αυτού, που είναι εφεύρεση των αλεξανδρινών ποιητών, είναι προφανή. Ο μύθος έχει σκοπό να εξηγήσει την ομωνυμία των δύο πηγών, τηςμιας που βρίσκεται στην Ήλιδα και της άλλης στη Σικελία. Πλάστηκε πάνω στο συνηθισμένο σχήμα του κυνηγητού από παράφορο έρωτα και της μεταμόρφωσης. Τέτοιες ωστόσο επινοήσεις ήταν δυνατές μόνο και μόνο επειδή οι Ναϊάδες ήταν πρόσωπα οικεία στην ελληνική φαντασία και επειδή κάθε πηγή, κάθε ρυάκι είχε τη δική του Ναϊάδα.
Πίστευαν πως οι Ναϊάδες είχαν θεραπευτικές ικανότητες· οι άρρωστοι έπιναν το νερό των πηγών που ήταν αφιερωμένες σ' αυτές ή ακόμη, όμως πιο σπάνια, λούζονταν στα νερά τους. Κάποτε το λούσιμο θεωρούνταν ιεροσυλία και όποιος το διακινδύνευε προκαλούσε την οργή και την εκδίκηση των θεών, που εκδηλώνονταν με κάποια μυστηριώδη αρρώστια. Στην ίδια τη Ρώμη ο Νέρωνας, επειδή λούστηκε στην πηγή Μαρκία (ένα από τα πιο σημαντικά υδραγωγεία της πόλης) καταλήφθηκε από ένα είδος παραλυσίας και από έναν πυρετό, που δεν τον εγκατέλειψαν παρά ύστερα από κάμποσες μέρες. Απέδωσαν τις κακουχίες αυτές στη δυσαρέσκεια των Ναϊάδων, που ήταν προστάτριες του ιερού νερού. Ένας άλλος κίνδυνος, που διέτρεχε όποιος δυσαρεστούσε τις Ναϊάδες, ήταν η τρέλα- όποιος π.χ. έβλεπε τις Ναϊάδες, αυτές «κυριαρχούσαν» επάνω του και του έπαιρναν τα λογικά (2)
Πολλές γενεαλογίες αρχίζουν με μια Ναϊάδα, όπως είναι για παράδειγμα η γυναίκα του Ενδυμίωνα, η μητέρα του Αιτωλού, η γυναίκα του Μάγνητα, του Λέλεγα, του Οίβαλου, του Ικάριου, του Εριχθόνιου, του Θυέστη κτλ. Οι Ναϊάδες παίζουν έτσι σπουδαίο ρόλο στους τοπικούς μύθους και η μεσολάβηση τους επιτρέπει την άμεση σύνδεση ενός ήρωα με την πόλη ή την περιοχή. Οι Ναϊάδες είναι ιδιαίτερα πολυάριθμες στις πελοποννησιακές παραδόσεις(3), όπως τουλάχιστον ακούγαμε κι εμείς οι μεγαλύτεροι όταν ήμασταν παιδιά!..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ναϊάδα
η (Α Ναϊάς, ιων. τ. Νηϊάς)· (συν. στον πληθ.) οι Ναϊάδες· (ελλ. μυθ.) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το θ. νᾱ-τού ρ. νάω «ρέω» με μακρό -ᾱ- + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ελικων-ιάς). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουσ. vāFā «κρήνη, πηγή»].
2. Βλέπε στα λεξικά το λήμμα: Lymphae.
3. Ησύχ., στη λ. Ναϊάδες. Σχόλ. στον Όμ., Υ 8. Ευστ., Παρεκβ. 622, 31. 652, 32 κ.ε. 1384, 35. Σέρβ., Σχόλ. στον Βιργ., Εκλ. 10, 62. Παυσ. 3, 25, 2. 8, 4, 2. 10, 33, 4. Καλλίμ., Ύμν. στην Άρτ. 13 κ.ε. Οβίδ., Μετ. 2, 441 και 5, 576 κ.ε. Πορφύρ., Περί τοΰ έν 'Οδύσσεια, των Νυμφών άντρου 10 και 13. Λακτ., Πλάκ. Σχόλ. στον Στάτ., Theb. 4, 684. Σχόλ. στον θεόκρ. 13, 44. Φή-στος-Παύλος 120. Παλατ. Ανθ. 6, 203. Υγϊν., Fab. 182.
Συνέπεια του έρωτα αυτού ήταν οι δίδυμοι αδελφοί Αίσηπος και Πήδασος, ήρωες της Τροίας, που τους κατέβαλε ο Ευρύπυλος, ηγεμόνας του Ορμενίου της Θεσσαλίας και ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης.
Ο μύθος της Αβαρβαρέας δείχνει τη φυλετική συγγένεια Ελλήνων και Τρώων, αφού οι τελευταίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και δεν ήταν βάρβαροι (αβάρβαροι), αλλά πολιτισμένοι όπως οι Αχαιοί.
Τι ήσαν οι Ναϊάδες (Ναϊάς, άδος)
Οι Ναϊάδες ήσαν οι Νύμφες του υγρού στοιχείου. Ως Νύμφες είναι θηλυκές υπάρξεις, προικισμένες με μεγάλη μακροβιότητα αλλά θνητές. Όπως οι Αμαδρυάδες προσωποποιούν τη μυστηριώδη ζωή του δέντρου, με το οποίο είναι συνδεδεμένες, έτσι και οι Ναϊάδες ενσαρκώνουν τη θεότητα της πηγής ή του ρυακιού, όπου κατοικούν. Μερικές φορές δεν υπάρχει παρά μόνο μία Ναϊάδα - η Νύμφη της πηγής· άλλοτε πάλι η ίδια η πηγή έχει πολλές Ναϊάδες, που θεωρούνται αδελφές ίσες μεταξύ τους.
Η γενεαλογία τους ποικίλλει σύμφωνα με τους μυθογράφους και τους μύθους. Ο Όμηρος τις αποκαλεί «κόρες του Δία». Αλλού συνδέονται με το γένος του Ωκεανού. Πιο συχνά είναι απλώς κόρες του θεού του ποταμού, όπου κατοικούν έτσι οι κόρες του Ασωπού είναι Ναϊάδες. Όλες οι ονομαστές πηγές έχουν τη Ναϊάδα τους και η κάθε Ναϊάδα έχει το δικό της όνομα και το δικό της μύθο. Αυτό συμβαίνει π.χ. και με τη Νύμφη Αρέθουσα στις Συρακούσες, για την οποία διηγούνταν πως ήταν Νύμφη της Αχαΐας, ακόλουθος της Άρτεμης και όπως η προστάτριά της έτσι και αυτή περιφρονούσε τον έρωτα.
Μια μέρα που κυνήγησε με μεγαλύτερη ζέση από ό,τι συνήθιζε αντάμωσε έναν ποταμό με γάργαρα και δροσερά νερά και επιθύμησε να λουστεί. Καθώς κολυμπούσε, χωρίς να τη βλέπει κανείς, μια φωνή βγήκε από το νερό. Ήταν ο Αλφειός, ο θεός του ποταμού, που ένιωσε πόθο για την ωραία νέα. Τρομοκρατημένη, η Αρέθουσα το έβαλε στα πόδια έτσι όπως ήταν. Ο θεός την κυνήγησε· το κυνηγητό κράτησε πολύ ως τη στιγμή που η Αρέθουσα εξαντλημένη παρακάλεσε την Άρτεμη να τη σώσει. Η θεά την περιέβαλε με ένα σύννεφο και από φόβο (γιατί ο Αλφειός αρνιόταν να εγκαταλείψει το μέρος, όπου είχε δει να εξαφανίζεται αυτή που αγαπούσε) η Αρέθουσα έγινε πηγή.
Η γη τότε χωρίστηκε στα δύο, για να μην μπορέσει ο θεός να ενώσει τα νερά του με τα νερά της πηγής, στην οποία είχε μεταμορφωθεί η Αρέθουσα και να μην καταφέρει έτσι να ενωθεί μαζί της με τη νέα μορφή που είχε πάρει. Η Αρέθουσα με την καθοδήγηση της Άρτεμης διέσχισε τους υπόγειους δρόμους και έφτασε στις Συρακούσες, στο νησί Ορτυγία, που ήταν αφιερωμένο στην Άρτεμη.
Tα μεταγενέστερα χαρακτηριστικά του μύθου αυτού, που είναι εφεύρεση των αλεξανδρινών ποιητών, είναι προφανή. Ο μύθος έχει σκοπό να εξηγήσει την ομωνυμία των δύο πηγών, τηςμιας που βρίσκεται στην Ήλιδα και της άλλης στη Σικελία. Πλάστηκε πάνω στο συνηθισμένο σχήμα του κυνηγητού από παράφορο έρωτα και της μεταμόρφωσης. Τέτοιες ωστόσο επινοήσεις ήταν δυνατές μόνο και μόνο επειδή οι Ναϊάδες ήταν πρόσωπα οικεία στην ελληνική φαντασία και επειδή κάθε πηγή, κάθε ρυάκι είχε τη δική του Ναϊάδα.
Πίστευαν πως οι Ναϊάδες είχαν θεραπευτικές ικανότητες· οι άρρωστοι έπιναν το νερό των πηγών που ήταν αφιερωμένες σ' αυτές ή ακόμη, όμως πιο σπάνια, λούζονταν στα νερά τους. Κάποτε το λούσιμο θεωρούνταν ιεροσυλία και όποιος το διακινδύνευε προκαλούσε την οργή και την εκδίκηση των θεών, που εκδηλώνονταν με κάποια μυστηριώδη αρρώστια. Στην ίδια τη Ρώμη ο Νέρωνας, επειδή λούστηκε στην πηγή Μαρκία (ένα από τα πιο σημαντικά υδραγωγεία της πόλης) καταλήφθηκε από ένα είδος παραλυσίας και από έναν πυρετό, που δεν τον εγκατέλειψαν παρά ύστερα από κάμποσες μέρες. Απέδωσαν τις κακουχίες αυτές στη δυσαρέσκεια των Ναϊάδων, που ήταν προστάτριες του ιερού νερού. Ένας άλλος κίνδυνος, που διέτρεχε όποιος δυσαρεστούσε τις Ναϊάδες, ήταν η τρέλα- όποιος π.χ. έβλεπε τις Ναϊάδες, αυτές «κυριαρχούσαν» επάνω του και του έπαιρναν τα λογικά (2)
Πολλές γενεαλογίες αρχίζουν με μια Ναϊάδα, όπως είναι για παράδειγμα η γυναίκα του Ενδυμίωνα, η μητέρα του Αιτωλού, η γυναίκα του Μάγνητα, του Λέλεγα, του Οίβαλου, του Ικάριου, του Εριχθόνιου, του Θυέστη κτλ. Οι Ναϊάδες παίζουν έτσι σπουδαίο ρόλο στους τοπικούς μύθους και η μεσολάβηση τους επιτρέπει την άμεση σύνδεση ενός ήρωα με την πόλη ή την περιοχή. Οι Ναϊάδες είναι ιδιαίτερα πολυάριθμες στις πελοποννησιακές παραδόσεις(3), όπως τουλάχιστον ακούγαμε κι εμείς οι μεγαλύτεροι όταν ήμασταν παιδιά!..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ναϊάδα
η (Α Ναϊάς, ιων. τ. Νηϊάς)· (συν. στον πληθ.) οι Ναϊάδες· (ελλ. μυθ.) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το θ. νᾱ-τού ρ. νάω «ρέω» με μακρό -ᾱ- + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ελικων-ιάς). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουσ. vāFā «κρήνη, πηγή»].
2. Βλέπε στα λεξικά το λήμμα: Lymphae.
3. Ησύχ., στη λ. Ναϊάδες. Σχόλ. στον Όμ., Υ 8. Ευστ., Παρεκβ. 622, 31. 652, 32 κ.ε. 1384, 35. Σέρβ., Σχόλ. στον Βιργ., Εκλ. 10, 62. Παυσ. 3, 25, 2. 8, 4, 2. 10, 33, 4. Καλλίμ., Ύμν. στην Άρτ. 13 κ.ε. Οβίδ., Μετ. 2, 441 και 5, 576 κ.ε. Πορφύρ., Περί τοΰ έν 'Οδύσσεια, των Νυμφών άντρου 10 και 13. Λακτ., Πλάκ. Σχόλ. στον Στάτ., Theb. 4, 684. Σχόλ. στον θεόκρ. 13, 44. Φή-στος-Παύλος 120. Παλατ. Ανθ. 6, 203. Υγϊν., Fab. 182.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου