Η εμφάνιση του πρώτου νομίσματος έγινε στο βασίλειο της Λυδίας, στα
δυτικά δηλαδή της σημερινής Τουρκίας, σε ένα πλούσιο και ακμάζον κράτος.
Παρ’ όλο όμως που οι ιστορικοί αποδίδουν την επινόηση του νομίσματος
στους Λύδιους, όλοι συμφωνούν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν εκείνοι που
διέδωσαν την εφεύρεση, πιθανότατα γιατί το βασίλειο της Λυδίας
εξαφανίστηκε από το 546 π.Χ., όταν καταλήφθηκε από τους Πέρσες.
Κάποιοι επιστήμονες κάνουν λόγο για ένα πρώτο νόμισμα δεδομένου ότι τα κράτη και οι ναοί αρχίζουν να σφραγίζουν μεταλλικές πλάκες. Δεν πρόκειται απλώς για την χάραξη ενός μετάλλου που δηλώνει τον ιδιοκτήτη του ή για τον προσδιορισμό του βάρους, αλλά για να αποδοθεί ένα είδος νόμιμης αξίας στην πλάκα που επισφραγίζεται. Η αρχή εγγυάται για την ακρίβεια του βάρους, κυρίως όμως για τη γνησιότητα του μετάλλου ή του κράματος.
Στα μέσα του 7ου αιώνα κάνει την εμφάνισή του αυτό το οποίο μπορούμε πραγματικά να θεωρήσουμε νόμισμα, τα μικρά σφαιρίδια, επισφραγισμένα στη μία πλευρά τους. Αρχικά η επιφάνειά τους ήταν λεία χωρίς κάποιο σημάδι και έβγαιναν σε σειρές με βάση την αξία τους. Στη συνέχεια, άρχισαν να εμφανίζονται αυλακώσεις και ένα κοίλωμα, στην μία κυρίως πλευρά, του οποίου η ταυτότητα είναι δύσκολο να να αναγνωριστεί, ενώ παράλληλα τα σφαιρίδια αρχίζουν να πλαταίνουν. Ενώ το σφαιρίδιο αρχίζει να παίρνει επίπεδη μορφή, εμφανίζονται τα αυθεντικά νομισματικά σύμβολα που απεικονίζουν βασιλιάδες της Λυδίας ή τις ελληνικές παράκτιες πόλεις με συμβολισμούς, όπως η φώκια για τη Φωκίδα, ένα λιοντάρι για τη Μίλητο κ.ο.κ.
Οι πρώτες εκδόσεις γίνονται από φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου, το ήλεκτρον, το οποίο βρίσκεται αυτούσια στη Μικρά Ασία. Οι εκδόσεις συμπεριλαμβάνουν μια σειρά από κέρματα του ίδιου βάρους, τα οποία κόβονται από το ίδιο μέταλλο. Αυτή η αντιστοιχία συνοδεύεται από την εγγύηση του κράτους. Τα μικρά κέρματα της ίδιας σειράς που χαράσσονται με τα πρόσωπα των βασιλιάδων της Λυδίας φημίζονται ότι έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια αξία: η βασιλική ένδειξη είναι εγγύηση.
Το φυσικό κράμα χρυσού-αργύρου που περισυνέλλεγαν από τον Πακτωλό ποταμό υπερίσχυε σε χρυσό απ’ ότι σε άργυρο, σε μία αναλογία 20% περίπου. Αυτή την αναλογία συναντάμε στα νομίσματα του Κροίσου, γύρω στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Η αναλογία όμως των παλαιότερων νομισμάτων που κυκλοφορούσαν υπό την ηγεμονία του προκατόχου του Κροίσου, του Αλυάττη, έχουν μία πολύ διαφορετική αναλογία σε χρυσό και ασήμι, που κυμαίνεται μεταξύ 52 και 55% χρυσού, έναντι 43 και 46% σε ασήμι, ενώ το υπόλοιποι αποτελείται από χαλκό ή άλλα μέταλλα. Παρατηρούμε λοιπόν μία μεγάλη διαφορά από το φυσικό κράμα, γεγονός που μας οδηγεί στη σκέψη ότι οι τεχνίτες του βασιλιά θα πρέπει να το είχαν δημιουργήσει αποσκοπώντας σε ένα καινούρια κράμα, λιγότερο πλούσιο σε χρυσό, ενώ ήδη το ασήμι κόστιζε τουλάχιστον 10 φορές λιγότερο από τον χρυσό. Από εκεί πηγάζει και το συμπέρασμα του μεγάλου δασκάλου της Ελληνικής Νομισματολογίας, του Ζορζ Λε Ριντέρ, ότι η εφεύρεση του νομίσματος συνοδεύεται από την αρχή της δημιουργίας του, από την κρατική νοθεία. Ο βασιλιάς επέβαλε μία νόμιμη αξία σε κάθε ένα σφαιρίδιο ήλεκτρου, η οποία ήταν ανάλογη με το βάρους του, όχι όμως κι με τη σύνθεση του αυθεντικού κράματος.
Παλαιότερα, όταν κάποιος έπρεπε να εξοφλήσει ένα χρέος 14.30 γρ. ήλεκτρου, έδινε στον πιστωτή του 14,30 γρ. γνήσιου ήλεκτρου, το οποίο ζύγιζαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, όποια κι αν ήταν η μορφή του μετάλλου. Κατόπιν τούτου, ο βασιλιάς έδινε την εγγύηση του ότι κάθε νόμισμα που έφερε την σφραγίδα του ήταν γνωστό ότι ζύγιζε 14,30 γρ. Λίγο πριν αρχίσει όμως η κυκλοφορία του μετάλλου, αντικαθιστούσε ένα μέρος χρυσού με ένα μέρος αργύρου, δημιουργώντας έτσι ένα κράμα που του στοίχιζε φθηνότερα. Με τη νοθεία αυτή, ο βασιλιάς κρατούσε για τον εαυτό του την διαφορά από την πραγματική αξία του μετάλλου και την αξία του νομίσματος. Παράλληλα όμως ο Αλυάττης, χωρίς να το ξέρει ή να το επιδιώκει, θεμελίωσε την ίδια την ιδέα του νομίσματος: τα κέρματα μπορεί να φθαρούν, το κράμα να ποικίλλει, τα νομίσματα όμως του εκάστοτε είδους θεωρούνται όλα ισοδύναμα, χωρίς να χρειάζεται να τα ζυγίσεις ή να τα αξιολογήσεις.
ΠΗΓΗ: «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΜΩΡΙΣ ΣΑΡΤΡ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ
Τα πρώτα νομίσματα
Κάποιοι επιστήμονες κάνουν λόγο για ένα πρώτο νόμισμα δεδομένου ότι τα κράτη και οι ναοί αρχίζουν να σφραγίζουν μεταλλικές πλάκες. Δεν πρόκειται απλώς για την χάραξη ενός μετάλλου που δηλώνει τον ιδιοκτήτη του ή για τον προσδιορισμό του βάρους, αλλά για να αποδοθεί ένα είδος νόμιμης αξίας στην πλάκα που επισφραγίζεται. Η αρχή εγγυάται για την ακρίβεια του βάρους, κυρίως όμως για τη γνησιότητα του μετάλλου ή του κράματος.
Στα μέσα του 7ου αιώνα κάνει την εμφάνισή του αυτό το οποίο μπορούμε πραγματικά να θεωρήσουμε νόμισμα, τα μικρά σφαιρίδια, επισφραγισμένα στη μία πλευρά τους. Αρχικά η επιφάνειά τους ήταν λεία χωρίς κάποιο σημάδι και έβγαιναν σε σειρές με βάση την αξία τους. Στη συνέχεια, άρχισαν να εμφανίζονται αυλακώσεις και ένα κοίλωμα, στην μία κυρίως πλευρά, του οποίου η ταυτότητα είναι δύσκολο να να αναγνωριστεί, ενώ παράλληλα τα σφαιρίδια αρχίζουν να πλαταίνουν. Ενώ το σφαιρίδιο αρχίζει να παίρνει επίπεδη μορφή, εμφανίζονται τα αυθεντικά νομισματικά σύμβολα που απεικονίζουν βασιλιάδες της Λυδίας ή τις ελληνικές παράκτιες πόλεις με συμβολισμούς, όπως η φώκια για τη Φωκίδα, ένα λιοντάρι για τη Μίλητο κ.ο.κ.
Οι πρώτες εκδόσεις γίνονται από φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου, το ήλεκτρον, το οποίο βρίσκεται αυτούσια στη Μικρά Ασία. Οι εκδόσεις συμπεριλαμβάνουν μια σειρά από κέρματα του ίδιου βάρους, τα οποία κόβονται από το ίδιο μέταλλο. Αυτή η αντιστοιχία συνοδεύεται από την εγγύηση του κράτους. Τα μικρά κέρματα της ίδιας σειράς που χαράσσονται με τα πρόσωπα των βασιλιάδων της Λυδίας φημίζονται ότι έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια αξία: η βασιλική ένδειξη είναι εγγύηση.
Η κρατική νοθεία
Το φυσικό κράμα χρυσού-αργύρου που περισυνέλλεγαν από τον Πακτωλό ποταμό υπερίσχυε σε χρυσό απ’ ότι σε άργυρο, σε μία αναλογία 20% περίπου. Αυτή την αναλογία συναντάμε στα νομίσματα του Κροίσου, γύρω στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Η αναλογία όμως των παλαιότερων νομισμάτων που κυκλοφορούσαν υπό την ηγεμονία του προκατόχου του Κροίσου, του Αλυάττη, έχουν μία πολύ διαφορετική αναλογία σε χρυσό και ασήμι, που κυμαίνεται μεταξύ 52 και 55% χρυσού, έναντι 43 και 46% σε ασήμι, ενώ το υπόλοιποι αποτελείται από χαλκό ή άλλα μέταλλα. Παρατηρούμε λοιπόν μία μεγάλη διαφορά από το φυσικό κράμα, γεγονός που μας οδηγεί στη σκέψη ότι οι τεχνίτες του βασιλιά θα πρέπει να το είχαν δημιουργήσει αποσκοπώντας σε ένα καινούρια κράμα, λιγότερο πλούσιο σε χρυσό, ενώ ήδη το ασήμι κόστιζε τουλάχιστον 10 φορές λιγότερο από τον χρυσό. Από εκεί πηγάζει και το συμπέρασμα του μεγάλου δασκάλου της Ελληνικής Νομισματολογίας, του Ζορζ Λε Ριντέρ, ότι η εφεύρεση του νομίσματος συνοδεύεται από την αρχή της δημιουργίας του, από την κρατική νοθεία. Ο βασιλιάς επέβαλε μία νόμιμη αξία σε κάθε ένα σφαιρίδιο ήλεκτρου, η οποία ήταν ανάλογη με το βάρους του, όχι όμως κι με τη σύνθεση του αυθεντικού κράματος.
Παλαιότερα, όταν κάποιος έπρεπε να εξοφλήσει ένα χρέος 14.30 γρ. ήλεκτρου, έδινε στον πιστωτή του 14,30 γρ. γνήσιου ήλεκτρου, το οποίο ζύγιζαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, όποια κι αν ήταν η μορφή του μετάλλου. Κατόπιν τούτου, ο βασιλιάς έδινε την εγγύηση του ότι κάθε νόμισμα που έφερε την σφραγίδα του ήταν γνωστό ότι ζύγιζε 14,30 γρ. Λίγο πριν αρχίσει όμως η κυκλοφορία του μετάλλου, αντικαθιστούσε ένα μέρος χρυσού με ένα μέρος αργύρου, δημιουργώντας έτσι ένα κράμα που του στοίχιζε φθηνότερα. Με τη νοθεία αυτή, ο βασιλιάς κρατούσε για τον εαυτό του την διαφορά από την πραγματική αξία του μετάλλου και την αξία του νομίσματος. Παράλληλα όμως ο Αλυάττης, χωρίς να το ξέρει ή να το επιδιώκει, θεμελίωσε την ίδια την ιδέα του νομίσματος: τα κέρματα μπορεί να φθαρούν, το κράμα να ποικίλλει, τα νομίσματα όμως του εκάστοτε είδους θεωρούνται όλα ισοδύναμα, χωρίς να χρειάζεται να τα ζυγίσεις ή να τα αξιολογήσεις.
ΠΗΓΗ: «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΜΩΡΙΣ ΣΑΡΤΡ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου