Τον Σεπτέμβριο του 401 πχ. o Κύρος συγκρούεται στα Κούναξα με τον αδελφό του
Αρταξέρξη. Στο στρατό του υπηρετούν και 13 χιλ. Έλληνες μισθοφόροι. Ο Κύρος σκοτώνεται και οι Έλληνες με αρχηγό τον Ξενοφώντα επιχειρούν την επιστροφή στην Ελλάδα μέσα από χώρες και λαούς εχθρικούς. Το πέρασμά τους στην ποντική γη έγινε μετά από πολλές περιπέτειες.
Μεγάλα εμπόδια συνάντησαν από τον πολεμικό λαό των Καρδούχων (σημερινοί Κούρδοι). Μετά από μάχες πέντε ημερών και αφού ξέφυγαν από τις παγίδες των Κούρδων, βρίσκουν νέο εμπόδιο από τους Αρμένιους, ο σατράπης Ορόντας εμποδίζει την διάβαση του ποταμού Κεντρίτου που χώριζε την Αρμενία από την Καρδουχία. Κατάφεραν να περάσουν το ποτάμι με πολλές δυσκολίες και στην συνέχεια τον Ευφράτη.
Εδώ τους κατατροπώνει «ο στρατηγός χειμώνας». Μέσα από χιόνια και νέες ταλαιπωρίες περνάνε τον ποταμό Φάση και τέλη Δεκέμβρη 401 και αρχές Γενάρη 400 βρίσκονται πια στην χώρα του πόντου και εκεί πάνω από το όρος Θήχη αντίκρισαν τη θάλασσα και αναφώνησαν από χαρά «θάλαττα θάλαττα».
Στη χώρα του πόντου συναντούν τους Μάκρωνες, οι Σάννοι ή τσάνοι των βυζαντινών, και βρίσκουν για πρώτη φορά βοήθεια. Αυτοί έκοψαν δέντρα και άνοιξαν δρόμο και τους έδωσαν τρόφιμα. Στη συνέχεια προχωρούν και φτάνουν στη χώρα των Κόλχων. Αυτοί καθόλου φιλικοί παρατάχτηκαν πάνω στο όρος Ζύγανα και δόθηκε μάχη να ανοίξει ο δρόμος. Ο δρόμος προς την θάλασσα ήταν πια ανοιχτός, τα κολχικά χωριά ήταν πλούσια σε προμήθειες και η ανάγκη ανάπαυσης μεγάλη.
Εδώ τους περίμενε μια νέα περιπέτεια, έφαγαν μέλι, το ποντιακό λεγόμενο ζαντόμελο και άλλοι άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν μεθυσμένοι, άλλοι πέθαναν, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Οι περισσότεροι συνήλθαν μετά από τρεις μέρες. Είναι το «μαινόμενον» ή «παλαλόν μελ» των ποντίων, το οποίο προκαλεί προσωρινή παραφροσύνη.
Όταν μπόρεσαν να συνεχίσουν την πορεία τους, βρέθηκαν, μετά από πορεία δύο ημερών, στην Τραπεζούντα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν πόλη ελληνική. Οι πόντιοι τους υποδέχτηκαν σαν αδέλφια. Τους πρόσφεραν άφθονα τρόφιμα και μέρος να στρατοπεδεύσουν. Οι Μύριοι για να τους ευχαριστήσουν έκαναν αγώνες.
Οι Έλληνες του πόντου ζούσαν αποκομμένοι από τους άλλους Έλληνες, είχαν μεν εμπορικές σχέσεις, αλλά όχι πολιτικές.
Η Τραπεζούντα ήταν αποικία των Σινωπέων και εκείνη την εποχή γνώριζε μεγάλη ακμή και ήταν εμπορικός δρόμος ανάμεσα σε Περσία και κεντρική Ασία. Βρισκόμενη σε φυσική οχυρή θέση απέκτησε μέγα πλούτο. Όταν έφτασαν εκεί οι Μύριοι υπήρχε και ναός αφιερωμένος στον Ερμή,θεό του εμπορίου, ως γνωστόν.
Οι μύριοι στρατοπέδευσαν στον λόφο Μπόζ-τεπέ και θα μείνουν εκεί μέχρι να βρεθούν πλοία να αποπλεύσουν. Εκεί στον λόφο τους έστειλαν οι Τραπεζούντιοι αλεύρι,βόδια και σιτάρι. Τα υπόλοιπα εφόδια τα αγόραζαν από Τραπεζούντιους και Κόλχους. Πολύ σύντομα όμως αναγκάστηκαν να στραφούν σε αρπαγές, γιατί δεν είχαν αρκετά χρήματα.
Στην Τραπεζούντα έμειναν περίπου τριάντα μέρες, μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 400 π.χ. Στο διάστημα αυτό έκαναν θυσίες στους θεούς και αγώνες. Σε συνέλευση που έκαναν εκφράστηκε η επιθυμία των στρατιωτών να μπούνε στα πλοία και να φύγουν. Οι τραπεζούντιοι πρόσφεραν δυο μεγάλα πλοία,αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν να μπουν σε αυτά. Αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επισιτισμού και ο ίδιος ο Ξενοφών αναγκάζεται να οργανώσει λαφυραγωγίες με οδηγούς από την Τραπεζούντα στην χώρα των Δριλών, οι οποίο ήταν εχθροί της Τραπεζούντας.
Όσο περνά ο καιρός τα προβλήματα πληθαίνουν και αποφασίζουν πια να φύγουν. Οι άνω των σαράντα και όσα σκεύη δεν τους ήταν απαραίτητα φορτώθηκαν στα πλοία που είχαν κατασχέσει και απέπλευσαν για Κερασούντα, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν με τα πόδια προς την ίδια κατεύθυνση.
Στην Κερασούντα έγινε καταμέτρηση ανδρών και βρέθηκαν να είναι 8.600, οι απώλειες ήταν αρκετές, περίπου 13χιλ. ήταν ο αρχικός αριθμός τους. Ο Ξενοφώντας γράφει: «ούτοι έσώθησαν, οι άλλοι δε απώλοντο πότε των πολεμίων και χιόνος και ει τις νοσω». Εκεί έμειναν δέκα μέρες και αναχώρησαν όπως ήρθαν, με πλοία και πεζοί. Επόμενος σταθμός η χώρα των Μοσσυνοίκων, λαός βάρβαρος. Ο Τραπεζούντιος Τιμησίθεος ανέλαβε να τους πείσει με την διπλωματία να επιτρέψουν τους μύριους να περάσουν από την χώρα τους. Τα κατάφεραν τελικά και μετά από οκτώ μέρες έφτασαν στην χώρα των Χαλύβων.
Στην συνέχεια φτάνουν στα Κοτύωρα, εδώ δεν έγιναν δεκτοί μέσα στην πόλη, τρόφιμα δεν υπήρχαν και η στάση των Κωτυώρων εχθρική. Τελικά τα Κωτύωρα έδωσαν τρόφιμα και η Σινώπη δέχτηκε τελικά τους Μύριους. Η Σινώπη και η Ηράκλεια παρέχουν τα πλοία με τα οποία θα επιστρέψουν στην πατρίδα. Η πορεία που διήνυσαν ήταν τεράστια: κατά την κάθοδό τους 620 παρασάγγες ( 3100 χιλιόμετρα), ενώ κατά την άνοδο στην Βαβυλώνα είχαν διανύσει 1150 παρασάγγες (5700 χιλιόμετρα). Μετά λοιπόν από πολλές περιπέτειες, επιθέσεις, πείνα, ψύχος, πορείες, παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού.
Στον Πόντο παρέμειναν από αρχές Ιανουαρίου μέχρι αρχές Μαΐου του 400π.χ.
Το πέρασμά τους από εδώ δημιούργησε θρύλους, αναζωογόνησε τις κοινές παραδόσεις του Ελληνισμού και έφερε σε επαφή για πρώτη φορά τους Ποντίους με ανθρώπους της φυλής τους.
Έτσι οι Πριγκίπισσες της Τραπεζούντας συνετέλεσαν και αυτές με τον τρόπο αυτόν στην επιβίωση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας για 2,5 περίπου αιώνες.
Γιώτα Ιωακειμίδου
Φιλόλογος
Αρταξέρξη. Στο στρατό του υπηρετούν και 13 χιλ. Έλληνες μισθοφόροι. Ο Κύρος σκοτώνεται και οι Έλληνες με αρχηγό τον Ξενοφώντα επιχειρούν την επιστροφή στην Ελλάδα μέσα από χώρες και λαούς εχθρικούς. Το πέρασμά τους στην ποντική γη έγινε μετά από πολλές περιπέτειες.
Μεγάλα εμπόδια συνάντησαν από τον πολεμικό λαό των Καρδούχων (σημερινοί Κούρδοι). Μετά από μάχες πέντε ημερών και αφού ξέφυγαν από τις παγίδες των Κούρδων, βρίσκουν νέο εμπόδιο από τους Αρμένιους, ο σατράπης Ορόντας εμποδίζει την διάβαση του ποταμού Κεντρίτου που χώριζε την Αρμενία από την Καρδουχία. Κατάφεραν να περάσουν το ποτάμι με πολλές δυσκολίες και στην συνέχεια τον Ευφράτη.
Εδώ τους κατατροπώνει «ο στρατηγός χειμώνας». Μέσα από χιόνια και νέες ταλαιπωρίες περνάνε τον ποταμό Φάση και τέλη Δεκέμβρη 401 και αρχές Γενάρη 400 βρίσκονται πια στην χώρα του πόντου και εκεί πάνω από το όρος Θήχη αντίκρισαν τη θάλασσα και αναφώνησαν από χαρά «θάλαττα θάλαττα».
Στη χώρα του πόντου συναντούν τους Μάκρωνες, οι Σάννοι ή τσάνοι των βυζαντινών, και βρίσκουν για πρώτη φορά βοήθεια. Αυτοί έκοψαν δέντρα και άνοιξαν δρόμο και τους έδωσαν τρόφιμα. Στη συνέχεια προχωρούν και φτάνουν στη χώρα των Κόλχων. Αυτοί καθόλου φιλικοί παρατάχτηκαν πάνω στο όρος Ζύγανα και δόθηκε μάχη να ανοίξει ο δρόμος. Ο δρόμος προς την θάλασσα ήταν πια ανοιχτός, τα κολχικά χωριά ήταν πλούσια σε προμήθειες και η ανάγκη ανάπαυσης μεγάλη.
Εδώ τους περίμενε μια νέα περιπέτεια, έφαγαν μέλι, το ποντιακό λεγόμενο ζαντόμελο και άλλοι άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν μεθυσμένοι, άλλοι πέθαναν, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Οι περισσότεροι συνήλθαν μετά από τρεις μέρες. Είναι το «μαινόμενον» ή «παλαλόν μελ» των ποντίων, το οποίο προκαλεί προσωρινή παραφροσύνη.
Όταν μπόρεσαν να συνεχίσουν την πορεία τους, βρέθηκαν, μετά από πορεία δύο ημερών, στην Τραπεζούντα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν πόλη ελληνική. Οι πόντιοι τους υποδέχτηκαν σαν αδέλφια. Τους πρόσφεραν άφθονα τρόφιμα και μέρος να στρατοπεδεύσουν. Οι Μύριοι για να τους ευχαριστήσουν έκαναν αγώνες.
Οι Έλληνες του πόντου ζούσαν αποκομμένοι από τους άλλους Έλληνες, είχαν μεν εμπορικές σχέσεις, αλλά όχι πολιτικές.
Η Τραπεζούντα ήταν αποικία των Σινωπέων και εκείνη την εποχή γνώριζε μεγάλη ακμή και ήταν εμπορικός δρόμος ανάμεσα σε Περσία και κεντρική Ασία. Βρισκόμενη σε φυσική οχυρή θέση απέκτησε μέγα πλούτο. Όταν έφτασαν εκεί οι Μύριοι υπήρχε και ναός αφιερωμένος στον Ερμή,θεό του εμπορίου, ως γνωστόν.
Οι μύριοι στρατοπέδευσαν στον λόφο Μπόζ-τεπέ και θα μείνουν εκεί μέχρι να βρεθούν πλοία να αποπλεύσουν. Εκεί στον λόφο τους έστειλαν οι Τραπεζούντιοι αλεύρι,βόδια και σιτάρι. Τα υπόλοιπα εφόδια τα αγόραζαν από Τραπεζούντιους και Κόλχους. Πολύ σύντομα όμως αναγκάστηκαν να στραφούν σε αρπαγές, γιατί δεν είχαν αρκετά χρήματα.
Στην Τραπεζούντα έμειναν περίπου τριάντα μέρες, μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 400 π.χ. Στο διάστημα αυτό έκαναν θυσίες στους θεούς και αγώνες. Σε συνέλευση που έκαναν εκφράστηκε η επιθυμία των στρατιωτών να μπούνε στα πλοία και να φύγουν. Οι τραπεζούντιοι πρόσφεραν δυο μεγάλα πλοία,αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν να μπουν σε αυτά. Αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επισιτισμού και ο ίδιος ο Ξενοφών αναγκάζεται να οργανώσει λαφυραγωγίες με οδηγούς από την Τραπεζούντα στην χώρα των Δριλών, οι οποίο ήταν εχθροί της Τραπεζούντας.
Όσο περνά ο καιρός τα προβλήματα πληθαίνουν και αποφασίζουν πια να φύγουν. Οι άνω των σαράντα και όσα σκεύη δεν τους ήταν απαραίτητα φορτώθηκαν στα πλοία που είχαν κατασχέσει και απέπλευσαν για Κερασούντα, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν με τα πόδια προς την ίδια κατεύθυνση.
Στην Κερασούντα έγινε καταμέτρηση ανδρών και βρέθηκαν να είναι 8.600, οι απώλειες ήταν αρκετές, περίπου 13χιλ. ήταν ο αρχικός αριθμός τους. Ο Ξενοφώντας γράφει: «ούτοι έσώθησαν, οι άλλοι δε απώλοντο πότε των πολεμίων και χιόνος και ει τις νοσω». Εκεί έμειναν δέκα μέρες και αναχώρησαν όπως ήρθαν, με πλοία και πεζοί. Επόμενος σταθμός η χώρα των Μοσσυνοίκων, λαός βάρβαρος. Ο Τραπεζούντιος Τιμησίθεος ανέλαβε να τους πείσει με την διπλωματία να επιτρέψουν τους μύριους να περάσουν από την χώρα τους. Τα κατάφεραν τελικά και μετά από οκτώ μέρες έφτασαν στην χώρα των Χαλύβων.
Στην συνέχεια φτάνουν στα Κοτύωρα, εδώ δεν έγιναν δεκτοί μέσα στην πόλη, τρόφιμα δεν υπήρχαν και η στάση των Κωτυώρων εχθρική. Τελικά τα Κωτύωρα έδωσαν τρόφιμα και η Σινώπη δέχτηκε τελικά τους Μύριους. Η Σινώπη και η Ηράκλεια παρέχουν τα πλοία με τα οποία θα επιστρέψουν στην πατρίδα. Η πορεία που διήνυσαν ήταν τεράστια: κατά την κάθοδό τους 620 παρασάγγες ( 3100 χιλιόμετρα), ενώ κατά την άνοδο στην Βαβυλώνα είχαν διανύσει 1150 παρασάγγες (5700 χιλιόμετρα). Μετά λοιπόν από πολλές περιπέτειες, επιθέσεις, πείνα, ψύχος, πορείες, παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού.
Στον Πόντο παρέμειναν από αρχές Ιανουαρίου μέχρι αρχές Μαΐου του 400π.χ.
Το πέρασμά τους από εδώ δημιούργησε θρύλους, αναζωογόνησε τις κοινές παραδόσεις του Ελληνισμού και έφερε σε επαφή για πρώτη φορά τους Ποντίους με ανθρώπους της φυλής τους.
Έτσι οι Πριγκίπισσες της Τραπεζούντας συνετέλεσαν και αυτές με τον τρόπο αυτόν στην επιβίωση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας για 2,5 περίπου αιώνες.
Γιώτα Ιωακειμίδου
Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου