Ο Κάλχας ή Κάλχαντας από τις Μυκήνες ή τα Μέγαρα, υπήρξε ένας από τους
διασημότερους μάντης της Αρχαίας Ελλάδος. Ξακουστός οιωνοσκόπος,
ερμήνευε το μέλλον, χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός Απόλλωνας,
καθώς ήταν γιος του Θέστορα ο οποίος ήταν απόγονος του θεού.
Το όνομα του ετοιμολογήται από την κάλχη (πορφυρή βαφή), δηλαδή «ο πορφυρός, ο πένθιμος», είτε από μια μετάθεση του «χ» με το «κ» στο Χάλκας -> Κάλχας, δηλαδή «ο χάλκινος άνδρας».
Ο Κάλχας με τις προφητείες του διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο και την κατάλειψη της Τροίας, καθώς σε κάθε σημαντική στιγμή του πολέμου και της προετοιμασίας του, βρίσκουμε μια προφητεία του.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του η η Τροία δε θα έπεφτε ποτέ έαν ο Αχιλλέας δεν έπαιρνε μέρος στην πολιορκία κάτι όμως που θα προκαλούσε τον θάνατο του. Για αυτό τον λόγο η Θέτιδα τον κρατούσε μεταμφιεσμένο σε κορίτσι, κρυμένο ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά της Σκύρου. Τελικά όμως Οδυσσέας με πονηριά τον αποκάλυψε και τον πήρε μαζί του στην πολιορκία της Τροίας.
Μετά την πρώτη άτυχη αποβίβαση στη Μυσία, όταν ο Τήλεφος συγκατάνευσε να οδηγήσει το στόλο προς την Τρωάδα, ο Κάλχας επιβεβαίωσε με τις προβλέψεις του, τις υποδείξεις του Τήλεφου. Αυτός είναι που στην Αυλίδα την ώρα του δεύτερου απόπλου, αποκάλυψε πως η νηνεμία που εμπόδιζε το στόλο να φύγει οφειλόταν στο θυμό της Θεάς Άρτεμης, και ότι αυτός ο θυμός δε θα μπορούσε να εξευμενιστεί παρά μόνο με τη θυσία της Ιφιγένειας.
Ο λόγος σύμφωνα με αυτόν η οργή της Αρτέμιδος και η αιτία ο Αγαμέμνονας, που είχε σκοτώσει το ιερό ελάφι της. Αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν :
«Για να εξιλεωθείς και να φυσήξει ούριος άνεμος, πρέπει να θυσιάσεις την Ιφιγένεια, ναι το παιδί σου».
Την ώρα της τελετουργίας παρουσιάζεται και θεϊκό σημάδι. Ένα φίδι ανεβαίνει στον βωμό. Από εκεί σκαρφαλώνει στο διπλανό πλατάνι. Εκεί σε μια μικρή φωλιά, βρίσκεται ένα σπουργίτι με τα μικρά του. Το φίδι τα καταβροχθίζει όλα και αμέσως πετρώνει. Σιωπή απλώνεται στους γύρω. Και ο Κάλχας αποφαίνεται:
«Το σημάδι είναι προφητικό. Η Τροία θα πέσει μετά τον έννατο χρόνο της πολιορκίας».
Αργότερα σύμφωνα με τον μάντη, είναι ο Αγαμέμνονας υπεύθυνος για τα δεινά το Ελλήνων, όταν πέφτει θανατηφόρος επιδημία στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Κατηγορεί τον αρχηγό βασιλιά, ότι η αιτία του κακού είναι η απρεπής στάση του απέναντι στον ιερέα του Απόλλωνα Χρύση. Τον κατηγορεί, ότι όχι μόνο άρπαξε την κόρη του Χρυσηίδα ως λάφυρο, αλλά και τον απέπεμψε σκληρά, όταν εκείνος με κλάματα του είχε ζητήσει να τον λυπηθεί, πληρώνοντας λύτρα. Τότε ο Αγαμέμνων δεν κρατιέται και ξεσπά:
«Μάντι κακών ου πω ποτέ το κρήγυον είπας», δηλαδή, εσύ μάντη των κακών μηνυμάτων, ποτέ δεν μου είπες ένα πρόσχαρο λόγο.
Για να εξιλεωθεί λοιπόν και να σταματήσει το κακό ο Αγαμέμνων, υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων να επιστρέψει την Χρυσηίδα χωρίς λύτρα στον πατέρα της, αλλά συγχρόνως απαιτεί αντ΄αυτής να πάρει για δικό του το λάφυρο του Αχιλλέα, την Βρισηίδα – άλλη θλιβερή ιστορία και αυτή. Και έτσι αρχίζει η γνωστή «μήνις» και το ελληνικότατο μεταξύ αρχηγών αλληλοφάγωμα. Και η αεί και πάντοτε κακοτυχία των Ελλήνων.
Κοντά στα δέκα χρόνια οι Ελληνες πολιορκούσαν την Τροία, χωρίς αποτέλεσμα. «Επιτέλους. Κουραστήκαμε πιά. Καιρός να γυρίσομε πίσω», φώναζε ο στρατός. Αλλά ο Οδυσσέας επιμένει: «Κρατηθείτε λίγο ακόμα. Θυμηθείτε πως ο Κάλχας είχε μιλήσει, ότι στα δέκα χρόνια θα πέσει η πόλη. Να δούμε επιτέλους πόσο σωστός είναι». (Τλήτε φίλοι και μείνατε επί χρόνον όφρα δαώμεν ή ετεόν Κάλχας μαντεύεται ήε ή ουκί). Ιλιάδα Β. 299-300.
Σε αυτό το σημείο της ιστορίας, εμπλέκεται ένας ακόμα μάντης ο Τρώας Έλενος.
Ο Έλενος απόκτησε το μαντικό χάρισμα μαζί με την Κασσάνδρα σε παιδική ηλικία. Οι γονείς του τέλεσαν μια τελετή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα έξω από τις πύλες της Τροίας και το βράδυ αποχώρησαν αφήνοντάς τον μαζί με την αδελφή του μέσα στον ναό. Την άλλη μέρα πήγαν να πάρουν τα παιδιά και τα βρήκαν να κοιμούνται έχοντας δίπλα τους δύο φίδια που τους έγλυφαν το πρόσωπο. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια αποτραβήχθηκαν, αλλά είχαν προλάβει, ως όργανα του θεού, να τους δώσουν το χάρισμα της μαντικής.
Ο Έλενος, σε αντίθεση με την Κασσάνδρα, προέλεγε το μέλλον ερμηνεύοντας τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών. Επιπλέον, ο Απόλλωνας δώρισε στον Έλενο ένα τόξο από ελεφαντόδοντο, με το οποίο ο ήρωας πλήγωσε τον Αχιλλέα στο χέρι. Ο Έλενος πήρε μέρος και στους νεκρικούς αγώνες που έγιναν μπροστά στο κενοτάφιο του Πάρι, όταν τον νόμιζαν νεκρό. Είχε προείπει μάλιστα στον Πάρι όταν εκείνος έφευγε για το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, οπότε απήγαγε την Ελένη, όλες τις συμφορές που θα ακολουθούσαν.
Σε όλο σχεδόν τον Τρωικό Πόλεμο ο Έλενος πολέμησε θαρραλέα κοντά στον Έκτορα, και όταν αυτός σκοτώθηκε, ο Έλενος τον αντικατέστησε επάξια και πληγώθηκε από τον Μενέλαο.
Ο μάντης Κάλχας είπε στους Αχαιούς ότι μόνο ο Έλενος μπορούσε να τους πει πώς θα κυρίευαν την Τροία. Τότε ο έξυπνος Οδυσσέας ανέλαβε την υπόθεση και, αφού αιχμαλώτισε τον Έλενο, τον ανάγκασε να του αποκαλύψει αυτά που γνώριζε. Ο Έλενος απεκάλυψε ότι η Τροία θα έπεφτε μετά την εκπλήρωση τριών προϋποθέσεων:
Α) Να λάβει μέρος στον πόλεμο ο Νεοπτόλεμος.
Β) Οι Αχαιοί να πάρουν στην κατοχή τους τα οστά του Πέλοπα.
Γ) Να κλέψουν το θαυματουργό ουρανόσταλτο «Παλλάδιο».
Δ) Γνωστότερος ωστόσο είναι ένας τέταρτος όρος: Έπρεπε να έρθει να πολεμήσει μαζί τους ο Φιλοκτήτης, καθώς είχε το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Στο σημείο αυτό γίνεται λόγος και για τον Δουρειο Ίππο, ότι δηλαδή η ιδέα του ανήκε στον Έλενο και υιοθετήθηκε από τους Έλληνες.
Με τα βέλη του Φιλοκτήτη και με την κατασκευή του Δουρείου Ίππου, κατόπιν προτροπής του Τρωαδίτη μάντη Έλενου, γιού του Πριάμου που υποστήριζε τους Ελληνες, καθώς είχε έλθει σε ρήξη με τον πατέρα του, η πόλη πέφτει στα χέρια των Ελλήνων.
Τον Φιλοκτήτη ήρωα των Αχαιών, διάσημο τοξότη που είχε κληρονομήσει τα όπλα τόξα και βέλη του Ηρακλή. Ο Φιλοκτήτης περιλαμβάνεται ανάμεσα στους μνηστήρες της Ελένης και μ΄αυτή την ιδιότητα εμπλέκεται στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Ήταν αρχηγός ενός αγήματος επτά πλοίων με πενήντα τοξότες. Κατάγεται από τη Θεσσαλία.
Ο Φιλοκτήτης ωστόσο δεν έφτασε στην Τροία μαζί με τους άλλους αρχηγούς. Όταν έφτασαν στην Τένεδο, τον τσίμπησε στο πόδι ένα φίδι κατά τη διάρκεια θυσίας. Η πληγή σε λίγο μολύνθηκε τόσο που έβγαζε μια μυρωδιά σήψης ανυπόφορη και ο Οδυσσέας δε δυσκολεύτηκε καθόλου να πείσει τους άλλους αρχηγούς να εγκαταλείψουν τον πληγωμένο στη Λήμνο, όταν ο στόλος πέρασε κοντά από το νησί. Ο Φιλοκτήτης στο νησί αυτό, που τότε ήταν έρημο, έμεινε δέκα χρόνια και επιβίωσε σκοτώνοντας πουλιά με τα βέλη του Ηρακλή.
Οδυσσέας τότε έφυγε ως απεσταλμένος για τη Λήμνο, μόνος ή ακόμη (σύμφωνα με την εκδοχή που ακολούθησε ο Σοφοκλής) συνοδευόμενος από τον Νεοπτόλεμο (ή από τον Διομήδη, κατά τον Ευρυπίδη), για να βρει τον Φιλοκτήτη και να τον πείσει πως καθήκον του ήταν να επιστρέψει στην Τροία. Ο Φιλοκτήτης δεν υποχώρησε εύκολα. Σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, για να τον πείσει ή να τον εξαναγκάσει, οι παραδόσεις ποικίλλουν ανάλογα με τη φαντασία ή τις προθέσεις των ποιητών που πραγματεύτηκαν το μύθο.
Κατά τον Ευρυπίδη π.χ., ο Οδυσσέας και ο Διομήδης παίρνουν με πονηριά τα επιθυμητά όπλα και έτσι υποχρεώνουν τον ήρωα αφοπλισμένο να τους ακολουθήσει. Ή ακόμη του μιλούν με τη γλώσσα του πατριωτισμού και του καθήκοντος. Ή επίσης του υπόσχονται τη θεραπεία με τις φροντίδες των γιων του Ασκληπιού, που είναι οι γιατροί των ελληνικών στρατευμάτων. Διηγούνταν πράγματι πως ο Φιλοκτήτης, μόλις ήρθε στην Τροία, θεραπεύτηκε από τον Ποδαλείριο ή ακόμη από τον Μαχάονα.
Η θεραπεία δεν άργησε να 'ρθει και ο ήρωας μπόρεσε να πάρει μέρος στις μάχες. Σχετικά με τη θεραπεία αυτή διηγούνταν πως ο Απόλλωνας είχε βυθίσει τον Φιλοκτήτη σε βαθύ ύπνο, την ώρα που ο Μαχάονας είχε καθετηριάσει την πληγή και είχε αφαιρέσει με μαχαίρι τις νεκρές σάρκες. Έπειτα έπλυνε την πληγή με κρασί, προτού βάλει επάνω της ένα φυτό, του οποίου το μυστικό είχε μάθει ο Ασκληπιός από τον Κένταυρο Χείρωνα. Έτσι ο Φιλοκτήτης είναι το πρώτο παράδειγμα χειρουργικής επέμβασης με αναισθησία.
Ο Έλενος για τις υπηρεσίες του προς τους πολιορκητές της Τροίας, αλλά και είχε εμποδίσει τους Τρώες να αφήσουν το πτώμα του Αχιλλέα να το φάνε τα κοράκια, του χαρίστηκε η ζωή. Την στιγμή της αναχώρησης είπε στους Έλληνες ότι ο γυρισμός τους δε θα ήταν εύκολος, εξαιτίας του θυμού της Αθηνάς, η οποία δυσαρεστήθηκε για την αδικία που έγινε στον προστατευόμενο της Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα. Έτσι δε θέλησε να φύγει μαζί τους, μιας και γνώριζε πως ο στόλος δε θα έφτανε σε καλό λιμάνι.
Ένας χρησμός του Έλενου αφορούσε τον μάντη Κάλχα , σύμφωνα με τον οποίο ο Κάλχας θα πέθαινε τη μέρα που θα συναντούσε ένα μάντη πιο ικανό από τον εαυτό του. Όπως και έγινε.
Φτάνοντας ο Κάλχας στην Κολοφώνα βρήκε το μάντη Μόψο. Δίπλα στο σπίτι του Μόψου υπήρχε μια συκιά. Ο Κάλχας ρώτησε: «Πόσα σύκα έχει;».
Και ο Μόψος απάντησε: «Δέκα χιλιάδες και έναν μέδιμνο και ένα σύκο ακόμα», και όταν τα μέτρησαν βρήκαν ότι ο Μόψος είχε δίκιο.
Υπήρχε επίσης και μια έγκυα γουρούνα. Ο Μόψος ρώτησε τον Κάλχα: «Πόσα μικρά έχει και σε πόσο χρόνο θα γεννήσει;». Ο Κάλχας απάντησε ότι είχε οκτώ μικρά. Ο Μόψος του παρατήρησε ότι έκαμε λάθος και πρόσθεσε πως η γουρούνα δεν είχε οκτώ αλλά εννιά μικρά, όλα αρσενικά και ότι θα γεννούσε την επόμενη μέρα, ώρα έκτη. Έτσι ακριβώς και έγινε. Τότε ο Κάλχας πέθανε από την πίκρα του. Μερικοί λένε ότι αυτοκτόνησε. Τον έθαψαν στο Νότιο, κοντά στην Κολοφώνα.
Μια άλλη εκδοχή γι' αυτόν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους δύο μάντεις μας αφηγείται ο Κόνωνας. Ο βασιλιάς της Λυκίας ετοίμαζε μια εκστρατεία· ο Μόψος τον απέτρεψε να την αναλάβει λέγοντας του πως θα νικηθεί. Ο Κάλχας αντίθετα τον διαβεβαίωσε για τη νίκη. Ο βασιλιάς ξεκίνησε για τον πόλεμο και νικήθηκε. Αυτό, ενώ μεγάλωσε τη φήμη του Μόψου, αντίθετα οδήγησε από απελπισία τον Κάλχα σε αυτοκτονία.
Για το θάνατο του διηγούνται μια ακόμη ιστορία. Ο Κάλχας είχε φυτέψει ένα αμπέλι μέσα σε ένα ιερό δάσος του Απόλλωνα, στο δάσος Γρύνιο (ή Γρύνειο) της Μυσίας. Ένας προφήτης από τα περίχωρα του πρόβλεψε τότε ότι δε θα έπινε ποτέ κρασί από το αμπέλι του. Ο Κάλχας τον κορόιδεψε.
Το αμπέλι μεγάλωσε, έδωσε καρπούς, έπειτα κρασί. Τη μέρα που θα έπιναν το καινούριο κρασί, ο Κάλχας κάλεσε τον κόσμο από τα περίχωρα καθώς και το μάντη, που του είχε κάνει την πρόβλεψη. Την ώρα που με το ποτήρι του κιόλας γεμάτο ο Κάλχας ετοιμαζόταν να πιει, ο αντίπαλος του τού επανέλαβε πως δε θα δοκίμαζε αυτό το κρασί. Ο Κάλχας άρχισε να γελάει και γέλασε τόσο πολύ, που πνίγηκε και πέθανε, χωρίς να φέρει το ποτήρι στα χείλια του.
Οι μύθοι της Κάτω Ιταλίας γνώριζαν κάποιον Κάλχα, που ήταν και αυτός μάντης και που έδειχναν τον τάφο του στη Σίρη, στον κόλπο του Τάραντα.
Υπήρχε επίσης ένας Κάλχας, στο ιερό του οποίου πήγαιναν να κοιμηθούν, για να μάθουν το μέλλον με τα όνειρα. Το ιερό αυτό βρισκόταν στην περιοχή του όρους Γάργανου, στην Αδριατική.
Ο Κάλχας από τη Σίρη σκοτώθηκε λένε με γροθιά του Ηρακλή.
Το όνομα του ετοιμολογήται από την κάλχη (πορφυρή βαφή), δηλαδή «ο πορφυρός, ο πένθιμος», είτε από μια μετάθεση του «χ» με το «κ» στο Χάλκας -> Κάλχας, δηλαδή «ο χάλκινος άνδρας».
Ο Κάλχας με τις προφητείες του διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο και την κατάλειψη της Τροίας, καθώς σε κάθε σημαντική στιγμή του πολέμου και της προετοιμασίας του, βρίσκουμε μια προφητεία του.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του η η Τροία δε θα έπεφτε ποτέ έαν ο Αχιλλέας δεν έπαιρνε μέρος στην πολιορκία κάτι όμως που θα προκαλούσε τον θάνατο του. Για αυτό τον λόγο η Θέτιδα τον κρατούσε μεταμφιεσμένο σε κορίτσι, κρυμένο ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά της Σκύρου. Τελικά όμως Οδυσσέας με πονηριά τον αποκάλυψε και τον πήρε μαζί του στην πολιορκία της Τροίας.
Μετά την πρώτη άτυχη αποβίβαση στη Μυσία, όταν ο Τήλεφος συγκατάνευσε να οδηγήσει το στόλο προς την Τρωάδα, ο Κάλχας επιβεβαίωσε με τις προβλέψεις του, τις υποδείξεις του Τήλεφου. Αυτός είναι που στην Αυλίδα την ώρα του δεύτερου απόπλου, αποκάλυψε πως η νηνεμία που εμπόδιζε το στόλο να φύγει οφειλόταν στο θυμό της Θεάς Άρτεμης, και ότι αυτός ο θυμός δε θα μπορούσε να εξευμενιστεί παρά μόνο με τη θυσία της Ιφιγένειας.
Ο λόγος σύμφωνα με αυτόν η οργή της Αρτέμιδος και η αιτία ο Αγαμέμνονας, που είχε σκοτώσει το ιερό ελάφι της. Αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν :
«Για να εξιλεωθείς και να φυσήξει ούριος άνεμος, πρέπει να θυσιάσεις την Ιφιγένεια, ναι το παιδί σου».
Την ώρα της τελετουργίας παρουσιάζεται και θεϊκό σημάδι. Ένα φίδι ανεβαίνει στον βωμό. Από εκεί σκαρφαλώνει στο διπλανό πλατάνι. Εκεί σε μια μικρή φωλιά, βρίσκεται ένα σπουργίτι με τα μικρά του. Το φίδι τα καταβροχθίζει όλα και αμέσως πετρώνει. Σιωπή απλώνεται στους γύρω. Και ο Κάλχας αποφαίνεται:
«Το σημάδι είναι προφητικό. Η Τροία θα πέσει μετά τον έννατο χρόνο της πολιορκίας».
Αργότερα σύμφωνα με τον μάντη, είναι ο Αγαμέμνονας υπεύθυνος για τα δεινά το Ελλήνων, όταν πέφτει θανατηφόρος επιδημία στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Κατηγορεί τον αρχηγό βασιλιά, ότι η αιτία του κακού είναι η απρεπής στάση του απέναντι στον ιερέα του Απόλλωνα Χρύση. Τον κατηγορεί, ότι όχι μόνο άρπαξε την κόρη του Χρυσηίδα ως λάφυρο, αλλά και τον απέπεμψε σκληρά, όταν εκείνος με κλάματα του είχε ζητήσει να τον λυπηθεί, πληρώνοντας λύτρα. Τότε ο Αγαμέμνων δεν κρατιέται και ξεσπά:
«Μάντι κακών ου πω ποτέ το κρήγυον είπας», δηλαδή, εσύ μάντη των κακών μηνυμάτων, ποτέ δεν μου είπες ένα πρόσχαρο λόγο.
Για να εξιλεωθεί λοιπόν και να σταματήσει το κακό ο Αγαμέμνων, υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων να επιστρέψει την Χρυσηίδα χωρίς λύτρα στον πατέρα της, αλλά συγχρόνως απαιτεί αντ΄αυτής να πάρει για δικό του το λάφυρο του Αχιλλέα, την Βρισηίδα – άλλη θλιβερή ιστορία και αυτή. Και έτσι αρχίζει η γνωστή «μήνις» και το ελληνικότατο μεταξύ αρχηγών αλληλοφάγωμα. Και η αεί και πάντοτε κακοτυχία των Ελλήνων.
Κοντά στα δέκα χρόνια οι Ελληνες πολιορκούσαν την Τροία, χωρίς αποτέλεσμα. «Επιτέλους. Κουραστήκαμε πιά. Καιρός να γυρίσομε πίσω», φώναζε ο στρατός. Αλλά ο Οδυσσέας επιμένει: «Κρατηθείτε λίγο ακόμα. Θυμηθείτε πως ο Κάλχας είχε μιλήσει, ότι στα δέκα χρόνια θα πέσει η πόλη. Να δούμε επιτέλους πόσο σωστός είναι». (Τλήτε φίλοι και μείνατε επί χρόνον όφρα δαώμεν ή ετεόν Κάλχας μαντεύεται ήε ή ουκί). Ιλιάδα Β. 299-300.
Σε αυτό το σημείο της ιστορίας, εμπλέκεται ένας ακόμα μάντης ο Τρώας Έλενος.
Ο Έλενος απόκτησε το μαντικό χάρισμα μαζί με την Κασσάνδρα σε παιδική ηλικία. Οι γονείς του τέλεσαν μια τελετή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα έξω από τις πύλες της Τροίας και το βράδυ αποχώρησαν αφήνοντάς τον μαζί με την αδελφή του μέσα στον ναό. Την άλλη μέρα πήγαν να πάρουν τα παιδιά και τα βρήκαν να κοιμούνται έχοντας δίπλα τους δύο φίδια που τους έγλυφαν το πρόσωπο. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια αποτραβήχθηκαν, αλλά είχαν προλάβει, ως όργανα του θεού, να τους δώσουν το χάρισμα της μαντικής.
Ο Έλενος, σε αντίθεση με την Κασσάνδρα, προέλεγε το μέλλον ερμηνεύοντας τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών. Επιπλέον, ο Απόλλωνας δώρισε στον Έλενο ένα τόξο από ελεφαντόδοντο, με το οποίο ο ήρωας πλήγωσε τον Αχιλλέα στο χέρι. Ο Έλενος πήρε μέρος και στους νεκρικούς αγώνες που έγιναν μπροστά στο κενοτάφιο του Πάρι, όταν τον νόμιζαν νεκρό. Είχε προείπει μάλιστα στον Πάρι όταν εκείνος έφευγε για το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, οπότε απήγαγε την Ελένη, όλες τις συμφορές που θα ακολουθούσαν.
Σε όλο σχεδόν τον Τρωικό Πόλεμο ο Έλενος πολέμησε θαρραλέα κοντά στον Έκτορα, και όταν αυτός σκοτώθηκε, ο Έλενος τον αντικατέστησε επάξια και πληγώθηκε από τον Μενέλαο.
Ο μάντης Κάλχας είπε στους Αχαιούς ότι μόνο ο Έλενος μπορούσε να τους πει πώς θα κυρίευαν την Τροία. Τότε ο έξυπνος Οδυσσέας ανέλαβε την υπόθεση και, αφού αιχμαλώτισε τον Έλενο, τον ανάγκασε να του αποκαλύψει αυτά που γνώριζε. Ο Έλενος απεκάλυψε ότι η Τροία θα έπεφτε μετά την εκπλήρωση τριών προϋποθέσεων:
Α) Να λάβει μέρος στον πόλεμο ο Νεοπτόλεμος.
Β) Οι Αχαιοί να πάρουν στην κατοχή τους τα οστά του Πέλοπα.
Γ) Να κλέψουν το θαυματουργό ουρανόσταλτο «Παλλάδιο».
Δ) Γνωστότερος ωστόσο είναι ένας τέταρτος όρος: Έπρεπε να έρθει να πολεμήσει μαζί τους ο Φιλοκτήτης, καθώς είχε το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Στο σημείο αυτό γίνεται λόγος και για τον Δουρειο Ίππο, ότι δηλαδή η ιδέα του ανήκε στον Έλενο και υιοθετήθηκε από τους Έλληνες.
Με τα βέλη του Φιλοκτήτη και με την κατασκευή του Δουρείου Ίππου, κατόπιν προτροπής του Τρωαδίτη μάντη Έλενου, γιού του Πριάμου που υποστήριζε τους Ελληνες, καθώς είχε έλθει σε ρήξη με τον πατέρα του, η πόλη πέφτει στα χέρια των Ελλήνων.
Τον Φιλοκτήτη ήρωα των Αχαιών, διάσημο τοξότη που είχε κληρονομήσει τα όπλα τόξα και βέλη του Ηρακλή. Ο Φιλοκτήτης περιλαμβάνεται ανάμεσα στους μνηστήρες της Ελένης και μ΄αυτή την ιδιότητα εμπλέκεται στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Ήταν αρχηγός ενός αγήματος επτά πλοίων με πενήντα τοξότες. Κατάγεται από τη Θεσσαλία.
Ο Φιλοκτήτης ωστόσο δεν έφτασε στην Τροία μαζί με τους άλλους αρχηγούς. Όταν έφτασαν στην Τένεδο, τον τσίμπησε στο πόδι ένα φίδι κατά τη διάρκεια θυσίας. Η πληγή σε λίγο μολύνθηκε τόσο που έβγαζε μια μυρωδιά σήψης ανυπόφορη και ο Οδυσσέας δε δυσκολεύτηκε καθόλου να πείσει τους άλλους αρχηγούς να εγκαταλείψουν τον πληγωμένο στη Λήμνο, όταν ο στόλος πέρασε κοντά από το νησί. Ο Φιλοκτήτης στο νησί αυτό, που τότε ήταν έρημο, έμεινε δέκα χρόνια και επιβίωσε σκοτώνοντας πουλιά με τα βέλη του Ηρακλή.
Οδυσσέας τότε έφυγε ως απεσταλμένος για τη Λήμνο, μόνος ή ακόμη (σύμφωνα με την εκδοχή που ακολούθησε ο Σοφοκλής) συνοδευόμενος από τον Νεοπτόλεμο (ή από τον Διομήδη, κατά τον Ευρυπίδη), για να βρει τον Φιλοκτήτη και να τον πείσει πως καθήκον του ήταν να επιστρέψει στην Τροία. Ο Φιλοκτήτης δεν υποχώρησε εύκολα. Σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, για να τον πείσει ή να τον εξαναγκάσει, οι παραδόσεις ποικίλλουν ανάλογα με τη φαντασία ή τις προθέσεις των ποιητών που πραγματεύτηκαν το μύθο.
Κατά τον Ευρυπίδη π.χ., ο Οδυσσέας και ο Διομήδης παίρνουν με πονηριά τα επιθυμητά όπλα και έτσι υποχρεώνουν τον ήρωα αφοπλισμένο να τους ακολουθήσει. Ή ακόμη του μιλούν με τη γλώσσα του πατριωτισμού και του καθήκοντος. Ή επίσης του υπόσχονται τη θεραπεία με τις φροντίδες των γιων του Ασκληπιού, που είναι οι γιατροί των ελληνικών στρατευμάτων. Διηγούνταν πράγματι πως ο Φιλοκτήτης, μόλις ήρθε στην Τροία, θεραπεύτηκε από τον Ποδαλείριο ή ακόμη από τον Μαχάονα.
Η θεραπεία δεν άργησε να 'ρθει και ο ήρωας μπόρεσε να πάρει μέρος στις μάχες. Σχετικά με τη θεραπεία αυτή διηγούνταν πως ο Απόλλωνας είχε βυθίσει τον Φιλοκτήτη σε βαθύ ύπνο, την ώρα που ο Μαχάονας είχε καθετηριάσει την πληγή και είχε αφαιρέσει με μαχαίρι τις νεκρές σάρκες. Έπειτα έπλυνε την πληγή με κρασί, προτού βάλει επάνω της ένα φυτό, του οποίου το μυστικό είχε μάθει ο Ασκληπιός από τον Κένταυρο Χείρωνα. Έτσι ο Φιλοκτήτης είναι το πρώτο παράδειγμα χειρουργικής επέμβασης με αναισθησία.
Ο Έλενος για τις υπηρεσίες του προς τους πολιορκητές της Τροίας, αλλά και είχε εμποδίσει τους Τρώες να αφήσουν το πτώμα του Αχιλλέα να το φάνε τα κοράκια, του χαρίστηκε η ζωή. Την στιγμή της αναχώρησης είπε στους Έλληνες ότι ο γυρισμός τους δε θα ήταν εύκολος, εξαιτίας του θυμού της Αθηνάς, η οποία δυσαρεστήθηκε για την αδικία που έγινε στον προστατευόμενο της Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα. Έτσι δε θέλησε να φύγει μαζί τους, μιας και γνώριζε πως ο στόλος δε θα έφτανε σε καλό λιμάνι.
Ένας χρησμός του Έλενου αφορούσε τον μάντη Κάλχα , σύμφωνα με τον οποίο ο Κάλχας θα πέθαινε τη μέρα που θα συναντούσε ένα μάντη πιο ικανό από τον εαυτό του. Όπως και έγινε.
Φτάνοντας ο Κάλχας στην Κολοφώνα βρήκε το μάντη Μόψο. Δίπλα στο σπίτι του Μόψου υπήρχε μια συκιά. Ο Κάλχας ρώτησε: «Πόσα σύκα έχει;».
Και ο Μόψος απάντησε: «Δέκα χιλιάδες και έναν μέδιμνο και ένα σύκο ακόμα», και όταν τα μέτρησαν βρήκαν ότι ο Μόψος είχε δίκιο.
Υπήρχε επίσης και μια έγκυα γουρούνα. Ο Μόψος ρώτησε τον Κάλχα: «Πόσα μικρά έχει και σε πόσο χρόνο θα γεννήσει;». Ο Κάλχας απάντησε ότι είχε οκτώ μικρά. Ο Μόψος του παρατήρησε ότι έκαμε λάθος και πρόσθεσε πως η γουρούνα δεν είχε οκτώ αλλά εννιά μικρά, όλα αρσενικά και ότι θα γεννούσε την επόμενη μέρα, ώρα έκτη. Έτσι ακριβώς και έγινε. Τότε ο Κάλχας πέθανε από την πίκρα του. Μερικοί λένε ότι αυτοκτόνησε. Τον έθαψαν στο Νότιο, κοντά στην Κολοφώνα.
Μια άλλη εκδοχή γι' αυτόν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους δύο μάντεις μας αφηγείται ο Κόνωνας. Ο βασιλιάς της Λυκίας ετοίμαζε μια εκστρατεία· ο Μόψος τον απέτρεψε να την αναλάβει λέγοντας του πως θα νικηθεί. Ο Κάλχας αντίθετα τον διαβεβαίωσε για τη νίκη. Ο βασιλιάς ξεκίνησε για τον πόλεμο και νικήθηκε. Αυτό, ενώ μεγάλωσε τη φήμη του Μόψου, αντίθετα οδήγησε από απελπισία τον Κάλχα σε αυτοκτονία.
Για το θάνατο του διηγούνται μια ακόμη ιστορία. Ο Κάλχας είχε φυτέψει ένα αμπέλι μέσα σε ένα ιερό δάσος του Απόλλωνα, στο δάσος Γρύνιο (ή Γρύνειο) της Μυσίας. Ένας προφήτης από τα περίχωρα του πρόβλεψε τότε ότι δε θα έπινε ποτέ κρασί από το αμπέλι του. Ο Κάλχας τον κορόιδεψε.
Το αμπέλι μεγάλωσε, έδωσε καρπούς, έπειτα κρασί. Τη μέρα που θα έπιναν το καινούριο κρασί, ο Κάλχας κάλεσε τον κόσμο από τα περίχωρα καθώς και το μάντη, που του είχε κάνει την πρόβλεψη. Την ώρα που με το ποτήρι του κιόλας γεμάτο ο Κάλχας ετοιμαζόταν να πιει, ο αντίπαλος του τού επανέλαβε πως δε θα δοκίμαζε αυτό το κρασί. Ο Κάλχας άρχισε να γελάει και γέλασε τόσο πολύ, που πνίγηκε και πέθανε, χωρίς να φέρει το ποτήρι στα χείλια του.
Οι μύθοι της Κάτω Ιταλίας γνώριζαν κάποιον Κάλχα, που ήταν και αυτός μάντης και που έδειχναν τον τάφο του στη Σίρη, στον κόλπο του Τάραντα.
Υπήρχε επίσης ένας Κάλχας, στο ιερό του οποίου πήγαιναν να κοιμηθούν, για να μάθουν το μέλλον με τα όνειρα. Το ιερό αυτό βρισκόταν στην περιοχή του όρους Γάργανου, στην Αδριατική.
Ο Κάλχας από τη Σίρη σκοτώθηκε λένε με γροθιά του Ηρακλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου