«Ο Έλληνας ζει σε μία περιοχή με υψηλή σεισμικότητα, κορυφαία
στην Ευρώπη. Ένας σεισμός μεγέθους 6 με 6,5 Ρίχτερ συμβαίνει κάθε
χρόνο, άρα αργά ή γρήγορα θα τον δεχτεί τον σεισμό και πρέπει να ξέρει
πώς θα τον αντιμετωπίσει», δήλωσε ο καθηγητής Σεισμολογίας του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Μανώλης Σκορδίλης.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους, στο περιθώριο της συνεδρίασης του τοπικού Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, για την αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση σεισμικών φαινομένων, ο κ. Σκορδίλης σημείωσε ότι ο κόσμος δεν είναι προετοιμασμένος και θα πρέπει να εκπαιδευτεί και μέσα από εκστρατείες ενημέρωσης και μέσα από σχετικές πρωτοβουλίες της πολιτείας και μέσα από τηλεοπτικά σποτ. Παράλληλα, θα πρέπει να ακολουθεί τις συμβουλές του Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας και να ενημερώνεται για τα σημεία συγκέντρωσης του πληθυσμού σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Συντονιστικού, ο κ. Σκορδίλης αναφέρθηκε στους τρεις μεγάλους σεισμούς που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, το 1902 στην Άσσηρο, το 1932 στην Ιερισσό και το 1978 στη Βόλβη και σχολίασε ότι ανάμεσα στους σεισμούς της Ασσήρου και της Ιερισσού μεσολάβησαν 30 χρόνια και σε εκείνους της Ιερισσού και της Βόλβης 46.
Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα συσσωρευόταν ενέργεια για τον επόμενο μεγάλο σεισμό, ενώ από το 1978 μέχρι τώρα δεν έχει εκδηλωθεί νέος μεγάλος σεισμός, γεγονός που απέδωσε στις αλληλεπιδράσεις του σεισμικού δυναμικού της περιοχής με άλλους σεισμούς σε γειτονικές περιοχές που, όπως είπε χαρακτηριστικά, «σπρώχνουν πιο πίσω τον χρόνο εκδήλωσης ενός πιθανά μεγάλου σεισμού».
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, διευκρίνισε ότι από το 1999 οι επιστήμονες του ΑΠΘ ασχολούνται με τη μεσοπρόθεσμη πρόγνωση σεισμών, καταλήγουν σε συμπεράσματα και ενημερώνουν την πολιτεία για τις περιοχές, για τις οποίες τα προσεχή πέντε με δέκα χρόνια υπάρχουν υψηλές πιθανότητες εκδήλωσης σεισμών άνω των 6,3 Ρίχτερ. Από εκεί και πέρα η Πολιτεία, όπως είπε, «θα μπορούσε να ιεραρχήσει τις περιοχές του ελληνικού χώρου, στις οποίες θα έπρεπε να λάβει κάποια προληπτικά μέτρα και να εστιάσει σε αυτές που στο προσεχές μέλλον είναι πιο επικίνδυνες».
Εξάλλου, τόνισε ότι δεν υπάρχει μέθοδος βραχυπρόθεσμης πρόγνωσης των σεισμών, άρα οι προσπάθειες των εμπλεκόμενων φορέων εστιάζονται στον περιορισμό των συνεπειών τους. Σε αυτό το μήκος κύματος έδωσε έμφαση στην ανάγκη να υπάρχει ο απαραίτητος συντονισμός των φορέων, ώστε να αντιμετωπίζονται προβλήματα που αναμένονται σε περίπτωση μεγάλου σεισμού, όπως το μπλοκάρισμα των οδικών αξόνων μέσα στα πρώτα λεπτά από την εκδήλωσή του.
Για την ετοιμότητα της πόλης της Θεσσαλονίκης να αντέξει έναν μεγάλο σεισμό σχολίασε ότι το 70% των οικοδομών είναι παλιές, δεν είναι χτισμένες με τον καινούριο αντισεισμικό κανονισμό, συνεπώς υπάρχει πρόβλημα, ενώ οι όποιες πρωτοβουλίες σε αυτόν τον τομέα επαφίονται στους κατοίκους.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους, στο περιθώριο της συνεδρίασης του τοπικού Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, για την αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση σεισμικών φαινομένων, ο κ. Σκορδίλης σημείωσε ότι ο κόσμος δεν είναι προετοιμασμένος και θα πρέπει να εκπαιδευτεί και μέσα από εκστρατείες ενημέρωσης και μέσα από σχετικές πρωτοβουλίες της πολιτείας και μέσα από τηλεοπτικά σποτ. Παράλληλα, θα πρέπει να ακολουθεί τις συμβουλές του Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας και να ενημερώνεται για τα σημεία συγκέντρωσης του πληθυσμού σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Συντονιστικού, ο κ. Σκορδίλης αναφέρθηκε στους τρεις μεγάλους σεισμούς που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, το 1902 στην Άσσηρο, το 1932 στην Ιερισσό και το 1978 στη Βόλβη και σχολίασε ότι ανάμεσα στους σεισμούς της Ασσήρου και της Ιερισσού μεσολάβησαν 30 χρόνια και σε εκείνους της Ιερισσού και της Βόλβης 46.
Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα συσσωρευόταν ενέργεια για τον επόμενο μεγάλο σεισμό, ενώ από το 1978 μέχρι τώρα δεν έχει εκδηλωθεί νέος μεγάλος σεισμός, γεγονός που απέδωσε στις αλληλεπιδράσεις του σεισμικού δυναμικού της περιοχής με άλλους σεισμούς σε γειτονικές περιοχές που, όπως είπε χαρακτηριστικά, «σπρώχνουν πιο πίσω τον χρόνο εκδήλωσης ενός πιθανά μεγάλου σεισμού».
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, διευκρίνισε ότι από το 1999 οι επιστήμονες του ΑΠΘ ασχολούνται με τη μεσοπρόθεσμη πρόγνωση σεισμών, καταλήγουν σε συμπεράσματα και ενημερώνουν την πολιτεία για τις περιοχές, για τις οποίες τα προσεχή πέντε με δέκα χρόνια υπάρχουν υψηλές πιθανότητες εκδήλωσης σεισμών άνω των 6,3 Ρίχτερ. Από εκεί και πέρα η Πολιτεία, όπως είπε, «θα μπορούσε να ιεραρχήσει τις περιοχές του ελληνικού χώρου, στις οποίες θα έπρεπε να λάβει κάποια προληπτικά μέτρα και να εστιάσει σε αυτές που στο προσεχές μέλλον είναι πιο επικίνδυνες».
Εξάλλου, τόνισε ότι δεν υπάρχει μέθοδος βραχυπρόθεσμης πρόγνωσης των σεισμών, άρα οι προσπάθειες των εμπλεκόμενων φορέων εστιάζονται στον περιορισμό των συνεπειών τους. Σε αυτό το μήκος κύματος έδωσε έμφαση στην ανάγκη να υπάρχει ο απαραίτητος συντονισμός των φορέων, ώστε να αντιμετωπίζονται προβλήματα που αναμένονται σε περίπτωση μεγάλου σεισμού, όπως το μπλοκάρισμα των οδικών αξόνων μέσα στα πρώτα λεπτά από την εκδήλωσή του.
Για την ετοιμότητα της πόλης της Θεσσαλονίκης να αντέξει έναν μεγάλο σεισμό σχολίασε ότι το 70% των οικοδομών είναι παλιές, δεν είναι χτισμένες με τον καινούριο αντισεισμικό κανονισμό, συνεπώς υπάρχει πρόβλημα, ενώ οι όποιες πρωτοβουλίες σε αυτόν τον τομέα επαφίονται στους κατοίκους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου