Το Αμπού Σίμπελ είναι ένας από τους πιο δημοφιλής
αρχαιολογικούς τόπους της Αιγύπτου και αποτελείται από δυο μεγαλοπρεπείς
ιερούς ναούς σκαμμένους μέσα σε έναν λόφο από ροδόχρωμο ψαμμίτη.
Βρίσκεται στη νότια Αίγυπτο, 290 χιλιόμετρα νότιο-δυτικά του Ασσουάν, στην δυτική όχθη της λίμνης Νάσερ, όπου μεταφέρθηκαν όταν αποφάσισε η κυβέρνηση της Αιγύπτου να δημιουργήσει τη λίμνη αυτή.Οι ναοί αποτελούσαν μέρος ενός ολόκληρου συγκροτήματος επτά ναών που έκτισε ο Ραμσής ο Β΄ εις ανάμνηση της νίκης του επί του στρατό των Χετταίων στη μάχη του Καντές. Επίσης με αυτό τον τρόπο ήθελε να τιμήσει τη σύζυγο του Νεφερτάρι και να δείξει στους κατοίκους της Νουβίας (σημερινή Αιθιοπία) το μέγεθος της δύναμης του
Οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν το 1244 π.Χ. και τελείωσαν το 1224 π.Χ. Μέχρι την εποχή της κατάκτησης της Αιγύπτου από τους Πέρσες έχουμε αναφορές περιηγητών για το μνημείο, ύστερα πιθανότατα κάποια καθίζηση του εδάφους ή ένας μικροσεισμός προκάλεσε πτώση μεγάλης ποσότητας άμμου και βράχων μπροστά στις εισόδους των ναών. Με την πάροδο των χρόνων και τις συχνές κατολισθήσεις και αμμοθύελλες της περιοχής μόνο τα κεφάλια των κολοσσιαίων αγαλμάτων φαινόντουσαν από όλο το συγκρότημα ναών. Οι βεδουίνοι αποκαλούσαν το ιερό ως Ιμπσαμπάλ, πιθανότατα μια παραφθορά του κανονικού του ονόματος.
Το 1930 η κυβέρνηση της Αιγύπτου, με χρηματοδότηση της Μεγάλης Βρετανίας, αποφάσισε την κατασκευή ενός φράγματος στην περιοχή, ώστε να δημιουργηθεί η λίμνη Νάσερ. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1958 και τελείωσαν το 1970. Όμως η εργασία αυτή θα βύθιζε στο πάτο της λίμνης πολλά ιερά αρχαιολογικά κτίρια της αρχαίας Αιγύπτου και της Νουβίας. Η UNESCO
αποφάσισε να διασώσει όσα ιστορικά κτίρια μπορούσε, αποσυναρμολογώντας
τα και ανακατασκευάζοντας τα σε ψηλότερο μέρος, 60 μέτρα ψηλότερα από
την αρχική τους θέση. Οι εργασίες αυτές κόστισαν 40 εκατομμύρια$,
ξεκίνησαν το 1954 και τελείωσαν το 1980, κατάφεραν να διασώσουν 18 κτίρια, μέσα σε αυτά το Αμπού Σίμπελ, το ναό της νήσου Καλάμπσα και το ναό της νήσου Φίλαι.
54 μήνες μετά την έναρξη των εργασιών μεταφοράς τους, λόγω της ανόδου
της στάθμης των υδάτων του Νείλου, και 32 αιώνες μετά την αρχική τους
κατασκευή, οι ναοί του Αμπού Σίμπελ παραδόθηκαν και πάλι στην
ανθρωπότητα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1968. Απειλούμενοι με καταστροφή από τη δημιουργία της λίμνης Νάσερ για τις ανάγκες του φράγματος του Ασουάν, οι ναοί, έργο του φαραώ Ραμσή Β', τεμαχίστηκαν σε 6.000 προσεκτικά κομμένα τμήματα από τις αρχές του 1964
για να επανασυναρμολογηθούν περίπου 75 μέτρα ψηλότερα. Το αποτέλεσμα
της πρωτοφανούς για τα αρχαιολογικά δεδομένα προσπάθειας ήταν
εντυπωσιακό
Με την ευκαιρία της διάσωσης των ναών ιδρύθηκε και το Ίδρυμα Μελέτης της τέχνης στην αρχαία Αίγυπτο. Με τη μεταφορά των ιερών ανακαλύφθηκαν και άλλοι αρχαιότεροι ναοί αλλά δεν ανακαλύφθηκε ποτέ η νεκρόπολη και ο οικισμός των κατοίκων και των ιερέων της περιοχής. Πιθανολογείται ότι πλέον έχει βυθιστεί στο πάτο της λίμνης και η εύρεσή του είναι αδύνατη.
Τον Μεγάλο Ναό τον αφιέρωσε ο Ραμσής Β΄ στον εαυτό του και στους θεούς Φθα, Ρα-Χοράκτι και στον Άμμωνα-Ρα. Στην είσοδο του ναού έχουν χτιστεί τέσσερα αγάλματα, 20 μέτρων το καθένα, που αναπαριστούν όλα τον Ραμσή Β΄, καθισμένο με τα βασιλικά διαδήματα και το διπλό στέμμα της Άνω και Κάτω Αιγύπτου,
το περίφημο νέμες. Το άγαλμα στα αριστερά της εισόδου έχει καταστραφεί
από έναν σεισμό και διακρίνεται μόνο το κάθισμα στο οποίο απεικονίζεται ο
Φαραώ. Δίπλα στα πόδια των αγαλμάτων μπορούμε να διακρίνουμε απεικονίσεις της βασίλισσας Νεφερτάρι, της μητέρας του Ραμσή Β΄, την Τούγια και ορισμένα από τα νόμιμα παιδιά του Φαραώ. Ακόμα έχουμε αναπαράσταση του γάμου του Φαραώ με την κόρη του Χετταίου
βασιλιά Χαττουσιλίς Γ΄ και για αυτό έχουν σκαλίσει στη νότια πλευρά της
πρόσοψης το «Αστέρι του Γάμου», για να γνωρίσει την ευτυχία το ζευγάρι.
Ακριβώς από πάνω από την πύλη του ναού υπάρχει μια κόγχη με μια
ανάγλυφη αναπαράσταση του θεού Ρα-Χοράκτι με κεφάλι γερακιού και τον
ηλιακό δίσκο να τον στεφανώνει. Στην αναπαράσταση έχουμε και τον Φαραώ Ραμσή Β΄ να προσφέρει στον θεό, ένα αγαλματίδιο της θεάς Μά'ατ,
τη θεά της δικαιοσύνης και της τάξης. Τέλος, την αναπαράσταση κοσμεί
και μια ζωφόρος με ανάγλυφες παραστάσεις καθιστών, στραμμένων προς τον
ήλιο, μπαμπουίνων. Όλη η πρόσοψη, όπου βρίσκονται λαξευμένα τα αγάλματα
έχει ύψος 30 μέτρα και πλάτος 35 μέτρα, ενώ στο εσωτερικό ο ναός φτάνει
σε βάθος 60 μέτρων. Ο Μεγάλος Ναός κτίστηκε με τέτοιο προσανατολισμό
προς τα ανατολικά, ώστε να φωτίζεται, κάθε πρωί, από τις ακτίνες ηλίου,
ενώ τους μήνες Φεβρουάριο και Οκτώβριο,
την ανατολή οι ακτίνες του ηλίου έφταναν μέχρι το άδυτο του ναού και
φώτιζε τα πρόσωπα των αγαλμάτων. Αυτό αποδεικνύει ότι κτίστηκε με
απόλυτη αστρονομική ακρίβεια ως προς τους υπολογισμούς των κινήσεων του
ήλιου. Όσον αφορά το εσωτερικό του ναού, όλες οι αίθουσες εκτείνονται
κατά μήκους ενός επιμήκους άξονα, αυτός ήταν ο κλασικός τρόπος
κατασκευής των ιερών στο Νέο Βασίλειο. Η πρώτη αίθουσα είναι η
μεγαλύτερη από όλες τις άλλες και χωρίζεται σε τρία δώματα ή κατά
αντιστοιχία των χριστιανικών ναών, σε τρία κλίτη, από δυο σειρές
τεσσάρων πεσσών. Επάνω στους πεσσούς βρίσκονται τέσσερα αγάλματα, το ένα
απέναντι από το άλλο και στις δυο πλευρές του διαδρόμου. Τα αγάλματα
αυτά αποτελούν αναπαράσταση του Ραμσή Β΄, με τη μορφή του Όσιρη και με το λευκό στέμμα της Άνω Αιγύπτου και το ψεύτικο γενάκι των Φαραώ. Όλοι οι τοίχοι της πρώτης αίθουσας έχουν αναπαραστάσεις των μαχών του ηγεμόνα, αναφορικά είναι οι μάχες σε Νουβία, Λιβύη, Συρία και τη μάχη του Καντές.
Η δεύτερη αίθουσα, που είναι μικρότερη από την πρώτη, έχει τέσσερις
πεσσούς και αναπαραστάσεις από τελετουργίες και προσφορές στους τοίχους.
Ύστερα ακολουθώντας έναν διάδρομο, φτάνουμε στο άδυτο, όπου στο τοίχο,
κοιτώντας προς την έξοδο, βρίσκονται τα αγάλματα των θεών με έναν βωμό
για προσφορές μπροστά τους. Από αριστερά προς τα δεξιά διακρίνουμε τους
θεούς Φθα, Άμμωνα-Ρα με γένι και δυο ψηλά φτερά, ο Ραμσής Β΄
με πολεμικά διακριτικά και ο Ρα-Χοράκτι με κεφάλι γερακιού και τον
ηλιακό δίσκο να τον στεφανώνει. Σκηνές από προσφορές διακοσμούν τους
τοίχους ενώ υπάρχουν και έξι πλευρικά δωμάτια που αποθηκεύανε τις
προσφορές και τα σκεύη τις λατρείας των θεών.
Τα αγάλματα στην πρόσοψη είναι 10 μέτρα το καθένα, όρθια, με
διαφορετικούς τύπους στέμματος το καθένα και αναπαριστούν το βασιλικό
ζεύγος. Ακόμα πολλά άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας αναπαριστώνται
σε μικρότερα αγάλματα. Η πρώτη αίθουσα του ναού χωρίζεται σε τρία κλίτη
από δυο σειρές πεσσών. Όλοι οι πεσσοί έχουν ανάγλυφη αναπαράσταση του
κεφαλιού της θεάς Άθωρ, να κοιτάει το εσωτερικό της αίθουσας, και το κεφάλι της βασίλισσας Νεφερτάρι,
να κοιτάει στην αντίθετη κατεύθυνση. Η αίθουσα έχει τρεις πύλες που την
συνδέουν με την επόμενη αίθουσα. Εκεί διακρίνουμε αναπαραστάσεις θεών
να στέφουν το βασιλικό ζεύγος με τα βασιλικά διαδήματα. Τέλος έχουμε το
άδυτο όπου, στο τοίχο που κοιτάει προς την έξοδο, έχουμε το ανάγλυφο της
θεάς Άθωρ, με τη μορφή αγελάδας, να ξεπροβάλλει από το βουνό και τον
ηγεμόνα να στέκεται από κάτω της.
Οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν το 1244 π.Χ. και τελείωσαν το 1224 π.Χ. Μέχρι την εποχή της κατάκτησης της Αιγύπτου από τους Πέρσες έχουμε αναφορές περιηγητών για το μνημείο, ύστερα πιθανότατα κάποια καθίζηση του εδάφους ή ένας μικροσεισμός προκάλεσε πτώση μεγάλης ποσότητας άμμου και βράχων μπροστά στις εισόδους των ναών. Με την πάροδο των χρόνων και τις συχνές κατολισθήσεις και αμμοθύελλες της περιοχής μόνο τα κεφάλια των κολοσσιαίων αγαλμάτων φαινόντουσαν από όλο το συγκρότημα ναών. Οι βεδουίνοι αποκαλούσαν το ιερό ως Ιμπσαμπάλ, πιθανότατα μια παραφθορά του κανονικού του ονόματος.
Η ανακάλυψη
Ο πρώτος Ευρωπαίος περιηγητής του μνημείου ήταν ο Ελβετός Λούντβιχ Μπούρκχαρντ, το 1813, όποτε και ανακάλυψε το Μικρό Ναό. Επιστρέφοντας στο Κάιρο επικοινώνησε με τον Ιταλό Τζιοβάνι Μπατίστα Μπελτσόνι για να του κοινοποιήσει τα νέα της ανακάλυψής του. Ο Ιταλός κατάφερε το 1817, να εισχωρήσει με την εξερευνητική του ομάδα στο εσωτερικό των ναών, πράγμα το οποίο απέτυχε να κάνει τόσο ο Μπούρκχαρντ όσο και άλλες αποστολές αρχαιολόγων. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μερικούς από τους ερευνητές που επιχείρησαν να φτάσουν στο εσωτερικό του ναού χωρίς επιτυχία. Αυτοί είναι οι Μπανκς και Φινάτι το 1815, ο Γάλλος πρόξενος Μπερναντίνο Ντροβέτι το 1816 και ο πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας Χένρι Σολτ το 1816 και αυτός. Ο Μπελτσόνι παρέδωσε όσα ευρήματα βρήκε αυτός στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Μια γαλλική ομάδα αρχαιολόγων, με επικεφαλής τους Σαμπολιόν και Ροσελίνι, το 1828 κατέγραψε τα μνημεία ενώ το 1909 ο Γκαστόν Μασπερό, διευθυντής του Μουσείου του Καΐρου, ανέλαβε την συντήρηση των μνημείων, μάλιστα υπό τη διεύθυνση του ήρθαν στο φως και νέα ευρήματα στην περιοχή.Η ανακατασκευή
Με την ευκαιρία της διάσωσης των ναών ιδρύθηκε και το Ίδρυμα Μελέτης της τέχνης στην αρχαία Αίγυπτο. Με τη μεταφορά των ιερών ανακαλύφθηκαν και άλλοι αρχαιότεροι ναοί αλλά δεν ανακαλύφθηκε ποτέ η νεκρόπολη και ο οικισμός των κατοίκων και των ιερέων της περιοχής. Πιθανολογείται ότι πλέον έχει βυθιστεί στο πάτο της λίμνης και η εύρεσή του είναι αδύνατη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου