Παίρνοντας για βάση το έντονο πολιτειακό αίσθημα των Αρχαίων Ελλήνων και
τις ιεροπραξίες τους, καταλαβαίνουμε, γιατί ή προδοσία χαρακτηριζόταν
σαν το πιο βαρύ έγκλημα. Κι αν εμβαθύνουμε στο γεγονός, ότι όλοι οι
προδότες, μετά την ατιμωτική εκτέλεση τους, δεν επιτρεπόταν να ταφούν,
θα καταλάβουμε πόσο μεγάλη, πόσο συντριπτική ήταν η ποινή πού τους
επιβαλλόταν.
Με την προδοσία στην αρχαία Ελλάδα προσβαλλόταν, ανίερα κι ανεπανόρθωτα, η βαθύτατη ηθική αντίληψη για την πολιτειακή ευδαιμονία και σταθερότητα. Ακόμα κι αν δεν είχε έμπρακτα αποτελέσματα η προδοσία. Έφτανε η πρόθεση, η απλή διάθεση. Έτσι, ό προδότης δεν είχε θέση ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο.
Δεν τον θεωρούσαν ούτε και τυπικά ούτε «κατ” ανοχήν» άνθρωπο, παρά κάτι σαν απαίσια τερατικό για την ιερή παράδοση κι αφάνταστα επικίνδυνο για τις ομαλές σχέσεις της πολιτείας. Κι έπρεπε, φυσικά, όχι μόνο να χαθεί, άλλα κι η εφιαλτική μνήμη του να γίνεται πάντα αντικείμενο «μαύρης κατάρας». Έπρεπε, με το «κατακουρέλιασμα της «βρωμερής» υπόστασης του», να θεωρηθεί χτυπητό «παράδειγμα προς αποφυγήν».
Το ηρωικό ελληνικό έπος δέχεται για τον προδότη την ταφή, κι ο αθηναϊκός νόμος, κατά την ιστορική περίοδο, πρόβλεπε πέταμα των εκτελεσμένων προδοτών μακριά από την πολιτεία. Η καλλιεργημένη φαντασία των Αθηναίων διαμόρφωνε πολύ παραστατικούς τους μύθους για την περιφρόνηση πού έδειχναν οι πρόγονοι στους προδότες. Ο Δημοσθένης (18, 204) αναφέρει πώς οι Αθηναίοι κάποιον Κυρσίλο, πού δέχτηκε να υποκύψει στις επιταγές του Ξέρξη, τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, κι οι γυναίκες έκαμαν το ίδιο στη σύζυγο του.
Οι Αρκάδες, κατά τον Παυσανία (4, 22, 4), σκότωσαν, επίσης με πέτρες, τον Αριστοκράτη και τον έβγαλαν έξω από τα σύνορα αφήνοντας τον άταφο, επειδή πρόδωσε τα μυστικά τους στους Σπαρτιάτες. Έχουμε, ακόμα, και τη διήγηση του Λυκούργου (112, 115), όπου κι αυτοί, πού υπερασπίστηκαν τον προδότη και φίλο των Σπαρτιατών ολιγαρχικό Φρύνιχο, κηρύχτηκαν ένοχοι, θανατώθηκαν, και τα οστά τους, όπως και του Φρύνιχου, πετάχτηκαν έξω από την Αττική, ενώ εκείνοι, πού σκότωσαν τον προδότη, αθωώθηκαν, και κρίθηκε πώς άδικα φυλακίστηκαν.
Με αφορμή τη σκληρότατη τιμωρία του Φρύνιχου, έγινε ψήφισμα (Λυκούργος, 112, 115), όπου καταδικάζονταν, προκαταβολικά, οι υπερασπιστές των προδοτών, κι αν, ακόμα, οι προδότες εκτελέστηκαν, κι αν τα πτώματα τους πετάχτηκαν μακριά από την πολιτεία, κι αν, τέλος, πέρασε καιρός πολύς από την προδοσία τους.
Έτσι, οι υπερασπιστές των προδοτών εξισώθηκαν με τους προδότες, αφού δεν δίστασαν να δικαιολογήσουν, βρίσκοντας ελαφρυντικά ή προσπαθώντας ν” αμφισβητήσουν την πράξη τους (των προδοτών), ασεβώντας στα ιερά κι όσια της πολιτείας. Τους θεωρούσαν κι” επικίνδυνους και βλαβερούς για το κοινό συμφέρον, αφού θέλησαν να μειώσουν την «καταστρεπτική σημασία της προδοσίας». Τέτοιες περιπτώσεις προδοτών έχουμε πάμπολλες, πού, αφού θάφτηκαν, ξεθάφτηκαν κατόπι και τα οστά τους πετάχτηκαν, γιατί ήταν ένοχοι στο «Κυλώνιον άγος» (Θουκυδίδης, 1, 126, 127).
Στους Αθηναίους ίσχυε ο νόμος, πού συχνά τον ανέφεραν, για τους Προδότες, πού απαγόρευε ρητά, μετά την καταδίκη τους, να ταφούν στην Αττική. Το ίδιο, σύμφωνα μ” αυτόν τον νόμο, ίσχυε για τους κλέφτες και τους ιερόσυλους., (Ξενοφ.», Ελληνικά» 1, 7, 22), Υπερείδης «’Υπέρ Λυκ.», 16 κλπ.). Ο νόμος εφαρμόστηκε και στην περίοδο του Θεμιστοκλή (Θουκυδ. 1, 138, 6) και κατά το ψήφισμα στην περίοδο του Αρχιπτόλεμου κι Αντιφώντα, πού μνημονεύονται κατά τον βίο των δέκα ρητόρων, μετά την κατάλυση των τετρακοσίων (Πλούταρχ. «Ηθικά», 834α).
Οι γειτονικές πόλεις φρόντιζαν, από υποχρέωση ηθική βασικά, μα και για να είναι συνεπείς με την παράδοση, να θάβουν τα πεταμένα εκεί κοντά πτώματα των προδοτών. Στο « Ανθολόγιο» του Στοβαίου (40, 8) ιστορείται από τον Πυθαγόρειο Τέλητα η περίπτωση Αττικών φυγάδων προδοτών, πού κι όταν, υστέρα από χρόνια, πέθαναν σε ξένο έδαφος όπου είχαν καταφύγει, θάφτηκαν δίχως τυπικές τιμές. Μαζί μ” αυτούς είναι ο Νικόφημος κι ο Αριστοφάνης (όχι ο κωμωδιογράφος, βέβαια).
Ο Θεόπομπος διηγείται πώς οι Αθηναίοι στη Σάμο, αφού έραψαν σε σακκί τον προδότη Λεύκιπο, τόν έριξαν στη θάλασσα. Το βάραθρο απ” όπου έριχναν τους προδότες και πού βρισκόταν κοντά στον Δήμο των Κειριαδών, ήταν κι ο τάφος τους. Γνωρίζουμε πώς ο τόπος ατιμωτικής εκτέλεσης στη Σπάρτη ονομαζόταν Καιάδας. Και στον Καιάδα πέταξαν οι Σπαρτιάτες το πτώμα του προδότη βασιλιά τους Παυσανία, πού τον «έκτισαν» στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, όπου κατέφυγε, για να πεθάνει από πείνα και δίψα.
Την πρώτη πέτρα — όπως επίσης γνωρίζουμε — για το κτίσιμο την έβαλε η μητέρα του προδότη. Μα το μαντείο των Δελφών, επιδιώκοντας την ημέρωση των ηθών, υπέδειξε αργότερα, την ταφή του εκεί πού πέθανε. Και τον έθαψαν κοντά στο ναό (Θουκυδ. 1, 134, 4). Ο Ισχυρισμός του Επιτιμίδη, πού στηρίζεται πάνω σε σχετική παρατήρηση του Αιλιανού, πως το πτώμα του Παυσανία πετάχτηκε κι αυτό έξω από τα σύνορα, δε φαίνεται βάσιμος, αφού έχουμε την αυθεντικότερη πληροφορία του Θουκυδίδη. Άλλος σοβαρός λόγος για τη σκληρότατη τιμωρία των προδοτών ήταν και τ” ότι, με την πράξη τους, ασεβούσαν προς τα ιερά της πολιτείας. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέγει σχετικά ο Λυκούργος (1, 17, 26, 150).
Οι πρώτες τάσεις, στην αττική περίοδο, γι” αλλαγή του τρόπου «ηθικής εκτέλεσης», δηλαδή ν” αφήνουν άταφους νεκρούς, πού καθιερώθηκε στα ηρωικά χρόνια, διαμορφώθηκαν όταν άρχισε να επικρατεί ή προοδευτική αντίληψη για την «υγιεινή καθαριότητα». Το βλέπουμε αυτό και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η αντίληψη τούτη είναι ότι, με τους άταφους, «βρωμίζει το έδαφος όπου βρίσκονται, και με την αποφορά πού βγάζουν, μπορούσε να βεβηλωθεί η ιεροπραξία της θυσίας». Από δώ πηγάζει η «βιασύνη να εξασφαλίζεται η χώρα από τους κινδύνους πού απειλούν οι άταφοι νεκροί». Κι η τέτοια βιασύνη δημιούργησε το έθιμο να πετούν μακριά, έξω από τα σύνορα, τα πτώματα των προδοτών.
Έπειτα, η ιδέα για την απαραβίαστη Ιερότητα της «πατρικής γης» ενισχυόταν περισσότερο με τη βεβαιότητα, ότι οι νεκροί θα ταφούν από τους ξένους. Πολύ απασχόλησε, ακόμα, τους σύγχρονους με τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή το ζήτημα, αν ο θάνατος εξαγνίζει το έγκλημα και κατοχυρώνει το δίκιο των ένοχων νεκρών. Ο μεγάλος σεβασμός στους νεκρούς έγινε αφορμή να παθαίνονται οδυνηρά οι Αθηναίοι της αττικής περιόδου από τις σκληρότητες για τα πτώματα, ειδικά των προδοτών πατριωτών τους. Μα έχουμε κι απόψεις νεότερες από την ακμή της τραγωδίας, όπως τις αδέκαστες υποδείξεις του Πλάτωνα για το πέταμα των ένοχων νεκρών («Νόμοι», 9, 885α, 87οε, 873(1, 874(1, ΙΟ,” 909 α-ο,-12, 960ά).
Οι ρήτορες δεν έπαυαν να θυμίζουν, εκείνη την εποχή, στους δικαστές τον όρκο τους και να τους διδάσκουν, πώς από την αυστηρή εκπλήρωση του καθήκοντος εξαρτάται κι η δική τους εσωτερική ευδαιμονία. Ο Δημοσθένης, στο προοίμιο του λόγου του «Περί στεφάνου» (1.8), τονίζει ότι ή τέλεια αμεροληψία συντελεί στην εξύψωση του «φρονήματος της δικαιοσύνης» κι εξασφαλίζει την αυστηρότητα εφαρμογής των πολιτειακών άρχων. Ό Αισχίνης υποστηρίζει, πώς ο επίορκος δικαστής αυτοαναιρεί τη δικαιοσύνη πού υπηρετεί και δίνει την ψήφο του σ” άλλον (3, 233). Η άδικη αθώωση ή η δικαστική επιείκεια χαρακτηρίζονται από τον Δείναρχο περιφρόνηση των θείων νόμων.
Ο Λυκούργος πιστεύει, ότι ο δικαστής, αν και ψηφίζει μυστικά, ωστόσο ενεργεί ολοφάνερα μπροστά στους θεούς (Λυκ. «κατά Νεαίρας», 146, 126). Γι” αυτό η δίκαιη ψήφος ονομάστηκε «ευσεβής», όχι μόνο από το Δείναρχο (12, 20) και τον Δημοσθένη (18, 126, 19, 312), μα κι από τον Ευριπίδη (Ορέστεια» 1651, «Ηλέκτρα» 1262). Με πολλή ευγλωττία τέτοιες νουθεσίες απευθύνονται προς τη συνείδηση των δικαστών στους λόγους του Αντιφώντα, όταν μπαίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον δικαζόμενο (2. δ, 11 3β, 11 κλπ.)
Σχετικά μ” αυτά ο Αισχίνης υποδείχνει πώς για να μειωθούν οι βαριές ευθύνες των δικαστών όφειλε εκείνος πού νικούσε στην ψηφοφορία να εξορκίζεται (2, 87, 88).
Η αττική δημοκρατία είχε λάβει αυστηρά μέτρα ενάντια στους δικαστές πού δωροδοκούνταν. Ανάθεσε τη δικαστική εξουσία στην Ηλιαία, απόφευγε, με κάθε τρόπο, να ορίζει δικαστές για κάθε δίκη και φρόντιζε να τους εκλέγει με κλήρο.
Έκτος από τους ψευδομάρτυρες, πού δρούσαν οργανωμένα τότε κι εκβίαζαν συχνά την απόφαση του δικαστηρίου («Προς Άφοβον» του Δημοσθένη, 59), υπάρχουν κι αρκετές περιπτώσεις αξιόπιστων μαρτύρων πού τους πρότειναν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι από αυτοσεβασμό. Είναι ονομαστές οι φράσεις «αττικός μάρτυς» κι «αττική πίστις» («Παροιμιογράφος, Ι, 209, 215). Τέτοια τεκμήρια βρίσκουμε στον «Γοργία» (471e) και στον «Ευρυξία» (389d) του Πλάτωνα, στο λόγο «Περί χορευτού» (23) του Αντιφώντα κ.ά.
Την ίδια σκληρή τύχη είχαν κι οι εγκληματίες, οι Ιερόσυλοι, οι αυτόχειρες κι όσοι πάθαιναν ηλεκτροπληξία. Τους τελευταίους δεν τους έθαβαν, γιατί θεωρούνταν τιμωρημένοι από τους θεούς.
Καμιά περίπτωση καταδίκης γι” αυτοδικία σε βάρος προδοτών δεν αναφέρουν τ” αρχαία κείμενα. Και τέτοιες αυτοδικίες, «ανεπίσημες» οι περισσότερες, δεν έχουμε λίγες. Μ” αυτές δείχνεται, βέβαια, το ασυγκράτητο μίσος ενάντια στους προδότες κι ή έλλειψη ψύχραιμης αναμονής για τη δίκη τους από τα δικαστήρια. Μα κι ή απαλλαγή όσων αυτοδίκησαν αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη σιωπηρής επιβράβευσης της πράξης τους
Με την προδοσία στην αρχαία Ελλάδα προσβαλλόταν, ανίερα κι ανεπανόρθωτα, η βαθύτατη ηθική αντίληψη για την πολιτειακή ευδαιμονία και σταθερότητα. Ακόμα κι αν δεν είχε έμπρακτα αποτελέσματα η προδοσία. Έφτανε η πρόθεση, η απλή διάθεση. Έτσι, ό προδότης δεν είχε θέση ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο.
Δεν τον θεωρούσαν ούτε και τυπικά ούτε «κατ” ανοχήν» άνθρωπο, παρά κάτι σαν απαίσια τερατικό για την ιερή παράδοση κι αφάνταστα επικίνδυνο για τις ομαλές σχέσεις της πολιτείας. Κι έπρεπε, φυσικά, όχι μόνο να χαθεί, άλλα κι η εφιαλτική μνήμη του να γίνεται πάντα αντικείμενο «μαύρης κατάρας». Έπρεπε, με το «κατακουρέλιασμα της «βρωμερής» υπόστασης του», να θεωρηθεί χτυπητό «παράδειγμα προς αποφυγήν».
Το ηρωικό ελληνικό έπος δέχεται για τον προδότη την ταφή, κι ο αθηναϊκός νόμος, κατά την ιστορική περίοδο, πρόβλεπε πέταμα των εκτελεσμένων προδοτών μακριά από την πολιτεία. Η καλλιεργημένη φαντασία των Αθηναίων διαμόρφωνε πολύ παραστατικούς τους μύθους για την περιφρόνηση πού έδειχναν οι πρόγονοι στους προδότες. Ο Δημοσθένης (18, 204) αναφέρει πώς οι Αθηναίοι κάποιον Κυρσίλο, πού δέχτηκε να υποκύψει στις επιταγές του Ξέρξη, τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, κι οι γυναίκες έκαμαν το ίδιο στη σύζυγο του.
Οι Αρκάδες, κατά τον Παυσανία (4, 22, 4), σκότωσαν, επίσης με πέτρες, τον Αριστοκράτη και τον έβγαλαν έξω από τα σύνορα αφήνοντας τον άταφο, επειδή πρόδωσε τα μυστικά τους στους Σπαρτιάτες. Έχουμε, ακόμα, και τη διήγηση του Λυκούργου (112, 115), όπου κι αυτοί, πού υπερασπίστηκαν τον προδότη και φίλο των Σπαρτιατών ολιγαρχικό Φρύνιχο, κηρύχτηκαν ένοχοι, θανατώθηκαν, και τα οστά τους, όπως και του Φρύνιχου, πετάχτηκαν έξω από την Αττική, ενώ εκείνοι, πού σκότωσαν τον προδότη, αθωώθηκαν, και κρίθηκε πώς άδικα φυλακίστηκαν.
Με αφορμή τη σκληρότατη τιμωρία του Φρύνιχου, έγινε ψήφισμα (Λυκούργος, 112, 115), όπου καταδικάζονταν, προκαταβολικά, οι υπερασπιστές των προδοτών, κι αν, ακόμα, οι προδότες εκτελέστηκαν, κι αν τα πτώματα τους πετάχτηκαν μακριά από την πολιτεία, κι αν, τέλος, πέρασε καιρός πολύς από την προδοσία τους.
Έτσι, οι υπερασπιστές των προδοτών εξισώθηκαν με τους προδότες, αφού δεν δίστασαν να δικαιολογήσουν, βρίσκοντας ελαφρυντικά ή προσπαθώντας ν” αμφισβητήσουν την πράξη τους (των προδοτών), ασεβώντας στα ιερά κι όσια της πολιτείας. Τους θεωρούσαν κι” επικίνδυνους και βλαβερούς για το κοινό συμφέρον, αφού θέλησαν να μειώσουν την «καταστρεπτική σημασία της προδοσίας». Τέτοιες περιπτώσεις προδοτών έχουμε πάμπολλες, πού, αφού θάφτηκαν, ξεθάφτηκαν κατόπι και τα οστά τους πετάχτηκαν, γιατί ήταν ένοχοι στο «Κυλώνιον άγος» (Θουκυδίδης, 1, 126, 127).
ΚΑΙΑΔΑΣ
Στους Αθηναίους ίσχυε ο νόμος, πού συχνά τον ανέφεραν, για τους Προδότες, πού απαγόρευε ρητά, μετά την καταδίκη τους, να ταφούν στην Αττική. Το ίδιο, σύμφωνα μ” αυτόν τον νόμο, ίσχυε για τους κλέφτες και τους ιερόσυλους., (Ξενοφ.», Ελληνικά» 1, 7, 22), Υπερείδης «’Υπέρ Λυκ.», 16 κλπ.). Ο νόμος εφαρμόστηκε και στην περίοδο του Θεμιστοκλή (Θουκυδ. 1, 138, 6) και κατά το ψήφισμα στην περίοδο του Αρχιπτόλεμου κι Αντιφώντα, πού μνημονεύονται κατά τον βίο των δέκα ρητόρων, μετά την κατάλυση των τετρακοσίων (Πλούταρχ. «Ηθικά», 834α).
Οι γειτονικές πόλεις φρόντιζαν, από υποχρέωση ηθική βασικά, μα και για να είναι συνεπείς με την παράδοση, να θάβουν τα πεταμένα εκεί κοντά πτώματα των προδοτών. Στο « Ανθολόγιο» του Στοβαίου (40, 8) ιστορείται από τον Πυθαγόρειο Τέλητα η περίπτωση Αττικών φυγάδων προδοτών, πού κι όταν, υστέρα από χρόνια, πέθαναν σε ξένο έδαφος όπου είχαν καταφύγει, θάφτηκαν δίχως τυπικές τιμές. Μαζί μ” αυτούς είναι ο Νικόφημος κι ο Αριστοφάνης (όχι ο κωμωδιογράφος, βέβαια).
Ο Θεόπομπος διηγείται πώς οι Αθηναίοι στη Σάμο, αφού έραψαν σε σακκί τον προδότη Λεύκιπο, τόν έριξαν στη θάλασσα. Το βάραθρο απ” όπου έριχναν τους προδότες και πού βρισκόταν κοντά στον Δήμο των Κειριαδών, ήταν κι ο τάφος τους. Γνωρίζουμε πώς ο τόπος ατιμωτικής εκτέλεσης στη Σπάρτη ονομαζόταν Καιάδας. Και στον Καιάδα πέταξαν οι Σπαρτιάτες το πτώμα του προδότη βασιλιά τους Παυσανία, πού τον «έκτισαν» στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, όπου κατέφυγε, για να πεθάνει από πείνα και δίψα.
Την πρώτη πέτρα — όπως επίσης γνωρίζουμε — για το κτίσιμο την έβαλε η μητέρα του προδότη. Μα το μαντείο των Δελφών, επιδιώκοντας την ημέρωση των ηθών, υπέδειξε αργότερα, την ταφή του εκεί πού πέθανε. Και τον έθαψαν κοντά στο ναό (Θουκυδ. 1, 134, 4). Ο Ισχυρισμός του Επιτιμίδη, πού στηρίζεται πάνω σε σχετική παρατήρηση του Αιλιανού, πως το πτώμα του Παυσανία πετάχτηκε κι αυτό έξω από τα σύνορα, δε φαίνεται βάσιμος, αφού έχουμε την αυθεντικότερη πληροφορία του Θουκυδίδη. Άλλος σοβαρός λόγος για τη σκληρότατη τιμωρία των προδοτών ήταν και τ” ότι, με την πράξη τους, ασεβούσαν προς τα ιερά της πολιτείας. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέγει σχετικά ο Λυκούργος (1, 17, 26, 150).
Οι πρώτες τάσεις, στην αττική περίοδο, γι” αλλαγή του τρόπου «ηθικής εκτέλεσης», δηλαδή ν” αφήνουν άταφους νεκρούς, πού καθιερώθηκε στα ηρωικά χρόνια, διαμορφώθηκαν όταν άρχισε να επικρατεί ή προοδευτική αντίληψη για την «υγιεινή καθαριότητα». Το βλέπουμε αυτό και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η αντίληψη τούτη είναι ότι, με τους άταφους, «βρωμίζει το έδαφος όπου βρίσκονται, και με την αποφορά πού βγάζουν, μπορούσε να βεβηλωθεί η ιεροπραξία της θυσίας». Από δώ πηγάζει η «βιασύνη να εξασφαλίζεται η χώρα από τους κινδύνους πού απειλούν οι άταφοι νεκροί». Κι η τέτοια βιασύνη δημιούργησε το έθιμο να πετούν μακριά, έξω από τα σύνορα, τα πτώματα των προδοτών.
Έπειτα, η ιδέα για την απαραβίαστη Ιερότητα της «πατρικής γης» ενισχυόταν περισσότερο με τη βεβαιότητα, ότι οι νεκροί θα ταφούν από τους ξένους. Πολύ απασχόλησε, ακόμα, τους σύγχρονους με τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή το ζήτημα, αν ο θάνατος εξαγνίζει το έγκλημα και κατοχυρώνει το δίκιο των ένοχων νεκρών. Ο μεγάλος σεβασμός στους νεκρούς έγινε αφορμή να παθαίνονται οδυνηρά οι Αθηναίοι της αττικής περιόδου από τις σκληρότητες για τα πτώματα, ειδικά των προδοτών πατριωτών τους. Μα έχουμε κι απόψεις νεότερες από την ακμή της τραγωδίας, όπως τις αδέκαστες υποδείξεις του Πλάτωνα για το πέταμα των ένοχων νεκρών («Νόμοι», 9, 885α, 87οε, 873(1, 874(1, ΙΟ,” 909 α-ο,-12, 960ά).
Οι ρήτορες δεν έπαυαν να θυμίζουν, εκείνη την εποχή, στους δικαστές τον όρκο τους και να τους διδάσκουν, πώς από την αυστηρή εκπλήρωση του καθήκοντος εξαρτάται κι η δική τους εσωτερική ευδαιμονία. Ο Δημοσθένης, στο προοίμιο του λόγου του «Περί στεφάνου» (1.8), τονίζει ότι ή τέλεια αμεροληψία συντελεί στην εξύψωση του «φρονήματος της δικαιοσύνης» κι εξασφαλίζει την αυστηρότητα εφαρμογής των πολιτειακών άρχων. Ό Αισχίνης υποστηρίζει, πώς ο επίορκος δικαστής αυτοαναιρεί τη δικαιοσύνη πού υπηρετεί και δίνει την ψήφο του σ” άλλον (3, 233). Η άδικη αθώωση ή η δικαστική επιείκεια χαρακτηρίζονται από τον Δείναρχο περιφρόνηση των θείων νόμων.
Ο Λυκούργος πιστεύει, ότι ο δικαστής, αν και ψηφίζει μυστικά, ωστόσο ενεργεί ολοφάνερα μπροστά στους θεούς (Λυκ. «κατά Νεαίρας», 146, 126). Γι” αυτό η δίκαιη ψήφος ονομάστηκε «ευσεβής», όχι μόνο από το Δείναρχο (12, 20) και τον Δημοσθένη (18, 126, 19, 312), μα κι από τον Ευριπίδη (Ορέστεια» 1651, «Ηλέκτρα» 1262). Με πολλή ευγλωττία τέτοιες νουθεσίες απευθύνονται προς τη συνείδηση των δικαστών στους λόγους του Αντιφώντα, όταν μπαίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον δικαζόμενο (2. δ, 11 3β, 11 κλπ.)
Σχετικά μ” αυτά ο Αισχίνης υποδείχνει πώς για να μειωθούν οι βαριές ευθύνες των δικαστών όφειλε εκείνος πού νικούσε στην ψηφοφορία να εξορκίζεται (2, 87, 88).
ΗΛΙΑΙΑ
Η αττική δημοκρατία είχε λάβει αυστηρά μέτρα ενάντια στους δικαστές πού δωροδοκούνταν. Ανάθεσε τη δικαστική εξουσία στην Ηλιαία, απόφευγε, με κάθε τρόπο, να ορίζει δικαστές για κάθε δίκη και φρόντιζε να τους εκλέγει με κλήρο.
Έκτος από τους ψευδομάρτυρες, πού δρούσαν οργανωμένα τότε κι εκβίαζαν συχνά την απόφαση του δικαστηρίου («Προς Άφοβον» του Δημοσθένη, 59), υπάρχουν κι αρκετές περιπτώσεις αξιόπιστων μαρτύρων πού τους πρότειναν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι από αυτοσεβασμό. Είναι ονομαστές οι φράσεις «αττικός μάρτυς» κι «αττική πίστις» («Παροιμιογράφος, Ι, 209, 215). Τέτοια τεκμήρια βρίσκουμε στον «Γοργία» (471e) και στον «Ευρυξία» (389d) του Πλάτωνα, στο λόγο «Περί χορευτού» (23) του Αντιφώντα κ.ά.
Την ίδια σκληρή τύχη είχαν κι οι εγκληματίες, οι Ιερόσυλοι, οι αυτόχειρες κι όσοι πάθαιναν ηλεκτροπληξία. Τους τελευταίους δεν τους έθαβαν, γιατί θεωρούνταν τιμωρημένοι από τους θεούς.
Καμιά περίπτωση καταδίκης γι” αυτοδικία σε βάρος προδοτών δεν αναφέρουν τ” αρχαία κείμενα. Και τέτοιες αυτοδικίες, «ανεπίσημες» οι περισσότερες, δεν έχουμε λίγες. Μ” αυτές δείχνεται, βέβαια, το ασυγκράτητο μίσος ενάντια στους προδότες κι ή έλλειψη ψύχραιμης αναμονής για τη δίκη τους από τα δικαστήρια. Μα κι ή απαλλαγή όσων αυτοδίκησαν αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη σιωπηρής επιβράβευσης της πράξης τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου