Κατά
το δεύτερο ταξίδι του Κολόμβου στην Αμερική, οι Ισπανοί δημιούργησαν
την πρώτη τους αποικία στον Νέο Κόσμο, στο νησί της Ισπανιόλα. Ανάμεσα
τους βρισκόταν και ο εξερευνητής Ροδρίγο δε Μπαστίδας. Ο Μπαστίδας,
παρατηρώντας τον χρυσό που έκρυβαν τα εδάφη του Νέου Κόσμου, όταν
επέστρεψε στην Ισπανία, ζήτησε από το Βασιλιά Φερδινάνδο να του εγκρίνει
την άδεια να ηγηθεί μιας δικής του αποστολής προς τον Νέο Κόσμο,
αποδίδοντας στο Βασίλειο της Ισπανίας το ένα τέταρτο από τους θησαυρούς
που θα έφερνε πίσω. Η άδεια εγκρίθηκε και ο Μπαστίδας απέπλευσε από το
Καδίθ της Ισπανίας τον Οκτώβριο του 1499 με δύο πλοία. Μαζί του, ήταν
και ένας Καστιγιάνος εξερευνητής. Ο Βάσκο Νούνιεθ δε Μπαλμπόα.
Τα
πλοία του Μπαστίδας, έχοντας διασχίσει τον Ατλαντικό Ωκεανό, συνέχισαν
να πλέουν δυτικότερα από τις Αντίλλες μέχρι που έφτασαν στον Κόλπο της
Ουραμπά, ο οποίος βρίσκεται στα σημερινά σύνορα της Κολομβίας με του
Παναμά. Εκεί, οι Ισπανοί, ήρθαν σε επαφή με τους ιθαγενείς
πραγματοποιώντας κάποιες εμπορικές συναλλαγές. Έπειτα, έπλευσαν
ανατολικά για να εξερευνήσουν τις ακτές της Κολομβίας. Κατά την παραμονή
όμως στον Κόλπο της Ουραμπά, τα ύφαλα των πλοίων είχαν μολυνθεί από
κάποια παράσιτα τα οποία είχαν αρχίσει να φθείρουν τα ξύλα. Όταν οι
Ισπανοί αντιλήφθηκαν το πρόβλημα, είχαν φτάσει στο Ακρωτήριο δε λα Βέλα
εκεί που σήμερα βρίσκονται τα σύνορα της Κολομβίας με την Βενεζουέλα,
όπου ο Μπαστίδας, αποφάσισε να επιστρέψει στην αποικία της Ισπανιόλας
για να επισκευάσει τα πλοία. Στην Ισπανιόλα, ο Μπαστίδας κατηγορήθηκε
από τον Κυβερνήτη της αποικίας για παράνομο εμπόριο κατάσχοντας έτσι τα
χρήματα και τα πλοία του, αφήνοντας τα πληρώματα, στην τύχη τους. Ο
Βάσκο Νούνιεθ δε Μπαλμπόα, έχοντας ξεμείνει στην Ισπανιόλα, κατά τα
επόμενα χρόνια, ασχολήθηκε με την αγροκαλλιέργεια, χωρίς όμως επιτυχία
φτάνοντας στο σημείο να υπερχρεωθεί. Έτσι, το 1509, για να ξεφύγει από
τους πιστωτές του πήγε στο λιμάνι του Αγίου Δομίνικου και κρύφτηκε μέσα
σε ένα βαρέλι, στον χώρο που στοιβάζονταν οι προμήθειες για τα πλοία.
Το
βαρέλι αυτό, φορτώθηκε σε ένα πλοίο του Μαρτίν Φερνάντεθ δε Ενθίσο με
προορισμό τον Κόλπο της Ουραμπά για να μεταφέρει εφόδια και ενισχύσεις
στην Ισπανική αποικία Σαν Σεμπαστιάν που μόλις είχε ιδρυθεί, η οποία
βαλλόταν από τις επιθέσεις των ιθαγενών. Λίγο πριν το πλοίο φτάσει στο
Σαν Σεμπαστιάν, το πλήρωμα ανακάλυψε τον Μπαλμπόα. Ο Ενθίσο, αρχικά είχε
αποφασίσει να τον εγκαταλείψει σε ένα ακατοίκητο νησί όπως ήταν το
εθιμικό δίκαιο της εποχής. Οι γνώσεις όμως του Μπαλμπόα για τον Κόλπο
της Ουραμπά, έκαναν τον Ενθίσο να αλλάξει γνώμη και να τον κρατήσει στο
πλήρωμα του. Όταν το πλοίο έφτασε στο Σαν Σεμπαστιάν, ο οικισμός είχε
σχεδόν καταστραφεί από τις επιδρομές των ιθαγενών και πολλοί Ισπανοί
είχαν σκοτωθεί από τα δηλητηριώδη βέλη τους. Ο Κυβερνήτης του οικισμού
Αλόνσο δε Οχέδα, είχε ήδη επιστρέψει στην Ισπανιόλα καθώς είχε
τραυματιστεί έχοντας αφήσει πίσω του μια μικρή δύναμη ανδρών, οι οποίοι
μόλις είδαν να καταφθάνει το πλοίο έτρεξαν να καταφύγουν σε αυτό. Ως
αρχηγό της δύναμης αυτής, ο Όχεδα, είχε ορίσει έναν απλό - ακόμα τότε -
στρατιώτη, τον Φρανθίσκο Πιθάρο ο οποίος αρκετά χρόνια αργότερα θα
κατακτήσει την Αυτοκρατορία των Ίνκα.
Ο
Μπαλμπόα, έπεισε τον Ενθίσο και τον Πιθάρο, να εγκαταλείψουν τελείως τον
οικισμό αυτό και να δημιουργήσουν έναν νέο, βορειότερα, στις σημερινές
ακτές του Παναμά όπου εκεί οι ιθαγενείς ήταν φιλικοί. Οι Ισπανοί,
άρχισαν να χτίζουν την πρώτη αποικία στον Παναμά, στις νοτιοδυτικές
ακτές της χώρας, με πρώτο κυβερνήτη τον Ενθίσο ονομάζοντας την“Ελ
Γουάρδια” (Η Φρουρά). Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, ο Μπαλμπόα, είχε
γίνει πιο συμπαθής και πιο σεβαστός προς τους αποίκους σε αντίθεση με
τον αυταρχικό Ενθίσο. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα ο Μπαλμπόα να εκτοπίσει
τον Ενθίσο από την διακυβέρνηση της αποικίας και να πάρει την θέση του
μετονομάζοντας την σε Σάντα Μαρία. Τον Μάιο του 1511, ο Μπαλμπόα μαζί με
εκατό άνδρες, πήγε να εξερευνήσει την βόρεια ενδοχώρα. Εκεί, ήρθε σε
επαφή με τους ιθαγενείς με τους οποίους ανέπτυξε καλές σχέσεις.
Βλέποντας τα κοσμήματα από χρυσό που έφεραν πάνω τους, τους ρώτησε πού
μπορούσε να βρει αυτό το μέταλο. Οι Ιθαγενείς του απάντησαν πως
βρίσκεται δυτικά, εκεί που υπάρχει μια θάλασσα. Τον προειδοποίησαν όμως
πως οι φυλές που υπάρχουν εκεί, είναι εχθρικές. Έτσι, ο Μπαλμπόα
επέστρεψε στην Σάντα Μαρία για να οργανώσει καλύτερα την εξόρμηση του.
Όταν επέστρεψε, βρήκε έναν Ισπανικό στόλο ο οποίος είχε καταφθάσει για
να εισπράξει το μερίδιο των κερδών της αποικίας που αναλογούσαν στο
Ισπανικό Στέμμα. Ο Μπαλμπόα, βρήκε αμέσως τον αντιπρόσωπο του Στέμματος
και αφού του εξιστόρησε τα όσα έμαθε από τους ιθαγενείς κατά την
εξερεύνηση του, ζήτησε από τον Βασιλιά Φερδινάνδο να του σταλούν εφόδια
και ενισχύσεις χιλίων ανδρών, για να ανακαλύψει εκείνη την θάλασσα όπου
υπάρχει χρυσός. Η θετική απάντηση του Φερδνάνδου, θα ήταν σίγουρη καθώς η
νέα αυτή αποικία της Σάντα Μαρία, είχε αρχίσει να αποδίδει αρκετά κέρδη
από τον χρυσό που έβρισκαν οι άποικοι. Το μήνυμα όμως του Μπαλμπόα, δεν
θα φτάσει ποτέ στον βασιλιά, καθώς το πλοίο που το μετέφερε ναυάγησε.
Καθώς περνούσε ο καιρός και οι ενισχύσεις δεν έφταναν, η ζωή στην Σάντα
Μαρία άρχισε να ταράζεται με την απόδοση των κερδών να πέφτει κατά πολύ.
Ο Μπαλμόα, είχε πλέον να αντιμετωπίσει την απειλή επιθέσεων από
εχθρικές φυλές που είχαν ανακαλύψει τον οικισμό των Ισπανών αλλά και την
απειλή εξέγερσης μιας ομάδας δυσαρεστημένων αποίκων οι οποίοι είχαν ήδη
στείλει κακές αναφορές για εκείνον προς τον Αντιβασιλέα των Νέων Χωρών,
κάτι που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή, να οδηγήσει και στην σύλληψη
του.
Για
να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα, ο Μπαλμπόα, αποφάσισε μαζί με
εκατόν ενενήντα πιστούς του οπλίτες, να κατευθυνθούν προς την ενδοχώρα
και να ανακαλύψουν την θάλασσα που βρίσκεται δυτικά. Αν και κατά την
διαδρομή είχαν και την βοήθεια κάποιων ιθαγενών, οι Ισπανοί προχωρούσαν
μετά δυσκολίας καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν την πυκνή ζούγκλα με τους
κινδύνους που έκρυβε και τις επιθέσεις των εχθρικών φυλών. Στις 25
Σεπτεμβρίου του 1513, ο Μπαλμπόα έφτασε στην κορυφή ενός βουνού από όπου
και αντίκρισε εκείνη την θάλασσα. Ο Μπαλμπόα μόλις είχε γίνει ο πρώτος
Ευρωπαίος που αντίκρισε τον Ειρηνικό Ωκεανό, ονομάζοντας την άγνωστη
αυτή - τότε - θάλασσα, Νότια Θάλασσα (Mar del Sur). Εν τω μεταξύ, στην
Σάντα Μαρία, είχε φτάσει ο νέος διορισμένος από τον Βασιλιά Φερδινάνδο
κυβερνήτης της αποικίας, Πέδρο Αρίας Δαβίλα, για να οργανώσει καλύτερα
την αποικία ώστε να γίνει πιο κερδοφόρα. Όταν επέστρεψε ο Μπαλμπόα, για
την ανακάλυψη του, επιβραβεύτηκε αναθέτοντας του την διακυβέρνηση δύο
επαρχιών του Παναμά υπό την γενική διοίκηση όμως του Δαβίλα.
Η
αντικατάσταση του δημοφιλή στους αποίκους Μπαλμπόα από τον αυταρχικό
Δαβίλα, δημιούργησε αρκετές διχόνοιες μεταξύ των δύο ανδρών. Παρόλα αυτά
όμως, οι δύο άνδρες συμβιβάστηκαν σε μία ειρηνική συνύπαρξη. Ο
Μπαλμπόα θέλησε να συνεχίσει την εξερεύνηση στην Νότια Θάλασσα και να
κατακτήσει τις ακτές της. Ο Δαβίλα, προσπάθησε να τον εμποδίσει αλλά σε
μία ενδεχόμενη κατηγορία ενάντιων του για παρεμπόδιση της επέκτασης των
Ισπανικών κτίσεων, αναγκάστηκε να του δώσει την άδεια. Έτσι, ο Μπαλμπόα
μαζί με 300 οπλίτες, αναχώρησε από την Σάντα Μαρία για τις ακτές της
Νότιας Θάλασσας. Όταν έφτασε, μαζί με τους οπλίτες κατασκεύασε τέσσερα
πλοία και έπλευσε προς το κοντινό νησί Ίσλα δελ Ρέι που βρίσκεται στον
Κόλπο του Παναμά. Έπειτα από μια σύντομη εξερεύνηση του νησιού,
επέστρεψε στις ακτές του Παναμά.
Κατά την διάρκεια της εξερεύνησης, πίσω στην Σάντα Μαρία, οι άποικοι
είχαν στείλει επιστολή προς τον Βασιλιά Φερδινάνδο ζητώντας του να
αντικαταστήσει τον Δαβίλα επαναφέροντας στην θέση του τον Μπαλμπόα και
να δικαστεί για κατάχρηση εξουσίας. Μαθαίνοντας το αυτό ο Δαβίλα,
έστειλε να συλλάβουν τον Μπαλμπόα θεωρώντας πως εκείνος είχε ξεσηκώσει
τους αποίκους εναντίον του. Ο Μπαλμπόα συλλήφθηκε το 1519. Δικάστηκε
μεροληπτικά για προδοσία και υποκίνηση ανταρσίας από δικαστή τον οποίο
είχε ορίσει ο Δαβίλα και καταδικάστηκε σε αποκεφαλισμό μαζί με τέσσερις
ακόμη άνδρες που θεωρήθηκαν συνεργοί του. Ο Δαβίλα, έδωσε την εντολή να
εκτελεστεί αμέσως η ποινή προκειμένου να προλάβει τον ξεσηκωμό των
αποίκων. Όπως και έγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου