Στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης δεσπόζει το Επταπύργιο, μια
από τις σκληρότερες ελληνικές φυλακές, όπου φυλακίστηκαν και
βασανίστηκαν χιλιάδες πολίτες τον περασμένο αιώνα. Είναι γνωστές με την
οθωμανική ονομασία «Γεντί Κουλέ», που σημαίνει «επτά πύργοι» και πήραν
το όνομά τους από τους επτά πύργους που κοσμούν τα τείχη της πόλης χωρίς
να συμπεριλαμβάνονται τα μεσοπύργια.
Το κτίριο χτίστηκε την εποχή των Παλαιολόγων ως φρούριο για να στρατοπεδεύει η φρουρά και να καταφεύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση επιθέσεων ή ξαφνικών επιδρομών. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα φρούρια δεν είχαν την ίδια αμυντική αξία και οι Τούρκοι το μετέτρεψαν σε φυλακή.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, το Γεντί Κουλέ πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και χτίστηκαν βοηθητικοί χώροι ώστε το κτίριο να είναι λειτουργικό. Υπήρχε εσωτερική αυλή που ήταν χωρισμένη με φράχτες σε τμήματα, παρατηρητήριο, εκκλησάκι, κελιά απομόνωσης, φυλακές γυναικών και στρατιωτική πτέρυγα.
Ο χώρος εκτελέσεων βρισκόταν 300 μέτρα έξω από τις φυλακές, όπου εκτελέστηκαν αρκετοί κατάδικοι αλλά και αγωνιστές από τις γερμανικές δυνάμεις την περίοδο της κατοχής.
Η επιστολή στο μητροπολίτη
Τον Αύγουστο του 1915 τριάντα φυλακισμένοι του Γεντί Κουλέ έστειλαν επιστολή στον τότε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να μεσολαβήσει ώστε να χωριστούν από το διαμέρισμα των υπολοίπων φυλακισμένων «οι οποίοι είναι χασισοπόται και μέθυσοι και διαφθείρουν τα ήθη των». Τόσο οι εγκληματίες που φυλακίστηκαν σε ισόβια όσο και οι φυλακισμένοι για ήπια παραπτώματα, έμεναν στα ίδια διαμερίσματα με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες διαμαρτυρίες. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που οι οι κρατούμενοι αποκαλούσαν το Γεντί Κουλέ «υγρό τάφο».
Το 1922 ο Γ. Ιορδάνου σε κείμενο του «Από τον τάφο των ζωντανών» περιγράφει τις συνθήκες κράτησης στο Γεντί Κουλέ: «Ήτο η 28η Μαρτίου του 1918. Αλλ’ όσον μεγάλη είναι η χαρά δια τον έξω κόσμον, τόσον ο αντίκτυπος αυτής εις θλίψην και μελαγχολίαν καθίσταται αισθητότερος εις τον ατυχή κατάδικον. Και ήμην τότε, 22 ετών». Το μαρτύριο όσων φυλακίζονταν στο Γεντί Κουλέ αποτυπώνεται και στο ρεμπέτικο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου «Πέντε χρόνια δικασμένος» το οποίο ηχογραφήθηκε το 1934. Στους στίχους αναφέρονται οι δυσκολίες ενός φυλακισμένου του Γεντί Κουλέ: «Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ, από το πολύ σικλέτι το’ ριξα στο ναργιλέ».
Την περίοδο της κατοχής περισσότεροι από 500 κρατούμενοι στο Γεντί Κουλέ εκτελέστηκαν. Δεκάδες ακόμη φυλακίστηκαν από το χουντικό καθεστώς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι συχνά διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες κράτησης και τη συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ιδιαίτερα μέχρι που ένας πολιτικός κρατούμενος, ο καθηγητής Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο οποίος είχε φυλακιστεί στο Γεντί Κουλέ την περίοδο της χούντας, κινητοποιήθηκε για να κλείσουν οριστικά οι φυλακές.
Παράλληλα κινητοποιήθηκε και η αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, Μ. Χρ. Γιαταγάνα, η οποία αποκάλυψε σε ειδική αναφορά προς την Εισαγγελία, ότι οι συνθήκες κράτησης ήταν απαράδεκτες. Σταδιακά οι πολίτες ξεκίνησαν να ασκούν πιέσεις υπέρ της απομάκρυνσης των φυλακών από το Γεντί Κουλέ. Το 1989 οι φυλακές έκλεισαν και μεταφέρθηκαν στα Διαβατά. Το Γεντί Κουλέ περιήλθε στην κυριότητα του Υπουργείου Πολιτισμού και μετατράπηκε σε μουσείο, όπου οι επισκέπτες μπορούν να παρακολουθήσουν εκθέσεις σχετικές με την βυζαντινή περίοδο και να θαυμάσουν από τα τείχη του τη θέα της Θεσσαλονίκης.
Το κτίριο χτίστηκε την εποχή των Παλαιολόγων ως φρούριο για να στρατοπεδεύει η φρουρά και να καταφεύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση επιθέσεων ή ξαφνικών επιδρομών. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα φρούρια δεν είχαν την ίδια αμυντική αξία και οι Τούρκοι το μετέτρεψαν σε φυλακή.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, το Γεντί Κουλέ πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και χτίστηκαν βοηθητικοί χώροι ώστε το κτίριο να είναι λειτουργικό. Υπήρχε εσωτερική αυλή που ήταν χωρισμένη με φράχτες σε τμήματα, παρατηρητήριο, εκκλησάκι, κελιά απομόνωσης, φυλακές γυναικών και στρατιωτική πτέρυγα.
Ο χώρος εκτελέσεων βρισκόταν 300 μέτρα έξω από τις φυλακές, όπου εκτελέστηκαν αρκετοί κατάδικοι αλλά και αγωνιστές από τις γερμανικές δυνάμεις την περίοδο της κατοχής.
Η επιστολή στο μητροπολίτη
Τον Αύγουστο του 1915 τριάντα φυλακισμένοι του Γεντί Κουλέ έστειλαν επιστολή στον τότε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να μεσολαβήσει ώστε να χωριστούν από το διαμέρισμα των υπολοίπων φυλακισμένων «οι οποίοι είναι χασισοπόται και μέθυσοι και διαφθείρουν τα ήθη των». Τόσο οι εγκληματίες που φυλακίστηκαν σε ισόβια όσο και οι φυλακισμένοι για ήπια παραπτώματα, έμεναν στα ίδια διαμερίσματα με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες διαμαρτυρίες. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που οι οι κρατούμενοι αποκαλούσαν το Γεντί Κουλέ «υγρό τάφο».
Το 1922 ο Γ. Ιορδάνου σε κείμενο του «Από τον τάφο των ζωντανών» περιγράφει τις συνθήκες κράτησης στο Γεντί Κουλέ: «Ήτο η 28η Μαρτίου του 1918. Αλλ’ όσον μεγάλη είναι η χαρά δια τον έξω κόσμον, τόσον ο αντίκτυπος αυτής εις θλίψην και μελαγχολίαν καθίσταται αισθητότερος εις τον ατυχή κατάδικον. Και ήμην τότε, 22 ετών». Το μαρτύριο όσων φυλακίζονταν στο Γεντί Κουλέ αποτυπώνεται και στο ρεμπέτικο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου «Πέντε χρόνια δικασμένος» το οποίο ηχογραφήθηκε το 1934. Στους στίχους αναφέρονται οι δυσκολίες ενός φυλακισμένου του Γεντί Κουλέ: «Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ, από το πολύ σικλέτι το’ ριξα στο ναργιλέ».
Την περίοδο της κατοχής περισσότεροι από 500 κρατούμενοι στο Γεντί Κουλέ εκτελέστηκαν. Δεκάδες ακόμη φυλακίστηκαν από το χουντικό καθεστώς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι συχνά διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες κράτησης και τη συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ιδιαίτερα μέχρι που ένας πολιτικός κρατούμενος, ο καθηγητής Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο οποίος είχε φυλακιστεί στο Γεντί Κουλέ την περίοδο της χούντας, κινητοποιήθηκε για να κλείσουν οριστικά οι φυλακές.
Παράλληλα κινητοποιήθηκε και η αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, Μ. Χρ. Γιαταγάνα, η οποία αποκάλυψε σε ειδική αναφορά προς την Εισαγγελία, ότι οι συνθήκες κράτησης ήταν απαράδεκτες. Σταδιακά οι πολίτες ξεκίνησαν να ασκούν πιέσεις υπέρ της απομάκρυνσης των φυλακών από το Γεντί Κουλέ. Το 1989 οι φυλακές έκλεισαν και μεταφέρθηκαν στα Διαβατά. Το Γεντί Κουλέ περιήλθε στην κυριότητα του Υπουργείου Πολιτισμού και μετατράπηκε σε μουσείο, όπου οι επισκέπτες μπορούν να παρακολουθήσουν εκθέσεις σχετικές με την βυζαντινή περίοδο και να θαυμάσουν από τα τείχη του τη θέα της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου