Το καλοκαίρι του 2002 δύο φίλοι από την περιοχή µας, ο Μέανδρος και ο
Στέφανος, κανόνισαν να περάσουν το Σαββατοκύριακό τους πηγαίνοντας
εκδροµή σε ένα χωριό στη Ν. Εύβοια, δύο ώρες περίπου απόσταση από τη
Χαλκίδα.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είδαν στην άκρη του δρόµου ένα άντρα γύρω στα τριάντα να τους κάνει autostop. Ήταν ψηλός, αδύνατος αλλά γεροδεµένος, µελαχρινός µε ελαφρώς µακρύ µαλλί. Φορούσε µία λευκή αθλητική φανέλα, ένα κόκκινο σορτσάκι και κρατούσε µία µπλε πλαστική σακκούλα, από αυτές του εµπορίου. Το βλέµµα του φαινόταν χαµένο, σα να κοιτούσε στο πουθενά και η µορφή του θα έλεγε κανείς πως ήταν γυάλινη. «Δε θα ξεχάσω ποτέ το παρουσιαστικό αυτού του ανθρώπου!», µας είπε ο Μέανδρος όσο µας τον περιέγραφε.
Οι δύο φίλοι παρ΄όλα αυτά σταµάτησαν. Εκείνος συστήθηκε, είπε πως τον λένε Γιώργο και πως πήγαινε λίγο παρακάτω, στο επόµενο χωριό, για να δει τη γιαγιά του. Τα παιδιά του είπαν πως δυστυχώς δε γινόταν να τον πάρουν γιατί το αµάξι ήταν µικρό και γεµάτο µε αποσκευές και έτσι τον άφησαν για να συνεχίσουν την πορεία τους. Πράγµατι, έξι χιλιόµετρα πιό κάτω πέρασαν από το χωριό που τους είχε αναφέρει ο περίεργος περαστικός. Εκείνοι είχαν πολύ δρόµο ακόµα µέχρι να έφταναν στον προορισµό τους. Γύρω στα τριάντα χιλιόµετρα πιό κάτω, Ο Μέανδρος και ο Στέφανος προχωρώντας µε το αµάξι, ξεχώρισαν από µακριά έναν άνθρωπο να τους κάνει νόηµα να σταµατήσουν. Όταν πλησίασαν όµως, είδαν πως ήταν ο ίδιος που είχαν συναντήσει πριν από τριάντα έξι περίπου χιλιόµετρα, να τους κοιτάζει µε το ίδιο παγωµένο βλέµµα και να τους κάνει πάλι auto – stop! Μόλις το κατάλαβαν αυτό, το µόνο που έκαναν ήταν να κοιταχτούν έντροµοι και να πατήσουν γκάζι! «Τέτοιo φόβο δεν έχω ξανανιώσει στη ζωή µου και ούτε θέλω!», µας είπε µε έντονο ύφος ο Μέανδρος. Τελικά, οι δύο φίλοι, συνέχισαν την πορεία τους, χωρίς να τους συµβεί τίποτα χειρότερο. Μέχρι να φτάσουν όµως δεν αντάλλαξαν ούτε µια κουβέντα από το σοκ που είχαν πάθει.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είδαν στην άκρη του δρόµου ένα άντρα γύρω στα τριάντα να τους κάνει autostop. Ήταν ψηλός, αδύνατος αλλά γεροδεµένος, µελαχρινός µε ελαφρώς µακρύ µαλλί. Φορούσε µία λευκή αθλητική φανέλα, ένα κόκκινο σορτσάκι και κρατούσε µία µπλε πλαστική σακκούλα, από αυτές του εµπορίου. Το βλέµµα του φαινόταν χαµένο, σα να κοιτούσε στο πουθενά και η µορφή του θα έλεγε κανείς πως ήταν γυάλινη. «Δε θα ξεχάσω ποτέ το παρουσιαστικό αυτού του ανθρώπου!», µας είπε ο Μέανδρος όσο µας τον περιέγραφε.
Οι δύο φίλοι παρ΄όλα αυτά σταµάτησαν. Εκείνος συστήθηκε, είπε πως τον λένε Γιώργο και πως πήγαινε λίγο παρακάτω, στο επόµενο χωριό, για να δει τη γιαγιά του. Τα παιδιά του είπαν πως δυστυχώς δε γινόταν να τον πάρουν γιατί το αµάξι ήταν µικρό και γεµάτο µε αποσκευές και έτσι τον άφησαν για να συνεχίσουν την πορεία τους. Πράγµατι, έξι χιλιόµετρα πιό κάτω πέρασαν από το χωριό που τους είχε αναφέρει ο περίεργος περαστικός. Εκείνοι είχαν πολύ δρόµο ακόµα µέχρι να έφταναν στον προορισµό τους. Γύρω στα τριάντα χιλιόµετρα πιό κάτω, Ο Μέανδρος και ο Στέφανος προχωρώντας µε το αµάξι, ξεχώρισαν από µακριά έναν άνθρωπο να τους κάνει νόηµα να σταµατήσουν. Όταν πλησίασαν όµως, είδαν πως ήταν ο ίδιος που είχαν συναντήσει πριν από τριάντα έξι περίπου χιλιόµετρα, να τους κοιτάζει µε το ίδιο παγωµένο βλέµµα και να τους κάνει πάλι auto – stop! Μόλις το κατάλαβαν αυτό, το µόνο που έκαναν ήταν να κοιταχτούν έντροµοι και να πατήσουν γκάζι! «Τέτοιo φόβο δεν έχω ξανανιώσει στη ζωή µου και ούτε θέλω!», µας είπε µε έντονο ύφος ο Μέανδρος. Τελικά, οι δύο φίλοι, συνέχισαν την πορεία τους, χωρίς να τους συµβεί τίποτα χειρότερο. Μέχρι να φτάσουν όµως δεν αντάλλαξαν ούτε µια κουβέντα από το σοκ που είχαν πάθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου