Ο μικρός συνοικισμός των “Βατικιώτικων” της Δραπετσώνας με τα
φτωχόσπιτά του, που πέρασαν ημέρες και νύχτες δέους εξαιτίας των
τηλεκινητικών φαινομένων, που είχαν εκδηλωθεί εκεί για αρκετές εβδομάδες
στις αρχές του 1937, δοκίμασε στις 9 Φεβρουαρίου εκείνου του έτους μια
έκπληξη.
Ο Πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελος Τανάγρας, επισκέφτηκε επιτέλους τους φτωχούς ανθρώπους, προκειμένου να τους ανακουφίσει από την παρατεταμένη αγωνία που βίωναν.
Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, κύριος Στούρνας, συνόδευσε τον Άγγελο Τανάγρα στο πολύπαθο σπιτάκι της Δραπετσώνας, το οποίο οι περίοικοι του θεωρούσαν κατοικία στοιχειών, φαντασμάτων και άλλων υπερφυσικών και κατασκότεινων δυνάμεων.
Το σπιτάκι αυτό ανήκε σ’ έναν μεροκαματιάρη άνθρωπο, έναν εργάτη, πρώην ψαρά, τον κύριο Κουβουτσάκη, που ζούσε ήσυχα, έως και λίγες ημέρες νωρίτερα, με την οικογένειά του, χωρίς να φαντάζεται ούτε ο ίδιος ότι ήταν ποτέ δυνατόν τέτοια παράξενα πράγματα να εκδηλωθούν στο απλό και ταπεινό του σπίτι.
Τον Άγγελο Τανάγρα συνόδευσε επίσης και εκ μέρους του Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Δραπετσώνας, ο Αστυνόμος Σαρρηγιάννης, ώστε να παράσχει τις υπηρεσίες του.
Το σπίτι, όπου σημειώθηκαν τα άκρως τρομακτικά φαινόμενα, ήταν ένα μικρό ισόγειο, επάνω ακριβώς στον παραλιακό καρόδρομο, που οδηγούσε από τον λιμενίσκο της Δραπετσώνας προς το Πέραμα. Ανέβαινε κανείς στην αυλή του από λίγα σκαλοπάτια, που βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου και στεκόταν ανάμεσα σε άλλα ισόγεια σπιτάκια, τίμια, πλινθόκτιστα, ασβεστωμένα, όπως τόσα άλλα παρόμοια, που γέμιζαν τις φτωχογειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας.
Κατά την ώρα της επίσκεψης του Προέδρου της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, στο σπίτι βρίσκονταν όλα τα μέλη της οικογένειας Κουβουτσάκη. Η 18χρονη Άννα, ένα συμπαθητικό κοριτσάκι, που δε χωρούσε το μυαλουδάκι της πώς συνέβαιναν όλα αυτά τα αλλόκοτα, που όλοι τα απέδιδαν στις εμφανίσεις φαντασμάτων και στοιχειών, παρουσίαζε μια εικόνα θλίψης και ανησυχίας, που αποτυπώνονταν έντονα στα μεγάλα, μελαγχολικά της μάτια.
Ο πατέρας της, ο Παναγιώτης Κουβουτσάκης, σαν πρώην ψαράς και άνθρωπος λαϊκός, που είχε δει πολλά στη ζωή του, έμοιαζε στωικός. Υποδέχτηκε τον Άγγελο Τανάγρα με έκδηλη ικανοποίηση και του εξομολογήθηκε πως σκόπευε να αποταθεί στην Εταιρία Ψυχικών Ερευνών, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθειά της. Η μητέρα του κοριτσιού, η κυρία Ελένη, ανήσυχη κι αυτή για τα παράδοξα περιστατικά, που διαδραματίζονταν στο σπιτικό της, ανέλαβε να διηγηθεί η ίδια λεπτομερώς τα διατρέξαντα:
“Εδώ κι ένα χρόνο, έλεγε η μητέρα, ύστερα από σχετικές ερωτήσεις του Άγγελου Τανάγρα, ακούγαμε κάθε τόσο μικρούς κρότους στα κεραμίδια, στους τοίχους και στα τζάμια του σπιτιού. Δεν μπορούσαμε να τους εξηγήσουμε και φοβόμασταν να πούμε τίποτε γι’ αυτά στις γειτόνισσες. Φανταστήκαμε μήπως τα προξενούσαν κάποιοι ξένοι, για να μας τρομάξουν. Κι όταν πια, αντί να πάψουν οι θόρυβοι, έγιναν πιο δυνατοί κι άρχισαν να γίνονται φοβερά πράγματα μες στο σπίτι, φανερώθηκε πλέον το πράγμα μοναχό του”.
Η μητέρα της Άννας αφηγήθηκε κατόπιν ότι τα τελευταία και πιο περίεργα γεγονότα ξεκίνησαν να εκδηλώνονται δύο εβδομάδες νωρίτερα. Η Άννα είχε βγει για περίπατο με τους γονείς της. Μόλις γύρισε το βράδυ στο σπίτι, άρχισαν να τρίζουν τα τζάμια μυστηριωδώς, σαν να γινόταν δυνατός σεισμός και πριν περάσουν πολλά λεπτά της ώρας, διάφορα αντικείμενα του σπιτιού ξεκίνησαν να αλλάζουν θέσεις, να πετάγονται από το ένα σημείο στο άλλο, σαν να τα εκσφενδόνιζαν απόκοσμες δυνάμεις, σατανικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η οικογένεια έτρεχε αμέσως στην αυλή.
Όταν η Άννα βρισκόταν έξω από το σπίτι, τα συγκλονιστικά φαινόμενα σταματούσαν. Μα, όταν επέστρεφε στο εσωτερικό του, συνέβαινε το απόλυτο πανδαιμόνιο. Τα κεραμίδια ξεκολλούσαν απ’ τη στέγη, πέτρες μικρές και μεγάλες κατέληγαν με ασύλληπτη φόρα στην αυλή, ένας λυσσαλέος σαματάς κάλυπτε τα πάντα με το βουητό του, ενώ αντικείμενα σύρονταν και τσακίζονταν στους τοίχους. Τα αναμμένα κάρβουνα του μαγκαλιού τινάζονταν μέχρι την οροφή, ενώ τα καυσόξυλα αιωρούνταν αρκετά πάνω από το πάτωμα.
Η κυρία Ελένη θυμήθηκε μια περίσταση όπου όλα τα κεραμίδια της στέγης σείονταν συθέμελα, δημιουργώντας έναν ορυμαγδό και χτυπούσαν με ορμή πάνω στα τζάμια, τα οποία, παραδόξως, δεν έσπασαν, όπως ήταν αναμενόμενο.
Μια φορά, επίσης, μια κοτρόνα, από εκείνες που κατέληγαν από το πουθενά στη φτωχική αυλή της οικογένειας Κουβουτσάκη, χτύπησε στο κεφάλι τη γειτόνισσά τους, Μαρία Κοντοζά. Κι όμως, η γυναίκα δεν έπαθε τίποτε, παρά μονάχα πονούσε ελαφρά το κεφάλι της, αν και το μέγεθος της πέτρας θα μπορούσε να την είχε κυριολεκτικά σκοτώσει. Όση ώρα η κυρία Ελένη εξιστορούσε την τρομακτική κατάσταση που ζούσαν, η κόρη της, η μικρή Άννα, έγνεφε συγκαταβατικά, εξαιρετικά συγκινημένη και ολοφάνερα φοβισμένη.
Κατά τον Άγγελο Τανάγρα, η μέχρι τότε επιστημονική έρευνα επί των τηλεκινητικών φαινομένων είχε αποδείξει ότι όλα τούτα είχαν άμεση σχέση με τη γενική μεταβολή, που υφίστατο ο οργανισμός του παιδιού, όταν εισερχόταν και όταν ακόμη διένυε την εφηβική ηλικία.
Ο Πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών διατεινόταν ότι δεν παράγουν τηλεκινητικά φαινόμενα όλοι οι νέοι και οι νέες. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε το άτομο να διαθέτει, ούτως ή άλλως, ιδιότητες μέντιουμ. Οι ιδιότητες αυτές εκδηλώνονταν υπό την επίδραση σφοδρών ψυχικών κλονισμών, συνήθως κατά τη διάρκεια της ήβης και πολλάκις συσχετίζονταν με την καταπνιγόμενη εντός του ανθρώπου γενετήσια ορμή, συνεπεία κοινωνικών λόγων.
Όπως επανέλαβε πολλές φορές ο Άγγελος Τανάγρας στην οικογένεια Κουβουτσάκη, “τα φαινόμενα αυτά συνήθως παύουν, μόλις ο οργανισμός εξομαλύνεται ορμονικά”. Αφού καθησύχασε τους αναστατωμένους ανθρώπους, συνέστησε να σταλεί η μικρή Άννα σε κάποιο συγγενικό τους σπίτι για λίγο καιρό, καθώς η αλλαγή εικόνων και ατμόσφαιρας θα την ευνοούσε.
Τέλος, παρηγόρησε τη νεαρή κοπέλα, λέγοντάς της πως ήταν πολύ προτιμότερο που διέθετε ιδιότητες μέντιουμ και μπορούσε να προξενεί τηλεκινητικά φαινόμενα, ειδάλλως ήταν εξαιρετικά πιθανό να υπέφερε από κάποια ψυχική νόσο, που θα την κατάβαλε ψυχικά και σωματικά.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 10/02/1937…
Ο Πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελος Τανάγρας, επισκέφτηκε επιτέλους τους φτωχούς ανθρώπους, προκειμένου να τους ανακουφίσει από την παρατεταμένη αγωνία που βίωναν.
Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, κύριος Στούρνας, συνόδευσε τον Άγγελο Τανάγρα στο πολύπαθο σπιτάκι της Δραπετσώνας, το οποίο οι περίοικοι του θεωρούσαν κατοικία στοιχειών, φαντασμάτων και άλλων υπερφυσικών και κατασκότεινων δυνάμεων.
Το σπιτάκι αυτό ανήκε σ’ έναν μεροκαματιάρη άνθρωπο, έναν εργάτη, πρώην ψαρά, τον κύριο Κουβουτσάκη, που ζούσε ήσυχα, έως και λίγες ημέρες νωρίτερα, με την οικογένειά του, χωρίς να φαντάζεται ούτε ο ίδιος ότι ήταν ποτέ δυνατόν τέτοια παράξενα πράγματα να εκδηλωθούν στο απλό και ταπεινό του σπίτι.
Τον Άγγελο Τανάγρα συνόδευσε επίσης και εκ μέρους του Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Δραπετσώνας, ο Αστυνόμος Σαρρηγιάννης, ώστε να παράσχει τις υπηρεσίες του.
Το σπίτι, όπου σημειώθηκαν τα άκρως τρομακτικά φαινόμενα, ήταν ένα μικρό ισόγειο, επάνω ακριβώς στον παραλιακό καρόδρομο, που οδηγούσε από τον λιμενίσκο της Δραπετσώνας προς το Πέραμα. Ανέβαινε κανείς στην αυλή του από λίγα σκαλοπάτια, που βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου και στεκόταν ανάμεσα σε άλλα ισόγεια σπιτάκια, τίμια, πλινθόκτιστα, ασβεστωμένα, όπως τόσα άλλα παρόμοια, που γέμιζαν τις φτωχογειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας.
Κατά την ώρα της επίσκεψης του Προέδρου της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, στο σπίτι βρίσκονταν όλα τα μέλη της οικογένειας Κουβουτσάκη. Η 18χρονη Άννα, ένα συμπαθητικό κοριτσάκι, που δε χωρούσε το μυαλουδάκι της πώς συνέβαιναν όλα αυτά τα αλλόκοτα, που όλοι τα απέδιδαν στις εμφανίσεις φαντασμάτων και στοιχειών, παρουσίαζε μια εικόνα θλίψης και ανησυχίας, που αποτυπώνονταν έντονα στα μεγάλα, μελαγχολικά της μάτια.
Ο πατέρας της, ο Παναγιώτης Κουβουτσάκης, σαν πρώην ψαράς και άνθρωπος λαϊκός, που είχε δει πολλά στη ζωή του, έμοιαζε στωικός. Υποδέχτηκε τον Άγγελο Τανάγρα με έκδηλη ικανοποίηση και του εξομολογήθηκε πως σκόπευε να αποταθεί στην Εταιρία Ψυχικών Ερευνών, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθειά της. Η μητέρα του κοριτσιού, η κυρία Ελένη, ανήσυχη κι αυτή για τα παράδοξα περιστατικά, που διαδραματίζονταν στο σπιτικό της, ανέλαβε να διηγηθεί η ίδια λεπτομερώς τα διατρέξαντα:
“Εδώ κι ένα χρόνο, έλεγε η μητέρα, ύστερα από σχετικές ερωτήσεις του Άγγελου Τανάγρα, ακούγαμε κάθε τόσο μικρούς κρότους στα κεραμίδια, στους τοίχους και στα τζάμια του σπιτιού. Δεν μπορούσαμε να τους εξηγήσουμε και φοβόμασταν να πούμε τίποτε γι’ αυτά στις γειτόνισσες. Φανταστήκαμε μήπως τα προξενούσαν κάποιοι ξένοι, για να μας τρομάξουν. Κι όταν πια, αντί να πάψουν οι θόρυβοι, έγιναν πιο δυνατοί κι άρχισαν να γίνονται φοβερά πράγματα μες στο σπίτι, φανερώθηκε πλέον το πράγμα μοναχό του”.
Η μητέρα της Άννας αφηγήθηκε κατόπιν ότι τα τελευταία και πιο περίεργα γεγονότα ξεκίνησαν να εκδηλώνονται δύο εβδομάδες νωρίτερα. Η Άννα είχε βγει για περίπατο με τους γονείς της. Μόλις γύρισε το βράδυ στο σπίτι, άρχισαν να τρίζουν τα τζάμια μυστηριωδώς, σαν να γινόταν δυνατός σεισμός και πριν περάσουν πολλά λεπτά της ώρας, διάφορα αντικείμενα του σπιτιού ξεκίνησαν να αλλάζουν θέσεις, να πετάγονται από το ένα σημείο στο άλλο, σαν να τα εκσφενδόνιζαν απόκοσμες δυνάμεις, σατανικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η οικογένεια έτρεχε αμέσως στην αυλή.
Όταν η Άννα βρισκόταν έξω από το σπίτι, τα συγκλονιστικά φαινόμενα σταματούσαν. Μα, όταν επέστρεφε στο εσωτερικό του, συνέβαινε το απόλυτο πανδαιμόνιο. Τα κεραμίδια ξεκολλούσαν απ’ τη στέγη, πέτρες μικρές και μεγάλες κατέληγαν με ασύλληπτη φόρα στην αυλή, ένας λυσσαλέος σαματάς κάλυπτε τα πάντα με το βουητό του, ενώ αντικείμενα σύρονταν και τσακίζονταν στους τοίχους. Τα αναμμένα κάρβουνα του μαγκαλιού τινάζονταν μέχρι την οροφή, ενώ τα καυσόξυλα αιωρούνταν αρκετά πάνω από το πάτωμα.
Η κυρία Ελένη θυμήθηκε μια περίσταση όπου όλα τα κεραμίδια της στέγης σείονταν συθέμελα, δημιουργώντας έναν ορυμαγδό και χτυπούσαν με ορμή πάνω στα τζάμια, τα οποία, παραδόξως, δεν έσπασαν, όπως ήταν αναμενόμενο.
Μια φορά, επίσης, μια κοτρόνα, από εκείνες που κατέληγαν από το πουθενά στη φτωχική αυλή της οικογένειας Κουβουτσάκη, χτύπησε στο κεφάλι τη γειτόνισσά τους, Μαρία Κοντοζά. Κι όμως, η γυναίκα δεν έπαθε τίποτε, παρά μονάχα πονούσε ελαφρά το κεφάλι της, αν και το μέγεθος της πέτρας θα μπορούσε να την είχε κυριολεκτικά σκοτώσει. Όση ώρα η κυρία Ελένη εξιστορούσε την τρομακτική κατάσταση που ζούσαν, η κόρη της, η μικρή Άννα, έγνεφε συγκαταβατικά, εξαιρετικά συγκινημένη και ολοφάνερα φοβισμένη.
Κατά τον Άγγελο Τανάγρα, η μέχρι τότε επιστημονική έρευνα επί των τηλεκινητικών φαινομένων είχε αποδείξει ότι όλα τούτα είχαν άμεση σχέση με τη γενική μεταβολή, που υφίστατο ο οργανισμός του παιδιού, όταν εισερχόταν και όταν ακόμη διένυε την εφηβική ηλικία.
Ο Πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών διατεινόταν ότι δεν παράγουν τηλεκινητικά φαινόμενα όλοι οι νέοι και οι νέες. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε το άτομο να διαθέτει, ούτως ή άλλως, ιδιότητες μέντιουμ. Οι ιδιότητες αυτές εκδηλώνονταν υπό την επίδραση σφοδρών ψυχικών κλονισμών, συνήθως κατά τη διάρκεια της ήβης και πολλάκις συσχετίζονταν με την καταπνιγόμενη εντός του ανθρώπου γενετήσια ορμή, συνεπεία κοινωνικών λόγων.
Όπως επανέλαβε πολλές φορές ο Άγγελος Τανάγρας στην οικογένεια Κουβουτσάκη, “τα φαινόμενα αυτά συνήθως παύουν, μόλις ο οργανισμός εξομαλύνεται ορμονικά”. Αφού καθησύχασε τους αναστατωμένους ανθρώπους, συνέστησε να σταλεί η μικρή Άννα σε κάποιο συγγενικό τους σπίτι για λίγο καιρό, καθώς η αλλαγή εικόνων και ατμόσφαιρας θα την ευνοούσε.
Τέλος, παρηγόρησε τη νεαρή κοπέλα, λέγοντάς της πως ήταν πολύ προτιμότερο που διέθετε ιδιότητες μέντιουμ και μπορούσε να προξενεί τηλεκινητικά φαινόμενα, ειδάλλως ήταν εξαιρετικά πιθανό να υπέφερε από κάποια ψυχική νόσο, που θα την κατάβαλε ψυχικά και σωματικά.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 10/02/1937…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου