Η αποστολή του Ναυάρχου Μπερντ, με τους 4.000 άνδρες και τα 13 πλοία,
είχε ήδη επιστρέψει, τον Απρίλιο του 1947, από μία σύντομη χειμερινή
εξόρμηση στην Ανταρκτική, η οποία είναι η μεγαλύτερη άγνωστη περιοχή του
κόσμου.
Τα πρώτα πλοία της αποστολής είχαν αποπλεύσει στις 8 Δεκεμβρίου του 1946. Στις 15 Ιανουαρίου, η αποστολή εγκατέστησε τη βάση της στην περιοχή “Μικρά Αμερική” και την Κυριακή, 25 Φεβρουαρίου του 1947, πέντε εβδομάδες αργότερα, το παγοθραυστικό “Νήσος Μπάρτον” διέσχισε το τελευταίο εμπόδιο πάγου στον Όρμο των Φαλαινών, μεταφέροντας τους τελευταίους 147 άνδρες της αποστολής, επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
“Φαίνεται να φεύγουμε εγκαίρως”, είπε ο Ναύαρχος Μπερντ, αρχηγός της αποστολής, όταν επικεφαλής της τελευταίας αυτής ομάδας έβλεπε το παγοθραυστικό να ανοίγεται στην ανοιχτή θάλασσα, ενώ πίσω του ο πολικός χειμώνας άρχιζε να καλύπτει την Ανταρκτική.
Τι έκανε και τι ανακάλυψε η αποστολή Μπερντ κατά τις έξι εβδομάδες της παραμονής της στην Ανταρκτική; Πολλά από τα αποτελέσματα θα γίνονταν γνωστά αργότερα, όταν οι επιστήμονες θα εξέταζαν στα εργαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών τις παρατηρήσεις, τα στοιχεία και τα δείγματα που είχε φέρει μαζί της η αποστολή. Μερικά, όμως, από τα αποτελέσματα ήταν ήδη γνωστά.
Καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής της αποστολής στην Ανταρκτική, αεροπλάνα εφοδιασμένα με τελευταίου τύπου φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές, επεχείρησαν τη χαρτογράφηση της Ανταρκτικής.
Τα αεροπλάνα αυτά πέταξαν πάνω από μία έκταση 320.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία ήταν μέχρι τότε τελείως άγνωστη. Έγιναν αρκετές ανακαλύψεις, που είχαν ως συνέπεια να αχρηστεύσουν όλους τους μέχρι τότε υπάρχοντες χάρτες της Ανταρκτικής.
Ανακαλύψεις σημαντικές, σαν αυτή που ανήγγειλε ο ίδιος ο Ναύαρχος Μπερντ:
“Η περιοχή που σημειώνεται στους υπάρχοντες χάρτες ως οροσειρά Βάλτερ Κόλερ, είναι όρμος στη Θάλασσα Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Η κρημνώρεια πάγου του Γκετζ δεν υφίσταται και το ύψους 4.800 μέτρων όρος Ρουθ Σιπλ βρίσκεται 100 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της τοποθεσίας, όπου μέχρι τότε θεωρούνταν ότι βρισκόταν”.
Ωστόσο, οι ανακαλύψεις της αποστολής δεν ήταν όλες αρνητικές. Έτσι, για παράδειγμα, ανακαλύφθηκε ένα υψίπεδο 3.000 μέτρων στο εσωτερικό της ακτής Αντέλι, επί της δυτικής πλευράς της Ανταρκτικής Ηπείρου. Ο Ναύαρχος Μπερντ πίστευε ότι το υψίπεδο αυτό ήταν η άκρη ενός άλλου μεγάλου εσωτερικού υψίπεδου, του υψηλότερου του κόσμου.
Η αποστολή ανακάλυψε, επίσης, έναν όρμο εκτάσεως 55.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, εκεί όπου θεωρούνταν ότι βρισκόταν η οροσειρά Βάλτερ Κόλερ. Έτσι εντόπισε τρεις όρμους στη Γη του Ουίλκες, επί της δυτικής πλευράς της Ηπείρου, είκοσι νησιά και τρεις χερσονήσους σε διάφορα σημεία της Ανταρκτικής. Επιπλέον, οκτώ οροσειρές ύψους από 500 έως 4.500 μέτρων, τρία ορεινά συγκροτήματα και πολλά μεμονωμένα όρη. Το αεροπλάνο είχε αντικαταστήσει τα πρωτόγονα μέσα και οι ανακαλύψεις ήταν πλέον ευκολότερες.
Η αποστολή έφερνε ακόμα μαζί της έγχρωμες φωτογραφίες και πλήρεις περιγραφές των περίφημων “εσωτερικών θαλασσών”, οι οποίες βρίσκονταν σαν λίμνες στη μέση του πάγου, όπου πενήντα φαιές κωνικές κορυφές έμοιαζαν με μικρά ηφαίστεια, όπου εξείχαν απότομα από μία ολόκληρη σειρά πράσινων λιμνών, σε έκταση 70 χιλιομέτρων, σαν μία παραλλαγή των οάσεων της ερήμου. Το θέαμα αυτό διάνοιγε τη δυνατότητα ότι η περιοχή αυτή των λιμνών στην Ανταρκτική ήταν κατοικίσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Δεν αποκλειόταν ότι παρόμοιες περιοχές να υπήρχαν και αλλού στην απέραντη και ενεξερεύνητη ακόμη έκταση της Ανταρκτικής.
Ένας όμως από τους Γεωλόγους που συνόδευαν την αποστολή, θεωρούσε ότι η “όαση” αυτή μπορούσε να μη σήμαινε και πολλά. Ο ίδιος είχε διαπιστώσει ότι οι λίμνες αυτές απείχαν μόνο 8 χιλιόμετρα από την υποτιθέμενη ακτή στην περιοχή αυτή, μολονότι η παγοσκεπής ακτή απείχε πολύ περισσότερο. Επιπρόσθετα, θεωρούσε ότι οι λίμνες μπορούσαν να είναι το στόμιο μίας ρηχής κοιλάδας, από την οποία είχαν υποχωρήσει οι πάγοι.
Ανέφερε επίσης ότι το φαινόμενο στα δυτικά της Θάλασσας του Ρος, όπου μία κοιλάδα ήταν ελεύθερη από πάγους σε διάστημα 30 χιλιομέτρων από του στομίου της και περιείχε αρκετές λίμνες, εκ των οποίων η μία είχε μήκος 5 χιλιομέτρων. Εκείνο που διαπιστώθηκε ήταν ότι στις λίμνες αυτές υπήρχε ένα είδος ζωής από πρωτόγονα φύκια, μικροσκοπικά φυτά και τα φυτά αυτά πιστευόταν ότι προσέδιδαν στις λίμνες τον χρωματισμό τους.
Αεροπλάνα της αποστολής, έπειτα από πτήση μίας ώρας, ανακάλυψαν μία οροσειρά ύψους 4.500 μέτρων, η οποία ήταν προφανώς επέκταση της οροσειράς της Βασίλισσας Μωδ, στρεφομένης προς την κατεύθυνση της Θάλασσας του Ουέντελ.
Η ανακάλυψη της οροσειράς αυτής επενέφερε επί τάπητος μία παλιά συζήτηση περί της ύπαρξης και έβδομης ηπείρου, δηλαδή εάν η Ανταρκτική αποτελούνταν από δύο τεράστια νησιά χωριζόμενα διά πορθμού μεταξύ των θαλασσών του Ρος και του Ουέντελ. Επειδή, όμως, ο πορθμός αυτός, εάν πράγματι υπήρχε, θα καλυπτόταν από στρώμα πάγου άνω των 1000 μέτρων, θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής η ανακάλυψη και η επισήμανσή του.
Δεν ήταν όμως και αδύνατο. Η νέα οροσειρά, με το ερυθρό χρώμα, άφηνε να υποτεθεί ότι είχε μάλλον ηφαιστειογενή καταγωγή και δεν ήταν αλλεπάλληλες πτυχές βραχωδών στρωμάτων, που είχαν συσσωρευθεί από υπόγεια δραστηριότητα. Το μόνο γνωστό εν ενεργεία ηφαίστειο στην Ανταρκτική ήταν το Όρος Έρεβος, στην περιοχή Μακ Μούρντο, επί της δυτικής ακτής της Θάλασσας του Ρος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 25/04/1947…
Τα πρώτα πλοία της αποστολής είχαν αποπλεύσει στις 8 Δεκεμβρίου του 1946. Στις 15 Ιανουαρίου, η αποστολή εγκατέστησε τη βάση της στην περιοχή “Μικρά Αμερική” και την Κυριακή, 25 Φεβρουαρίου του 1947, πέντε εβδομάδες αργότερα, το παγοθραυστικό “Νήσος Μπάρτον” διέσχισε το τελευταίο εμπόδιο πάγου στον Όρμο των Φαλαινών, μεταφέροντας τους τελευταίους 147 άνδρες της αποστολής, επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
“Φαίνεται να φεύγουμε εγκαίρως”, είπε ο Ναύαρχος Μπερντ, αρχηγός της αποστολής, όταν επικεφαλής της τελευταίας αυτής ομάδας έβλεπε το παγοθραυστικό να ανοίγεται στην ανοιχτή θάλασσα, ενώ πίσω του ο πολικός χειμώνας άρχιζε να καλύπτει την Ανταρκτική.
Τι έκανε και τι ανακάλυψε η αποστολή Μπερντ κατά τις έξι εβδομάδες της παραμονής της στην Ανταρκτική; Πολλά από τα αποτελέσματα θα γίνονταν γνωστά αργότερα, όταν οι επιστήμονες θα εξέταζαν στα εργαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών τις παρατηρήσεις, τα στοιχεία και τα δείγματα που είχε φέρει μαζί της η αποστολή. Μερικά, όμως, από τα αποτελέσματα ήταν ήδη γνωστά.
Καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής της αποστολής στην Ανταρκτική, αεροπλάνα εφοδιασμένα με τελευταίου τύπου φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές, επεχείρησαν τη χαρτογράφηση της Ανταρκτικής.
Τα αεροπλάνα αυτά πέταξαν πάνω από μία έκταση 320.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία ήταν μέχρι τότε τελείως άγνωστη. Έγιναν αρκετές ανακαλύψεις, που είχαν ως συνέπεια να αχρηστεύσουν όλους τους μέχρι τότε υπάρχοντες χάρτες της Ανταρκτικής.
Ανακαλύψεις σημαντικές, σαν αυτή που ανήγγειλε ο ίδιος ο Ναύαρχος Μπερντ:
“Η περιοχή που σημειώνεται στους υπάρχοντες χάρτες ως οροσειρά Βάλτερ Κόλερ, είναι όρμος στη Θάλασσα Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Η κρημνώρεια πάγου του Γκετζ δεν υφίσταται και το ύψους 4.800 μέτρων όρος Ρουθ Σιπλ βρίσκεται 100 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της τοποθεσίας, όπου μέχρι τότε θεωρούνταν ότι βρισκόταν”.
Ωστόσο, οι ανακαλύψεις της αποστολής δεν ήταν όλες αρνητικές. Έτσι, για παράδειγμα, ανακαλύφθηκε ένα υψίπεδο 3.000 μέτρων στο εσωτερικό της ακτής Αντέλι, επί της δυτικής πλευράς της Ανταρκτικής Ηπείρου. Ο Ναύαρχος Μπερντ πίστευε ότι το υψίπεδο αυτό ήταν η άκρη ενός άλλου μεγάλου εσωτερικού υψίπεδου, του υψηλότερου του κόσμου.
Η αποστολή ανακάλυψε, επίσης, έναν όρμο εκτάσεως 55.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, εκεί όπου θεωρούνταν ότι βρισκόταν η οροσειρά Βάλτερ Κόλερ. Έτσι εντόπισε τρεις όρμους στη Γη του Ουίλκες, επί της δυτικής πλευράς της Ηπείρου, είκοσι νησιά και τρεις χερσονήσους σε διάφορα σημεία της Ανταρκτικής. Επιπλέον, οκτώ οροσειρές ύψους από 500 έως 4.500 μέτρων, τρία ορεινά συγκροτήματα και πολλά μεμονωμένα όρη. Το αεροπλάνο είχε αντικαταστήσει τα πρωτόγονα μέσα και οι ανακαλύψεις ήταν πλέον ευκολότερες.
Η αποστολή έφερνε ακόμα μαζί της έγχρωμες φωτογραφίες και πλήρεις περιγραφές των περίφημων “εσωτερικών θαλασσών”, οι οποίες βρίσκονταν σαν λίμνες στη μέση του πάγου, όπου πενήντα φαιές κωνικές κορυφές έμοιαζαν με μικρά ηφαίστεια, όπου εξείχαν απότομα από μία ολόκληρη σειρά πράσινων λιμνών, σε έκταση 70 χιλιομέτρων, σαν μία παραλλαγή των οάσεων της ερήμου. Το θέαμα αυτό διάνοιγε τη δυνατότητα ότι η περιοχή αυτή των λιμνών στην Ανταρκτική ήταν κατοικίσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Δεν αποκλειόταν ότι παρόμοιες περιοχές να υπήρχαν και αλλού στην απέραντη και ενεξερεύνητη ακόμη έκταση της Ανταρκτικής.
Ένας όμως από τους Γεωλόγους που συνόδευαν την αποστολή, θεωρούσε ότι η “όαση” αυτή μπορούσε να μη σήμαινε και πολλά. Ο ίδιος είχε διαπιστώσει ότι οι λίμνες αυτές απείχαν μόνο 8 χιλιόμετρα από την υποτιθέμενη ακτή στην περιοχή αυτή, μολονότι η παγοσκεπής ακτή απείχε πολύ περισσότερο. Επιπρόσθετα, θεωρούσε ότι οι λίμνες μπορούσαν να είναι το στόμιο μίας ρηχής κοιλάδας, από την οποία είχαν υποχωρήσει οι πάγοι.
Ανέφερε επίσης ότι το φαινόμενο στα δυτικά της Θάλασσας του Ρος, όπου μία κοιλάδα ήταν ελεύθερη από πάγους σε διάστημα 30 χιλιομέτρων από του στομίου της και περιείχε αρκετές λίμνες, εκ των οποίων η μία είχε μήκος 5 χιλιομέτρων. Εκείνο που διαπιστώθηκε ήταν ότι στις λίμνες αυτές υπήρχε ένα είδος ζωής από πρωτόγονα φύκια, μικροσκοπικά φυτά και τα φυτά αυτά πιστευόταν ότι προσέδιδαν στις λίμνες τον χρωματισμό τους.
Αεροπλάνα της αποστολής, έπειτα από πτήση μίας ώρας, ανακάλυψαν μία οροσειρά ύψους 4.500 μέτρων, η οποία ήταν προφανώς επέκταση της οροσειράς της Βασίλισσας Μωδ, στρεφομένης προς την κατεύθυνση της Θάλασσας του Ουέντελ.
Η ανακάλυψη της οροσειράς αυτής επενέφερε επί τάπητος μία παλιά συζήτηση περί της ύπαρξης και έβδομης ηπείρου, δηλαδή εάν η Ανταρκτική αποτελούνταν από δύο τεράστια νησιά χωριζόμενα διά πορθμού μεταξύ των θαλασσών του Ρος και του Ουέντελ. Επειδή, όμως, ο πορθμός αυτός, εάν πράγματι υπήρχε, θα καλυπτόταν από στρώμα πάγου άνω των 1000 μέτρων, θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής η ανακάλυψη και η επισήμανσή του.
Δεν ήταν όμως και αδύνατο. Η νέα οροσειρά, με το ερυθρό χρώμα, άφηνε να υποτεθεί ότι είχε μάλλον ηφαιστειογενή καταγωγή και δεν ήταν αλλεπάλληλες πτυχές βραχωδών στρωμάτων, που είχαν συσσωρευθεί από υπόγεια δραστηριότητα. Το μόνο γνωστό εν ενεργεία ηφαίστειο στην Ανταρκτική ήταν το Όρος Έρεβος, στην περιοχή Μακ Μούρντο, επί της δυτικής ακτής της Θάλασσας του Ρος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 25/04/1947…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου