Στον δρόμο Φλωρίνης – Κορυτσάς, βρισκόταν πριν πολλά χρόνια ένα χάνι.
Κάποιο βράδυ, μερικοί ληστές έσφαξαν τον ιδιοκτήτη κι όλους τους
ξένους, με σκοπό να τους αρπάξουν τα υπάρχοντά τους.
Από τότε, το μέρος εκείνο απέκτησε όνομα κακό και δεν το ζύγωνε κανένας οδοιπόρος. Έτσι, το κτίριο εγκαταλείφθηκε και χορτάριασε. Δέντρα και αγριοσυκιές θέριεψαν στους τοίχους και στις αυλές του.
Νυχτοδιαβάτες και στρατοκόποι, που τύχαινε να περάσουν από κει, έβλεπαν φαντάσματα να βγαίνουν τα μεσάνυχτα και να περιφέρονται δεσποτικά στον χώρο. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, ο τόπος ερήμωνε από περαστικούς. Αλλά και την ημέρα, όποιος θαρραλέος διάβαινε την κακόφημη στράτα, σταυροκοπιόταν, σιγομουρμούριζε προσευχές κι έτρεχε να γλιτώσει.
Ένα βράδυ, νυχτώθηκαν στο καταραμένο μέρος κάποιοι μπαλωματήδες Ηπειρώτες, που πήγαιναν να κάνουν Χριστούγεννα στην πατρίδα τους. Ήταν από εκείνους τους πλανόδιους, που γύριζαν στα χωριά και ψευτομπαλώνανε τσαρούχια.
Η νύχτα ήταν άγρια και παγωμένη. Οι μπαλωματήδες αντίκρισαν το ξεχαρβαλωμένο σπίτι και καταφύγανε σ’ αυτό, για να ξημερωθούνε κάπου απάνεμα και ζεστά, αγνοώντας τη διαβολική του ιστορία. Επειδή το επάνω πάτωμα ήταν σε κακά χάλια και επειδή στο ταβάνι έχασκαν μεγάλες τρύπες, που κατέβαζαν του βοριά την παγωνιά, οι μπαλωματήδες προτίμησαν να διανυκτερεύσουν στο κατώγι.
Άναψαν, λοιπόν, φωτιά και ετοιμάζονταν να φάνε το λιγοστό φαΐ, όταν άκουσαν άξαφνα πηδήματα στο πάνω δώμα και μια φωνή να τους καλεί. Ανέβηκαν με επιφύλαξη, αλλά δε συνάντησαν κανέναν. Μόλις κατέβηκαν στο κατώγι, πάλι ακούστηκαν τα βήματα και η ίδια φωνή, που τους καλούσε.
“Όποιος κι αν είσαι, κατέβα κάτω”, είπαν οι Ηπειρώτες μπαλωματήδες, που θαρρούσαν πως δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν.
Ξάφνου, φάνηκε εμπρός τους μια μαύρη, μακριά σκιά, να στέκεται απόκοσμα στην κουπαστή της ρημαγμένης σκάλας και να τους καλεί με στριγκιά φωνή, που έμοιαζε βγαλμένη απ’ τον τάφο. Οι αγνοί κι ανίδεοι μπαλωματήδες, βαστώντας δάδες αναμμένες από τη φωτιά, υποτάχθηκαν στο κάλεσμα σαν μαγεμένοι.
Τότε, το μαύρο φάντασμα τους οδήγησε σ’ ένα κτίριο διπλανό, όπου στέκονταν κάποτε οι στάβλοι του ερειπωμένου πανδοχείου κι εκεί, τους έδειξε μια γωνιά. Μα, εκείνοι δεν καταλάβαιναν. Έτσι, το μαύρο φάντασμα γκρέμισε το φάτνωμα και σήκωσε απ’ το πάτωμα μια ξύλινη πόρτα, μεγάλη και βαριά. Οι μπαλωματήδες έσκυψαν για να δουν και αυτό που είδαν, δε μπορούσαν να το πιστέψουν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες! Ένας ολόκληρος θησαυρός ήταν καταχωνιασμένος εκεί μέσα! Ένας ολόκληρος θησαυρός, που τους περίμενε!
Όταν σήκωσαν το κεφάλι τους, το μαύρο φάντασμα είχε χαθεί, αλλά είχε προλάβει να εμφιλοχωρήσει τη γενναιοδωρία του. Οι ευγνώμονες μπαλωματήδες πήραν τα χρήματα του θησαυρού και αποφάσισαν να αγοράσουν τα χαλάσματα του πανδοχείου.
Όταν άρχισαν το σκάψιμο, για να το επισκευάσουν και για να αδειάσουν τους στάβλους απ’ τα χώματα, βρήκανε τα πτώματα δυο πνιγμένων, που είχαν ακόμα στο λαιμό τους τις θηλιές απ’ τα χοντρά σκοινιά.
Οι καλόψυχοι Ηπειρώτες μπαλωματήδες τους έθαψαν ευλαβικά και από τότε, τίποτε δεν ξαναστοίχειωσε τη γη τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 13/10/1927…
Από τότε, το μέρος εκείνο απέκτησε όνομα κακό και δεν το ζύγωνε κανένας οδοιπόρος. Έτσι, το κτίριο εγκαταλείφθηκε και χορτάριασε. Δέντρα και αγριοσυκιές θέριεψαν στους τοίχους και στις αυλές του.
Νυχτοδιαβάτες και στρατοκόποι, που τύχαινε να περάσουν από κει, έβλεπαν φαντάσματα να βγαίνουν τα μεσάνυχτα και να περιφέρονται δεσποτικά στον χώρο. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, ο τόπος ερήμωνε από περαστικούς. Αλλά και την ημέρα, όποιος θαρραλέος διάβαινε την κακόφημη στράτα, σταυροκοπιόταν, σιγομουρμούριζε προσευχές κι έτρεχε να γλιτώσει.
Ένα βράδυ, νυχτώθηκαν στο καταραμένο μέρος κάποιοι μπαλωματήδες Ηπειρώτες, που πήγαιναν να κάνουν Χριστούγεννα στην πατρίδα τους. Ήταν από εκείνους τους πλανόδιους, που γύριζαν στα χωριά και ψευτομπαλώνανε τσαρούχια.
Η νύχτα ήταν άγρια και παγωμένη. Οι μπαλωματήδες αντίκρισαν το ξεχαρβαλωμένο σπίτι και καταφύγανε σ’ αυτό, για να ξημερωθούνε κάπου απάνεμα και ζεστά, αγνοώντας τη διαβολική του ιστορία. Επειδή το επάνω πάτωμα ήταν σε κακά χάλια και επειδή στο ταβάνι έχασκαν μεγάλες τρύπες, που κατέβαζαν του βοριά την παγωνιά, οι μπαλωματήδες προτίμησαν να διανυκτερεύσουν στο κατώγι.
Άναψαν, λοιπόν, φωτιά και ετοιμάζονταν να φάνε το λιγοστό φαΐ, όταν άκουσαν άξαφνα πηδήματα στο πάνω δώμα και μια φωνή να τους καλεί. Ανέβηκαν με επιφύλαξη, αλλά δε συνάντησαν κανέναν. Μόλις κατέβηκαν στο κατώγι, πάλι ακούστηκαν τα βήματα και η ίδια φωνή, που τους καλούσε.
“Όποιος κι αν είσαι, κατέβα κάτω”, είπαν οι Ηπειρώτες μπαλωματήδες, που θαρρούσαν πως δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν.
Ξάφνου, φάνηκε εμπρός τους μια μαύρη, μακριά σκιά, να στέκεται απόκοσμα στην κουπαστή της ρημαγμένης σκάλας και να τους καλεί με στριγκιά φωνή, που έμοιαζε βγαλμένη απ’ τον τάφο. Οι αγνοί κι ανίδεοι μπαλωματήδες, βαστώντας δάδες αναμμένες από τη φωτιά, υποτάχθηκαν στο κάλεσμα σαν μαγεμένοι.
Τότε, το μαύρο φάντασμα τους οδήγησε σ’ ένα κτίριο διπλανό, όπου στέκονταν κάποτε οι στάβλοι του ερειπωμένου πανδοχείου κι εκεί, τους έδειξε μια γωνιά. Μα, εκείνοι δεν καταλάβαιναν. Έτσι, το μαύρο φάντασμα γκρέμισε το φάτνωμα και σήκωσε απ’ το πάτωμα μια ξύλινη πόρτα, μεγάλη και βαριά. Οι μπαλωματήδες έσκυψαν για να δουν και αυτό που είδαν, δε μπορούσαν να το πιστέψουν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες! Ένας ολόκληρος θησαυρός ήταν καταχωνιασμένος εκεί μέσα! Ένας ολόκληρος θησαυρός, που τους περίμενε!
Όταν σήκωσαν το κεφάλι τους, το μαύρο φάντασμα είχε χαθεί, αλλά είχε προλάβει να εμφιλοχωρήσει τη γενναιοδωρία του. Οι ευγνώμονες μπαλωματήδες πήραν τα χρήματα του θησαυρού και αποφάσισαν να αγοράσουν τα χαλάσματα του πανδοχείου.
Όταν άρχισαν το σκάψιμο, για να το επισκευάσουν και για να αδειάσουν τους στάβλους απ’ τα χώματα, βρήκανε τα πτώματα δυο πνιγμένων, που είχαν ακόμα στο λαιμό τους τις θηλιές απ’ τα χοντρά σκοινιά.
Οι καλόψυχοι Ηπειρώτες μπαλωματήδες τους έθαψαν ευλαβικά και από τότε, τίποτε δεν ξαναστοίχειωσε τη γη τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 13/10/1927…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου