Το 1949, στην Αράχωβα ζούσε η ηλικιωμένη Αγγελική Λαζαρή, η οποία δεν
είχε παντρευτεί ποτέ. Είχε κάποτε ένα ατυχές ειδύλλιο που δεν
τελεσφόρησε, καθώς ο νέος που αγαπούσε, αναγκάστηκε να ξενιτευτεί.
Ο καιρός περνούσε και η Αγγελική μάταια τον περίμενε να ξαναγυρίσει. Πολλά παλικάρια του τόπου της την είχαν ζητήσει σε γάμο, γιατί η κοπέλα, πέρα από τα φυσικά χαρίσματά της, διέθετε και προίκα ελαιώνες και αμπέλια. Μα η Αγγελική δε λησμονούσε τον αγαπημένο της και δε μπορούσε να αρνηθεί την υπόσχεση που του είχε δώσει πως θα τον περιμένει να επιστρέψει.
Τα χρόνια περνούσαν κι η κοπέλα απόμεινε γεροντοκόρη. Ήρθε η στιγμή που πήρε μια μεγάλη απόφαση, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά από υπερβολικό ζήλο άλλαξε και τρόπο ζωής. Στερούσε από τον εαυτό της ακόμα και τα απαραίτητα. Ούτε σαπούνι για να πλένει τα χέρια της δεν αγόραζε, παρόλο που ήταν αρκετά ευκατάστατη.
Οι γείτονες απορούσαν πώς ανάγκαζε τον εαυτό της να ζει στη μιζέρια και την εξαθλίωση, αλλά η Αγγελική τους απαντούσε: “Με βλέπετε εμένα που σας μιλάω; Όταν πεθάνω, θα δείτε ότι το όνομά μου θα γραφτεί με χρυσά γράμματα”.
Όταν τελικώς απεβίωσε, οι συγγενείς της έσπευσαν στο σπίτι της αρπάζοντας ό,τι έβρισκε ο καθένας μπροστά του, μιας και η Αγγελική φύλασσε την προίκα της απείραχτη μέσα στα μπαούλα. Πράγματι, θα ρήμαζαν όλο της το νοικοκυριό, εάν δεν επενέβαινε ο Ειρηνοδίκης και η Αστυνομία να εμποδίσουν τη λεηλασία, καθώς η εν λόγω γυναίκα είχε αφήσει διαθήκη, σύμφωνα με την οποία, όλη της η περιουσία κινητή και ακίνητη θα δίνονταν στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, με τη σύσταση το διώροφο σπίτι της με τα δώδεκα δωμάτια να γίνει νοσοκομείο και να διατεθούν σ’ αυτό τα εισοδήματα από τα κτήματά της.
Με τον καιρό, το σπίτι της Αγγελικής έγινε ιατρείο υπό την επίβλεψη του Ε.Ε.Σ. Όμως, όλες οι νοσοκόμες που είχαν αποσταλεί εκεί, μετά από σύντομη θητεία, ζητούσαν να φύγουν, χωρίς βέβαια να αποκαλύψουν τον λόγο.
Εντέλει, τον Φεβρουάριο του 1953, ο Ε.Ε.Σ. έστειλε την Μερόπη Λόντου, κόρη του Αντιπροέδρου των “Φίλων της Μεταψυχικής”, επειδή υπήρξε εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό. Μόλις παρέλαβε το Ιατρείο από την προκάτοχό της, εκείνη αμέσως έσπευσε να την προειδοποιήσει πως το κτίριο ήταν στοιχειωμένο.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες που εγκαταστάθηκε εκεί η Μερόπη, η οποία παρεμπιπτόντως ήταν διάμεσος (μέντιουμ), άκουγε ανεξήγητους κρότους και τριξίματα, αλλά δεν έδινε μεγάλη σημασία, επειδή ήταν εξοικειωμένη με το υπερφυσικό.
Μετά από λίγο καιρό, η Λίκα, αδερφή της Μερόπης, μετέβη στην Αράχοβα, για να την επισκεφτεί.
Η Λίκα ήταν ισχυρό διάμεσο “διορατικό” και “διακουστικό”, δηλαδή είχε την ικανότητα να ακούει και να βλέπει τα πνεύματα. Ήδη από την πρώτη νύχτα, η Λίκα είδε το φάντασμα μιας γριάς να τριγυρνάει στα δωμάτια και να μετακινεί διάφορα αντικείμενα. Κάποιο βράδυ μάλιστα, την άκουσε να μουρμουράει παραπονεμένα πως οι άνθρωποι την ξέχασαν.
Το πρωί, η Λίκα εκμυστηρεύθηκε στη Μερόπη όσα είχαν συμβεί. Πραγματικά, κανένας συγγενής δεν άναβε το καντήλι της Αγγελικής, επειδή ήταν χολωμένοι μαζί της, που δεν τους άφησε μερίδιο από την κληρονομιά. Επομένως, η Μερόπη αποφάσισε να πηγαίνει η ίδια να της ανάβει το καντηλάκι της.
Από τότε, τα φαινόμενα περιορίστηκαν. Μα, τερματίστηκαν εντελώς, όταν η Αγγελική ζήτησε να την ξεθάψουν, μιας και είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Έκτοτε, τα έπιπλα έπαψαν να σύρονται από μόνα τους, τα αντικείμενα σταμάτησαν να εκσφενδονίζονται και οι ισχυροί κρότοι εξαλείφθηκαν μονομιάς.
Η προφητεία της Αγγελικής επιβεβαιώθηκε, όταν ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός παρέλαβε το σπίτι της, αφού φρόντισε να κοσμεί την είσοδό του μια μαρμάρινη πλάκα, στην οποία αναγραφόταν με επίχρυσα γράμματα το όνομα της δωρήτριας Αγγελικής Λαζαρή.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, την 01/12/1962…
Ο καιρός περνούσε και η Αγγελική μάταια τον περίμενε να ξαναγυρίσει. Πολλά παλικάρια του τόπου της την είχαν ζητήσει σε γάμο, γιατί η κοπέλα, πέρα από τα φυσικά χαρίσματά της, διέθετε και προίκα ελαιώνες και αμπέλια. Μα η Αγγελική δε λησμονούσε τον αγαπημένο της και δε μπορούσε να αρνηθεί την υπόσχεση που του είχε δώσει πως θα τον περιμένει να επιστρέψει.
Τα χρόνια περνούσαν κι η κοπέλα απόμεινε γεροντοκόρη. Ήρθε η στιγμή που πήρε μια μεγάλη απόφαση, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά από υπερβολικό ζήλο άλλαξε και τρόπο ζωής. Στερούσε από τον εαυτό της ακόμα και τα απαραίτητα. Ούτε σαπούνι για να πλένει τα χέρια της δεν αγόραζε, παρόλο που ήταν αρκετά ευκατάστατη.
Οι γείτονες απορούσαν πώς ανάγκαζε τον εαυτό της να ζει στη μιζέρια και την εξαθλίωση, αλλά η Αγγελική τους απαντούσε: “Με βλέπετε εμένα που σας μιλάω; Όταν πεθάνω, θα δείτε ότι το όνομά μου θα γραφτεί με χρυσά γράμματα”.
Όταν τελικώς απεβίωσε, οι συγγενείς της έσπευσαν στο σπίτι της αρπάζοντας ό,τι έβρισκε ο καθένας μπροστά του, μιας και η Αγγελική φύλασσε την προίκα της απείραχτη μέσα στα μπαούλα. Πράγματι, θα ρήμαζαν όλο της το νοικοκυριό, εάν δεν επενέβαινε ο Ειρηνοδίκης και η Αστυνομία να εμποδίσουν τη λεηλασία, καθώς η εν λόγω γυναίκα είχε αφήσει διαθήκη, σύμφωνα με την οποία, όλη της η περιουσία κινητή και ακίνητη θα δίνονταν στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, με τη σύσταση το διώροφο σπίτι της με τα δώδεκα δωμάτια να γίνει νοσοκομείο και να διατεθούν σ’ αυτό τα εισοδήματα από τα κτήματά της.
Με τον καιρό, το σπίτι της Αγγελικής έγινε ιατρείο υπό την επίβλεψη του Ε.Ε.Σ. Όμως, όλες οι νοσοκόμες που είχαν αποσταλεί εκεί, μετά από σύντομη θητεία, ζητούσαν να φύγουν, χωρίς βέβαια να αποκαλύψουν τον λόγο.
Εντέλει, τον Φεβρουάριο του 1953, ο Ε.Ε.Σ. έστειλε την Μερόπη Λόντου, κόρη του Αντιπροέδρου των “Φίλων της Μεταψυχικής”, επειδή υπήρξε εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό. Μόλις παρέλαβε το Ιατρείο από την προκάτοχό της, εκείνη αμέσως έσπευσε να την προειδοποιήσει πως το κτίριο ήταν στοιχειωμένο.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες που εγκαταστάθηκε εκεί η Μερόπη, η οποία παρεμπιπτόντως ήταν διάμεσος (μέντιουμ), άκουγε ανεξήγητους κρότους και τριξίματα, αλλά δεν έδινε μεγάλη σημασία, επειδή ήταν εξοικειωμένη με το υπερφυσικό.
Μετά από λίγο καιρό, η Λίκα, αδερφή της Μερόπης, μετέβη στην Αράχοβα, για να την επισκεφτεί.
Η Λίκα ήταν ισχυρό διάμεσο “διορατικό” και “διακουστικό”, δηλαδή είχε την ικανότητα να ακούει και να βλέπει τα πνεύματα. Ήδη από την πρώτη νύχτα, η Λίκα είδε το φάντασμα μιας γριάς να τριγυρνάει στα δωμάτια και να μετακινεί διάφορα αντικείμενα. Κάποιο βράδυ μάλιστα, την άκουσε να μουρμουράει παραπονεμένα πως οι άνθρωποι την ξέχασαν.
Το πρωί, η Λίκα εκμυστηρεύθηκε στη Μερόπη όσα είχαν συμβεί. Πραγματικά, κανένας συγγενής δεν άναβε το καντήλι της Αγγελικής, επειδή ήταν χολωμένοι μαζί της, που δεν τους άφησε μερίδιο από την κληρονομιά. Επομένως, η Μερόπη αποφάσισε να πηγαίνει η ίδια να της ανάβει το καντηλάκι της.
Από τότε, τα φαινόμενα περιορίστηκαν. Μα, τερματίστηκαν εντελώς, όταν η Αγγελική ζήτησε να την ξεθάψουν, μιας και είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Έκτοτε, τα έπιπλα έπαψαν να σύρονται από μόνα τους, τα αντικείμενα σταμάτησαν να εκσφενδονίζονται και οι ισχυροί κρότοι εξαλείφθηκαν μονομιάς.
Η προφητεία της Αγγελικής επιβεβαιώθηκε, όταν ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός παρέλαβε το σπίτι της, αφού φρόντισε να κοσμεί την είσοδό του μια μαρμάρινη πλάκα, στην οποία αναγραφόταν με επίχρυσα γράμματα το όνομα της δωρήτριας Αγγελικής Λαζαρή.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, την 01/12/1962…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου