Βασική μονάδα του στρατού ήταν η Λεγεών. Όχι όμως η παλαιά,
πολυπληθής και γι’ αυτόν το λόγο δυσκίνητη Ρωμαϊκή λεγεώνα με τους έξι
χιλιάδες στρατιώτες της, αλλά μια ολιγάριθμη κι ευκίνητη λεγεώνα από
χίλιους άνδρες. Τη νέα λεγεώνα πλαισίωναν μονάδες ελαφρά οπλισμένων
στρατιωτών, τα auxilia. Το ιππικό αποτελείτο από vexilationes που κάθε
μια τους είχε πεντακόσιους ιππείς.
Η λεγεώνα όμως των Λιμιτανέων (συνοριακοί στρατιώτες) που ήταν εγκατεστημένος στρατός δεν χρειαζόταν να είναι ευκίνητη, διατηρούσε την παλαιά της δύναμη από έξι χιλιάδες άνδρες, η δύναμή της όμως αυτή ήταν κατανεμημένη σε τμήματα από χίλιους άνδρες περίπου το καθένα…
Οι Λιμιτανέοι, στην αρχή τουλάχιστον, διέθεταν και ιππικούς σχηματισμούς, τις alae, με δύναμη εξακοσίων ανδρών και τις cunei με μικρότερη δύναμη. Μεγάλες διαφορές παρουσιάζονται στη συγκρότηση του στρατού μετά τον 5ο αιώνα. Βασική μονάδα του στρατού του Ιουστινιανού δεν είναι πια η λεγεώνα των 1.000 ανδρών που εισήχθη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αλλά νέα μικρότερη μονάδα, ο αριθμός (τάγματα, κατάλογος), με δύναμη 300 – 400 άνδρες. Έξι ως οκτώ αριθμοί συνιστούν μία μοίρα και δύο τρεις μοίρες ένα μέρος.
Η μεγάλη μονάδα δηλαδή του Βυζαντινού στρατού περιλαμβάνει 6.000 – 9.000 άνδρες, πράγμα που την κάνει πιο αυτόνομη στις ενέργειές της. Εκτός, όμως, από τους αριθμούς ο στρατός του 6ου αιώνα περιλαμβάνει και σώματα Φοιδεράτων (foederati), Συμμάχων και Βουκελλαρίων (από το bucellum γαλέτα). Οι Φοιδεράτοι ήταν ιππικά σώματα από βαρβάρους και ντόπιους, όχι μόνο από βαρβάρους όπως γινόταν παλαιότερα. Αντίθετα, οι σύμμαχοι ήταν συγκροτημένα βαρβαρικά σώματα στην υπηρεσία του Βυζαντινού κράτους.
Οι Βουκελλάριοι τέλος, ήταν σώματα ενόπλων μισθοφόρων, που στρατηγοί κυρίως, αλλά και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι και απλοί μεγαλογαιοκτήμονες ακόμη, διατηρούσαν για την προσωπική τους φρουρά και ασφάλεια. Οι Βουκελλάριοι διακρίνονταν σε υπασπιστές και δορυφόρους. Οι δορυφόροι ήταν ανώτεροι, αποτελούσαν είδος δόκιμων αξιωματικών, κι όταν αναλάμβαναν την υπηρεσία τους έδιναν όρκο πίστης όχι μόνο στον άμεσο αρχηγό τους αλλά και στον Αυτοκράτορα. Μ’ αυτό τον τρόπο καταβαλλόταν προσπάθεια να αμβλυνθεί η επιρροή του στρατηγού και να στερεοποιηθούν οι συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στο τμήμα αυτό του στρατού.
Τρεις ήταν οι τρόποι στρατολογίας του Βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αιώνα: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Ο πρώτος περιελάμβανε άτομα που ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιελάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Οι βάρβαροι μπορούσαν να μπουν στη στρατιωτική υπηρεσία του Βυζαντίου, είτε σαν μεμονωμένα άτομα είτε μαζικά, όταν με τον όρο αυτό τους είχε επιτραπεί να εγκατασταθούν στο κράτος (laeti, dediticii, gentiles), είτε σαν οργανωμένα στρατιωτικά σώματα μισθοφόρων, έπειτα από ειδική συμφωνία με τις Βυζαντινές αρχές.
Τέλος, κατά το φορολογικό τρόπο στρατολογίας η περιουσία των Βυζαντινών φορολογουμένων υπολογιζόταν σε capitula και οι φορολογούμενοι ή μόνοι τους ή μαζί με άλλους έδιναν για στράτευση έναν ή περισσότερους από τους ανθρώπους τους, ανάλογα με τον αριθμό των capitula. Τον 5ο αιώνα έγιναν μεγάλες μεταβολές στη στρατολογία του Βυζαντινού στρατού. Η συνεχής αύξηση του βαρβαρικού στοιχείου και η κατάληψη από τους βαρβάρους ανωτάτων και καίριων θέσεων στο στρατό προκάλεσαν αντιδράσεις εκ μέρους των Βυζαντινών.
Οι αντιδράσεις αυτές βρήκαν την πρώτη τους εκδήλωση στις σφαγές των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη (400), έπειτα από τις οποίες το κράτος απαλλάχτηκε από το Γοτθικό κίνδυνο. Δεύτερο αντιβαρβαρικό κίνημα κατά τα μέσα του 5ου αιώνα και η σαφαγή του Αλανού Άσπαρος μαζί με τη σε μεγάλη κλίμακα στρατολογία των εμπειροπόλεμων Ισαυρικών φύλων, που εγκαινιάζεται από τότε, απάλλαξαν εντελώς το κράτος από τη βαρβαρική απειλή.
Η μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευομένων προσδιορίζει τη σύνθεση και συγκρότηση του Βυζαντινού στρατού στον επόμενο, 6ο αιώνα κ.ε. Πράγματι, ουσιώδεις μεταβολές συμβαίνουν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού κατά τον αιώνα αυτό. Οι οπλίτες των αριθμών, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, κι αντίθετα προς ό,τι πιστευόταν μέχρι προ ολίγου χρόνου, ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι και ονομάζονταν με το γενικό όνομα στρατιώτες.
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (565 – 1081 Μ.Χ.)
Ο όρος θέμα στη σημασία του μέρους (στρατιωτικής μεγάλης μονάδας) μαρτυρείται ήδη για το έτος 611 – 612. Επομένως κατά την εποχή αυτή ο όρος χρησιμοποιείται ήδη για να δηλώσει τις μεγάλες μονάδες του Βυζαντινού στρατού, αν και η λέξη θέμα επειδή ήταν όρος της εσωτερικής στρατιωτικής υπηρεσίας και ορολογίας δεν μνημονεύεται παρά πολύ σπάνια στις σύγχρονες πηγές. Όλο σχεδόν τον 7ο αιώνα τα θέματα του Βυζαντινού στρατού βρίσκονται σε διαρκή κίνηση για να αποκρούσουν τους Πέρσες και έπειτα τους Άραβες.
Τέλος κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα το Βυζάντιο κατορθώνει να αποκρούσει το πρώτο κύμα της Αραβικής εισβολής και να ρίξει τους Άραβες οριστικά πέρα από τα όρια της Μικράς Ασίας. Τα θέματα τότε αναλαμβάνουν στατική πια αποστολή. Συν τω χρόνω, και εξαιτίας των δυσκόλων περιστάσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την έξαρση της σπουδαιότητας του στρατιωτικού παράγοντα, ο στρατιωτικός διοικητής του θέματος, συνεχίζοντας συνήθεια των πρώτων Βυζαντινών αιώνων που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Ιουστινιανό Α’, υποσκελίζει τους πολιτικούς αξιωματούχους της περιφέρειάς του και συγκεντρώνει σιγά σιγά όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
Σαν αποτέλεσμα των εξελίξεων που περιγράψαμε παραπάνω είναι ότι, το κράτος διαιρείται σε στρατιωτικές διοικήσεις ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Αρχηγός όλων των διοικήσεων αυτών και αρχιστράτηγος των Βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, που όμως μπορούσε να μεταβιβάσει σε καιρό πολέμου την αρχηστρατηγία σε οποιονδήποτε έκρινε ικανό γι’ αυτήν. Παρόλο που οι νέες διοικήσεις ήταν ανεξάρτητες και ισότιμες η μια με την άλλη, διέφεραν μεταξύ τους στην έκταση και, φυσικά, στην αριθμητική δύναμη των στρατευμάτων τους.
Κατά το πρώτο τρίτο του 9ου αιώνα υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές διοικήσεις (θέματα): των Αρμενιακών, Ανατολικών, Οψικίου, Κιβυρραιωτών, Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Θεσσαλονίκης και Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια η κατάτμηση των διοικήσεων συνεχίστηκε και τούτο είχε σαν συνέπεια τη σμίκρυνση των παλαιών και τη δημιουργία πολλών νέων, μικρών στην έκταση θεμάτων. Ορισμένα περάσματα των συνόρων (κλεισούρες), στρατηγικά καίρια για την άμυνα των Βυζαντινών συνόρων, απέκτησαν ενισχυμένη φρουρά κι αποτελούσαν ειδικές στρατιωτικές διοικήσεις, τις Κλεισουραρχίες.
Εκτός από τα θεματικά στρατεύματα, τις Βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις συμπλήρωναν τα τάγματα της Αυτοκρατορικής φρουράς. Κατά τον 9ο αιώνα τα τάγματα συγκατέλεγαν τα εξής τμήματα:
α) Τις σχολές, που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες. Επικεφαλής τους ήταν ο Δομέστικος των σχολών.
β) Τους Εξκουβήτορες, σώμα που το ίδρυσε ο Λέων Α’ το 468. Διοικούνταν στην αρχή από έναν κόμητα, κι από τον καιρό του Λέοντα Γ’ από ένα δομέστικο. Οι εξκουβήτορες χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές.
γ) Τον αριθμό ή βίγλα, μ’ επικεφαλής ένα Δρουγγάριο. Το σώμα τούτο συγκροτήθηκε από τον Αρκάδιο και κύρια αποστολή του ήταν η φρούρηση του παλατιού ή στις περιπτώσεις εκστρατείας, της Αυτοκρατορικής σκηνής,
δ) Των Ικανάτων, του νεότερου σώματος της φρουράς, που συγκροτήθηκε από τον Νικηφόρο Α’.
Τα τμήματα που αναφέραμε, ήταν, αντίθετα με την παλαιότερη ανακτορική φρουρά, μάχιμα. Ήταν καταυλισμένα εν μέρει στην Κωνσταντινούπολη την ίδια και εν μέρει στα περίχωρά της. Την κυρίως αυτοκρατορική φρουρά αποτελούσε η εταιρία, σώμα ξένων μισθοφόρων, αρχικά Σλαβικής και Τουρκικής καταγωγής, αργότερα όμως παντοδαπής προελεύσεως. Κατά τα τέλη του 10ου αιώνα η εταιρία ενισχύεται με τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, των Βαράγγων, μισθοφόρων Σκανδιναβικής και Ρωσικής καταγωγής που αποτελούσαν την Ντρουζίνα.
Συν τω χρόνω οι Βαράγγοι εξετόπισαν τα τάγματα που αναφέραμε προηγουμένως και απόμειναν σαν η μόνη Αυτοκρατορική φρουρά. Ενώ όμως πρώτα αποτελούνταν από Σκανδιναβούς και Ρώσους, άρχισαν από τα τέλη του 11ου αιώνα να στρατολογούνται κατά προτίμηση από Άγγλους.
Η ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Η ονομασία Βάραγγοι (στην αρχαία Νορβηγική Vaeringjar) προέρχεται από τη Νορβηγική λέξη var, που σημαίνει λόγος τιμής, κοινός όρκος. Η ετυμολόγηση αυτή θεωρείται ότι συνδέεται με τις πληθυσμιακές ομάδες Σκανδιναυικής καταγωγής – ως επί το πλείστον Σουηδών – που διείσδυσαν αρχικά στις περιοχές της Βαλτικής και αργότερα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Οι ομάδες αυτές περιελάμβαναν Βίκινγκ πολεμιστές και εμπόρους (η διάκριση δεν ήταν πάντοτε σαφής), οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον ρου των μεγάλων ποταμών επέκτειναν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ στη Ρωσική ενδοχώρα.
Οι συντονισμένες αυτές ενέργειές τους και η συνεργασία τους δημιούργησε το όνομα Βάραγγοι. Οι Βάραγγοι ήταν επίσης γνωστοί ως Ρως, αφού έτσι τους ονόμαζαν οι γειτονικοί Φίννοι (από τη Φιννική λέξη ruotsi = κωπηλάτες). Υπήρχε μάλιστα επαρχία στη Σουηδία που ονομαζόταν Ρωσλάγκεν (Roslagen = περιοχή των Ρως). Οι Βάραγγοι σύντομα κυριάρχησαν επί του Σλαβικού πληθυσμού της Ρωσίας και έδωσαν το όνομά τους στη χώρα που κατέκτησαν. Η μετακίνηση αυτή των Βαράγγων τοποθετείται χρονολογικά στις αρχές της Μεσαιωνικής περιόδου, περί τον 6ο – 7ο αιώνα μ.Χ.
Οι Βάραγγοι είναι το όνομα που δόθηκε από τους Βυζαντινούς και τους ανατολικούς Σλάβους στον λαό των Βίκινγκ που κατευθύνθηκε ανατολικά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας αφού μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα δημιούργησαν και εξουσίαζαν το πρώτο Μεσαιωνικό κράτος των Ρως και συγκρότησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορική φρουρά με σημαντική ισχύ μέχρι τον 13ο αιώνα. Ο ρόλος των Βαράγγων στη Ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα «Ρωσία» είναι Βαραγγικό και όχι Σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο.
Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα. Σύμφωνα με την παράδοση οι Βάραγγοι προσκλήθηκαν στη Ρωσία, συγκεκριμένα στην ηγεμονία του Νόβγκοροντ, από τους ιδίους τους Σλάβους, για να αποκρούσουν τις επανειλημμένες επιδρομές των Φίννων.
Λαός εγνωσμένης πολεμικής αρετής οι Βάραγγοι έδιωξαν τελικά τους Φίννους. Ο ηγεμόνας τους Ρούρικ διαπίστωσε σύντομα την αδυναμία του τοπικού Σλαβικού πληθυσμού και με τη στρατιωτική του ισχύ επιβλήθηκε ως ηγεμόνας του Νόβγκοροντ το 862. Άλλες ομάδες Βαράγγων έπλευσαν στον Δνείπερο έως το Κίεβο, το οποίο και κατέκτησαν το 864. Οι χρονολογίες αυτές παραδίδονται από το «Ρωσικό Χρονικό». Γενικά, πάντως, φαίνεται ότι η ουσιαστική κατάκτηση της Ρωσίας είχε συντελεστεί αρκετά νωρίτερα και τα αναφερόμενα αυτά γεγονότα ήταν απλώς η οριστικοποίηση μίας προγενέστερης κατάστασης.
Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγιας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια Βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες Νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την Ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά.
Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως Σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα Σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113:
«Οι Λίακ (Πολωνοί), οι Πρώσοι και οι Τσουντ (πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών) ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα (Βαλτική). Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ (εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία). Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ (του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη): Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι».
Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν. Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι. Ύστερα είπαν στους Ρως:
»Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε». Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος , ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων). Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.
Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη Σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΡΩΣ
Το Μεσαιωνικό κράτος των Ρως ή Κιεβινή Ρωσία είναι η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα κρατικής οργάνωσης στον ανατολικό Σλαβικό κόσμο. Άκμασε τον 9ο με 12ο αιώνα με πρωτεύουσα το Κίεβο, ενώ το 1150 κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητες ηγεμονίες, από όπου τρεις σημερινές χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία) έλκουν την ιστορική καταγωγή τους από αυτό.
Η πληθυσμιακή του σύνθεση ήταν κυρίως σλαβική και δευτερευόντως στο βορρά Φιννική όμως την εξουσία (διοικητική και στρατιωτική) κρατούσαν οι Βάραγγοι Ρως, από τους οποίους η Ρωσία πήρε τη σημερινή της ονομασία. Πυρήνας του κράτους ήταν οι περιοχές πέριξ του Κιέβου και του Νόβγκοροντ. Στην εποχή της μέγιστης εξάπλωσής του εκτεινόταν από τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα έως τη Βαλτική και από τα Καρπάθια μέχρι τα Ουράλια Όρη.
Τα Πρώτα Χρόνια
Το κράτος των Ρως ή Ρως του Κιέβου (από την πρωτεύουσα Κίεβο) είναι μετεξέλιξη του Χαγανάτου των Ρως (το Χαγανάτο πιθανώς εδόθη ως ονομασία λόγω επηρεασμού από το νότιο Χανάτο των Χαζάρων, καθότι απαντάται σε Τουρκομογγολικές φυλές ως όρος και όχι σε Σλαβικές κ.α.), μιας συνομοσπονδίας πόλεων – κρατών υπό Βαραγγική ηγεμονία που εκτεινόταν στη σημερινή Β.Δ Ρωσία. Γύρω στο 880 ο ηγεμόνας του Χαγανάτου Όλεγκ εκδιώκει από το Δνείπερο τους Χαζάρους (νομαδικός λαός Τουρκικής καταγωγής που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους κατοίκους) και ανακηρύσσει τον εαυτό του πρίγκιπα του Κιέβου.
Ο Όλεγκ ήταν διάδοχος του Ρούρικ (Βάραγγος ηγέτης που μυθοποιήθηκε, αμφισβητείται το αν υπήρξε πραγματικά), για αυτό και η δυναστεία που ίδρυσε ονομαζόταν Ρουρικίδες (παιδιά του Ρούρικ). Στις τέσσερεις δεκαετίες που ακολουθούν, ο Όλεγκ υποτάσσει κάθε αντίδραση των τοπικών πληθυσμών. Οι Βάραγγοι αποκτούν έτσι ένα δυνατό προπύργιο στην περιοχή, απαραίτητο για το εμπόριό τους με την Κωνσταντινούπολη, αλλά και μια νέα πρωτεύουσα, το Κίεβο. Το 907 ο Όλεγκ επιδράμει κατά του Βυζαντίου και δοκιμάζει να πολιορκήσει την Πόλη.
Στρατιωτικά αποτυγχάνει, αλλά η εν γένει τακτική του πείθει τους Βυζαντινούς ότι δεν πρόκειται για έναν τυχάρπαστο ηγεμόνα. Έτσι στη διμερή εμπορική συνθήκη του 911 αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος από την άλλη πλευρά και πετυχαίνει όρους που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και ευημερία του νεοπαγούς κράτους του. Ακριβώς ίδια αποτελέσματα (πολεμικές ήττες αλλά ευνοϊκές συνθήκες ειρήνης) έχουν οι δύο εκστρατείες του Ιγκόρ, διαδόχου του Όλεγκ. Ο Ιγκόρ όμως αποτυγχάνει να ελέγξει στην ανατολή τους Χαζάρους, οι οποίοι ξαναρχίζουν να λεηλατούν την ύπαιθρο, και στη δύση τους Δρεβλιανούς (Σλαβικό φύλο) που αρνούνται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο Κίεβο.
Οι τελευταίοι μάλιστα τον δολοφονούν το 945. Ενώ διεξάγονται τα παραπάνω σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία »Εκσλαβισμού» της αριστοκρατίας που διοικεί το κράτος. Μολονότι η Βαραγγική καταγωγή εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη ανωτέρων δημοσίων αξιωμάτων, φαίνεται ότι πολιτισμικά οι Βάραγγοι απορροφώνται από το υπέρτερο Σλαβικό στοιχείο και σταδιακά υιοθετούν τη Σλαβική γλώσσα και συνήθειες (και για λόγους όμως πολιτικούς, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης και διαιώνισης μιας ξενικής ελίτ).
Toν Ιγκόρ διαδέχεται ο τριετής γιος του, πρίγκιπας Σβιατοσλάβ. Μέχρι όμως να φθάσει τα είκοσι, την πραγματική εξουσία ασκεί η Χριστιανή μητέρα του Χέλγκα (μετέπειτα Αγία Όλγα). Το 962 ο Σβιατοσλάβ A’ αναλαμβάνει την πλήρη ηγεσία και σε μία δεκαετία υπερδιπλασιάζει την έκταση του κράτους του, συμμαχώντας με τους Πετσενέγους και υποτάσσοντας όλους τους γειτονικούς λαούς: τους Βουλγάρους του Βόλγα και τους Μορδβίνους (Φιννικό φύλο) στην ανατολή, τους Χαζάρους στο νότο και Βουλγάρους του Δούναβη στα Βαλκάνια.
Βέβαιος ότι θα σταθεροποιήσει τον έλεγχο στα νέα εδάφη, μετακινεί την πρωτεύουσα στη Βουλγαρική πόλη Περεγιασλάβετς (στο Δέλτα του Δούναβη) το 969 ελπίζοντας να την κάνει κέντρο του Ευρωπαϊκού εμπορίου. Το όραμά του όμως αποτυγχάνει – οι Βυζαντινοί στρέφονται εναντίον του, θεωρώντας ότι μπαίνει στα χωράφια τους, και έως το 971 καταλύουν όλες τις Βαλκανικές κτήσεις του, μεταξύ των οποίων και το Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα υποκινούν τους Πετσενέγους να επιτεθούν στο Κίεβο, ενώ και οι ανατολικοί υποτελείς των Ρως εξεγείρονται και ανακτούν την ανεξαρτησία τους.
Ο Σβιατοσλάβ αναγκάζεται να συνθηκολογήσει και να αποσυρθεί στα προ δεκαετίας σύνορα, αλλά καθώς γυρνά στο Κίεβο δολοφονείται ύπουλα (972) από Πετσενέγους, κατ’ εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή που ήθελε να ξεμπερδεύσει οριστικά μαζί του.
Η Χρυσή Εποχή του Κιέβου
Αν και τα επιτεύγματα του Σβιατοσλάβου διήρκεσαν μόλις λίγα χρόνια, αύξησαν σημαντικά το διεθνές κύρος του κράτους του και συνετέλεσαν στο να εγκαθιδρυθεί η κυριαρχία του Κιέβου σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ευρώπη για τους επόμενους δύο αιώνες. Ο Μέγας Πρίγκηψ του Κιέβου ήλεγχε τις περιοχές γύρω από την πόλη, και οι (θεωρητικά κατώτεροι) συγγενείς του τις άλλες πόλεις της επικράτειας. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις της μέγιστης ακμής του κράτους των Ρως, στην οποία έφθασε στα χρόνια του Βλαδίμηρου του Μεγάλου και του Γιαροσλάβου του Σοφού.
Ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος ήταν γιος του Σβιατοσλάβ και πήρε το θρόνο το 980, αφού είχε προηγηθεί εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτόν και τον ετεροθαλή αδελφό του (και νόμιμο διάδοχο) Γιαροπόλκ. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν ο εκχριστιανισμός των Ρως το 988. Σύμφωνα με την «ποιητική» περιγραφή του Πρώτου Χρονικού, όταν ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ρωσικό παγανισμό με μια άλλη θρησκεία, έστειλε τους καλύτερους αυλικούς σε όλη την Ευρώπη. Αφού πήγαν στους καθολικούς, τους ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί θαμπώθηκαν από την ομορφιά του ναού της Αγίας Σοφίας και της λειτουργίας που γινόταν εκεί. Γυρνώντας στο Κίεβο, έπεισαν το Βλαδίμηρο να υιοθετήσει τη θρησκεία των Ελλήνων. Τότε ο Βλαδίμηρος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ και ζήτησε την αδελφή του Άννα για γυναίκα του. Η ευλαβής Χριστιανική ζωή δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Βλαδίμηρο, κι ας βαπτίζεται Χριστιανός – μαρτυράται ότι είχε δεκάδες συζύγους (εκ των οποίων τέσσερις γαλαζοαίματες) και κάποιες εκατοντάδες παλλακίδες.
Αυτό που τον καθοδηγεί είναι η καλή κρίση των δεδομένων: γνωρίζει πως η ευημερία του κράτους του περνά μέσα από τις καλές σχέσεις με το Βυζάντιο, αφού οι Βυζαντινοί αφενός είναι οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων του, αφετέρου ελέγχουν τη Μαύρη Θάλασσα, τουτέστιν την κίνηση των πλοίων από και προς το Δνείπερο, που είναι ο κύριος εμπορικός δίαυλος μεταξύ των Ρως και του έξω κόσμου. Επιπλέον η Ορθόδοξη Εκκλησία διέθετε ήδη λειτουργικά κείμενα γραμμένα στο Κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και ένα πλήθος μεταφράσεων Ελλήνων συγγραφέων στα Σλαβικά.
Η ύπαρξη αυτών των μεταφράσεων φέρνει σε επαφή τους Ρώσους με την Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, χωρίς να χρειασθεί να μάθουν Ελληνικά. Αποκτούν έτσι το υπόβαθρο για να δημιουργήσουν τη δική τους λογοτεχνία, τέχνη και επιστήμη. Ο Βλαδίμηρος πεθαίνει το 1015. Ακολουθούν διαμάχες μεταξύ των πολλών γιων του, από τις οποίες νικητής βγαίνει ο Γιαροσλάβος, τοπικός κυβερνήτης του Νόβγκοροντ, εξολοθρεύοντας τους υπόλοιπους.
Ο Γιαροσλάβος στέφεται Μέγας Πρίγκηψ Κιέβου και Νόβγκοροντ στο Κίεβο το 1019 και κατά τη βασιλεία του το κράτος των Ρως φθάνει στο ζενίθ του. Ο Γιαροσλάβος συντάσσει τον πρώτο νομικό κώδικα, τη Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська). Ενδυναμώνει τις σχέσεις του με τη Δύση χρησιμοποιώντας ως μέσον τους βασιλικούς γάμους: παντρεύει την εγγονή του Ευπραξία με τον Ερρίκο Γ’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την αδερφή του με το βασιλιά της Πολωνίας, τις τρεις κόρες του με τους βασιλείς της Γαλλίας, της Ουγγαρίας και της Νορβηγίας.
Δείχνει επίσης ενεργό ενδιαφέρον για την εδραίωση του Χριστιανισμού, χρηματοδοτώντας τον κλήρο και ανεγείροντας τον πρώτο μεγάλο ναό στο Κίεβο και κατόπιν δύο καθεδρικούς αφιερωμένους στην Αγία του Θεού Σοφία, στο Κίεβο και στο Νόβγκοροντ. Για όλα αυτά του δόθηκε το προσωνύμιο Σοφός.
Παρακμή και Διάσπαση
Από τα χρόνια του Ολέγκ, η δομή της εξουσίας ήταν σαφής: ο Πρίγκιπας του Κιέβου στην κορυφή και κάτω από αυτόν ένα διορισμένο επιτελείο ευγενών – τοπικών πριγκίπων, οι οποίοι είχαν την πολιτική / στρατιωτική ευθύνη των περιφερειών. Κάθε φορά που στο κράτος εντάσσονταν νέες περιφέρειες ή οι υπάρχουσες αναπτύσσονταν τόσο που χρειαζόταν κατάτμησή τους για να διοικηθούν σωστά, μεγάλωνε και το επιτελείο. Οι ευγενείς φρόντιζαν να κυβερνούν σύμφωνα με τις εντολές που έρχονταν από το Κίεβο, ώστε να πάρουν προαγωγή σε μεγαλύτερες και πλουσιότερες περιφέρειες και να έχουν πλεονεκτική θέση στον αγώνα της διαδοχής όταν θα ερχόταν η ώρα.
Αυτό το σχήμα διοίκησης ήταν αποτελεσματικό στην αρχή, όταν το επιτελείο ήταν μικρό, όπως και αργότερα, όταν βασίλευαν μεγάλες φυσιογνωμίες που επέβαλαν με στιβαρό χέρι την ενότητα. Μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ του Σοφού, η σύμπνοια των ευγενών τίθεται σε αμφιβολία. Τα πολυάριθμα μέλη του επιτελείου ταυτίζονται περισσότερο με τα συμφέροντα της περιοχής τους παρά με τις επιδιώξεις της κεντρικής διοίκησης. Την κατάσταση αυτή επιτείνει ο θεσμός των τοπικών συμβουλίων, όπου συμμετέχουν όλοι οι άνδρες της πόλης και μπορούν να εκδιώξουν τον πρίγκιπα, ζητώντας το διορισμό άλλου.
Πληθαίνουν έτσι τα περιστατικά συναλλαγής μεταξύ πριγκίπων – τοπικών συμβουλίων, όπως και ομάδων πριγκίπων εναντίον άλλων ομοβάθμων τους, πάντα εις βάρος της κεντρικής διοίκησης που σταδιακά αποδυναμώνεται. Την αποσύνθεση του κράτους των Ρως επιταχύνουν με έμμεσο τρόπο οι Σταυροφορίες. Με τις εξελίξεις που δρομολογούνται στην ανατολική Μεσόγειο το 12ο αιώνα, οι Βυζαντινοί δε μπορούν πια να αγοράζουν αφειδώς τα προϊόντα των βορείων γειτόνων τους.
Έτσι ατονεί η Εμπορική Οδός Βαράγγων – Ελλήνων και συνεπακόλουθα η ανάγκη για μια ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία θα ελέγχει τις ποτάμιες οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να μένει η ζωτική εμπορική οδός ανοικτή. Συνολικά, στα μόλις 170 χρόνια από το 1054 έως το 1224 καταγράφονται:
64 αυτοανακηρύξεις περιφερειών σε αυτόνομα πριγκιπάτα (τα περισσότερα βραχύβια) που εγείρουν αξιώσεις στο θρόνο.
83 εμφύλιοι πόλεμοι, ενίοτε με τη συμμετοχή και ξένων δυνάμεων.
293 ηγεμόνες που αυτοαναγορεύονται νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου του Κιέβου.
35 ηγεμόνες που παίρνουν το θρόνο.
Είναι σαφές ότι στην εποχή μετά το θάνατο του Γιαροσλάβου Α’ του Σοφού, οι Μεγάλοι Πρίγκιπες του Κιέβου είναι μόνο τύποις αρχηγοί του κράτους των Ρως, που πια έχει θρυμματισθεί σε διάφορα πριγκιπάτα στις αρχές του 13ου αιώνα. H Μογγολική Εισβολή που ακολουθεί, δίνει τη χαριστική βολή σε ένα κράτος που είναι ήδη ετοιμοθάνατο. Με το πέρασμα του χρόνου κάθε πριγκιπάτο ακολουθεί διαφορετική πορεία, πράγμα που οδηγεί μακροπρόθεσμα στις τρεις εθνικές διαφοροποιήσεις του ανατολικού Σλαβικού κόσμου που συναντάμε σήμερα:
Ουκρανοί στα νότια και νοτιοδυτικά, Λευκορώσοι στα βορειοδυτικά, Ρώσοι στα βόρεια και βορειοανατολικά. Συνοπτικά, τα κυριότερα νέα κράτη που προέκυψαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως είναι τα ακόλουθα:
Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ
Πριγκιπάτο των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ
Πριγκιπάτο του Γκάλιτς
Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ
Η Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ υπήρξε κρατικό μόρφωμα της Β.Δ Ρωσίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα με πρωτεύουσα το Νόβγκοροντ. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό Σλαβικό κόσμο, όντας ένα από τα λίγα Ρωσικά κράτη που έμειναν ανέπαφα τόσο από τη Μογγολική εισβολήστο νότο, όσο και το Σουηδικό – Τευτονικό επεκτατισμό από δυσμάς. Πριν την ανεξαρτητοποίησή του, το Νόβγκοροντ ήταν το δεύτερο σημαντικότερο πριγκιπάτο του Βαραγγοσλαβικού κράτους των Ρως μετά την πρωτεύουσα Κίεβο.
Δεδομένου μάλιστα ότι οι Βάραγγοι είχαν εγκατασταθεί εκεί πολύ πριν κατακτήσουν το Κίεβο, θεωρούσαν την πόλη ως κοιτίδα της αριστοκρατίας που διοικούσε το κράτος. Η αυτονόμηση της τοπικής ολιγαρχίας από την κεντρική εξουσία ήταν μία μακρόχρονη διαδικασία, η οποία δρομολογήθηκε μετά το θάνατο του Μεγάλου Πρίγκιπα Γιάροσλαβ του Σοφού (1054) και οφείλεται σε δύο κύρια αίτια:
Οι διάδοχοι του Γιάροσλαβ στο θρόνο του Κιέβου απέτυχαν να διατηρήσουν την ενότητα του κράτους.
Εν αντιθέσει με το υπόλοιπο κράτος που εμπορευόταν κυρίως με την Κωνσταντινούπολη, οι αγορές – στόχοι του Νόβγκοροντ βρίσκονταν στη Βαλτική. Επομένως το Νόβγκοροντ δεν είχε άμεση ανάγκη από ένα ισχυρό Κίεβο, το οποίο θα εγγυόταν την ασφάλεια των εμπορικών δρόμων προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτονόμησης, η είσοδος στο 12ο αιώνα έβρισκε την πόλη να διαθέτει ήδη δικό της αρχιεπίσκοπο και στρατιωτικό διοικητή. Επίσης σε πολιτικές δομές το Νόβγκοροντ έμοιαζε περισσότερο με δυτικοευρωπαϊκή παρά με Ρωσική πόλη. Η ανεξαρτησία κηρύχθηκε επισήμως από τις δύο κυρίαρχες τάξεις, τους αριστοκράτες (Βογιάρους) και τους μεγαλεμπόρους, το 1136. Στο νέο κράτος ενσωματώθηκαν μια σειρά από σημαντικές πόλεις της Β.Δ Ρωσίας: Πσκοβ (Πίσκοβο), Λάντογκα, Στάραγια Ρούσα,Όρεσεκ.
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν ανέδειξαν τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ στη σημαντικότερη δύναμη του ανατολικού σλαβικού κόσμου, ιδιαίτερα μετά τη Μογγολική Εισβολή (13ος αιώνας). Το Νόβγκοροντ δεν αντιμετώπισε τη μοίρα των νότιων και ανατολικών Ρωσικών περιοχών, που υποδουλώθηκαν στους Μογγόλους, αλλά είχε να αντιμετωπίσει επιβουλές από τη δύση. Μέσα σε ενάμισι αιώνα πέτυχε να αποκρούσει σειρά επιθέσεων από τους Σουηδούς και τους Τεύτονες, οι οποίοι επιβουλεύονταν τα εδάφη του.
Οι εισβολές αυτές, πέραν της προφανούς επιθυμίας των επιτιθεμένων για επέκταση, είχαν και θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού είχαν εγκριθεί με παπική βούλα ως πόλεμος κατά των αιρετικών ορθοδόξων. Το 1348 αποχώρησε από τη Δημοκρατία το Πσκοβ, αλλά αυτό ουδόλως την αποδυνάμωσε – μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε μια επικράτεια από τη Βαλτική μέχρι τα Ουράλια. Το δε εμπόριό της κυριαρχούσε στη Βόρεια Ευρώπη, σε βαθμό που το Νόβγκοροντ ήταν μία από τις τέσσερις πλουσιότερες πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης μαζί με το Λονδίνο, τοΜπέργκεν και το Μπρυζ.
Η οικονομική ισχύς έδωσε στην πόλη τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί μεγάλα έργα και να μετακαλεί καλλιτέχνες από ολόκληρη την Ευρώπη, όπως τον Κωνσταντινουπολίτη αγιογράφο Θεοφάνη. Την ίδια περίοδο που η Δημοκρατία του Νόβγκοροντ άκμαζε, στην υπόλοιπη Ρωσία είχε ξεκινήσει η απεξάρτηση από το Μογγολικό έλεγχο και ένα νέο ισχυρό κρατίδιο αναδεικνυόταν σε ανταγωνιστική δύναμη: ήταν το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας, το οποίο φιλοδοξούσε να ενοποιήσει τα Ρωσικά εδάφη σε μία ενιαία επικράτεια με πρωτεύουσα τη Μόσχα. Οι διενέξεις μεταξύ των δύο κρατιδίων ξεκίνησαν στα τέλη του 14ου αιώνα.
Φοβισμένοι από τη Μοσχοβίτικη απειλή, οι Βογιάροι της Δημοκρατίας κατέφυγαν σε συμμαχία με τις καθολικές Λιθουανία και Πολωνία. Αυτό όμως εξόργισε τις λαϊκές τάξεις, οι οποίες αντιμετώπισαν τη συμμαχία ως προδοσία κατά του Ρωσικού έθνους και της ορθόδοξης πίστης. Ως αποτέλεσμα ξέσπασε μία μακρόχρονη εσωτερική έριδα, η οποία άλλες φορές περιοριζόταν σε πολιτικό επίπεδο και άλλοτε έπαιρνε το χαρακτήρα ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης. Η κατάσταση αυτή εξασθένησε σημαντικά τη δύναμη του Νόβγκοροντ για τις επόμενες δεκαετίες.
Το καλοκαίρι του 1471, με το στρατό τους ηττημένο από το Μοσχοβίτη Ιβάν Γ’ στη Σελόνα και το Ντβίνα, οι βΒγιάροι του Νόβγκοροντ ακύρωσαν τη συμμαχία με Λιθουανία – Πολωνία και δήλωσαν υποταγή στη Μόσχα. Κράτησαν όμως μία σχετική αυτονομία, την οποία αρχικά ο Ιβάν αποδέχθηκε, αλλά στη συνέχεια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ακυρώσει. Η οριστική ενσωμάτωση της Δημοκρατίας στο αναδυόμενο Ρωσικό βασίλειο έγινε τελικά στις 14 Ιανουαρίου 1478. Ο Ιβάν πολιόρκησε το Νόβγκοροντ και δεν έδωσε στην πόλη καμμία επιλογή, πέρα από την αποδοχή της πλήρους κυριαρχίας του.
Από εκείνη τη στιγμή, η Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ έπαυσε να υπάρχει. Για τα δεδομένα του ύστερου Μεσαίωνα, οι θεσμοί της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ εμφάνιζαν αρκετές πρωτοτυπίες. Οι εξουσίες ήταν διαχωρισμένες (αν και όχι με τη διάκριση που εφαρμόζεται σήμερα) και κύριος φορέας τους δεν ήταν ένας ηγεμόνας ή η αυλή του, αλλά ένα σαφώς ευρύτερο σώμα. Τα κυριότερα όργανα της Δημοκρατίας ήταν τα ακόλουθα:
Λαϊκή Συνέλευση (вече:βέτσε). Υπήρχε ως θεσμός επί Κράτους των Ρως, αλλά λειτουργούσε περισσότερο ως συμβουλευτικό όργανο για τα τοπικά ζητήματα. Μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας αναβαθμίσθηκε στην ανώτατη αρχή της Δημοκρατίας. Αποτελείτο από εκπροσώπους του αστικού και του ελεύθερου αγροτικού πληθυσμού, νομοθετούσε, ασκούσε τη διακυβέρνηση και αποφάσιζε ποιοι θα καταλάμβαναν τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Σύμφωνα με την παράδοση, συνεδρίαζε κάθε φορά που ένα μέλος της κτυπούσε την καμπάνα – η υπερβολή αυτή προδίδει ότι η Βέτσε συνεδρίαζε τακτικά και είχε αποφασιστική αρμοδιότητα για οτιδήποτε.
Αρχιεπίσκοπος. Έπρεπε να κατάγεται από Βογιαρική οικογένεια, επιλεγόταν όμως από τη Λαϊκή Συνέλευση και μπορούσε να ανακληθεί από αυτήν. Ήταν ο επικεφαλής του κράτους, διαχειριζόταν τα οικονομικά και τη δημόσια γη (φέουδα του Μέγα Πρίγκιπα του Κιέβου, τα οποία «κρατικοποιήθηκαν» μετά την ανεξαρτησία) και είχε την ευθύνη των διεθνών σχέσεων. Είχε επίσης δικαστικές αρμοδιότητες στον τομέα του ποινικού δικαίου.
Δούκας ή Κυβερνήτης. Ο δούκας ήταν ευγενής καταγόμενος από περιοχή έξω από τη Δημοκρατία. Τον επέλεγε η Λαϊκή Συνέλευση, η οποία τον καλούσε στο Νόβγκοροντ και υπέγραφε μαζί του συμβόλαιο, στο οποίο οριζόταν ποιες θα είναι οι αρμοδιότητές του. Κύριο καθήκον του ήταν η ηγεσία του στρατού. Σημαντικότερος δούκας του Νόβγκοροντ υπήρξε ο Αλέξανδρος Νιέφσκι, ο οποίος απέκρουσε την Τευτονική εισβολή με την περίφημη Μάχη των Πάγων το 1242.
Συντεχνίες. Ήταν οι ενώσεις των εμπόρων και των τεχνιτών. Διαιρούνταν στους Ουλιτσάνε (αυτοί που δραστηριοποιούνταν στους δρόμους της πόλης), τους Κοντσάνε (των προαστίων) και τους Σότνι (επαγγελματίες του ιδίου κλάδου). Καμμία απόφαση του κράτους που αφορούσε τα συμφέροντα μίας περιοχής ή ενός κλάδου δεν ήταν έγκυρη, εάν δεν επικυρωνόταν από την αντίστοιχη συντεχνία.
Πριγκιπάτο των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ
Κράτος που προέκυψε από τη συμμαχία των πόλεων Βλαντίμιρ και Σούζνταλ στα ανατολικά της Μόσχας, προσπάθησε να παίξει ανεπιτυχώς το ρόλο του νέου Κιέβου. Ευνοήθηκε από την έλευση λογίων, καλλιτεχνών και εμπόρων που εγκατέλειπαν το νότο για να αποφύγουν τις επιδρομές τουρκικών φυλών, οι οποίες αναθάρρησαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως. Το 1169 ο τοπικός πρίγκιπας Αντρέι Μπογκολιούμπσκι έκανε εκστρατεία κατά του Κιέβου και εγκατέστησε εκεί ως πρίγκιπα τον αδελφό του.
Το 1299 εγκαταστάθηκε στο Βλαντίμιρ η ιστορική αρχιεπισκοπή του Κιέβου. Από την αριστοκρατία του Πριγκιπάτου των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ προήλθαν οι πρώτοι ηγεμόνες της Μοσχοβίας, που με τη σειρά της ήταν η μήτρα που γέννησε τη σημερινή Ρωσία.
Πριγκιπάτο του Γκάλιτς
Το πριγκιπάτο του Γκάλιτς (η ανατολική ιστορική περιοχή Γαλικία που μοιράζονται Πολωνία και Ουκρανία) συγκροτήθηκε στα εδάφη νοτιοδυτικά του Κιέβου και εμπορευόταν με τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και τους Λιθουανούς γείτονές του. Στις αρχές του 13ου αιώνα ο τοπικός πρίγκιπας Ρομάν Μστισλάβιτς κατέκτησε το Κίεβο και αυτοανακηρύχθηκε Μέγας Δούκας των Ρως του Κιέβου.
Ο γιος του Δανιήλ ήταν ο πρώτος Σλάβος βασιλιάς που ενθρονίσθηκε από τον πάπα, χωρίς όμως να αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο που το 14ο αιώνα του απένειμε έδρα αρχιεπισκοπής. Το πριγκηπάτο έπαψε να υπάρχει στα μέσα του 14ου αιώνα όταν διαμοιράσθηκε ανάμεσα σε Πολωνούς και Λιθουανούς. Θεωρείται το πρώτο Ουκρανικό κρατικό μόρφωμα.
Ιστορική Αποτίμηση
Το κράτος των Ρως, αν και εκτεινόταν σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της εποχής του αλλά και ένα από τα πιο εξελιγμένα, εν μέρει χάρη και στο συγχρωτισμό του με το Βυζάντιο. Σε μια εποχή που στη Δυτική Ευρώπη μόνο οι ευγενείς ήξεραν να γράψουν το όνομά τους, τα περισσότερα παιδιά του Κιέβου, του Νόβγκοροντ και των άλλων μεγάλων πόλεων ήταν εγγράμματα – έχουν διασωθεί μέχρι και «σκονάκια» για το σχολείο ή ερωτικά σημειώματα προς τους συμμαθητές τους.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα άλλα Μεσαιωνικά κράτη, ο νομικός κώδικας του Γιαροσλάβου του Σοφού έθετε φραγμούς στα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης, δεν περιελάμβανε τη θανατική ποινή και μετέτρεπε τις περισσότερες ποινές από φυλάκιση σε πρόστιμο. Παρείχε επίσης στις γυναίκες αστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά, καθώς και συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν η Κιεβινή Άννα Γιαροσλάβνα παντρεύθηκε το Γάλλο βασιλιά Ερρίκο και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ρεμς, οι Γάλλοι θεωρούσαν απίστευτο για μια γυναίκα να είναι τόσο μορφωμένη.
Η οικονομική ανάπτυξη αντανακλάται εύγλωττα στα δημογραφικά στοιχεία. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ είχε ήδη αρχίσει η παρακμή, το Κίεβο είχε 50.000 κατοίκους, το Νόβγκοροντ 30.000 και το Τσερνίγκοφ επίσης 30.000. Την ίδια εποχή το Λονδίνο είχε 12.000 κατοίκους και η δεύτερη μεγαλύτερη Αγγλική πόλη, το Ουίντσεστερ, είχε 5.000.
Το κράτος των Ρως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ενοποίησε διοικητικά και πολιτισμικά μία αναρχούμενη περιφέρεια και τη μετέτρεψε σε ένα δυναμικό βασίλειο. Η εισαγωγή του Χριστιανισμού δημιούργησε ένα Βυζαντινό – Σλαβικό κράμα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πολιτισμό και τις τέχνες. Αυτός ο πολιτισμός ήταν το υλικό πάνω στο οποίο χτίσθηκε αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία.
Χρονολόγιο των Ρως
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΡΩΣ
Σύμφωνα με τη Νορμανιστική θεωρία οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά Βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες (Χαγανάτο των Ρως). Ακολούθως απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο (Β-Ν) και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα (Δ-Α), εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο (γι’ αυτό και συχνά συναντάται η ονομασία Ηγεμονία του Κιέβου).
Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου:
»Οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 ή (859 μ.Χ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα Φιννικά και Σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους. Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της Βαραγγικής φυλής Ρως – τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ».
Οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Ρούρικ και την ακρίβεια των παραπάνω ημερομηνιών, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με αυτές των εγκυρότερων Βυζαντινών πηγών και των Μπερτινιανών Χρονικών – ειδικά στα τελευταία μαρτυράται η συνάντηση κάποιων Βίκινγκ που ονομάζονταν Ρως και κατοικούσαν ανατολικά της Βαλτικής με το φράγκο Λουδοβίκο Α΄ το 839, είκοσι δηλαδή χρόνια πριν την άφιξή τους κατά το Πρώτο Χρονικό.
Η επιστημονική έρευνα κατατείνει στο ότι η εγκατάσταση των Βαράγγων στα Σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα με προγεφύρωμα το Χαγανάτο που εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία, δηλ. έναν αιώνα νωρίτερα απ’ ό,τι αναφέρει το Πρώτο Χρονικό. Η πλήρης κυριαρχία τους και η ίδρυση του Κράτους των Ρως, που ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής υπεροχής και της ηγεμονίας τους στο εμπόριο, τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν Βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού κυρίως Σλαβική.
Αφού σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους, οι Ρως προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους Βυζαντινούς: εισήγαγαν το Χριστιανισμό (μαζί με το γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι Βάραγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο Σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε Σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα.
Αντίθετη με τα παραπάνω είναι η αντινορμανιστική θεωρία, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 19ο αιώνα κυρίως από Σλάβους ιστορικούς. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ρως ήταν σλαβικό φύλο και οι Βάραγγοι απλοί μισθοφόροι. Δέχεται ότι κάποιοι από τους Βαράγγους ανέλαβαν ανώτερα αξιώματα λόγω της ικανότητάς τους στον πόλεμο, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Γενικά πάντως η ιστοριογραφία καταγράφει την άποψή τους ως λανθασμένη και συνδεδεμένη με τον πανσλαβισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στο Σλαβικό κόσμο κατά το 19ο αιώνα.
Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΔΟΣ ΒΑΡΑΓΓΩΝ – ΕΛΛΗΝΩΝ
Η Εμπορική οδός Βαράγγων – Ελλήνων (ή του Δνείπερου) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων – η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων – Ελλήνων είναι στο Ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι Βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων.
Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία. Πιθανώς η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια.
Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο Ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων – Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204.
Διαδρομή – Προϊόντα
Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από Σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας.
Τα πλοία ακολουθούσαν την εξής πορεία:
Ανατολική Βαλτική, ο σημερινός Φινλανδικός Κόλπος.
Είσοδος στον ποταμό Νέβα, στο σημείο της σημερινής Αγίας Πετρούπολης. Ανάπλους του ποταμού και έξοδος στη λίμνη Λάντογκα.
Μεταφόρτωση των εμπορευμάτων σε κωπήλατα ποταμόπλοια στον εμπορικό σταθμό Λάντογκα. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ (Πορφυρογέννητος) τα αποκαλεί μονόξυλα, που είχαν μέχρι και 40 άνδρες πλήρωμα.
Κατάπλους του ποταμού Βολκόφ και είσοδος στη λίμνη Ιλμέν δίπλα από το Νόβγκοροντ, τη σπουδαιότερη πόλη της περιοχής.
Κατάπλους του ποταμού Λόβατ. Από εκεί τα πλοία έβγαιναν στην ξηρά και μεταφέρονταν πάνω σε κάρα μέχρι τον ποταμό Δνείπερο.
Κατάπλους του Δνείπερου. Στην πορεία τα πλοία περνούσαν από το Κίεβο.
Έξοδος στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί τα πλοία εξοπλίζονταν με πανιά και έπλεαν νότια προς την Κωνσταντινούπολη.
Τα κυριότερα προϊόντα (σε παρένθεση η περιοχή προέλευσης) ήταν τα ακόλουθα:
Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία).
Κεχριμπάρι (Βαλτική).
Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ).
Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο).
Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΟΙ ΚΑΤΑΦΡΑΚΤΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ
Βαράγγους, οι Ρωμιοί αποκαλούν τους Σκανδιναυούς που καταφτάνουν ομαδόν στη μεθόριο της Μαύρης Θάλασσας από τον 9ο αιώνα μ.Χ. και μετά, εκ του ενδωνύμου vakingr –> vikingr, ήτοι «μέλος εκστρατείας», καταδρομέας, τρόπον τινά.
Ως ρωμαίικο στρατιωτικό σώμα, οι Βαράγγοι, επίσης γνωστοί και ως Πελεκυφόροι (εκ του πέλεκυ, δηλαδή της ευμεγέθους τσεκούρας (σικουρίς), που έχουν μόνιμα κρεμασμένη στο δεξί τους ώμο), σχηματίζονται εσπευσμένα από τον Βασίλειο Β΄ τον Πορφυρογέννητο ως επικουρικό άγημα 6.000 πεζών Φοιδεράτων (αυτοδιοίκητοι ξένοι μισθοφόροι) από τη Ρωσία του Κιέβου, για την καταστολή της ανταρσίας των Βάρδα Φωκά και Καλόκυρου Δελφινά. Με τα χρόνια όμως, οι πολεμιστές από τον Βορρά αποδεικνύουν την αξία τους, ενώ καθιερώνεται και η στρατολόγηση ανδρών από τη χώρα προέλευσης των Ρώσων, δηλαδή τη Σουηδία.
Γενικότερα, στο Ρωμαίικο πεζικό σώμα των Βαράγγων, γίνονται δεκτοί όσοι από τους Σκανδιναβούς το επιθυμούν. Μεταξύ τους υπάρχουν και κάποιοι παράξενοι πολεμιστές, που μάχονται με το έθιμο των εν τη μάχει τρελών (Μπερζέρκοι αυτοί που φορούν μονάχα δορά αρκούδας, οι μανιασμένοι σαν αρκούδες, λύκους και άλλα αρπακτικά ζώα, οι σαλεμένοι κατά τη μάχη, όπως οι πολεμιστές που εφαρμόζουν επίθεση «αμόκ» στη Μαλαισία και τη Μαλαϊκή Ωκεανία, ή όπως οι πρωτο- Γερμανοί ιεροί μαχητές, οι Έρουλοι), που με τη μανιασμένη τους επιμονή, εμψυχώνουν τους συντρόφους τους.
Εν τω μεταξύ, ακόμα και μετά από το 988, όταν η άρχουσα τάξη των Ρώσων εγχριστιανίζεται, με πρωτοβουλία του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Βολόντιμυρ (Володимеръ, Βάλνταμαρ, Βλάντιμιρ), εγγονού της Αγίας Όλγας (ως χήρα του μεγάλου ηγεμόνα Игорь (Ίγκορ, Ίνγκβαρ), και βασιλομήτωρ, η Όλγα βασίλεψε τις Ρωσίες για δύο δεκαετίες: 945 – 965, Χέλγκα, βαπτισμένη: Ελένα), οι Ρώσοι θα εξακολουθούν να επιτίθενται εναντίον της Ρωμανίας, με υπέρτατο στόχο, την κατάληψη της Σταμπόλης, ή Μίκλαγκαρντ (Miklagård – Μεγάλη Πόλη), ή Τσάργκραντ (Βασιλεύουσα Πόλη).
Η τελευταία επίθεση υλοποιείται από το μέγα ηγεμόνα, Γιαροσλάβο το Σοφό, το 1043, και είναι η τελευταία μονάχα επειδή, ύστερα από την εισβολή της Κυμπτσάκ – Τουρκικής φυλής των Κουμάνων, αποκόπτεται η πρόσβαση των Ρώσων στη Μαύρη Θάλασσα, με την εξαίρεση της ηγεμονίας του Τμουταρακάν, ενός Ρωσικού θύλακα που θα επιβιώσει γύρω από την Ελληνική πόλη Μάταρχα (μητρόπολη του φιλελευθέρου Ελληνιστικού έθνους των Βοσπορανών, η Ερμώνασσα), μέχρι την έλευση των σαρωτικών ορδών των Μογγόλων το 1223.
Ήδη όμως οι Ρώσοι πολεμιστές έχουν γίνει απαραίτητοι για τη Ρωμανία, επειδή έχουν εγκαινιάσει και συνεχώς επανδρώνουν τους Βαράγγους, ως σώμα ξένων μισθοφόρων, επίλεκτο πια, αντίστοιχο με τη «Λεγεώνα των Ξένων» στη Γαλλία, και τους Γκούρκας στη Βρετανία και τη Ινδία. Οι βασιλείς Αυτοκράτορες Ρωμαίων σύντομα θ’αρχίσουν να εμπιστεύονται την αφοσίωση και το μαχητικό φρόνημα των Βαράγγων. Έτσι, οι Βαράγγιοι θα καταστούν η κατεξοχήν Αυτοκρατορική φρουρά, κατά το διάστημα 11ος – 12ος αιώνα μ.Χ.
Πάντως, στην φρουρά των Βαράγγων προσλαμβάνονται άνδρες και από άλλα έθνη, όπως Δανοί, Κουλπίγγοι (Ουραλόφωνοι, ενδεχομένως Βότες και Ιζχόριοι από την Ιγκρία, ως επί το πλείστον), αλλά και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, που δραπετεύουν από το μένος των Νορμαννών κατακτητών, ύστερα από το1066, και εκτιμώνται δεόντως από τους Ρωμιούς για πάνω από τρεις αιώνες (324 χρόνια, 1080 – 1404), ως οι ανδρείοι Ιγγλινοί ή Ιγκλινοβάραγγοι.
Παράλληλα, οι Βαράγγοι αναβαθμίζονται σε επίλεκτη μονάδα, για να καταστούν τελικά, τιμητική -όσο και ουσιαστική- φρουρά φύλαξης του Ιμπεράτορα των Ρωμαίων, μέχρι και κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων.
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Πριν ακόμα κυριεύσουν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ρωσία, οι Βάραγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση αγάπης και μίσους. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί επτά εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης – καμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι Βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το υγρό πυρ.
Εμμέσως όμως οι Ρως αποκόμιζαν κάποια οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης. Το 949 Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούν στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης. Συμπεριλαμβάνονται επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Το 988 ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από το Βάραγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί το θρόνο του από το σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του Αυτοκράτορα – άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε δεκάδες συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, πέθανε επί τόπου και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή.
Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής ήταν απίστευτη η αγριότητα των Βαράγγων, οι οποίοι καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια. Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και επιβεβαιώθηκαν με τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον Αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκαλέστηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι Αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους Βίκινγκ λαούς – Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη Νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου.
Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και συμμετοχή της σε πραξικόπημα το 1071, όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε από τον Τουρκμένο Σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του Αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους Βαράγγους σε δύο τμήματα – ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού.
Πέρα από την προστασία του Αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του. Ως μισθοφόροι οι Βαράγγοι δεν υπηρέτησαν για πρώτη φορά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήδη, από τον 9ο αιώνα υπηρετούσαν τους πλούσιους πρίγκιπες των Ρως ως σωματοφυλακή.
Πολλοί έφθαναν στο Κίεβο σε μικρούς οργανωμένους στρατούς, με δικό τους οπλισμό και πλοία, έχοντας ως διοικητές μέλη της σκανδιναβικής αριστοκρατίας που είχαν εξοριστεί για πολιτικούς λόγους, ή δευτερότοκους και τριτότοκους γιους αριστοκρατών που αναζητούσαν την τύχη τους. Στο Βυζάντιο αναφέρονται για πρώτη φορά ως μισθοφόροι το 902, όταν 700 περίπου από αυτούς υπηρέτησαν στην εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον του Εμιράτου της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος πήρε μαζί του 629 Βαράγγους στη δική του προσπάθεια ανακατάληψης της Κρήτης, ενώ 415 από αυτούς πολέμησαν στην Ιταλική Εκστρατεία των Βυζαντινών το 936.
Ωστόσο, η στενή σχέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορικής αυλής με τους Βαράγγους ξεκίνησε επί της εποχής του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Ο Αυτοκράτορας αντιμετώπιζε τότε σημαντικές απειλές, όχι μόνο από τους Βούλγαρους στον Βορρά, αλλά και από τον ισχυρότατο γαιοκτήμονα της Μικράς Ασίας, Βάρδα Φωκά, ο οποίος, με τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε, αλλά και τη συγγένειά του με την προηγούμενη δυναστεία, είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε στις 14 Σεπτεμβρίου του 987 να ανακηρυχθεί ο ίδιος Αυτοκράτωρ, και να απειλεί ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα.
Τότε ακριβώς ο Βασίλειος αναζήτησε και βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του πρίγκηπα Βλαδίμηρου του Κιέβου (958 – 1014), ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Βάλνταμαρ Σβάιναλντσον, και ήταν πιστός της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας. Ο Βλαδίμηρος δέχθηκε να προσφέρει βοήθεια στον Βασίλειο με τον όρο ότι ο Αυτοκράτορας θα του έδινε ως σύζυγο την αδελφή του, πριγκίπισσα Άννα. Μετά το κλείσιμο της συμφωνίας ο ηγεμόνας του Κιέβου έστειλε στον Αυτοκράτορα μια «Ντρούζινα», δηλαδή ένα σώμα Βαράγγων πολεμιστών που αριθμούσε περί τους 6000 άντρες.
Η εικοσιπεντάχρονη τότε Άννα όμως θεωρούσε αδιανόητο μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να παντρευτεί έναν «βάρβαρο ειδωλολάτρη», και αρνήθηκε, ωθώντας τον Βασίλειο να αθετήσει τη συμφωνία. Ο Βλαδίμηρος πολιόρκησε τη Βυζαντινή πόλη της Χερσώνος (κτισμένη πάνω στην αρχαία Ελληνική αποικία Χερσόνησο της Κριμαίας) και την κατέλαβε, εξαναγκάζοντας τον Βασίλειο να τηρήσει τελικά την υπόσχεσή του, με τους όρους ότι ο Βλαδίμηρος θα εκκένωνε την πόλη και θα βαφτιζόταν Χριστιανός.
Τελικά, ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη το 989. Η «Ντρούζινα» των 6000 Βαράγγων πολεμιστών που έστειλε ο Βλαδίμηρος ως βοήθεια στον κουνιάδο του βοήθησε κατά πολύ στο να καταφέρει ο Βασίλειος να καταπνίξει τη στάση του Φωκά κοντά στη Χρυσόπολη (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, από την πλευρά της Μικράς Ασίας), και στις 13 Απριλίου της ίδιας χρονιάς στη μάχη της Αβύδου, όπου, όταν ο Φωκάς πέθανε από συγκοπή στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σφαγίασαν τους πανικόβλητους άνδρες του.
Ο Βασίλειος, ο οποίος, ειδικά μετά την ανταρσία των ισχυρών γαιοκτημόνων της Ανατολίας δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον στρατό του, κράτησε κοντά του τους Βαράγγους που πολέμησαν στη Χρυσόπολη, δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μετέπειτα Βαράγγιας Φρουράς ή Τάγματος των Βαράγγων.
ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ
Μεταξύ των μισθοφόρων του 10ου και του 11ου αιώνα ξεχωρίζει αναμφίβολα η περίφημη Φρουρά των Βαράγγων. Σύμφωνα με τον μύθο εμφανίστηκαν κάποτε στην Κωνσταντινούπολη άνδρες ρωμαλέοι, σκληροί πολεμιστές με έφεση στους καυγάδες και το ποτό (μερικές πηγές τους αποκαλούν «κρασοκανάτες») για να υπηρετήσουν «τον μεγάλο Αυτοκράτορα του Βυζαντίου». Η περιοχή προέλευσης τους ήταν η Βόρεια Ευρώπη. Υπάρχουν άφθονα ανέκδοτα και ιστορίες για τα κατορθώματά τους στους μύθους της Ισλανδίας (τα γνωστά sagas) του 12ου και 13ου αιώνα.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη εκδοχή, επρόκειτο για πολεμιστές που ήταν περιζήτητοι για την ικανότητά τους να «αναλαμβάνουν κάθε είδους υπηρεσία» μεταξύ αυτών και δολοφονίες. Το όνομά τους, Βαράγγοι, το χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι και μέσω αυτών το υιοθέτησαν οι Βυζαντινοί για να περιγράψουν τους Σκανδιναβούς πολεμιστές. Η ονομασία τους προέρχεται μάλλον από τη Νορβηγική λέξη «Βαρ», που σημαίνει λόγος τιμής και περιγράφει μια ομάδα ανδρών συνδεδεμένη με όρκους και ένα κοινό κώδικα συμπεριφοράς.
Το πιθανότερο είναι πως η περιγραφή αυτή προσομοιάζει με Βίκινγκς μισθοφόρους. Οι Βίκινγκς, Σουηδοί, εγκατεστημένοι στη Ρωσία κυρίως, επισκέφθηκαν για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη το 838, αφού είχαν ιδρύσει τη Ρωσική ηγεμονία στο Νόβγκοροντ. Το 860, μετά από μια αποτυχημένη επίθεση εναντίον της Βασιλεύουσας, ήλθαν σε συμφωνία με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ώστε κάποιοι από αυτούς τους »Ρως», όπως αποκαλούνταν, να υπηρετήσουν στον Βυζαντινό στρατό.
Αν και αυτή η συμφωνία δεν τηρήθηκε, παρόμοιες συμφωνίες έγιναν πιθανόν το 911, το 944 και το 971. Το 911, στην αποτυχημένη προσπάθεια των Βυζαντινών για ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, συμμετείχαν και 700 Ρως ναύτες. Το 955 επίσης, Ρως πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη μάχη του Χάνδακα. Ωστόσο, έως την εποχή του Βασιλείου Β΄του Βουλγαροκτόνου, καμία από αυτές τις Ρωσικές μισθοφορικές μονάδες δεν αποτέλεσε μια μόνιμη δύναμη στη διάθεση του Βυζαντινού κράτους.
Το 988 ο Βασίλειος Β΄ ζήτησε βοήθεια από τον πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί τον θρόνο του από τον στασιαστή γαιοκτήμονα Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε 6.000 Βαράγγους. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των τρομερών Βαράγγων. Πέθανε και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής οι Βαράγγοι «καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια».
Αυτοί οι «εξαίρετοι μαχητές» ορίστηκαν αμέσως ως σωματοφύλακες του Αυτοκράτορα, γιατί, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο Βασίλειος «ήξερε τις ύπουλες διαθέσεις των Ρωμαίων (δηλαδή των Βυζαντινών)» τους οποίους δεν μπορούσε να εμπιστευτεί. Το συμπέρασμα ότι οι Βαράγγοι ήταν πιστοί προκύπτει και από τα γραφόμενα της Άννας Κομνηνής, η οποία ανέφερε ότι «τρέφουν μεγάλη πίστη προς τους Αυτοκράτορες και η προστασία τους αποτελεί κάτι σαν οικογενειακή παράδοση για αυτούς, ένα είδος μυστικής συμφωνίας και κληρονομιάς που περνά από γενιά σε γενιά. Αυτή η πίστη παραμένει σταθερή χωρίς ίχνος προδοσίας».
Από τότε και μέχρι τουλάχιστον το 1341 (τελευταία αναφορά σε Βαράγγους) οι σκληροτράχηλοι αυτοί πολεμιστές θα γράψουν τη δική τους ιστορία στα πεδία των μαχών, ως η πλέον επίλεκτη Βυζαντινή στρατιωτική μονάδα. Οι Βυζαντινές πηγές αποκαλούν τους Βαράγγους «πελεκυφόρους βαρβάρους» ή «πελεκυφόρους φρουρούς», λόγω του κύριου όπλου τους, του πέλεκυ. Ωστόσο, το ξίφος πρέπει επίσης να ήταν στις προτιμήσεις τους, καθώς αποκαλούνται «αυτοί που κρεμούν το σπαθί τους στον δεξί τους ώμο».
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β’ (976 – 1025)
Παρά το γεγονός ότι Ρως μισθοφόροι, που περιλάμβαναν τόσο Σκανδιναβικά όσο και Σλαβικά στοιχεία, συμμετείχαν σε Βυζαντινές πολεμικές επιχειρήσεις από τις αρχές του 10ου αιώνα, το τάγμα και η μονάδα της Αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων συγκροτήθηκαν το 989 με αφορμή τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στο Βυζάντιο. Το 986, ο Αυτοκρατορικός στρατός υπό την ηγεσία του Βασιλείου Β’ υπέστη βαριά ήττα από το Βούλγαρο ηγεμόνα Σαμουήλ στις Πύλες του Τραϊανού.
Το γεγονός αυτό έκανε εξαιρετικά δύσκολη την καταστολή της επανάστασης του Βάρδα Φωκά, με τον οποίο είχε συνταχθεί σημαντικός αριθμός στρατηγών στη Μικρά Ασία. Για να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες, ο Βασίλειος Β’ ζήτησε τη συνδρομή του πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρου, ο οποίος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη 6.000 Ρως στρατιώτες προς ενίσχυση του Αυτοκράτορα. Οι στρατιώτες αυτοί συνέβαλαν αποφασιστικά στις νίκες του Βασιλείου Β’ στις μάχες της Χρυσοπόλεως και της Αβύδου το 989, που είχαν αποτέλεσμα τη συντριβή των επαναστατών.
Οι ικανότητες των στρατιωτών αυτών στο πεδίο της μάχης και κυρίως η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους στρατηγούς που προέρχονταν από μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, στους οποίους απέφευγε να δώσει υψηλά στρατιωτικά αξιώματα, οδήγησαν το Βασίλειο Β’ να οργανώσει τους Ρως σε τάγμα του Βυζαντινού στρατού και να ιδρύσει τη μονάδα της Αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων που αποτελούνταν αποκλειστικά από Ρως. Μία άλλη αιτία της στρατολόγησης των Βαράγγων είναι η αλλαγή του στρατιωτικού προσανατολισμού της Αυτοκρατορίας.
Από τα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα, η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου έπαψε σταδιακά να έχει αμυντικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, από τα μέσα του 10ου αιώνα απέκτησε καθαρά επεκτατικό χαρακτήρα. Συνεπώς μισθοφόροι όπως οι Βάραγγοι, που σε αντίθεση με τους στρατιώτες των επαρχιών βρίσκονταν σε συνεχή ετοιμότητα και ήταν υπό το στενό έλεγχο του θρόνου, κρίθηκαν χρήσιμοι για την πραγματοποίηση της επιθετικής στρατηγικής. Από την άλλη πλευρά, οι γηγενείς στρατιώτες, που κυρίως ήταν εγκατεστημένοι στις επαρχίες, στερούνταν εμπειρίας και πόρων για μακρόχρονες επιχειρήσεις.
Επίσης συχνά βρίσκονταν υπό την επιρροή φιλόδοξων αριστοκρατών που ανταγωνίζονταν τον Αυτοκράτορα. Αν και δεν αποκλείεται να έλαβαν μέρος σε περισσότερες εκστρατείες του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, η παρουσία των Ρως επιβεβαιώνεται στις επιχειρήσεις του συγκεκριμένου Αυτοκράτορα το 999 στη Συρία, το 1009 – 1010 στην Ιταλία, το 1016 στη Βουλγαρία και το 1021 στη Γεωργία, όπου υπάρχουν μαρτυρίες ότι διέπραξαν θηριωδίες κατά αμάχων. Επίσης, λίγο πριν από το θάνατο του Βασιλείου Β’, Βάραγγοι στάλθηκαν στη Σικελία κατά των Αράβων.
ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β’ ΕΩΣ ΤΟ 1081
Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν την επιρροή των φιλόδοξων μελών της ανώτερης αριστοκρατίας τόσο σε στρατιωτικά όσο και σε πολιτικά ζητήματα, οι διάδοχοι του Βασιλείου Β΄ διατήρησαν τους Βαράγγους και αύξησαν τη στήριξη του στρατού σε ξένους μισθοφόρους. Αναφερόμενος σε μια μονάδα των Βαράγγων που το 1034 βρισκόταν στη Μικρά Ασία, ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αποτελεί την πρώτη πηγή που χρησιμοποιεί την ονομασία Βάραγγοι αντί για Ταυροσκύθες, Ρως ή πελεκυφόροι.
Την ίδια χρονιά, ήλθε στο Βυζάντιο μαζί με 500 στρατιώτες ο Χάραλντ Χάρντραντα, ίσως ο πιο επιφανής διοικητής των Βαράγγων, καθώς υπήρξε ο μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας Χάρολντ Γ΄ (1046 – 1066). Ο ερχομός του αποτελεί ένδειξη του υψηλού κύρους που απολάμβανε το σώμα των Βαράγγων, το οποίο μπορούσε να γίνει ελκυστικό για τους Βορειοευρωπαίους στρατιώτες. Παρότι ένα σημαντικό ποσό απαιτούνταν για να γίνει κανείς δεκτός στη φρουρά των Βαράγγων, η αμοιβές τους ήταν επίσης υψηλές.
Ο Χάραλντ και οι Βάραγγοι συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στη Σικελία κατά των Αράβων από το 1038 έως το 1040 και κατά του Πέτρου Δελεάνου στη Βουλγαρία. Η καριέρα του μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας στο Βυζάντιο τελείωσε το 1042 – 1043, όταν για ασαφείς λόγους έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ө΄ Μονομάχου (1042 – 1055). Επίσης, οι Βάραγγοι φέρονται να έπαιξαν ρόλο και στην πολύπλοκη περίοδο των συνεχών συγκρούσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες από το 1042 έως το 1081, στηρίζοντας σχεδόν πάντοτε το θρόνο.
ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ – ΡΩΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (860 – 1043)
Οι πρώτες καταγεγραμμένες επαφές των Ρως με το Βυζάντιο ανάγονται στον πρώιμο 9ο αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Βάραγγοι έχουν θεμελιώσει την αρχή τους στη Ρωσική ενδοχώρα και διαπλέοντας τη Μαύρη θάλασσα εμφανίζονται προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για ληστρικές επιδρομές με συντονισμένη δράση των ιδιόμορφων πολεμικών τους πλοίων, που ήταν λεπτά αλλά ανθεκτικά και ιδιαίτερα ευκίνητα. Οι Βάραγγοι έλκονταν από τη φήμη πλούτου και ευμάρειας που χαρακτήριζε τη μεγαλύτερη τότε πόλη του κόσμου.
Οι ίδιοι ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη Miklagard (Μεγάλη Πόλη) και επεδίωκαν να λεηλατήσουν τους θησαυρούς της. Όλες οι επιθέσεις των Ρως όμως αποκρούστηκαν. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα οι Ρως επεχείρησαν πέντε φορές να καταλάβουν τη Βασιλεύουσα, αλλά απέτυχαν σε όλες. Η πρώτη επιδρομή πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 860. Ο στόλος των επιτιθεμένων περιελάμβανε διακόσια μονόξυλα, τα οποία οι Βυζαντινές πηγές αναφέρουν ως τροχαντήρια. Ήταν δηλαδή, σκάφη ταχύπλοα, πιθανώς στον τύπο των drakkar, των γνωστών πλοίων των Βίκινγκ.
Ο Βυζαντινός στόλος προέβαλε γενναία άμυνα και με τη συνδρομή του υγρού πυρός έσωσε την πρωτεύουσα από την επίθεση του «Έθνους των Αθέων Ρως». Οι Ρως επανεμφανίζονται το 907, σε μία επιχείρηση της οποίας η ιστορικότητα έχει αμφισβητηθεί από μερικούς Βυζαντινολόγους, καθώς δεν υπάρχουν βάσιμες Βυζαντινές μαρτυρίες για το γεγονός. Σε κάθε περίπτωση ως επικεφαλής της εκστρατείας αυτής φέρεται ο πρίγκηπας Όλεγκ. Η επίθεση αποκρούστηκε, οι Ρως όμως κατάφεραν να αποσπάσουν το 911 από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια συνθήκη που αναγνώριζε την ηγεμονία του Κιέβου ως ναυτική δύναμη.
Οι Βυζαντινοί αποδέχονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη Ρωσική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο, θάλασσα που έως τότε ήλεγχαν απόλυτα. Η τρίτη επίθεση κατά του Βυζαντίου πραγματοποιήθηκε το 941 -πιθανώς με τη λήξη της συνθήκης του 911- και ήταν η πλέον επικίνδυνη επιχείρηση έως τότε. Τον Ιούνιο του 941 ισχυρές δυνάμεις του στόλου των Ρως έπλευσαν έως το στόμιο του Βοσπόρου. Ήταν μία συντονισμένη στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, καθώς παράλληλα με την κατά μέτωπο ναυτική επίθεση οι Ρως αποβίβασαν πεζούς στρατιώτες στην περιοχή της Βιθυνίας.
Οι Ρωσικές αυτές δυνάμεις, που είχαν ως φανερό σκοπό να προελάσουν στην Κωνσταντινούπολη, επιδόθηκαν σε λεηλασία της περιοχής. Τελικά διαλύθηκαν από τον Βυζαντινό στρατό της Ανατολής με επικεφαλής τον Ιωάννη Κουρκούα, προτού καταστούν σημαντική απειλή. Ο Ρωσικός στόλος επίσης αποκρούστηκε και πάλι με το υγρό πυρ μπροστά από τα τείχη της πόλης. Μάλιστα λίγο πριν αποπλεύσει για να επιστρέψει στις βάσεις του στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο δέχθηκε νέα επίθεση των Βυζαντινών, τον Σεπτέμβριο του 941, και καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Νέα επίθεση των Ρως πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 944 υπό τις διαταγές του πρίγκηπα Ιγκόρ της ηγεμονίας του Κιέβου. Αυτή τη φορά η επίθεση ήταν χερσαία, καθώς ο Ρωσικός στόλος δεν είχε ανακάμψει μετά την καταστροφική εμπειρία του 941, μόλις τρία χρόνια νωρίτερα. Η επίθεση στα οχυρά του Δούναβη έγινε από Ρως και Πετσενέγους, που είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους. Η επίθεση αποκρούστηκε και τελικά ανεστάλη χάρη στη Βυζαντινή διπλωματία. Οι επιδρομείς έλαβαν χρηματικά ποσά, ενώ μεταξύ των δύο πλευρών συνομολογήθηκε νέα συνθήκη.
Ειδικές διατάξεις υποχρέωναν τους Ρως να μην επιτίθενται σε κτήσεις της Αυτοκρατορίας. Η τελευταία επίθεση των Ρως πραγματοποιήθηκε έναν αιώνα μετά, το 1043, όταν οι διπλωματικές σχέσεις των Βυζαντινών με τις ρωσικές ηγεμονίες είχαν πλέον διαταραχθεί. Ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042 – 1055) τήρησε διαλλακτική στάση απέναντι στις Ρωσικές απαιτήσεις που απέρρεαν από αιματηρές συμπλοκές Ρως και Βυζαντινών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρίγκηπας Βλαδίμηρος, γιος του ηγεμόνα του Κιέβου, επέδραμε τον Ιούλιο του 1043 κατά της Πόλης.
Η επίθεση του Βυζαντινού ναυτικού με το υγρό πυρ προκάλεσε αναταραχή στον στόλο των Ρως, που έχασαν πολλά πλοία σε υφάλους και βράχους. Το Βυζαντινό ιππικό επιτέθηκε στο μεταξύ στις μονάδες που είχαν αποβιβαστεί προκαλώντας στους Ρως απώλειες 15.000 ανδρών. Αλλες μονάδες, που είχαν συγκεντρωθεί στη Βάρνα του Δούναβη, αποκρούστηκαν από τον Κατακαλών Κεκαυμένο, στρατηγό του Παριστρίου Θέματος. Η Ρωσική στρατιωτική απειλή για την Κωνσταντινούπολη εξέλιπε έκτοτε.
ΟΙ ΡΩΣ ΩΣ ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΚΟ ΣΩΜΑ ΣΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΣΤΡΑΤΟ (911 – 988)
Μετά τη δεύτερη αποτυχημένη επίθεση των Ρως κατά του Βυζαντίου (907) και την υπογραφή της Ρωσο-Βυζαντινής συνθήκης του 911, πολλοί στρατιώτες του βόρειου αυτού λαού άρχισαν να καταφθάνουν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας για να υπηρετήσουν στον Βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι. Αλλωστε το άρθρο 8 της συνθήκης επέτρεπε στους Ρως να καταταγούν στον Βυζαντινό στρατό, είτε σε έκτακτες περιπτώσεις εκστρατείας ή πολέμου είτε σε μόνιμη βάση. Δεν αποκλείεται βεβαίως και κατά τον ύστερο 9ο αιώνα να είχαν στρατολογηθεί μικρότερες ομάδες ή μεμονωμένοι πολεμιστές.
Η πρώτη μνεία συντεταγμένων σωμάτων Βαράγγων στις τάξεις του Βυζαντινού στρατού προέρχεται από το 911. Αναφέρονται επτακόσιοι πολεμιστές από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στο «Περί βασιλείου τάξεως». Αυτοί έλαβαν μέρος ως πληρώματα του στόλου στην εκστρατεία κατά της Αραβοκρατούμενης Κρήτης, που διοργάνωσαν ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (886 – 912) και ο αρχηγός του στόλου Ιμέριος. Η εκστρατεία υπήρξε τελικά αποτυχημένη, αφού ο στόλος διαλύθηκε από αιφνιδιαστική Αραβική επίθεση. Οι Βάραγγοι έλαβαν επίσης μέρος στην εκστρατεία των Βυζαντινών στην Ιταλία το 935 με δύναμη επτά πλοίων και 415 ανδρών.
Η εκστρατεία αυτή, όπως και πολυάριθμες άλλες που ανέλαβε τον 10ο αιώνα το Βυζάντιο στην Ιταλία, απέβλεπε στην απόκρουση του Αραβικού κινδύνου, στην προστασία των μικρών Ιταλικών κρατών και στη σταθεροποίηση του δυτικού Βυζαντινού συνόρου. Το 949 οι Βυζαντινοί ανέλαβαν νέα εκστρατεία για την απελευθέρωση της Θεολέστου νήσου Κρήτης, που είχε καταστεί ορμητήριο των Σαρακηνών πειρατών και διετάρασσε τον Βυζαντινό έλεγχο του Αιγαίου. Η Βυζαντινή δύναμη ανερχόταν σε 88 πλοία και 8.847 άνδρες μαζί με τους αξιωματικούς.
Στη σχετικά μικρή αυτή δύναμη οι Ρως αριθμούσαν έξι πλοία και 629 άνδρες. Η εκστρατεία κατέληξε σε καταστροφή για τους Βυζαντινούς, κυρίως λόγω της απειρίας του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου Γογγύλη. Ο Βυζαντινός στρατός δεν κατάφερε να διατηρήσει το προγεφύρωμά του και διαλύθηκε μετά την επίθεση των Αράβων. Η απελευθέρωση της Κρήτης επιτεύχθηκε τελικά το 961, έπειτα από αρχική πολύμηνη πολιορκία του Χάνδακα, στην οποία συμμετείχαν οι Ρως ως βοηθητικοί. Στη Δύση τα Βυζαντινά εδάφη δέχονταν τις συχνές επιδρομές των Αράβων.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης οι Βυζαντινοί στράφηκαν στη Σικελία -υπό Αραβική κατοχή από το 831- για να ενοποιήσουν τον έλεγχό τους στην ανατολική και την κεντρική Μεσόγειο. Το 964 ο Βυζαντινός στόλος αποβίβασε στη Μεσσήνη ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο περιελάμβανε δύο πλοία με Ρως. Ο Βυζαντινός στρατός ανακατέλαβε μερικές πόλεις της Σικελίας αλλά απομονωμένος καθώς ήταν στο εσωτερικό της νήσου εξουδετερώθηκε.
Αυτές ήταν οι εκστρατείες στις οποίες συμμετέσχαν οι Ρως ως ξεχωριστό μισθοφορικό σώμα. Γενικά φαίνεται ότι οι Βυζαντινοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τους βόρειους πολεμιστές κατά των Αράβων, διότι ήταν υψηλόσωμοι και άγριοι στην όψη αλλά και στην πολεμική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να εμπνέουν τρόμο στους Άραβες. Το σώμα των Ρως μετεξελίχθηκε σε ιδιαίτερη μονάδα, τη Φρουρά των Βαράγγων, στα τέλη του 10ου αιώνα.
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΑΓΓΟΣ
H φρουρά των Bαράγγων αποτελεί μία από τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του Bυζαντίου. Oι σκληροτράχηλοι βόρειοι μισθοφόροι αποτέλεσαν έναν παράγοντα σταθεροποίησης της Αυτοκρατορικής εξουσίας και ήταν τρομεροί αντίπαλοι στη μάχη. Την εποχή του Bασίλειου B’ του Bουλγαροκτόνου, ένας νέος παράγοντας ήλθε να ανατρέψει τις ισορροπίες στο Βυζαντινό στρατό. H σύνδεση με τον οίκο του Kιέβου με γάμο, έφερε ως «προίκα» στην Kωνσταντινούπολη 6.000 σκληροτράχηλους πελεκηφόρους Pως πολεμιστές, τους οποίους ο Bασίλειος χρησιμοποίησε για να επικρατήσει στη διαμάχη του με τον Bάρδα Φωκά.
Ήταν η αρχή της φρουράς των Βαράγγων, ενός σώματος Pως (αρχικά) μισθοφόρων σε Αυτοκρατορική υπηρεσία, οι οποίοι είχαν πολυσχιδή ρόλο, ως σωματοφύλακες του Αυτοκράτορα, πολεμιστές πρώτης γραμμής, όταν αυτό ήταν απαραίτητο, και τελευταία γραμμή άμυνας της νομιμότητας, όταν αυτή βρίσκονταν σε κίνδυνο. Oι Βάραγγοι δεν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά την εποχή του Βασίλειου σε Αυτοκρατορική υπηρεσία. Ήδη από τα μέσα του 9ου αιώνα, πριν από την εποχή που οι Pως είχαν πολιορκήσει δύο φορές την Κωνσταντινούπολη, μισθοφόροι Pως είχαν ενταχθεί στις Αυτοκρατορικές δυνάμεις.
Σποραδικά, Pως υπηρετούσαν σε Αυτοκρατορικά σώματα (καθώς φαίνεται ήταν ενταγμένοι στις τακτικές θεματικές δυνάμεις) σε όλη τη διάρκεια του 10ου αιώνα. Ωστόσο, επί Βασίλειου B’, οι Βάραγγοι έγιναν για πρώτη φορά ένα συντεταγμένο σώμα στην υπηρεσία του βασιλέα. Αρχικά, οι Βάραγγοι ήταν Pως, δηλαδή, κυρίως Σκανδιναβοί Βίκινγκς με καταγωγή από τη Σουηδία, που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα που αργότερα πήρε το όνομά τους (Ρωσία), είτε ως μισθοφόροι, είτε ως επικυρίαρχοι Σλαβικών οικισμών, είτε ως έμποροι.
Από τις αρχές του 11ου αιώνα και άλλοι Σκανδιναβοί άκουσαν για την ημι-μυθική «Μίλγκαρντ», όπως ονόμαζαν οι Βίκινγκς την Κωνσταντινούπολη, και θέλησαν να πλουτίσουν κοντά στον πιο γενναιόδωρο εργοδότη του κόσμου, το Βασιλέα των Ρωμαίων. Ένας από αυτούς τους άγριους μισθοφόρους ήταν ο Χάραλντ, που αργότερα επονομάστηκε Χαρντράντα («σκληρός ηγεμόνας») και έγινε βασιλιάς της Νορβηγίας. O Χάραλντ και οι σύντροφοί του εξορίστηκαν από τη Nορβηγία όταν σκοτώθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του και βασιλιάς της χώρας, Όλαφ.
Μετά από αρκετές περιπλανήσεις, ο Χάραλντ με τους συμπολεμιστές του εντάχθηκαν στη φρουρά των Βαράγγων (περί το 1034) όπου υπηρέτησαν μέχρι το 1045. Ενδεικτικό του πόσο γενναιόδωρος ήταν ο Αυτοκράτορας προς τους Βαράγγους ήταν το ότι ο Χάραλντ, με τα πλούτη που συγκέντρωσε, κατάφερε να επιστρέψει στη Νορβηγία και να διεκδικήσει το θρόνο, τον οποίο τελικώς κατέλαβε αρχικά μαζί με τον Μάγκνους A’ και στη συνέχεια ως μόνος άρχων. Mία ακόμη διασημότητα που φέρεται να ήταν μέλος της φρουράς ήταν ο εξόριστος πρίγκιπας της Αγγλίας, Έντουαρντ Έθελινγκ, στα τέλη του 11ου αιώνα.
Μέχρι την εποχή της μάχης του Χέιστινγκς στην Αγγλία, οι Βάραγγοι ήταν κυρίως Σκανδιναβοί, είτε Σουηδοί-Pως, είτε Νορβηγοί και λιγότεροι Δανοί. Μετά την ήττα του Αγγλοσάξονα ηγεμόνα της Αγγλίας, Χάρολντ Γκόντβινσον, και την κατάκτηση της χώρας από τους Νορμανδούς, μεγάλοι αριθμοί Σαξόνων βρήκαν καταφύγιο στην επίλεκτη βασιλική φρουρά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Tην ίδια εποχή, αναφέρονται Γότθοι της Κριμαίας μεταξύ των Βαράγγων. Tα επόμενα χρόνια, έως και το τέλος των Βαράγγων (το οποίο τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα) στη φρουρά εντάσσονταν Σκανδιναβοί, Σάξονες, Γότθοι, Ρώσοι, καθώς και Γερμανογενείς.
ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ
Η επίσημη δημιουργία της Φρουράς των Βαράγγων ως διακριτού επίλεκτου σώματος τοποθετείται χρονολογικά στο έτος 988 από τους περισσότερους μελετητές (Μπλεντάλ, Μπενεντίκτς, Ντώσον κ.ά.). Ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος (976 – 1025) αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τα στασιαστικά κινήματα των αριστοκρατών Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά. Το κίνημα του Βάρδα Σκληρού (976 – 979) κατεστάλη έπειτα από φονικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Οι οικογένειες γαιοκτημόνων της Μικράς Ασίας όμως δεν παραιτήθηκαν από την προσπάθειά τους να ελέγξουν τον Βυζαντινό θρόνο.
Στις αρχές του 987 ξέσπασε νέο στασιαστικό κίνημα υπό τον Βάρδα Σκληρό, ο οποίος τελικά
συμμάχησε με τον Βάρδα Φωκά κατά του Αυτοκράτορα. Ο Βάρδας Φωκάς έφθασε στα τέλη του 987 στη Χρυσόπολη του Βοσπόρου, πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκρατορικός στρατός δεν επαρκούσε για να αντιμετωπίσει σε χερσαία σύγκρουση τα στρατεύματα του Φωκά, καθώς εκείνος ήταν απασχολημένος στη Θράκη με το να αποκρούει τις επιδρομές των Βουλγάρων. Το στασιαστικό κίνημα είχε αποδεδειγμένα τη στήριξη των Αράβων, που είχαν φιλοξενήσει τον Βάρδα Σκληρό μετά το πρώτο αποτυχημένο εγχείρημά του.
Ως αντάλλαγμα οι Άραβες θα ελάμβαναν βυζαντινά εδάφη στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Σε αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή ο Αυτοκράτορας επικαλέσθηκε τη Βυζαντινο-Ρωσική συμφωνία του 971. Η συνθήκη προέβλεπε ότι οι Ρως θα ενίσχυαν τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα σε περίπτωση ανάγκης. Στις αρχές του 988 κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη μία Ρωσική στρατιά επίλεκτων μαχητών (druzina), η οποία αριθμούσε 6.000 άνδρες. Το μισθοφορικό αυτό σώμα εστάλη από τον ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ως αντάλλαγμα για την υπερπολύτιμη στρατιωτική βοήθεια ο Βασίλειος δέχθηκε να δώσει σε γάμο με τον Βλαδίμηρο την αδελφή του Άννα. Η στρατιωτική συμμαχία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας ενισχυόταν με αυτόν τον τρόπο και αποκτούσε σημαντική πολιτική διάσταση. Οι 6.000 Βάραγγοι παρατάχθηκαν μαζί με τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα και κατά την πρώτη αιφνιδιαστική επιχείρηση έξω από την Κωνσταντινούπολη συνέτριψαν τις μονάδες των στασιαστών στη Χρυσόπολη. Στη συνέχεια ο Βασίλειος Β’ κινήθηκε προς την παραθαλάσσια πόλη Άβυδο, που πολιορκούσε ο Φωκάς επί μήνες.
Η πόλη είχε καταφέρει να αντισταθεί χάρη στον τακτικό ανεφοδιασμό της φρουράς της από τον Αυτοκρατορικό στόλο. Στις 13 Απριλίου 989 ο Αυτοκρατορικός στρατός συναντήθηκε με τους στασιαστές έξω από την Άβυδο. Οι ενωμένες δυνάμεις Βυζαντινών και Βαράγγων θριάμβευσαν στο πεδίο της μάχης διαλύοντας τους αντιπάλους τους. Ο Βάρδας Φωκάς βλέποντας τη συντριβή του στρατού του και τα «Αυτοκρατορικά» του όνειρα να εξανεμίζονται υπέστη καρδιακό επεισόδιο και πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης.
Μετά την οριστική επικράτησή του επί των στασιαστών ο Βασίλειος Β’ αντιλήφθηκε ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου σώματος, απόλυτα πιστού στον Αυτοκρατορικό θρόνο, ήταν επιτακτική. Ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει χαρακτηριστικά στη «Χρονογραφία» του: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος γνώριζε τις ύπουλες και προδοτικές διαθέσεις των Ρωμαίων και αφού είχε πρόσφατα δεχθεί στην υπηρεσία του μία μεγάλη ομάδα εξαίρετων Ταυροσκυθών τους συγκέντρωσε ξεχωριστά και τους όρισε να είναι διακριτό σώμα».
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που είναι η επικρατέστερη, η Φρουρά των Βαράγγων συστάθηκε επίσημα στα τέλη του 10ου αιώνα. Δεν υπάρχουν, πάντως, σαφείς και αδιαμφισβήτητες πηγές για ένα τέτοιο γεγονός, καθώς πολυάριθμα Βυζαντινά αρχεία έχουν καταστραφεί με την πάροδο του χρόνου. Μία άλλη άποψη, αυτή του μελετητή Γκράεμ Γουόκερ, τοποθετεί χρονολογικά την ίδρυση της Φρουράς στο έτος 1041 από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη.
ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Η Φρουρά περιελάμβανε από εθνολογική άποψη Βίκινγκ πολεμιστές που προέρχονταν από τις περιοχές της Σκανδιναυίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Είναι πιθανό να υπήρχαν και άτομα Σλαβικής καταγωγής μεταξύ των Ρως που υπηρετούσαν στον Βυζαντινό στρατό, καθώς οι αρχικοί Σκανδιναυικοί πληθυσμοί που είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία είχαν έλθει σε επιμιξία με το τοπικό στοιχείο. Ορισμένες ιστορικές πηγές, όπως ο Άραβας χρονικογράφος Ιμπν Χορνταντμπάχ (9ος αιώνας), περιγράφουν τους Ρως ως «ποικιλία Σλάβων».
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και λόγιοι αναφέρουν τους Βαράγγους ως Ρως, Σκύθες και Ταυροσκύθες κατά τον 9ο και 10ο αιώνα. Οι όροι αυτοί υποδεικνύουν την προέλευση των Βαράγγων από την περιοχή της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Ταυρικής χερσονήσου (Κριμαίας). Η εθνολογική σύσταση της Φρουράς άρχισε να μεταβάλλεται κατά τον ύστερο 11ο αιώνα λόγω σημαντικών γεγονότων σε άλλες χώρες. Το 1066 οι Νορμανδοί υπό τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή κυρίευσαν την Αγγλία.
Ως συνέπεια, ένα σημαντικό ποσοστό του ηττημένου Αγγλο-Σαξονικού και Αγγλο-Δανικού πληθυσμού διέφυγε από την Αγγλία, ιδίως μετά από μία σειρά μέτρων κατά των Σαξόνων γαιοκτημόνων που υιοθέτησαν οι Νορμανδοί. Αρχικά κατέφυγαν στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, στη Γαλλία και στη Γερμανική Αυτοκρατορία, ελπίζοντας σε πολιτειακή μεταβολή που θα διευκόλυνε την επιστροφή τους. Τελικά αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στις εκτάσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την προοπτική του πλουτισμού και της πολεμικής περιπέτειας. Η εθνολογική αυτή μεταβολή των Βαράγγων αντανακλάται και στις Βυζαντινές πηγές της περιόδου.
Η μελέτη «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου (1075 – 1078) αναφέρει Άγγλους που υπηρετούν στη Φρουρά. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει επίσης στο έργο της «Αλεξιάς» (12ος αιώνας) την ύπαρξη Άγγλων στρατιωτών. Η ίδια μάλιστα συνδέει τον θεσμό της Φρουράς των Βαράγγων με τα αντίστοιχα σώματα ξένων στρατιωτών που υπηρετούσαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά την αρχαιότητα. Ειδικά για τους Βαράγγους αναφέρει ότι αυτοί προέρχονταν από τη νήσο Θούλη (εννοώντας την Αγγλία) και κατατάσσονταν από τους αρχαίους χρόνους στα Ρωμαϊκά στρατεύματα.
Σταδιακά το Αγγλικό στοιχείο (Αγγλο-Σάξονες και Αγγλο-Δανοί) άρχισε να υπερισχύει έναντι του αρχικού Ρωσο-Σκανδιναυικού, έτσι ώστε τον 12ο αιώνα η πλειοψηφία των μελών της Φρουράς να είναι Αγγλικής καταγωγής. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και από τον Βυζαντινό χρονικογράφο Κίνναμο (περ. 1180). Πιθανότατα υπήρξε νέα ενίσχυση της Φρουράς με Σκανδιναυούς πολεμιστές μετά το 1195, οπότε ο Αυτοκράτορας με απεσταλμένους του στους βασιλείς της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Δανίας ζήτησε την αποστολή τουλάχιστον 1.200 ανδρών για να στελεχώσουν τη Φρουρά.
Το γεγονός διασώζεται και στη Νορβηγική ποίηση, στη Sverrirssaga. Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204, οι Βάραγγοι περιελάμβαναν Άγγλους και Δανούς (Σκανδιναυούς) φύλακες, όπως αναφέρουν τα χρονικά των σταυροφόρων Βιλλαρδουίνου και Ροβέρτου του Κλαρί. Μετά το 1204 δεν αναφέρεται νέα προσέλευση Σκανδιναυών στις τάξεις των Βαράγγων και η πλειοψηφία τους αποτελείται σαφώς από Αγγληνούς, όπως τους χαρακτηρίζουν οι πηγές.
Το 1272 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ χρησιμοποιεί τον όρο Αγγλοβαράγγειοι για τα μέλη της Φρουράς, καταδεικνύοντας έτσι τη μικτή της σύνθεση. Από τον 13ο αιώνα έως και το τέλος της Αυτοκρατορίας η μεγάλη πλειοψηφία των Βαράγγων είναι Αγγλοι στρατιώτες. Ενα άλλο πληθυσμιακό στοιχείο που απαντάται στη Φρουρά από τον 11ο αιώνα ήταν οι Βαυαροί, που στις Βυζαντινές πηγές αναφέρονται ως Νεμίτζοι. Ταυτοχρόνως η Φρουρά είχε απωλέσει την αυστηρή συνοχή της και τον διακριτό της χαρακτήρα και περιέλαβε διάφορες εθνικότητες. Η Φρουρά είχε συσταθεί τον 10ο αιώνα ως «εταιρεία των πεζών».
Αποτελούσε, δηλαδή, ειδικό σώμα πεζικού. Επικεφαλής της ήταν ο ακόλουθος (ή πρόξιμος), υφιστάμενος άλλοτε του Δρουγγαρίου της βίγλας, αξιωματούχου του παλατίου. Σύμφωνα με τον μελετητή Ράισκε ο τίτλος αποτελεί μετάφραση του Νορβηγικού όρου folgher (σύντροφος, συμπολεμιστής). Ο ακόλουθος -κατ’ άλλη άποψη επειδή βρισκόταν δίπλα στον βασιλέα- ήταν υπεύθυνος για την εμφάνιση, την εκπαίδευση και τη γενικότερη κατάσταση της Φρουράς. Κατά τις επίσημες εξόδους του Αυτοκράτορα βάδιζε ακριβώς πίσω του και αμέσως μετά έρχονταν οι Βάραγγοι φέροντας τους πελέκεις τους.
Η θέση του ακολούθου θεωρείτο ιδιαίτερα σημαντική στη Βυζαντινή διάρθρωση της αυλής και πολύ συχνά οι αξιωματούχοι αυτοί ανελάμβαναν ειδικές διπλωματικές και στρατιωτικές αποστολές. Μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επέφερε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1083 – 1118) οι στρατιωτικές εταιρείες, σώματα στην υπηρεσία των ανακτόρων, συμπτύχθηκαν σε μία ενιαία μονάδα, την εταιρεία. Ο μέγας εταιρειάρχης ήταν πλέον διοικητής της ανακτορικής φρουράς των Βυζαντινών στρατιωτών και ο ακόλουθος διοικητής του αντίστοιχου σώματος των ξένων στρατιωτών.
Ιεραρχικά ο ακόλουθος ήταν υφιστάμενος του μεγάλου εταιρειάρχη. Το αξίωμα του ακολούθου κατείχαν αποδεδειγμένα κατά τον 11ο αιώνα τα εξής πρόσωπα: στις αρχές του 11ου αιώνα ο Ράνγκβαλντ, κατά την περίοδο 1035 – 1044 ο Χάραλντ Σίγκουρντσον (Harald Sigurdson), που αργότερα έγινε βασιλέας της Νορβηγίας ως Χάρολντ ο Ανηλεής (Harald Hardrada), και περί το 1080 ο Ναμπίτης, εξελληνισμένο όνομα. Ο ακόλουθος δεν ήταν πάντοτε ή κατ’ ανάγκη Βάραγγος. Οι περισσότεροι αξιωματούχοι που διετέλεσαν ακόλουθοι ήταν Ελληνες.
Άλλο αξίωμα ήταν αυτό του μέγα διερμηνευτή, Βυζαντινού που ερχόταν σε συνεννόηση με τους Βαράγγους ως εκπρόσωπος της Αυτοκρατορίας. Αυτός χρησίμευε και στη διευθέτηση ενδεχομένων διαφορών που ανέκυπταν μεταξύ των Βαράγγων ή μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών στρατιωτών. Μια από τις αιτίες διαμάχης ήταν οι ιδιαίτερα υψηλοί μισθοί που ελάμβαναν τα μέλη της Φρουράς. Οι μηνιαίες αποδοχές κάθε πολεμιστή ανέρχονταν σε δέκα, δώδεκα ή και δεκαπέντε χρυσά νομίσματα, ανάλογα με τις στρατιωτικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας και τις οικονομικές της δυνατότητες.
Το 911 λ.χ. οι 700 Ρως πολεμιστές που συμμετέσχαν στην εκστρατεία του Ιμερίου στην Κρήτη έλαβαν 7.200 χρυσά νομίσματα, δηλαδή δέκα ο καθένας και κάποια παραπάνω οι αρχηγοί τους. Εκτός από τον βασικό αυτό μισθό οι Βάραγγοι πολύ συχνά ελάμβαναν πρόσθετα ποσά, τις ρόγες, αλλά και δώρα που τους παρέχονταν κατά τις μεγάλες εορτές του Βυζαντινού κράτους. Άλλωστε μετά τις πολεμικές συγκρούσεις οι Βυζαντινοί επικεφαλής τους επέτρεπαν να λαμβάνουν σημαντικό τμήμα των λαφύρων. Μετά την περίφημη μάχη του Κλειδίου (1014), όπου οι Βυζαντινοί κατατρόπωσαν τους στασιαστές Βουλγάρους, τα πολυάριθμα λάφυρα κατανεμήθηκαν ως εξής :
Ένα τρίτο έλαβε ο Αυτοκράτορας, ένα τρίτο οι Βυζαντινοί στρατιώτες και το άλλο τρίτο οι Βάραγγοι. Ήταν μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη κίνηση, που φανερώνει και την αναγνωρισμένη πολεμική ικανότητα των Βαράγγων. Οι Σκανδιναυικές σάγκες (επικά ποιήματα) περιέχουν πολλές αναφορές στον πλούτο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στον θαυμαστό κόσμο της Κωνσταντινούπολης. Η αρχαιολογική έρευνα επίσης έχει φέρει στο φως χιλιάδες Βυζαντινά νομίσματα που μετέφεραν στις χώρες τους οι βόρειοι μισθοφόροι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χάρολντ Σίγκουρντσον, που ήταν ακόλουθος της Φρουράς. Μετά την επιστροφή του στη Σκανδιναυία ο Χάρολντ χρησιμοποίησε τα τεράστια χρηματικά ποσά που είχε συγκεντρώσει κατά την υπηρεσία του στο Βυζάντιο για να εξοπλίσει ικανά στρατεύματα και να καταλάβει τον θρόνο της Νορβηγίας. Έπειτα από όλα αυτά δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι κατά τον 11ο και 12ο αιώνα τουλάχιστον οι υποψήφιοι για εισδοχή στη Φρουρά όχι μόνον υφίσταντο ιδιαίτερη δοκιμασία αλλά πλήρωναν και σημαντικό ποσό για την είσοδό τους στο σώμα.
Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Η φρουρά των Βαράγγων ταξινομείται μεταξύ των πιο διάσημων Μεσαιωνικών στρατιωτικών μονάδων ενώ είναι η πιο γνωστή μισθοφορική μονάδα του Βυζαντινού Στρατού. Ο όρος Varager – ή σύμφωνα με άλλους Varagger – σημαίνει τα άτομα που μοιράζονται έναν όρκο. Η ρίζα είναι του όρου είναι η αρχαία Νορσική λέξη VAR που σημαίνει υπόσχεση ή υποχρέωση. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τους Σκανδιναβούς τυχοδιώκτες και τους εμπόρους που ακολούθησαν τους ρωσικούς ποταμούς από το Βορρά ως τη Μαύρη Θάλασσα.
O 8ος και 9ος μ.Χ. αιώνες ήταν περίοδοι ταραχών για τη Σκανδιναυία με κεντρικό σημείο τις δυναστικές διαμάχες. Οι χαμένοι της κάθε σύγκρουσης μετανάστευαν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Οι κάτοικοι της ανατολικής Σκανδιναυίας, κυρίως Σουηδοί άρχισαν επιδρομές αρχικά στις Βαλτικές ακτές όπου σήμερα βρίσκονται τα κράτη της Λετονίας, Λιθουανίας και Εσθονίας. Ακολουθόντας τον ρού των ποταμών εισήλθαν στην περιοχή που σήμερα βρίσκονται η Λευκορωσσία, η Ρωσσία, και η Ουκρανία.
Άλλοτε ήταν επιδρομείς και άλλοτε μισθοφόροι στη υπηρεσία των «Βιέτσε» – των δημογεροντιών δηλαδή, των Μεσσαιωνικών Σλαβονικών οικισμών. Εκεί πέρα ήρθαν σε επαφή με τα αργυρά Αραβικά και χρυσά Βυζαντινά νομίσματα σε ποσότητες αδιανόητες στο Βορρά. Κάποιοι από αυτούς πιθανώς ήρθαν σε επαφή με τις Βυζαντινές πόλεις της Κριμέας. Ο πειρασμός να κατέβουν στο μυθικό Νότο ήταν μεγάλος. Το 858 μ.Χ. οι οπλαρχηγοί Ρούρικ και Ολεγκ (Helgi) ιδρύουν το Κίεβο. Το 857 μ.Χ. βασισμένοι σε φήμες ότι η Μεγάλη Πόλη – η Μίλγκαρντ όπως ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη ήταν αφύλακτη επιχείρισαν επιδρομή, η οποία απέτυχε.
Οι Βυζαντινοί τους περιέγραψαν αρχικά ως «Ρως». Αυτοί οι άντρες εντάχθηκαν στο Βυζαντινό Στρατό ως συμμαχικά τμήματα ήδη από 861 μ.Χ. Η πιο γνωστή αποστολή τους είναι με το στρατηγό – κατόπιν Αυτοκράτορα – Nικηφόρo Φωκά στην Κρήτη (960 μ.Χ). Εντάχθηκαν στο στρατό του Θρακικού θέματος υπό τον Νικηφόρο Παστιλά. Αν και είχαν βαριές απώλειες από ενέδρα λόγω αμέλειας ανέτρεψαν την εις βάρος τους κατάσταση με αξιοθαύμαστο θάρρος.
Οι ηγεμόνες του Κιέβου στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν εμπορικά προνόμια επέδραμαν πάλι κατά τη Πόλης το 907 και το 941 και αναχαιτίστηκαν με τη βοήθεια του υγρού πυρός. Παρά τα προβλήματα, το θάρρος τους και η μαχητικότητά τους έγιναν αιτία να συνεχίσουν οι Βυζαντινοί να τους προσλαμβάνουν ως μισθοφόρους. Μέχρι αυτή την περιόδο δεν αποτελούσαν επίλεκτο σχηματισμό και ίσως διαμοιράζοντο ανάμεσα στα «θεματικά» στρατεύματα προς αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΗ
Προήχθησαν σε επίπεδο φρουράς – σωματοφυλακής από το Βασίλειο τον «Βουλγαροκτόνο». Εστάλησαν σε αυτόν από τον πρίγκηπα Βλαδίμηρο του Κιέβου για να τον βοηθήσουν ενάντια σε στασιαστές το 988, κατόπιν υπόσχεσης του αυτοκράτορα ότι ο Βλαδίμηρος θα παντρευόταν την αδελφή του Άννα. Συνέβαλαν αποφασιστικά στην υποταγή των στασιαστών και από τότε βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους «ήταν ψηλοί όπως τα φοινικόδεντρα με ξανθά μαλλιά και ροδοκόκκινα πρόσωπα. Μάχονταν με τους μεγάλους πέλεκυς σε έναν σχηματισμό που έμοιαζε με τοίχο».
Η Άννα Koμνηνή λέει αναφέρει για αυτούς ότι «θεωρούν την προστασία του προσώπου του Αυτοκράτορα ως ιερό καθήκον». Ήταν πιστοί ακόμη και σε εξαιρετικά αντιδημοφιλείς Αυτοκράτορες. Βοηθούσε άλλωστε το γεγονός ότι ήταν αλλοδαποί που δεν καταλάβαιναν ενδεχομένως τα Ελληνικά και δεν είχαν άλλες διασυνδέσεις εκτός από τον Αυτοκράτορα – για να μην αναφέρει κανείς τους παχυλούς μισθούς τους. Μετά δε την επιδείνωση της αποτελεσματικότητας του Βυζαντινού Στρατού μετά το 1071, παρέμειναν ο πιο αξιόπιστος σχηματισμός στη διάθεση Αυτοκρατόρων.
Οι άντρες υπόκεινται σε πειθαρχία και ελέγχους. Εκτός από τα Βυζαντινά τακτικά ενγχειρίδια ακόμα και οι Σκανδιναυικοί θρύλοι μιλάνε για τις τακτικές επιθεωρήσεις. Υπάρχουν αναφορές ότι η επιλογή ήταν αυστηρή αλλά και αναφορές για δωροδοκίες για την είσοδο στη φρουρά. Η αποτλεσματικότητά τους όμως αποδεικνύει ότι αυτό ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οι Βάραγγοι ήταν κυρίως μια μονάδα βαριά οπλισμένου πεζικού που βασιζόταν στη συνοχή του σχηματισμού για να διασπάσει τον εχθρό. Οι Σκανδιναυοί συνηθισμένοι να πολεμούν στη θάλασσα γίνονταν επίσης εξαίρετοι πεζοναύτες.
Με καλύτερη ηγεσία ίσως να είχαν σώσει ακόμη και την Κωνσταντινούπολη το 1204 αλλά ακόμη και τα καλύτερα στρατεύματα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τους ανίκανους ηγήτορες. Μετά από αυτή την περίοδο αναφέρονται μέχρι το 1384, αλλά στα μέσα του 14ου αιώνα ίσως να είναι μόνο στρατεύματα για παρελάσεις και τελετές.
Η ΛΕΓΕΩΝΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ
Η πλειοψηφία των ανδρών μέχρι το 1075 πρέπει να ήταν Σκανδιναβοί που έρχονταν κυρίως μέσω των Ρωσικών υδάτινων οδών. Η υπηρεσία στη φρουρά φαίνεται να έδινε κύρος όπως φαίνεται από τις διάσπαρτες Ρουνικές επιγραφές που διακηρύττουν σε όλους ότι κάποιος υπηρέτησε στην ακολουθία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Περίπου το 1070 αναφέρονται και ως Tαυροσκύθαι, υπονοώντας ότι υπάρχουν Γότθοι της Κριμαίας στις τάξεις τους. Στα 1075 Aγγλοσάξονες πρόσφυγες απαντώνται στις τάξεις της φρουράς. Τα κείμενα της εποχής περιγράφουν αυτά τα άτομα ως «Ενγκλίννoι» (Άγγλοι).
Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στην ανεπιτυχή μάχη του Δυρραχίου εναντίων των Νορμανδών (1081) και τα πιο μεταγενέστερα κείμενα μιλούν για «βόρειους άντρες». Αν και οι Σκανδιναβοί όπως και οι Αγγλοσάξονες ήταν οι συνήθεις νεοσύλλεκτοι, ένα μεγάλο μέρος των φρουρών ήταν πλέον Γότθοι της Κριμαίας και οι Ρώσοι. Μετά το 1300 είναι επίσης πιθανή η στρατολόγηση Γερμανών που πιθανόν έρχονταν ως προίκα των δυναστικών γάμων που έκαναν οι Βυζαντινοί με τους Γερμανούς Αυτοκράτορες. Γενικά το σώμα των Βαράγγων απετέλεσε μία πολυεθνική λεγεώνα στην οποία υπηρετούσαν πολεμιστές από την Βόρεια Ευρώπη.
Τα πρώτα στρατεύματα που πολέμησαν με τον Βασίλειο Β’, πρέπει να είχαν λίγη ή καθόλου ομοιομορφία στην εμφάνισή τους. Οι άντρες είχαν πολύ «Βίκινγκ» Σκανδιναβική εμφάνιση. Θα φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα με κοντά μανίκια και κωνικά κράνη τύπου «Spangenhelm» αποτελούμενα από τέσσερα τουλάχιστον σιδηρά ελάσματα που συγκρατούντο με τη βοήθεια μιας μεταλλικής στεφάνης. Οι αρχηγοί τους θα είχαν ενδεχομένως κράνος τύπου «Gjermudbu» που αποτελείτο και αυτό από ελάσματα και ήταν λιγότερο κωνικό από το προαναφερόμενο.
Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν μια σιδερένια μάσκα που κάλυπτε τα μάτια και τραχηλοφυλακτήρες από αλυσιδωτό θώρακα. Επίσης ένα κράνος «Σλαβικού τύπου » με οξεία κωνική απόληξη δεν θα ήταν ασυνήθιστο. Tα κράνη δεν έφεραν εσωτερική επένδυση και προσαρμόζονταν πάνω σε ειδικά διαμορφωμένους μάλλινους ή δερμάτινους σκούφους, ενώ είχαν τρύπες για δερμάτινα λουριά που χρησιμοποιούντο σαν υποσιάγωνα.
Ο θώρακας πάλι θα φερόταν πάνω από ένα ειδικά διαμορφωμένο μάλλινο ή δερμάτινο «υποθωράκιο» (το Βυζαντινό «καμβάδιο») που θα βοηθούσε στην απορρόφηση των κραδασμών από τα βίαια χτυπήματα στη διάρκεια των συμπλοκών. Σύγχρονες έρευνες αποκάλυψαν ότι ο θώρακας παρείχε εξαιρετική προστασία από βέλη παρά τα περί του αντιθέτου μέχρι τώρα γραφόμενα. Η χαρακτηριστική στρογγυλή Σκανδιναβική ξύλινη ασπίδα με τον μεταλλικό ομφαλό στο κέντρο θα ήταν η κυρίαρχη προστασία αλλά κανένας μπορεί να αποκλείσει τη χρήση των ορθογώνιων «Σλαβικών» ασπίδων.
Όσοι μπορούσαν, θα είχαν ενισχύσει την περίμετρο των ασπίδων με μεταλλικά ελάσματα.
Χρησιμοποιούσαν δόρατα αλλά ενδεχομένως ακόμη και ακόντια. Τα μακριά Σκανδιναβικά ξίφη με τους εγχάρακτους ρούνους θα αποτελούσαν μέρος του εξοπλισμού τους αλλά πιθανόν θα εφέροντο κυρίως από τους αξιωματικούς. Μια μεγάλη ποικιλία μαχαιριών και στιλέτων θα χρησίμευαν ως δευτερεύοντα όπλα αλλά και εργαλεία. Τα στιλέτα θα κυμαίνονταν από το μονόκοπο Σαξονικό μαχαίρι (sax) έως τις πιο εξωτικές Ασιατικές κυρτές λεπίδες.
Και τέλος, το «γενειοφόρο» τσεκούρι «Skeggox» θα ήταν πιο κοινό αρχικά, αλλά ο μεγάλος «Δανέζικος» πέλεκυς έκανε γρήγορα την εμφάνισή του. Τα ενδύματά τους θα ήταν κυρίως χονδροΰφαντοι Σκανδιναβικοί μάλλινοι χιτώνες και παντελόνια αλλά το φαρδύ ριγωτό Σλαβικό παντελόνι και οι μακριές μπότες αναφέρονται επίσης από τους χρονικογράφους. Το μπλε του Σκανδιναβικού θεού Odin θα ήταν κυρίαρχο χρώμα αλλά οι κόκκινοι επενδύτες θα βρίσκονταν μεταξύ των ηγητόρων. Οι υπόλοιποι άνδρες θα έφεραν γκρίζους μανδύες ή γούνες ζώων που θα χρησιμοποιούντο και ως κλινοσκεπάσματα εκστρατείας.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Aν και οι Bάραγγοι ήταν το κατεξοχήν σώμα της Αυτοκρατορικής φρουράς, καθώς εθεωρείτο πιστό σώμα στον Αυτοκράτορα (ο οποίος ήταν ο απευθείας εργοδότης τους), στην πραγματικότητα μετείχαν κανονικά σε μάχες, ακόμη και όταν δεν εκστράτευε ο Αυτοκράτορας. Bρίσκουμε αναφορές για τους μεγαλόσωμους πολεμιστές του Bορρά σε πάρα πολλές μάχες που έδωσαν οι Αυτοκρατορικές στρατιές σε Ανατολή και Δύση, από τον 10ο αιώνα έως και την όγδοη δεκαετία του 13ου αιώνα.
Αντίθετα, για τον 14ο αιώνα δεν υπάρχουν τέτοιες αναφορές, κάτι που ενδεχομένως υπονοεί ότι οι Βάραγγοι -σαφώς ολιγάριθμοι, πλέον- είχαν περιοριστεί σε ρόλο τιμητικής φρουράς του Αυτοκράτορα. Καθώς ήταν σωματοφυλακή του Αυτοκράτορα, αλλά ταυτόχρονα το πλέον επίλεκτο τμήμα του Βυζαντινού στρατού, οι Βάραγγοι περνούσαν από αυστηρή επιλογή για να ενταχθούν στο σώμα. Yπήρχαν αυστηρά σωματομετρικά στάνταρ, στοιχεία σχετικά με την πολεμική εμπειρία, αλλά και την αξιοπιστία κ.ά.
Ορισμένοι που δεν πληρούσαν τα κριτήρια, αλλά ήθελαν να εισέλθουν στη φρουρά, μετέρχονταν οποιουδήποτε μέσου, ακόμη και της δωροδοκίας. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο που αποδεικνύει πόσο υψηλές ήταν οι αμοιβές και το κύρος που απολάμβαναν οι Βάραγγοι στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα. Πέρα από τα αξιοσέβαστα οικονομικά ανταλλάγματα, η υπηρεσία στη φρουρά του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων έδινε αυξημένο γόητρο σε εκείνους που είχαν την τύχη να επιλεγούν. Έχουν βρεθεί πολλές Ρουνικές επιγραφές από Σκανδιναβούς πολεμιστές που υπερηφανεύονταν για το ότι μετείχαν στη φρουρά του βασιλιά της Μίλγκαρντ.
ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΜΑΧΗΣ
Oι Βάραγγοι πολεμούσαν με τον τυπικό τρόπο των συμπατριωτών τους. Έχοντας επιθετικό οπλισμό, αποτελούμενο από πέλεκυ, σπαθί, δόρυ και εγχειρίδιο, και διαθέτοντας μία αξιόπιστη ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικά ελάσματα, οι Βάραγγοι στη μάχη σχημάτιζαν το λεγόμενο «τείχος ασπίδων». Ανάλογα με το αν είχαν να αντιμετωπίσουν πεζικό ή ιππικό, χρησιμοποιούσαν τα κατάλληλα όπλα. Εναντίον ιππικού, τα δόρατα ήταν προφανώς τα πρωτεύοντα όπλα. Καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, εφόσον ήταν στην άμυνα, δέχονταν την έφοδο των αντιπάλων και ανταπέδιδαν άμεσα, επιτιθέμενοι με ορμή.
Kατά κανόνα, οι Βυζαντινοί στρατηγοί τούς χρησιμοποιούσαν σε επιθετικούς ρόλους. H έφοδος των γιγαντόσωμων πολεμιστών του Βορρά με τους ογκώδεις πελέκεις, ήταν ένα πραγματικά τρομακτικό θέαμα και ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι στρατοί που μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν χωρίς να διαλυθούν εις τα εξ ων συνετέθησαν.
Περίφημη ήταν επίσης η αγριότητα των Βαράγγων, τους οποίους χρησιμοποίησαν ουκ ολίγοι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για «βρόμικες» δουλειές, όπως η ερήμωση ολόκληρων επαρχιών. Παρά την αγριότητά τους και τη ροπή τους προς τη λεηλασία, οι Βάραγγοι ήταν από τα πλέον αξιόπιστα τμήματα του Αυτοκρατορικού στρατού και σε πολλές περιστάσεις αποτέλεσαν «σωσίβιο» για τον εργοδότη τους σε δύσκολες περιστάσεις.
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΟΠΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Η Φρουρά των Βαράγγων έδρευε στην Κωνσταντινούπολη (στα ανάκτορα) και συγκεκριμένα στους χώρους όπου παλαιότερα ήταν εγκατεστημένοι οι Εξκουβίτορες (φρουρά του παλατιού). Αποστολή της Φρουράς ήταν η προστασία της ζωής του Αυτοκράτορα, συμβόλου του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και επί γης εκπροσώπου της Θεϊκής τάξης. Οι Βάραγγοι ήταν πάντοτε κοντά στον αυτοκράτορα και είναι αλήθεια ότι ήταν απόλυτα πιστοί στον θεσμό.
Οι μόνες περιπτώσεις κατά τις οποίες βοήθησαν στον εκθρονισμό Αυτοκράτορα ήταν όταν υπήρχε εξίσου νόμιμη ή δικαιολογημένη υποψηφιότητα για τον θρόνο ή όταν με τις πράξεις του ο Αυτοκράτορας υπερέβαινε τα νόμιμα και έθετε εαυτόν εκτός δικαίου. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη (1041 – 1042) ο οποίος προκάλεσε λαϊκή εξέγερση όταν εξόρισε τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ζωή. Ο Μιχαήλ τελικά καταδικάστηκε σε τύφλωση, ποινή που σύμφωνα με τις Σκανδιναυικές πηγές εκτέλεσε ο τότε ακόλουθος Χάρολντ Σίγκουρντσον.
Εκτός από τη διαφύλαξη της ζωής του Αυτοκράτορα η Φρουρά ανελάμβανε και την προστασία των ανακτόρων, αλλά και την άμυνα ολόκληρης της Βασιλεύουσας σε κατάσταση ανάγκης. Οι Δυτικοί ιππότες της Δ’ Σταυροφορίας αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση των Βαράγγων, όταν κατέλαβαν την Πόλη. Φαίνεται ότι οι Βάραγγοι χρησιμοποιούντο ενίοτε και για τη γενικότερη τήρηση της δημόσιας τάξης, καθώς δεν ανήκαν σε καμία από τις αντίπαλες μερίδες της Βυζαντινής αριστοκρατίας αλλά ήταν πιστοί μόνον στον Αυτοκράτορα.
Κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις οι Βάραγγοι ακολουθούσαν τον Αυτοκράτορα, τόσο ως σωματοφυλακή του, όσο και ως επίλεκτο εκστρατευτικό σώμα. Σε επιχειρήσεις που κρίνονταν σημαντικές για την υπεράσπιση της Αυτοκρατορίας οι Βάραγγοι συμμετείχαν και χωρίς τον Αυτοκράτορα. Ο οπλισμός των Βαράγγων είχε επηρεαστεί από τη Σκανδιναυική τους καταγωγή, ενώ δεν λείπουν και οι Βυζαντινές επιρροές, ιδίως σε μεταγενέστερες περιόδους. Βασικό επιθετικό όπλο τους ήταν ο πέλεκυς, που τους προσδιόριζε ως την πελεκυφόρο φρουρά.
Το όπλο αυτό, που στις πηγές αναφέρεται και ως τζικούριον (από το αντίστοιχο Ρωμαϊκό όπλο securis), ήταν απλός ευρύστομος πέλεκυς, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, με βαρύ ξύλινο στειλεό (τύπος Μ της κατάταξης των Σκανδιναυικών όπλων του Πέτερσεν). Ενίοτε ο πέλεκυς έφερε στην περίμετρο του οπίσθιου μέρους εγχάρακτη διακόσμηση από απλά φυτικά και ζωικά μοτίβα. Άλλο επιθετικό όπλο ήταν το σπαθί, σε τυπικές φόρμες των Σκανδιναυικών χωρών. Είχε ευρεία, βαριά μονόστομη λεπίδα με πεπλατυσμένο κεντρικό τμήμα και δύο νευρώσεις κατά τον άξονά της.
Ο Ψελλός αναφέρει μεταξύ του τυπικού οπλισμού των Βαράγγων «ένα βαρύ σιδερένιο σπαθί μονόστομο, που το απέθεταν στον ώμο όταν δεν το χρησιμοποιούσαν». Ο φυλακτήρας του σπαθιού ήταν αρκετά μεγάλος, με σχετικό βάρος, ώστε να εξισορροπείται το βάρος της λεπίδας. Αυτή η κατασκευή διευκόλυνε τον χειρισμό του σπαθιού κατά τη μάχη. Όπως και οι υπόλοιποι Βίκινγκ, οι Βάραγγοι χρησιμοποιούσαν υπολογισμένα το σπαθί, μελετώντας τις κινήσεις του αντιπάλου και καταφέροντας περιορισμένα αλλά αποφασιστικά κτυπήματα.
Οι Βάραγγοι χρησιμοποιούσαν επίσης δόρατα και ακόντια, όπλα που μαζί με τους πελέκεις
απεικονίζονται συχνά σε Βυζαντινά χειρόγραφα. Οι λόγχες των δοράτων έφεραν ενίοτε εγχάρακτη ή ζωγραφιστή διακόσμηση. Ο Λέων ο Διάκονος αναφέρει και τόξα μεταξύ του οπλισμού των Βαράγγων. Βασικό αμυντικό τους όπλο ήταν η ασπίδα, συνήθως κυκλική, από αλληλοκαλυπτόμενες στρώσεις ξύλου με μεταλλική επένδυση. Αρχικά, κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, οι Βάραγγοι χρησιμοποιούσαν κυρίως στρογγυλές ασπίδες, ενώ κατά τον 12ο αιώνα περισσότερο τις τριγωνικές, επηρεασμένοι από τους Βυζαντινούς.
Άλλος τύπος ασπίδας που απαντάται ήδη από τον 10ο αιώνα, αν και περιορισμένα, είναι ο ορθογωνικός, με μεγάλη ξύλινη επιφάνεια ενισχυμένη με περιμετρική μεταλλική ταινία και πρόσθετες μεταλλικές επιθέσεις. Είναι Σλαβικής προέλευσης και επικράτησε στη Ρωσία από τον 9ο αιώνα και επί μεγάλο διάστημα. Η ζωγραφική διακόσμηση των ασπίδων περιελάμβανε γεωμετρικά μοτίβα στην περίμετρο και ζωικές συνήθως μορφές στην κύρια επιφάνεια, δράκοντες ή το κοράκι, ιερό πτηνό του θεού Όντιν και σύμβολο των Βίκινγκ κατά τη μάχη.
Τα κράνη των Βαράγγων ήταν αρχικά Σκανδιναυικής και Σλαβικής προέλευσης. Ήταν απλά, με ή χωρίς ρινικό κάλυμμα, και σχήματος κωνικού ή οξυκόρυφου (τα Σλαβικά). Συχνά ήταν κατασκευασμένα από ένα μόνο κομμάτι μετάλλου. Άλλα ήταν σύνθετα και έφεραν ενισχυτικές μεταλλικές ταινίες. Οι αλυσιδωτοί θώρακες αφορούν κυρίως Βυζαντινή επιρροή και καθιερώθηκαν μάλλον τον 11ο αιώνα. H σύσταση της Φρουράς ως διακριτής μονάδας θα συνετέλεσε και στη σχετική εξομοίωση της ενδυματολογίας.
Η τελευταία ασφαλώς θα είχε επηρεαστεί από τα Βυζαντινά πρότυπα. Το ίδιο άλλωστε συνέβη με τους Βίκινγκ στη Νορμανδία και στην Αγγλία. Ο εξοπλισμός συμπληρωνόταν από μεταλλικές ή ξύλινες περικνημίδες και περιβραχιόνια. Κατά τη διεξαγωγή της μάχης οι Βάραγγοι εφάρμοζαν ιδιαίτερες τακτικές παράταξης και εφόδου. Οργανωμένοι ως επίλεκτο πεζικό, προχωρούσαν αρχικά σε αδιάσπαστο μέτωπο σχηματίζοντας με την αλληλεπικάλυψη των ασπίδων τους ένα αδιαπέραστο τείχος από ατσάλι και ξύλο (skjaldborg).
Κατά την επίθεση αναπτύσσονταν σε σχηματισμό σφήνας και κραδαίνοντας τους πελέκεις τους έπεφταν με ορμή πάνω στα αντίπαλα στρατεύματα, προκαλώντας ρήγματα στη διάταξή τους. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ότι οι Βάραγγοι πολεμούσαν με μεγάλη ανδρεία και μανία,
μεθυσμένοι από την έξαψη της μάχης. Με τον τρόπο αυτό επεδίωκαν να πετύχουν αποδιοργάνωση των αντιπάλων, όπως η οπλιτική φάλαγγα των αρχαίων Ελλήνων.
Η ιδιαίτερη αυτή μανία των Βαράγγων, που περιγράφουν οι πηγές, ασφαλώς αντανακλά τον εντυπωσιασμό τον οποίο προκαλούσε η ορμητικότητα των βορείων πολεμιστών (αντίστοιχες ήταν οι περιγραφές των Ρωμαίων για τους Κέλτες). Δεν γνωρίζουμε αν η πολεμική αυτή συμπεριφορά φανερώνει την ύπαρξη πολεμιστών berserker ανάμεσά τους. Οι berserker ήταν πολεμιστές που με τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών ή με αυθυποβολή περιέρχονταν σε κατάσταση έκστασης κατά τη μάχη και σε πολεμική φρενίτιδα.
Σύμφωνα με τον Άραβα Χαρούν ιμπν Γιάχια, ο οποίος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο αιώνα, η καθημερινή στολή των Βαράγγων αποτελείτο από γαλάζιες μεταξωτές τουνίκες, κόκκινους μανδύες, και χρυσοποίκιλτους πελέκεις με πολύ μακριά λαβή που οι Βαράγγοι χειρίζονταν και με τα δύο χέρια (Ο Μιχαήλ Ψελλός τους αποκαλεί «οι τους πελέκεις από του δεξιού χεριού σείοντες ώμου).
Είναι προφανές, και από την πολεμική παράδοση των Σκανδιναβών και των Αγγλοσαξόνων από τους οποίους προέρχονταν οι περισσότεροι, ότι οι Βαράγγοι πολεμούσαν πεζοί, χρησιμοποιώντας κυρίως αγχέμαχα όπλα, όπως δόρατα, ξίφη και τσεκούρια, καθώς και ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικό ομφαλό. Αν και τόσο η θωράκιση όσο και ο οπλισμός τους δεν αναφέρονται ρητά στα Βυζαντινά χρονικά, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ως επίλεκτο σώμα και σωματοφυλακή του ίδιου του Αυτοκράτορα θα έπρεπε να έφεραν βαριά θωράκιση, με κράνος και μακρύ αλυσιδωτό θώρακα που θα τους προστάτευε από τα χτυπήματα του εχθρού και τα βέλη.
Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα αναφέρει ότι στη μάχη του Δυρραχίου, το 1081, οι Βαράγγοι κουράστηκαν έπειτα από τη γρήγορη μετακίνησή τους στο πεδίο της μάχης από «από τους άχθους των όπλων» και ως γνωστόν στην έννοια των «όπλων» οι Έλληνες συμπεριλάμβαναν και τον αμυντικό οπλισμό. Τα όπλα των Βαράγγων, και ιδίως τα ξίφη και τα τσεκούρια τους, ήταν γι’ αυτούς κάτι σχεδόν έλλογο, και πολύ συχνά τους έδιναν ονόματα. Από την ισλανδική Σάγκα του Γκρέτιρ του Δυνατού μαθαίνουμε ότι πριν από κάθε εκστρατεία γινόταν επίσημη επιθεώρηση των όπλων της Βαράγγιας Φρουράς:
«Οι Βαράγγοι διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για την υπεράσπιση της πατρίδας. Συνήθειο και νόμος ήταν πριν ξεκινήσουν να παρουσιάζουν για επιθεώρηση τα όπλα τους, και έτσι κι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Την ορισμένη ημέρα της επιθεώρησης, οι Βαράγγοι, και όλοι όσοι θα τους ακολουθούσαν, έπρεπε να εμφανιστούν και να δείξουν τα όπλα τους. Ο Θόρμπιορν ήταν ο πρώτος, και έδειξε το ξίφος του, το Γκρέτισνοτ».
Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ
Με την επίσημη αναγόρευση σε μονάδα φρουράς και την πρόσβαση στα Αυτοκρατορικά στρατιωτικά αποθέματα η εμφάνιση του σχηματισμού θα πρέπει να άλλαξε. Διανεμήθηκαν στερεότερα κωνικά κράνη με ρινοφυλακτήρες, φτιαγμένα από ένα ενιαίο κομμάτι μετάλλου. Η προστασία των ανδρών θα αναβαθμίστηκε με την παροχή και φολιδωτών «γιλέκων», εκτός του αλυσιδωτού θώρακα. Οι περικνημίδες και επιχειρίδες, αποτελούμενες από ορθογώνια τμήματα μετάλλων, προσαρμοσμένες με δερμάτινα λουριά χρησιμοποιούνταν για να προστατεύσουν τα χέρια και τα πόδια.
Οι κυκλικές ασπίδες με την εικόνα του κορακιού, που φαίνεται να υιοθετείται ως έμβλημα μονάδος, χρησιμοποιήθηκαν επίσης. Στο τέλος του 11ου αιώνα όμως θα πρέπει μάλον αν είχαν αντικατασταθεί από μακρόστενες οξύλυνκτες ασπίδες. Εμφανίζονται βαμμένες κόκκινες στο χειρόγραφο του Σκυλίτζη αλλά μία αγιογραφία του 11ου αιώνα τους αναπαριστά με λευκές ασπίδες. Το κύριο όπλο ως βασιλική φρουρά θα ήταν ο μεγάλος «Δανέζικος» πέλεκυς, στον οποίον οφείλουν το όνομά τους «Πελεκυφόρος Φρουρά» . Το τσεκούρι τους κατέστησε διάσημους και με αυτό απεικονίζονται συχνότερα.
Μερικοί χρονικογράφοι αναφέρουν επίσης τη «ρομφαία», περιγράφοντας την ως μονόκοπο ξίφος που χρησιμοποιείτο και με τα δύο χέρια. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με το ποιο όπλο αναφέρεται με αυτόν τον όρο. Λαμβάνοντας υπόψη μια ευθεία μονόκοπη λεπίδα που βρίσκεται στο μουσείο του Όσλο, μπορούμε ακίνδυνα να υποθέσουμε ότι ήταν ένα παρόμοιο ξίφος με διπλή λαβή.
Με βάση την απεικόνιση των χειρογράφων του Σκυλίτζη μπορούμε να δεχτούμε ότι η λόγχη χρησιμοποιήθηκε επίσης από τη φρουρά των Βαράγγων.
Η δυνατότητά άλλωστε των Βαράγγων να αποκρούσουν τους Νορμανδούς ιππότες σε διάφορες περιπτώσεις πρέπει να έχει σχέση με τη χρήση της λόγχης σε πυκνό σχηματισμό. Οι Βαράγγοι θα άρχιζαν πιθανώς την υπηρεσία τους με το Νορβηγικό ή το «σλαβικό» τύπο λόγχης αλλά όσο περισσότερο έμεναν στη φρουρά ο εξοπλισμός που τους θα μεταβαλλόταν όλο και περισσότερο σε Βυζαντινός. Τα σωζόμενα διακοσμητικά σχέδια των λεπίδων των λογχών, με ένθετο ασήμι, θα πρέπει φυσιολογικά να συνδέονταν με τους ηγήτορες μονάδων. Τέτοια δείγματα βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Το ξύλινο τμήμα της λόγχης θα προστατευόταν από την επαφή με το έδαφος με τη χρήση μεταλλικού σαυρωτήρα. Και εδώ υπάρχει διχογνωμία εάν ήταν φτιαγμένος από χαλκό – δεδομένου ότι το ξέρουμε από την αρχαία Ελλάδα – ή από σίδηρο όπως μαρτυρούν κάποια από τα κωνικά σιδηρά υποδείγματα που βρίσκονται στο οπλοστάσιο του Κρεμλίνου στη Μόσχα. Ο ιματισμός τους θα ήταν ένας ακόμη τρόπος για να υποδηλώνεται η μεγαλοπρέπεια του Αυτοκρατορικού εργοδότη τους. Το λεπτό βαμβάκι ή ποιοτικό μαλλί ή ακόμα και το μετάξι θα παρεχόταν ή θα μπορούσε να αγοραστεί με τους υψηλούς μισθούς τους.
Το χρώμα θα ήταν κυρίως το στρατιωτικό κόκκινο με τις πορφυρές λωρίδες και τα χρυσά κεντήματα για τα οποία οι Βυζαντινοί ήταν διάσημοι. Τα λεπτότερα και πιο πολυτελώς διακοσμημένα ενδύματα πάλι θα ήταν πιο κοινά για τους ανώτερους βαθμοφόρους. Ο Μπόλι Μπόλασον και ο Χάραλντ ο «Αυστηρός», μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας, περιγράφονται στις Σκανδιναβικές αφηγήσεις (Sagas) με λεπτεπίλεπτα κόκκινα και χρυσά ενδύματα. Βασισμένοι σε σπάνιες αγιογραφίες του 11ου αιώνα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι για την υπηρεσία σε θερμότερα κλίματα, η στολή εκστρατείας θα ήταν άσπρη με κόκκινες ή πορφυρές λωρίδες.
Ένα άσπρο τουρμπάνι θα τυλιγόταν γύρω από το κράνος ως προστασία από τη θερμότητα. Το ίδιο πράγμα ακριβώς, όπως έκαναν οι ιππότες στην Ισπανία και την Παλαιστίνη. Οι φρουροί του 13ου και 14ου αιώνα ίσως να είχαν μια ελαφρώς διαφορετική εμφάνιση. Κράνη που μοιάζουν με σιδηρά καπέλα και που απεικονίζουν διάφορους Αγίους, όπως ένα δείγμα που βρίσκεται στο μουσείο του Κρεμλίνου. Τα πρόσωπα καλύπτονται με σιδηρά προσωπεία όπως εκείνα που βρέθηκαν στο Αυτοκρατορικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη. Οι περικνημίδες θα γίνονταν πλέον από στερεά μονοκόμματα μεταλλικά ελάσματα.
Οι Γερμανοί στρατιώτες και ιππότες, αν δεχτούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν στη φρουρά γύρω στο 14ο αιώνα, θα έφεραν τη θωράκιση και τον οπλισμό των Γερμανών πολεμιστών της περιόδου.
Tο όπλο που έγινε σήμα κατατεθέν των Bαράγγων, ήταν ο πέλεκύς τους. Oυκ ολίγες Βυζαντινές πηγές τούς αναφέρουν ως «πελεκηφόρος φρουρά». Aρχικά το κύριο όπλο των Bαράγγων ήταν ο Σκανδιναβικός «γενειοφόρος» πέλεκυς, το Skeggox. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό όπλο, το οποίο κατά κανόνα χρησιμοποιείται για τρομερά χτυπήματα με φορά από κάτω προς τα πάνω ή από τα δεξιά προς τα αριστερά, με καταστρεπτικά αποτελέσματα.
O «γενειοφόρος» πέλεκυς αρχικά χρησιμοποιούνταν σε ειρηνικές ασχολίες, καθώς το μακρύτερο «γένι» το έκανε ιδιαίτερα εύχρηστο για κόψιμο και καθαρισμό ξύλων. O γενειοφόρος πέλεκυς δεν ήταν ο μόνος που χρησιμοποιούσαν οι Bάραγγοι. Tον 12ο αιώνα φαίνεται να χρησιμοποιούνταν ευρύτερα ο «Δανέζικος πέλεκυς», που ήταν δημοφιλής μεταξύ των Αγγλοσαξώνων και των Δανών.
Aρκετές διαφορετικές απόψεις υπάρχουν σχετικά με το τι ακριβώς ήταν η ρομφαία των Bυζαντινών και ειδικότερα αυτή που κρατούσαν οι Bάραγγοι. H αναφορά του όρου γίνεται από το Mιχαήλ Ψελλό, ο οποίος σημείωνε ότι οι Bάραγγοι ήταν εξοπλισμένοι με ρομφαία. Kατά κανόνα, ήδη από την εποχή των Θρακών (που ήταν οι «εφευρέτες» του όπλου) ως ρομφαία νοείτο μία μακριά, ελαφρά κυρτή λεπίδα με μεγάλο συνήθως πλάτος, προσαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στέλεχος. Xρησιμοποιείτο κυρίως για θλαστικά πλήγματα και αποδείχτηκε τόσο αποτελεσματική, που υιοθετήθηκε από πολλούς Ελληνιστικούς στρατούς.
Tην εποχή του Ψελλού δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν η ρομφαία. Δεν αποκλείεται να ήταν ένα παρόμοιο όπλο, για το οποίο ωστόσο δεν έχουμε ουδεμία αναπαράσταση από βυζαντινή πηγή. Yπάρχει μία μικρή πιθανότητα ως ρομφαία να εννοεί τους πελέκεις, αλλά πιθανότερο είναι να υπονοούνται μεγάλα σπαθιά που κρατιόνται και με τα δύο χέρια (κάτι σαν πρώιμα zweihander). Aυτό συνάγεται και από τον όρο «Pομφαία Δίστομος», που υπονοεί ένα όπλο με δύο κόψεις (η ρομφαία έχει μία κόψη).
Ασπίδα – Κράνος:
Oι πρώτοι Pως μισθοφόροι που έφθασαν στην Kωνσταντινούπολη θα πρέπει να ήταν εξοπλισμένοι με αμυντικά όπλα που χρησιμοποιούνταν στις περιοχές απ’ όπου προέρχονταν. Tο κράνος που ήταν δημοφιλές εκείνη την εποχή ήταν το λεγόμενο Spangenhelm, που ήταν κατασκευασμένο από μεταλλικά τμήματα και προσέφερε μέτρια προστασία. Aρκετοί, προφανώς, έφεραν το κωνικό Σλαβικό κράνος. Στη συνέχεια, οι Bάραγγοι, ιδιαίτερα εκείνοι που καταλάμβαναν αξιώματα μέσα στη φρουρά, φαίνεται ότι εξοπλίστηκαν με ανώτερης ποιότητας κράνη από το Αυτοκρατορικό οπλοστάσιο.
Oι ασπίδες των Bαράγγων επίσης θα πρέπει να ήταν αρχικά τόσο οι ορθογώνιες Σλαβικού τύπου όσο και οι στρογγυλές ομφαλοφόρες Σκανδιναβικού τύπου. Oι τελευταίες, πέρα από το μεταλλικό ομφαλό, συχνά είχαν μεταλλικό χείλος και «δεσίματα», που αύξαναν την αντοχή τους. Στις αρχές του 12ου αιώνα πηγές παρουσιάζουν τους Bαράγγους να είναι εξοπλισμένοι με τις τριγωνικές ασπίδες που ήταν δημοφιλείς εκείνη την εποχή στη Δ. Eυρώπη. Πανοπλία:
Oι Bάραγγοι κατά κανόνα κρατούσαν όσο περισσότερα από τα «παραδοσιακά» όπλα τους θεωρούσαν ότι ήταν χρήσιμα στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και συμπλήρωναν τον οπλισμό και τη θωράκισή τους με απάρτια από τα Αυτοκρατορικά αποθέματα. O τυπικός θώρακας του Bαράγγου ήταν αλυσιδωτός και φοριόταν πάνω από ένα βαρύ εφαπλωματοποιημένο ένδυμα που προστάτευε το φέροντα από την τριβή με το θώρακα, αλλά προσέφερε και αύξηση της προστασίας συνολικά.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν επί τρεις αιώνες έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λόγω της αλλοδαπής τους προέλευσης, σπάνια ενεπλάκησαν στις δολοπλοκίες τοπικών αρχόντων και ήταν τυφλά πιστοί στον αυτοκράτορα και μόνον. Η Άννα Κομνηνή είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το ζήτημα: «την προς αυτόν πίστην ακράδαντον διατηρούσι, και ουδέ ψιλόν πάντως ανέξονται περί προδοσίας λόγον».
Η αμοιβή τους ήταν πολύ καλή, 10 με 15 χρυσά νομίσματα τον μήνα, συν επιπλέον δώρα κάθε Πάσχα, στην άνοδο του κάθε νέου Αυτοκράτορα στον θρόνο, καθώς και σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα στις πολεμικές εκστρατείες. Αυτό προκαλούσε τον φθόνο των υπόλοιπων στρατιωτικών μονάδων αλλά και των αυλικών του παλατιού. Ο Ψελλός τους θεωρούσε παράσιτα και κηφήνες «οίους ειώθασι παρατρέφειν οι βασιλείς» , αλλά είναι φανερό ότι απέδειξαν την αξία τους για την Αυτοκρατορία σε πολλές μάχες. Αγαπούσαν υπερβολικά το κρασί, και ήταν συχνά μεθυσμένοι, κυρίως όταν δεν είχαν υπηρεσία.
Κάποιες Ισλανδικές Σάγκες της εποχής τους αποκαλούν «κρασοσακούλες του Αυτοκράτορα». Αν και ένας σημαντικός αριθμός τους κατοικούσε μέσα στο παλάτι, οι αριθμοί που δίδονται από ιστορικές πηγές της εποχής είναι υπερβολικά μεγάλοι για να δεχθούμε ότι όλοι στρατωνίζονταν εκεί. Είναι πολύ πιθανόν οι περισσότεροι να ζούσαν στη συνοικία του Αγίου Μάμαντα, όπως και οι πρώτοι έμποροι Ρως που είχαν φθάσει τον 9ο αιώνα. Αν και αρκετοί από τους πρώτους Βαράγγους ήταν σίγουρα πιστοί των αρχαίων Θεών, οι περισσότεροι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Από τον 11ο αιώνα είχαν και τη δική τους εκκλησία, την Παναγία την Βαραγγιώτισσα, κοντά στην Αγία Σοφία. Ο Ισλανδός χρονικογράφος Σνόρι Στούρλουσον αναφέρει ότι η εκκλησία ήταν επίσης αφιερωμένη στον Άγιο Όλαφ (τον βασιλιά της Νορβηγίας που στις αρχές του 11ου αιώνα εκχριστιάνισε βίαια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της) και μάλιστα ότι πάνω από την Αγία Τράπεζα υπήρχε το ξίφος του Αγίου-Βασιλιά. Όσοι Βαράγγοι ζούσαν στο ανάκτορο κατείχαν διαμερίσματα στους πάνω ορόφους, τους οποίους, όπως φαίνεται από τη Σάγκα του Χάραλντ, τους κέρδισαν στον κλήρο που έβαλαν με τους Έλληνες ομοίους τους:
«Οι Έλληνες και οι Βαράγγοι διαφώνησαν για τα δωμάτια και αποφάσισαν να λύσουν τη διαφωνία με κλήρο. Έτσι ο Χάραλντ και οι Βαράγγοι πήραν τα πάνω δωμάτια, και από εκείνη την εποχή έγινε κανόνας στα πάνω δωμάτια να κατοικούν Βόρειοι». Πολλοί Βαράγγοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους πλούσιοι. Το Ισλανδικό Έπος του Λαξτάιλα μιλάει για έναν από αυτούς, τον Μπόλι Μπόλασον:
«Ο Μπόλι κατέβηκε από το πλοίο με τους έντεκα συντρόφους του. Όλοι οι σύντροφοί του φορούσαν άλικα ρούχα και ίππευαν πάνω σε ασημοστολισμένες σέλλες. Ήταν εντυπωσιακοί, μα ο Μπόλι τους ξεπερνούσε όλους. Φορούσε ρούχα από χρυσοκέντητο μετάξι που του είχε χαρίσει ο Έλληνας Αυτοκράτορας, κι από πάνω έναν άλικο μανδύα. Στη ζώνη του είχε το σπαθί που ονόμαζαν «Ποδοκόφτη», του οποίου η λαβή ήταν δεμένη με χρυσάφι.
Φορούσε χρυσοστόλιστο κράνος στο κεφάλι, και είχε στο πλευρό του μια κόκκινη ασπίδα με έναν χρυσό καβαλάρη. Στο χέρι του κρατούσε μια λόγχη, όπως συνηθίζεται στις ξένες χώρες. Όπου κι αν γύρευαν κατάλυμα για τη νύχτα, οι γυναίκες δεν έδιναν προσοχή σε τίποτε άλλο εκτός από τον Μπόλι και τους συντρόφους του» .
Ασφαλώς δεν γύρισαν όλοι οι Βαράγγοι πίσω στις πατρίδες τους. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης. Πολλές Ρουνικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στη Σουηδία είχαν στηθεί στη μνήμη των Βαράγγων που δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στο Βυζάντιο ως «Χώρα των Ελλήνων» (Grikkland) και στους Βυζαντινούς ως Έλληνες (Grikkjar). Οι Βαράγγοι έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μακριά από την πατρίδα τους, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έβλεπαν στη ζωή τους τίποτα περισσότερο από το χωριό στο οποίο είχαν γεννηθεί.
Οι περισσότεροι πέθαναν υπερασπιζόμενοι την τιμή των όπλων και τον όρκο τους προς τον Αυτοκράτορα, πολεμώντας για μια ξένη πατρίδα, την πατρίδα που οι ιστορικοί αποκαλούν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που οι ίδιοι οι Βαράγγοι όμως αποκαλούσαν Ελλάδα.
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 989 – 1071
Η καταστολή των στασιαστικών κινημάτων των γαιοκτημόνων της Μικράς Ασίας επέτρεπε στον Βασίλειο Β’ να ασχοληθεί πιο ενεργά με τους πολυάριθμους αλλόφυλους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες διαμάχες οι Άραβες είχαν ανακαταλάβει πολλές πόλεις στην περιοχή της Συρίας και της Μεσοποταμίας εκδιώκοντας τις Βυζαντινές φρουρές. Ο Βασίλειος αντέδρασε άμεσα. Τον Απρίλιο του 995 έφθασε στο υποτελές στην Αυτοκρατορία Εμιράτο του Χαλεπίου, που είχε δεχθεί Αραβικές επιθέσεις.
Προελαύνοντας προς Νότο απελευθέρωσε πολλές οχυρωμένες πόλεις που είχαν καταλάβει οι Άραβες, όπως τη Λάρισα, την Έμεσα και την Αντάραδο. Στις επιχειρήσεις αυτές οι Βάραγγοι προκάλεσαν τρόμο και μεγάλες απώλειες στους Άραβες. Μετά την αποχώρηση των Βυζαντινών οι Άραβες κατέλαβαν πάλι τα απελευθερωθέντα εδάφη, προκαλώντας νέα Βυζαντινή επέμβαση το 999. Στην Έμεσα οι Βάραγγοι περικύκλωσαν ένα τμήμα Αράβων που είχε καταφύγει σε μία οχυρωμένη μονή. Εκεί πυρπόλησαν τον ναό και ανάγκασαν τους Αραβες να παραδοθούν.
Τελικά το 1001 η Αυτοκρατορία υπέγραψε δεκαετή ανακωχή με τους Φατιμίδες. Αφού διευθετήθηκε το νοτιοανατολικό σύνορο ο Βασίλειος βάδισε βόρεια προς την Αρμενία, για να εντάξει στην Αυτοκρατορία εδάφη που ο Αρμένιος ηγεμόνας Δαυίδ είχε κληροδοτήσει στους Βυζαντινούς. Σε μία διαμάχη που ανέκυψε μεταξύ μίας ομάδας Ιβήρων (Γεωργιανών) και Βαράγγων οι Ιβηρες εξολοθρεύτηκαν. Το γεγονός, αν δεν ήταν προσχεδιασμένο, φανερώνει τον ορμητικό χαρακτήρα των Βαράγγων. Στα Ευρωπαϊκά εδάφη ο αγώνας των Βυζαντινών κατά των Βουλγάρων στέφθηκε από επιτυχία κατά τη μεγάλη μάχη του Κλειδίου (1014).
Εκεί διακρίθηκαν οι Βάραγγοι, που έλαβαν το ένα τρίτο των λαφύρων. Στην Ιταλία οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν συνεχείς τοπικές εξεγέρσεις. Το 1009 ο ευγενής Μέλης υποκίνησε στάση στη Βάρι (Μπάρι), έδρα του Θέματος Λογγιβαρδίας. Ο στρατηγός Βασίλειος Αργυρός και ο Λέων Τορνίκιος ανέλαβαν να καταστείλουν το κίνημα. Τα στρατεύματά τους περιελάμβαναν κατά τις ιταλικές πηγές «Δανούς και Ρώσους» (Dani et Rossi). Μετά από δίμηνη πολιορκία η Βάρις παραδόθηκε. Όμως ο Μέλης διέφυγε, συνεργάστηκε με τους Νορμανδούς και επιτέθηκε πάλι σε Βυζαντινά εδάφη.
Το 1018 ο Βυζαντινός στρατός με επικεφαλής τον Βασίλειο Βοϊωάννη συνέτριψε τους Νορμανδούς στο Κανούσιον, κοντά στις Κάννες. Ο Λατίνος συγγραφέας Λέων από την Όστια έγραψε: «Όταν ο (Βυζαντινός) Αυτοκράτορας έμαθε ότι γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε τους καλύτερους στρατιώτες του εναντίον τους. Οι Νορμανδοί νίκησαν στις πρώτες τρεις μάχες. Όταν όμως αναμετρήθηκαν με τους Ρώσους (Βαράγγους) ηττήθηκαν κατά κράτος και ο στρατός τους διαλύθηκε εντελώς». Φαίνεται ότι ο Βασίλειος ετοίμαζε ευρεία ανακατάληψη της Σικελίας και της Ιταλίας.
Το ίδιο έτος (1018) απέστειλε στη Σικελία κατά των Αράβων τον πρωτοσπαθάριο Ορέστη με Βαράγγους πολεμιστές. Η επιχείρηση δεν πέτυχε τελικά τους στόχους της. Το ανατολικό σύνορο δεχόταν νέες επιθέσεις. Το 1021 ο βασιλιάς της ενδοτέρας Ιβηρίας και Αβασγίας Γεώργιος Α’ κατέλαβε πόλεις από το Βυζαντινό Θέμα Ιβηρίας. Ο Βασίλειος ανακατέλαβε τις περιοχές και κατά τη μάχη της Ανακουφής, τον Σεπτέμβριο του 1022, νίκησε τον Γεωργιανό στρατό. Οι Βάραγγοι επιτέθηκαν πρώτοι και διέσπασαν το μέτωπο των αντιπάλων.
Το 1032 ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης απώθησε τους Άραβες που πολιορκούσαν την Αντιόχεια και ανακατέλαβε την Έδεσσα. Ο ίδιος απέστειλε έναν Βάραγγο για να μεταφέρει μήνυμα στον Εμίρη του Χαρράν. Ο Βάραγγος στρατιώτης έχασε την ψυχραιμία του και κτύπησε τον εμίρη με τον πέλεκύ του. Το 1035 οι Βάραγγοι συμμετείχαν στη δύναμη του Νικολάου Πεγωνίτη που κατέλαβε το οχυρό Μπέρκρι της Αρμενίας. Το 1038 οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη Σικελία για να εκδιώξουν τους Αραβες. Το στράτευμα υπό τον Μανιάκη περιελάμβανε Βαράγγους με επικεφαλής τον Χάρολντ Χαρντράντα.
Τα Αυτοκρατορικά σώματα κατέλαβαν τη Μεσσήνη, νίκησαν τους Άραβες στις μάχες της Ραμέττα και της Τράινα και απελευθέρωσαν δεκατρείς πόλεις της Σικελίας. Ο Χαρντράντα μάλιστα έλαβε τον τίτλο του Μεγλαβίτη για την πολεμική του αρετή. Το 1040 οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τις Συρακούσες και η προοπτική να απελευθερωθεί η Σικελία ήταν πιθανή. Ο Μανιάκης όμως έπεσε σε δυσμένεια και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σύντομα η Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί κατέρρευσε και οι Άραβες το ανακατέλαβαν. Την ίδια περίοδο στασίασε πάλι η Βάρις και άλλες πόλεις της Κάτω Ιταλίας.
Στο Βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα συμμετείχαν και Βάραγγοι υπό τον Χαρντράντα. Οι Βυζαντινοί βρίσκονταν πλέον σε ανοικτή αντιπαράθεση με τους Νορμανδούς, που επεδίωκαν να τους εκδιώξουν πλήρως από τον Ιταλικό χώρο. Στις 17 Μαρτίου 1041 οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν στη μάχη του Ολιβέντο και στις 4 Μαϊου πάλι στο Μοντεματζόρε. Οι Βάραγγοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες στις μάχες αυτές. Το 1041 Βουλγαρικό στασιαστικό κίνημα υπό τον Πέτρο Δελεάνο άρχισε να λεηλατεί τη Μακεδονία. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ’ Παφλαγών (1034 – 1041) διέλυσε το κίνημα με Βυζαντινούς και Βαράγγους στρατιώτες.
Ο Χαρντράντα έλαβε το αξίωμα του Σπαθαροκανδιδάτου για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία. Ο νέος Αυτοκράτορας, Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης (1041 – 1042), ήλθε σε σύγκρουση με τον Χαρντράντα και τον φυλάκισε. Σύντομα όμως ανατράπηκε από λαϊκή εξέγερση και αντικαταστάθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο (1042 – 1055). Ο Χαρντράντα απελευθερώθηκε και γρήγορα έφυγε για τη Νορβηγία, όπου έγινε βασιλιάς με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από την υπηρεσία του. Φαίνεται ότι κατά την εξέγερση οι Βάραγγοι φρουροί του παλατιού δεν προέβαλαν ουσιαστική αντίσταση κατά του όχλου.
Το 1043 ο Γεώργιος Μανιάκης επαναστάτησε κατά του Αυτοκράτορα. Στη μάχη του Οστρόβου οι στασιαστές νίκησαν αλλά ο Μανιάκης σκοτώθηκε και το κίνημα διαλύθηκε. Οι Βάραγγοι παρήλασαν στη θριαμβική πορεία στην Κωνσταντινούπολη με τους πελέκεις τους ψηλά, πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Το ίδιο έτος ο πρίγκηπας Γιαρόσλαβος του Κιέβου πραγματοποίησε επίθεση με 400 πλοία κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Ρωσικός στόλος τελικά καταστράφηκε αλλά οι Ρωσικής καταγωγής Βάραγγοι φρουροί απομακρύνθηκαν προσωρινά από την πόλη (τοποθετήθηκαν σε ακριτικές επαρχίες), από φόβο μήπως ενωθούν με τους Ρώσους.
Στο δυτικό σύνορο η πίεση αυξανόταν συνεχώς. Το 1046 ενισχύσεις Βαράγγων αποβιβάστηκαν στη Βάρι και το 1048 κατέλαβαν τις πόλεις Στίρα και Λέτσε, ενώ η Βάρις στασίασε πάλι. Η συμμαχία πάπα και Βυζαντινών κατά των Νορμανδών δεν απέδωσε καρπούς και σταδιακά οι Βυζαντινοί απωθήθηκαν από την Ιταλία. Το 1066 οι Νορμανδοί κατέλαβαν τον Τάραντα, το Ρήγιο και τον Υδρούντα. Πολλοί Βάραγγοι διέφυγαν με πλοία από τις περιοχές αυτές.
Η Αυτοκρατορία μετέθετε συνεχώς Βαράγγους στην Ιταλία για να αναχαιτίσει τους Νορμανδούς. Στις 16 Απριλίου 1071 η Βάρις έπεσε στους Νορμανδούς και η Βυζαντινή Ιταλία χάθηκε. Το 1071 είναι έτος ορόσημο για την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της Ιταλίας οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ (26 Αυγούστου). Οι πηγές δεν αναφέρουν Βαράγγους στη μάχη. Πολλοί μελετητές θεωρούν όμως ότι πήραν μέρος και υπέστησαν μεγάλες απώλειες.
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1071-1204
Αν και οι αναφορές στην παρουσία τους λιγοστεύουν, φαίνεται ότι η εγκαθίδρυση της δυναστείας των Κομνηνών το 1081 δεν έφερε κάποια αλλαγή στο ρόλο των Βαράγγων, καθώς συνέχισαν να συνοδεύουν τον Αυτοκράτορα σε εκστρατείες και να επανδρώνουν τη σωματοφυλακή του στο παλάτι. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081 – 1118) μεταβλήθηκε η εθνολογική σύνθεση των Βαράγγων. Ένας αριθμός Αγγλοσαξόνων που εγκατέλειψαν την Αγγλία ύστερα από τη νορμανδική κατάκτηση (1066) έφτασαν στο Βυζάντιο. Από αυτούς άλλοι εντάχθηκαν στους Βαράγγους και άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Κριμαία.
Η μεταβολή αυτή αντανακλάται στις πηγές. Η πριγκίπισσα και ιστοριογράφος Άννα Κομνηνή, αν και επισημαίνει ότι από παλιά οι Βάραγγοι βρίσκονταν στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, γράφει ότι προέρχονταν από τη Θούλη, εννοώντας πιθανώς τη Βρετανία. Διηγούμενος τη νίκη του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118 – 1143) επί των Πετσενέγων το 1122, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αποκαλεί τους Βαράγγους Βρετανούς. Οι αριστοκράτες της επαρχίας άρχισαν να αντιδρούν στην κεντρική εξουσία. Το 1077 στασίασε ο Νικηφόρος Βρυέννιος επικουρούμενος από τον αδελφό του Ιωάννη.
Οι Βάραγγοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις δυνάμεις του Ιωάννη και τις έτρεψαν σε φυγή. Η προϊούσα παρακμή της Αυτοκρατορίας επέφερε χαλάρωση της πειθαρχίας της Φρουράς, αφού αναφέρεται ότι μεθυσμένοι Βάραγγοι επιτέθηκαν στον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη (1078 – 1081). Το 1081 ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός κατέλαβε τον θρόνο με τη βοήθεια Γερμανών φρουρών του παλατίου, που δωροδοκήθηκαν. Ο νέος Αυτοκράτορας βρέθηκε αντιμέτωπος με την απειλή των Νορμανδών, που επέδραμαν πλέον στα δυτικά παράλια. Τον Οκτώβριο του 1081 Βυζαντινοί και Νορμανδοί συγκρούστηκαν στο Δυρράχιο.
Οι Βάραγγοι είχαν ενισχυθεί πρόσφατα με Αγγλο-Σαξονικά και Αγγλο-Δανικά σώματα, φυγάδες από την Αγγλία μετά τη νορμανδική κατάκτηση του 1066. Οι Νορμανδοί απέκοψαν τους Βαράγγους από το κύριο σώμα του Βυζαντινού στρατού και επιβλήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Παρά τη νίκη τους όμως δεν κατάφεραν να προελάσουν στην ενδοχώρα και το 1083 το Δυρράχιο κατελήφθη από τους Βυζαντινούς. Οι Βάραγγοι χρησιμοποιήθηκαν πάλι στο βόρειο σύνορο το 1122, κατά των Ασιατικής καταγωγής Πατζινάκων (Πετσενέγοι) στη μάχη της Βερόης.
Οι Πατζινάκες είχαν δημιουργήσει οχυρωματικό κύκλο με τα οχήματά τους, μία διάταξη που οι λοιπές μισθοφορικές δυνάμεις αδυνατούσαν να ανατρέψουν. Τελικά μία βίαιη έφοδος των Βαράγγων ανέτρεψε τις θέσεις των αμυνομένων. Ο Ρογήρος Β’, Νορμανδός βασιλιάς της Σικελίας, εκμεταλλεύθηκε τη συγκυρία της Β’ Σταυροφορίας (1147 – 1149) και επιτέθηκε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Οι Βάραγγοι κατέφθασαν στη Θήβα αλλά δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τους Νορμανδούς. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δοκιμαζόταν πλέον σκληρά. Στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι νίκησαν τον Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μυριοκεφάλου (1176).
Οι Βυζαντινές απώλειες ήταν σημαντικές και πολλοί Βάραγγοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Ορισμένοι Άγγλοι Βάραγγοι εστάλησαν από τους Βυζαντινούς στον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β’ για να του ανακοινώσουν την έκβαση της μάχης και να ζητήσουν βοήθεια κατά των Τούρκων. Η Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν συνεχώς. Όμως τα χειρότερα δεν είχαν συμβεί ακόμα. Το 1204 η Δ’ Σταυροφορία στράφηκε στην Πόλη, την οποία κατέλαβε προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημιές. Οι Βάραγγοι φρουροί αντιστάθηκαν γενναία στα τείχη κατά των Φράγκων, παραμένοντας πιστοί στην Αυτοκρατορία.
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΜΕΤΑ ΤΟ 1204
Η παρουσία των Βαράγγων στο πεδίο της μάχης μετά το 1204 δεν επιβεβαιώνεται από καμία πηγή. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραιτήτως ότι έπαψαν να είναι μάχιμη μονάδα. Η αποσπασματική και περιστασιακή φύση των διαθέσιμων πληροφοριών δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Παρόλα αυτά υπάρχουν συχνές αναφορές στην παρουσία των Βαράγγων στο ύστερο Βυζάντιο. Μετά το 1204, εμφανίζονται ως φρουροί του θησαυροφυλακίου της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στη Μαγνησία. Επίσης αναφέρεται ότι κρατούσαν τα κλειδιά των πόλεων που επισκεπτόταν ο Αυτοκράτορας.
Η πραγματεία του Ψευδο-Κωδινού, η οποία καταπιάνεται με τις αυτοκρατορικές τελετές και με την ιεραρχία αξιωμάτων της Αυτοκρατορικής αυλής και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, εμφανίζει τους Βαράγγους ως μια από τις έξι μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς. Ο ανώνυμος συγγραφέας επισημαίνει ότι οι Βάραγγοι στις αυτοκρατορικές τελετές πολυχρονίζουν τον Αυτοκράτορα στη μητρική τους γλώσσα, την Αγγλική, ενώ ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει έναν Άγγλο δεσμοφύλακα.
Συνεπώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Βάραγγοι της ύστερης περιόδου προέρχονταν από την Αγγλία. Η παρουσία των Βαράγγων μαρτυρείται τελευταία φορά σε δύο έγγραφα του 1400. Το ότι τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίζουν τους Βαράγγους «πιστοτάτους» αποτελούν ένδειξη ότι ακόμη και το 15ο αιώνα διατήρησαν τη φήμη τους ως απολύτως υπάκουη και πιστή στον αυτοκράτορα προσωπική φρουρά.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Μετά την Άλωση του 1204 η έδρα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στη Νίκαια. Οι Βάραγγοι συνέχισαν να υπηρετούν ως μισθοφορικό σώμα τους Βυζαντινούς στη νέα πρωτεύουσα και συμμετείχαν στις εκστρατείες κατά των Φράγκων. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη Φρουρά κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είναι ελάχιστες και φαίνεται ότι το σώμα ουσιαστικά άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο για εθιμοτυπικούς σκοπούς. Οι Βάραγγοι αναφέρονται το 1272 ως Αγγλοβαράγγειοι και πάλι το 1404. Πιθανότατα συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας, έχοντας χάσει την αίγλη τους αλλά και την εμπιστοσύνη των Αυτοκρατόρων.
ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ
988 μ.Χ.
Εκπληρώνοντας τον όρο της γαμήλιας συνθήκης, ο πρίγκιψ Βλαδίμηρος του Κίεβου έστειλε 6000 άνδρες για να βοηθήσει το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ να κατανικήσει την εξέγερση του Βάρδα Φωκά. Είχαν υπάρξει Βόρειοι πολεμιστές στη Βυζαντινή υπηρεσία για πάνω από 100 έτη, αλλά αυτό το γεγονός σηματοδότησε πιθανώς το ξεκίνημα της φρουράς των Βαράγγων ως χωριστή μονάδα. Οι Βάραγγοι, αιφνιδίασαν μια δύναμη στασιαστών στη Χρυσούπολη (στα στενά του Βοσπόρου έξω από Κωνσταντινούπολη) στο τραπέζι που έπιναν. Σκότωσαν αρκετούς και διασκόρπισαν τους υπόλοιπους. Ένας μεγάλος αριθμός Ιβέριων από τη Γεωργία ήταν στο στρατό Φωκά. (1000 μ.Χ.).
Απρίλιος 989 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι βοήθησαν το Βασίλειο στη νίκη του επί του Δελφινά, υπαρχηγού του Βάρδα Φωκά., στο Σκούταρι, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.
13 Απριλίου 989 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι συμμετείχαν στη μάχη της Αβύδου, στην οποία ο Βάρδας Φωκάς νικήθηκε τελικά (πεθαίνοντας στη μέση της μάχης από καρδιακή προσβολή).
999 μ.Χ.
Ο Βασίλειος με τους Βαράγγους του εκστρατεύει στη Συρία και καταλαμβάνει την Έμεσσα.
«Οι κάτοικοι κατέφυγαν στην οχυρωμένη μονή του Κωνσταντίνου αλλά οι Ρως (Βάραγγοι) την πυρπόλησαν, αναγκάζοντας έτσι τους υπερασπιστές να παραδοθούν και μετά το μοναστήρι λεηλατήθηκε· ακόμη και ο μόλυβδος και ο χαλκός αφαιρέθηκαν από τη στέγη».
1000 μ.Χ.
Ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, για να απαιτήσει τα εδάφη που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί στην Αυτοκρατορία. Οι Βάραγγοι ήταν μαζί του. Μια λογομαχία μεταξύ ενός Ιβέριου και ενός Βαράγγου για ένα δεμάτι σανό κλιμακώθηκε σε μια μεγάλη μάχη. Πολλοί Γεωργιανοί σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένων 30 επιφανών αριστοκρατών, μεταξύ των οποίων και ο Ιβέριος μέγας πρίγκηψ.
1001 μ.Χ.
Ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία (ή Ιβηρία όπως ήταν τότε γνωστή στους Βυζαντινούς), μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, διεκδικώντας περιοχές που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί να παραχωρήσει στην Αυτοκρατορία. Ένας καβγάς ανάμεσα σε έναν Γεωργιανό και έναν Βαράγγο σχετικά με μια μπάλα σανού, κατέληξε σε μια μεγάλη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος χιλιάδες Βαράγγοι, και κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γεωργιανοί, ανάμεσά τους και ο μέγας πρίγκιπας της Γεωργίας Πατρίαρχος.
1001 – 1008 μ.Χ.
Ο Βασίλειος ΙΙ εκστράτευσε επιτυχώς ενάντια στη Βουλγαρία, προσαρτώντας σταδιακά τα εδάφη της για την Αυτοκρατορία. Το 1014 αυτό κατέληξε στη μάχη του Κλειδίου, όταν συντρίφτηκε ο Βουλγαρικός στρατός και εννέα από κάθε δέκα αιχμαλώτους στάλησαν πίσω τυφλοί. Το 1018 ο Βασίλειος κατέλαβε την πρωτεύουσα Aχρίδα (Ochrid) και διαίρεσε τους αιχμαλώτους σε τρεις ομάδες. Μία για τον ίδιο, μια για τους Έλληνες στρατιώτες και την τρίτη για τους Βαράγγους.
1009 μ.Χ.
Ένας ευγενής που ονομάζονταν Meles επαναστάτησε σε μία προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη δημοκρατία στην Ιταλική πόλη του Μπάρι. Ο στρατός που στάλθηκε για να καταστείλει το εξέγερση συμπεριλάμβανε: Dani, Rossi και Gualani. (Δανούς, Ρώσους, και Ουαλλούς). Το Μπάρι κατελήφθη αλλά ο Meles επαναστάτησε και πάλι το 1011, με την ενίσχυση των Noρμανδών. Υπήρξαν τρεις αμφίρροπες μάχες το 1017, αλλά το 1018 ο Βασίλειος Bιοιωάννης συνέτριψε τους Νορμανδούς στη μάχη του Ofante.
Ο Λέων της Όστια έγραψε: «Όταν ο Αυτοκράτορας άκουσε ότι οι γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στο έδαφός του έστειλε τους εκλεκτότερους στρατιώτες του ενάντια τους. Στις πρώτες τρεις μάχες οι Νορμανδοί νίκησαν, αλλά όταν αντιπαρατάχθηκαν ενάντια στους Ρως νικήθηκαν ολοκληρωτικά, και ο στρατός τους κατεστράφει εντελώς».
1016 μ.Χ.
Ο Βασίλειος έστειλε τον Αυτοκρατορικό στόλο ενάντια στους Χαζάρους της Μαύρης Θάλασσας, σε ενίσχυση του ανηψιού του Γιαροσλάβου. Ο στόλος δοιηκήτω από το Βυζαντινό ναύαρχο Aνδρόνικo Mόνγκο, βοηθούμενο από έναν Ρως διοικητή που ονομάζονταν Σβένγκος (Sveinki). Ο Χάζαρος ηγέτης Γεώργιος Tούλος συνελήφθη και τα εδάφη του προσαρτήθηκαν.
1017 μ.Χ.
Οι επίλεκτοι Βαράγγοι χρησιμοποιήθηκαν και πάλι από τον Βασίλειο, αυτή τη φορά στην Ιταλία, όπου οι Λομβαρδοί, με ηγέτη τους τον Μέλους του Μπάρι, προσπαθούσαν να εκδιώξουν τους Βυζαντινούς. Ο κατεπάνω της Ιταλίας Βασίλειος Βοϊωάννης, με την αποφασιστική βοήθεια του τάγματος των Βαράγγων, διέλυσε τις δυνάμεις των Λομβαρδών και των Νορμανδών στο Οφάντο, κοντά στο σημείο όπου ο Αννίβας είχε συντρίψει τους Ρωμαίους το 216 π.Χ., κατά την περίφημη μάχη των Καννών. Ο Επίσκοπος Λέων της Όστιας, στο έργο του Chronica Monasterii Casinensis (Χρονικά των Μονών του Μοντεκασίνο) γράφει:
«Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε πως γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε εναντίον τους τους καλύτερους στρατιώτες του. Στις τρεις πρώτες μάχες νίκησαν οι Νορμανδοί, αλλά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους Βαράγγους, νικήθηκαν και καταστράφηκαν εντελώς».
Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Βασίλειου εναντίον του Βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1018, μετά την κατάληψη της Αχρίδας, ο Βασίλειος μοίρασε τους αιχμαλώτους σε τρία ίσα μέρη, ένα για τον εαυτό του, ένα για τον Βυζαντινό στρατό και ένα τρίτο αποκλειστικά και μόνο για τους Βαράγγους.
1018 μ.Χ.
Ο στρατηγός Βασίλειος Βιοιωάννης πήγε στη Σικελία και κατέλαβε τη Μεσσήνη από τους Άραβες, αλλά ο Πρωτοσπαθάριος Ορέστης, διοικητής ενός μικτού στρατού (συμπεριλαμβανομένων των Ρως την έχασε πάλι.
1020 – 1022 μ.Χ.
Ο Βασίλειος Β’ κινήθηκε πίσω στη Γεωργία, επειδή ο ηγεμών Keorki (Γεώργιος) τον αψηφούσε. Ο Βασίλειος του έδωσε ευκαιρίες να υποταχθεί, αλλά τελικά έστειλε τα στρατεύματά του σε μία τρίμηνη εκστρατεία τρόμου στην περιοχή Ogoni. Οι Βάραγγοι επέδειξαν μεγάλη αγριότητα, φονεύοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στην τελική μάχη, στις 11 Σεπτεμβρίου 1022 στην Aghpha κοντά στο Ερζερούμ, ο βασιλιάς Keorki, αφού πρώτα είχε ζητήσει ειρήνη αποπειράθηκε μια αιφνιδιαστική επίθεση στους Βυζαντινούς.
Ο Βασίλειος κατάφερε ένα συντριπτικό χτύπημα στους Γεωργιανούς. Οι Βάραγγοι διακρίθηκαν, επιτιθέμενοι πρίν τον υπόλοιπο του στρατό και έτρεψαν τους Γεωργιανούς σε φυγή. Ο Βασίλειος πλήρωσε ένα χρυσό κομμάτι για κάθε κομμένο κεφάλι και συσσώρευσε τα κεφάλια κατά μήκος του δρόμου.
1032 μ.Χ.
Ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης απέκρουσε τις Μουσουλμανικές δυνάμεις που απειλούσαν την Αντιόχεια και κατέλαβε την Έδεσσα. Ένας στρατιώτης Ρως, απεσταλμένος από τον Μανιάκη στον Εμίρη Harran, έχασε την ψυχραιμία του με τον Εμίρη και τον χτύπησε με το τσεκούρι του.
1033 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι αποτέλεσαν μέρος αποστολής υπό τον πρωτοσπαθάριο Θεόκτιστο, για να βοηθήσουν τον Εμίρη Ιbn Zairah ενάντια στο χαλίφη της Αιγύπτου.
1034 μ.Χ.
Ο δεκαεννιάχροννος πρίγκηπας Χάραλντ Sigurdsson (ο μελλοντικός Hardrada της Νορβηγίας) εισήλθε στην Αυτοκρατορική υπηρεσία, μαζί με 500 πολεμιστές. Σύμφωνα με τον χρονικοχράφο Snorri Sturlusson, « Ο Χάραλντ υπηρέτησε στις γαλέρες με τη δύναμη που πήγε στη Ελληνική θάλασσα ». Οι πληροφορίες για τη σταδιοδρομία του Χάραλντ στην Βυζαντινή υπηρεσία είναι ελλιπείς και συχνά αναξιόπιστες, ιδιαίτερα οι αναφορές Σκανδιναυικών θρύλων (Sagas). Υπάρχουν ενδείξεις ότι πολέμησε τους Άραβες και τους Πετσενέγους (Σκύθες), και ίσως επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ. Υπηρέτησε σίγουρα στη Σικελία και τη Βουλγαρία, και ίσως σε επιχειρίσεις εναντίον Αράβων πειρατών.
1034 μ.Χ.
Ο διοικητής της Βυζαντινής δύναμης που κατέστειλε μια εξέγερση του βασιλιά Αδάμ της Σεβαστείας είχε το βαθμό του Ακολούθου – τον τίτλο δηλαδή του διοικητή των Βαράγγων.
1035 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν παρόντες στη δύναμη υπό τον Νικόλαo Πεγωνίτη που κατέλαβε το οχυρό στο Berkri της Αρμενίας μετά από μια μακρά πολιορκία.
1038 – 1041 μ.Χ.
Μια εκστρατεία στη Σικελία και τη νότια Ιταλία υπό τον στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη περιελάμβανε Βαράγγους υπό τον Χάραλντ. Συμμετείχαν πιθανώς στις μάχες της Rametta και της Traina, και ενδεχομένως σε μια ναυμαχία από την ακτή της Σικελίας. Ο Μανιάκης δεν ήταν δημοφιλής στους Βαράγγους γενικά και στον Χάραλντ ειδικότερα. Μετά από την υπηρεσία του στη Σικελία, στον Χάραλντ, απονεμήθηκε το Βυζαντινό αξίωμα του Mανγκλαβίτη.
Η Ιταλική πόλη του Μπάρι επαναστάτησε ενάντια στην Αυτοκρατορική εξουσία το 1038, για να ακολουθηθεί το 1040 από την Mottola. Το Μπάρι ανακατελήφθη εκ νέου το ίδιο έτος, και ο νέος κατεπάνω Μιχαήλ Δοκειανός, είχε Βάραγγους στο στρατό του. Οι Σκανδιναυικοί θρύλοι αναφέρουν ότι ο Χάραλντ συμπεριλανβανόταν σε αυτόν το στρατό. Υπάρχουν αναφορές ότι πολέμησε ενάντια σε Λογγοβάρδους (Λομβαρδούς) και Φράγκους (Νορμανδούς).
1041 μ.Χ.
Έγιναν δύο μεγάλες μάχες στην Ιταλία ενάντια στους Νορμανδούς σε αυτήν την εκστρατεία. Και στις δύο: Olivento στις 17 Μαρτίου και Montemaggiore στις 4 Μαίου – οι Νορμανδοί κέρδισαν παρά την αριθμητική υπεροχή των Βυζαντινών. Αναφορά γίνεται στις μεγάλες απώλειες μεταξύ των Ρως στο Montemaggiore, ένα μεγάλο μέρος του στρατού Δοκειανού πνίγηκε στον ποταμό Ofanto, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος, ο στρατός του Eξαυγούστου (αντιβασιλέως) Bιοιωάννη που νικήθηκε ολοσχερώς στο Monte Siricolo περιείχε επίσης Βαράγγους.
1040 – 1041 μ.Χ.
Ο Γεώργιος Μανιάκης εστάλη να συντρίψει μια Βουλγαρική επανάσταση υπό τον Πέτρο Δελεάνο. Η εξέγερση ήταν αρχικά επιτυχής, αλλά άρχισε να καταρρέει μετά την αποτυχία κατάληψης της Θεσσαλονίκης. Ο Αλουσιάν, αδελφός του καθαιρεθέντος Τσάρου της Βουλγαρίας, συνέλαβε και τύφλωσε τον Δελεάνο, και συνέχισε την εξέγερση, αλλά τελικά παραδόθηκε στον Αυτοκράτορα. Ο Χάραλντ ήταν παρών σε αυτήν την εκστρατεία, και προάχθηκε στο αξίωμα του Σπαθαροκαντιτάτου για τη συμμετοχή του σε αυτήν.
1042 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ενεπλάκησαν στη ανατροπή και τύφλωση του αντι-δημοφιλή Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’. Ο Χάραλντ ήταν φυλακισμένος από Μιχαήλ αλλά απελευθερώθηκε τότε. Σύντομα κατόπιν έφυγε για τη Ρωσία και έπειτα τη Σκανδιναβία για να καταλάβει τελικά το θρόνο της Νορβηγίας.
Ο Γεώργιος Μανιάκης έπεσε σε δυσμένοια και ανακλήθηκε από την Ιταλία στην Κωνσταντινούπολη. Αντ’ αυτού, αυτοανκηρήχθηκε Αυτοκράτορας και κήρυξε πόλεμο ενάντια στην Αυτοκρατορία. Νικήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη του Oστρόβου από έναν αυτοκρατορικό στρατό που περιείχε μονάδες Βάραγγων υπό τον Σεβαστοφόρο Στέφανο. Στη θριαμβευτική πομπή πίσω στην Κωνσταντινούπολη, οι Βάραγγοι, με του πελέκεις επ΄ ώμου, βάδιζαν μπροστά από νικηφόρο στρατηγό, ενώ ένα άλλο απόσπασμα βάδιζε πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη.
1043 μ.Χ.
Όταν ο πρίγκηπας Γιαροσλάβος του Κίεβου έστειλε έναν στόλο να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έστειλε όλους τους Βαράγγους φρουρούς που ήταν από τη Ρωσία να υπηρετήσουν στις απόμακρες συνοριακές επαρχίες, και έβαλε όλους τους Ρώσους της Κωνσταντινούπολης κάτω υπό αυστηρή φρούρηση. Ο Ρωσικός στόλος καταστράφηκε από το Βυζαντινό ναυτικό με τη χρήση υγρού πυρός.
1044 μ.Χ.
Η φρουρά των Βαράγγων έσωσε τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο από έναν εξαγριωμένο όχλο, ο οποίος πίστευε ότι προσπαθούσε να δολοφονήσει την συζύγό του, Αυτοκράτειρα Ζωή και την αδελφή της.
1045 μ.Χ.
Μια δύναμη 3000 Βαράγγων χρησιμοποιήθηκε να βοηθήσει τον επαναστάτη βασιλιά Ληπαρίτ ενάντια στον επικυρίαρχό του Βαγκράτ IV βασιλιά της Καρθελίας και Αμπχαζίας, και 700 – 800 απ΄αυτούς συμμετείχαν στη μάχη του Σασήρ όπου ο Ληπαρίτ νίκησε τον Βαγκράτ.
1046 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι συνόδευσαν τον κατεπάνω της Ιταλίας, Ιωάννη Ραφαήλ, στο Μπάρι.
1047 μ.Χ.
Όταν ο Αυτοκράτορας είχε μόνο τα μισθοφορικά στρατεύματά του (Βαράγγους) στην πρωτεύουσα, ο στρατηγός Λέων Τορνίκιος προκάλεσε εξέγερση, αλλά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και τυφλώθηκε.
1048 μ.Χ.
Μια δύναμη Βαράγγων κατέλαβε την Stira και το Lecce στην Ιταλία και ανακατέλαβε το Μπάρι μετά από μια ακόμα εξέγερση αλλά δεν μπορούσε να το κρατήσει. Κατάφεραν να απελευθερώσουν τον κατεπάνω Ευστάθιος Παλατίνοςμόνο με τον όρο, η πόλη να παραμείνει ελεύθερη. Αφότου οι Πετσενέγοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία, νικώντας τον Κωνσταντίνο Aριανίτη στην Aδριανούπολη, ο Nικόλαος Γκλαβάς κατόρθωσε να τους αποκρούσει. Οι Βάραγγοι συμμετείχαν στη μάχη και αφού αιφνιδίασαν μια ομάδα Πετσενέγων στην Καλασύρτα κοντά στην Κωνσταντινούπολη, έθεσαν τα κεφάλια τους στα πόδια του Αυτοκράτορα.
Μια νέα δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των Βαράγγων υπό τον ακόλουθο τους Μηχαήλ, εστάλη για να αποτελειώσει τους Πετσενέγους.Ο Μηχαήλ τους πολέμησε και νίκησε στην Γκολόη και το Toπλίτζον, και μαζί με το Nικηφόρο Bρυέννιο τους νίκησε ξανά στη Χαριόπολη. Κατά τη διάρκεια μιάς ανάπαυλας αυτής της εκστρατείας, ο Μηχαήλ μετέφερε τους Βαράγγους στη Μικρά Ασία, και συγκέντρωσε έναν στρατό στην Καισάρεια για να σταματήσει το Σελτζούκο Σουλτάνο Tογρούλ που λεηλατούσε τα συνοριακά θέματα.
1055 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι κατέστηλαν μία απόπειρα εξέγερσης από τον Θεοδόσιο.
20 Αυγούστου 1057 μ.Χ.
Στη μάχη της Πετρόης (κοντά στη Nίκαια) ο Μηχαήλ VI αναγκάστηκε για να παραιτηθεί υπέρ του Ισαάκ Κομνηνού. Δυνάμεις Βαράγγων πολεμούσαν και στις δύο πλευρές. Τέσσεροις Βάραγγοι φέρονται να έχουν επιτεθεί στον Ισαάκ με τις λόγχες τους από τέσσερις πλευρές ταυτόχρονα και αποκρούστηκαν το θωρακά του, επιτρέποντας του να μείνει όρθιος στη σέλα και να διασωθεί από τους δικούς του μια στιγμή αργότερα.
1064 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν μεταξύ των υπερασπιστών του Otranto, το οποίο έπεσε στους πολιορκητές Νορμανδούς μετά από τέχνασμα. Μερικοί από τους Βαράγγους δραπέτευσαν με πλοία.
1066 μ.Χ.
Ένας στρατός με πολλούς Βαράγγους εστάλη στο Μπάρι υπό τον Mαυρικία και κατέλαβε εκ νέου το Πρίντεζι, τον Tάραντα και την Castellaneta. Στο Πρίντεζι μια Νορμανδική αντεπίθεση αποκρούστηκε όταν ο διοικητής, Nικηφόρος Kαραντένος, προσποιήθηκε παράδοση και επιτέθηκε έπειτα στους Νορμανδούς καθώς αυτοί αναρριχούνταν στις σκάλες για να διασχίσουν τα τείχη της πόλης. Αποκεφάλισε 100 πτώματα και έστειλε τα κεφάλια στον Αυτοκράτορα. Οι Βάραγγοι ήταν επίσης μέρος ενός Βυζαντινού στόλου που νίκησε τον Robert Guiscard έξω από το Πρίντεζι.
1068 μ.Χ.
Στην εκστρατεία ενάντια στους Τούρκους στη Μικρά Ασία υπό τον Ρωμανό Διογένη, οι Βάραγγοι διέρηξαν τις πύλες της ακρόπολης της Ιεραπόλεως, η οποία παραλίγο να αποκρούσει την Αυτοκρατορική επίθεση.
1070 μ.Χ.
Τα στρατεύματα των Βαράγγων αποσύρθηκαν από τη Μικρά Ασία για να υποστηρίξουν τις καταρέουσες άμυνες των Ιταλικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας. Παρά την προσπάθεια, τα τελευταία φρούρια στην Ιταλία έπεσαν το επόμενο έτος.
19 (ή ίσως 26) Αυγούστου του 1071 μ.Χ.
Στην καταστρεπτική μάχη του Manzikert σχεδόν όλες οι φρουροί του Αυτοκράτορα έπεσαν γύρω του. Κρίνοντας από τη σύνθεση των στρατών που είχαν συνοδεύσει τον Αυτοκράτορα στην εκστρατεία της Μικρά Ασίας τα προηγούμενα έτη, είναι πιθανό ότι οι Βάραγγοι ήταν παρόντες κι εδώ, αν και δεν αναφέρονται συγκεκριμένα από τους χρονικογράφους.
1077 μ.Χ.
Βάραγγοι σε Βυζαντινή υπηρεσία έλαβαν μέρος σε μια επίθεση κατά του Ιωάννη, αδελφού του Αυτοκρατορικού σφετεριστή Νικηφόρου Βρυέννιου στα Άθυρα (14 μίλια από Κωνσταντινούπολη). Οι Βάραγγοι εξαπέλυσαν μια αμφίβια επίθεση που ήταν τόσο επιτυχής που ο Ιωάννης ετράπει εσπευσμένα σε φυγή. Οι δια ξηράς δυνάμεις έφθασαν αργά και δεν κατάφεραν να τον πιάσουν.
Μεγάλοι αριθμοί δυσαρεστημένων Βαράγγων ήταν στο στρατό Ιωάννη και Νικηφόρου Βρυέννιου, που νικήθηκε αργότερα από τον Αλέξιο Κομνηνό στα Καλούρυτα.
Ο Ιωάννης, εντούτοις, συγχωρήθηκε και έγινε δεκτός πίσω στην Αυτοκρατορική υπηρεσία, αλλά αναγνωρίστηκε από ένα Βάραγγο, τον οποίο είχε ρινοτομήσει. Ο Βάραγγος τον σκότωσε με το τσεκούρι του. Σύντομα κατόπιν (ίσως λόγω της τιμωρίας του φρουρού), ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Boτανειάτης δέχθηκε ανεπιτυχή επίθεση από μεθυσμένους Βαράγγους στο παλάτι του.
1078 μ.Χ.
Αφότου ανατράπηκε ο Μηχαήλ VII από το Νικηφόρο Boτανειάτη, ο Βασιλιάκης, πρώην κυβερνήτης του Δυραχίου αυτοανκηρήχθηκε Αυτοκράτορας και βάδισε ενάντια στην Κωνσταντινούπολη έχοντας Βαράγγους στο στρατό του. Νικήθηκε στον ποταμό Αξιό και υποχώρησε σε Θεσσαλονίκη. Εντούτοις, παραδόθηκε στις Αυτοκρατορικές δυνάμεις από τους δικούς του άνδρες.
Μάρτιος 1081 μ.Χ.
Ο Αλέξιος Κομνηνός, που είχε αποφασίσει να καταλάβει το θρόνο, εμφανίστηκε με έναν στρατό έξω από την Κωνσταντινούπολη που υπερασπιζόταν μόνο από τους «Αθάνατους» και τους Βαράγγους, και ένα απόσπασμα Γερμανών που φρουρούσαν την Χαρισιανή πύλη. Τότε ο Κομνηνός αποφάσισε ότι θα ήταν αδύνατο να κλονιστεί η πίστη των «Αθανάτων» και των Βαράγγων, και δωροδόκησε τους Γερμανούς για να ανοίξει την πύλη. Οι Βάραγγοι έμειναν πιστοί στον Αυτοκράτορα, αλλά αυτός αποφάσισε να παραιτηθεί παρά να διακυβευθεί ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος.
18 Οκτωβρίου 1081 μ.Χ.
Μάχη του Δυρραχίου. Οι Βάραγγοι, μετά από την αρχική επιτυχία ενάντια στις δυνάμεις των Ιταλονορμανδών, απομονώθηκαν από το κύριο σώμα του στρατού, και την εκκλησία που προφύλασσαν μέσα κάηκαν ολοσχερώς. Οι Νορμανδοί υπό τον Robert Guiscard κατέλαβαν την πόλη, και αργότερα την κωμόπολη της Καστοριάς, που εφρουρείτο από Βαράγγους. Εντούτοις, ο Νορμανδικός στρατός εχρονοτρίβησε, και χάνοντας μια μάχη στη Λάρισα, έχασε όλα τα κέρδη του μέσα σε τέσσερα έτη.
1085 μ.Χ.
Βάραγγοι περιλαμβάνονταν στον Αυτοκρατορικό στρατό που νικήθηκε από τους Πετσενέγους στη Σιλισίτρια στα Βαλκάνια. Οι Πετσενέγοι νικήθηκαν τελικά το 1091. Οι Βάραγγοι συμμετείχαν πιθανώς στους πολέμους ενάντια στους Σέρβους και τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού.
1097 μ.Χ.
Ο Αλέξιος, και επομένως η φρουρά του, ήταν παρόντες στην ανακατάληψη της Νίκαιας από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Αυτοκρατορίας και της πρώτης σταυροφορίας.
1098 μ.Χ.
Ο Αλέξιος θα είχε συνοδευθεί από τη φρουρά Βαράγγων του στην εκστρατεία του για να επεκτείνει την εξουσία του στη Μικρά Ασία.
1118 έως 1122 μ.Χ.
Η φρουρά των Βαράγγων συνόδευε πιθανώς Ιωάννη Β’ Κομνηνό στις εκστρατείες του.
1122 μ.Χ.
Μάχη της Βέρροιας, υπό τον Ιωάννη ΙΙ Κομνηνό, ενάντια στους Πετσενέγους. Μετά την αποτυχία Φραγκικών, Ελληνικών και Φλαμανδικών μονάδων να σπάσουν τον αμυντικό κύκλο που έφτιαξαν οι Πετσενέγοι με τα κάρα τους, ο Ιωάννης έστειλε τους Βαράγγους ενάντια τους και αυτοί συνέτριψαν τους Πετσενέγους.
1137 μ.Χ.
Βάραγγοι ήταν πιθανώς με Ιωάννη Β’ στην πολιορκία της Αντιόχειας.
1149 μ.Χ.
Ενισχύσεις Βαράγγων εστάλησαν να βοηθήσουν την ανεπιτυχή υπεράσπιση των Θηβών από την επίθεση του Roger ΙΙ της Σικελίας. Βάραγγοι φρουροί συνόδευαν πιθανώς, τον Αυτοκράτορα Mανουήλ Β’ στην ανακατάληψη τους από το Roger.
1154 μ.Χ.
300 Βάραγγοι φρουροί ματαίωσαν μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Mανουήλ Β’.
1155 έως 1156 μ.Χ.
Ο Renault de Chatillon, σταυροφόρος πρίγκηπας της Αντιόχειας επιτέθηκε στην Κύπρο, η οποία αριθμούσε Βαράγγους στη φρουρά της. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες νικήθηκε και οι Βάραγγοι τον έσυραν στα πόδια του Αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα οι Βάραγγοι ήταν ιδιαίτερα εμφανείς όταν ο Μανουήλ έκανε την είσοδό του μέσα στην Αντιόχεια ως κατακτητής της.
1172 μ.Χ.
Βάραγγοι ήταν πιθανώς στο στόλο που εστάλη ανεπιτυχώς ενάντια στους Βενετούς.
11 Σεπτεμβρίου 1176 μ.Χ.
Ο Μανουήλ πήρε μαζί του τους Βαράγγους, όταν εξεστράτευσε ενάντια στους Τούρκους της Μικράς Ασίας. Ο στρατός του αιφνιδιάστηκε και καταστράφηκε σε Μυριοκέφαλο. Ο Μανουήλ μόλις που γλύτωσε τη ζωή του. Το μεγαλύτερο μέρος των Βαράγγων σκοτώθηκε, αν και μερικοί Άγγλοι διεσώθησαν και εστάλησαν να φέρουν τις ειδήσεις στο βασιλέα της Αγγλίας Henry ΙΙ.
1179 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν πιθανώς παρόντες με τον Μανουήλ στην Κλαυδιούπολη όπου νίκησε τους Τούρκους και έκλεισε μια ειρήνη μαζί τους.
1200 μ.Χ.
Η φρουρά Βαράγγων χρησιμοποιήθηκε στην καταστολή δύο αποπειρών ανατροπής του Αυτοκράτορα Aλεξίου Γ’.
1203 έως 1204 μ.Χ.
Η φρουρά Βαράγγων έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση Κωνσταντινούπολης ενάντια στην τέταρτη σταυροφορία, αλλά τελικά παραδόθηκε στους νικητές Λατίνους.
1204 – 1261 μ.Χ.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Λατίνοι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχαν τη δική τους μονάδα Βαράγγων φρουρών.
1205 μ.Χ.
Μια μονάδα Βαράγγων φρουρών υπηρέτησε την εξόριστη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη Νίκαια
1233 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι περιλήφθησαν πιθανώς στις εκστρατείες του Ιωάννη Γ’ της Νίκαιας ενάντια στη Λατινική Αυτοκρατορία, και την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
1261 μ.Χ.
Η Λατινική Αυτοκρατορία θρυμματίστηκε τελικά και οι Βυζαντινοί επέστρεψαν σε Κωνσταντινούπολη.
1264 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν τμήμα ενός Βυζαντινού στρατού που νικήθηκε από τους Φράγκους στο Μακρυπλάγι
1265 μ.Χ.
Η φρουρά των Βαράγγων συνέβαλε στην απελευθέρωση του προηγούμενου Σελτζούκου Σουλτάνου Αζζ-εντ-Nτίν, όταν ο Βούλγαρος Τσάρος αιφνιδίασε το Βυζαντινό στρατό και τον πολιόρκησε στη μικρή πόλη του Αίνου. Σε αντάλλαγμα για την ελευθερία του Αζζ-εντ-Nτίν, ο Τσάρος χάρισε στη φρουρά τις ζωές τους και τους επέτρεψε να κρατήσουν την πόλη. Οι Βυζαντινές ενισχύσεις έφθασαν την επόμενη ημέρα και οι Βάραγγοι επέστρεψαν σε έναν εξαγριωμένο Αυτοκράτορα που, αφού διέταξε να τους μαστιγώσουν, τους έντυσε γυναικεία ενδύματα και τους διαπόμπευσε πάνω γαϊδάρους στις οδούς Κωνσταντινούπολης.
Μέχρι 1272 μ.Χ.
Ο Μηχαήλ VIII χρησιμοποίησε τη φρουρά των Βαράγγων εκτενώς στις εκστρατείες για να επανακτήσει τα εδάφη του στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία.
Από αυτό το σημείο και πέρα δεν υπάρχει καμία αναφορά για Βαράγγους – οι μόνες αναφορές αφορούν καθήκοντα φρουράς και εθιμοτυπίας μέσα στην πόλη. Η τελευταία αναφορά σε Βαράγγους εν υπηρεσία αφορά τη χρήση τους το 1341 ως σωματοφύλακες του νεαρού Ιωάννη Ε’.
Στο Στρατηγικόν του Βυζαντινού στρατηγού Κεκαυμένου, γραμμένο περί το 1075, ο Χάραλντ περιγράφεται ως «γιος του βασιλιά της Βαραγγίας», και αναφέρεται ότι έδειξε τόση γενναιότητα στις εκστρατείες των Βυζαντινών κατά της Σικελίας και της Βουλγαρίας ώστε ο Αυτοκράτορας του έδωσε πρώτα το αξίωμα του Μαγγλαβίτη, δηλαδή μέλους ενός επίλεκτου σώματος της σωματοφυλακής του, και στη συνέχεια εκείνο του σπαθαροκανδιδάτου, δηλαδή ανώτερου αξιωματικού της Αυτοκρατορικής φρουράς, ίσως κάτι ανάλογο του συνταγματάρχη.
Είναι πιθανόν να φυλακίστηκε κατόπιν διαταγής του Μιχαήλ Ε΄ ή της Αυτοκράτειρας Ζωής, ίσως για κακοδιαχείριση, αλλά ελευθερώθηκε όταν ανέβηκε στο θρόνο ο νέος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, οπότε και έφυγε για την πατρίδα του. Ο Χάραλντ, ο επονομαζόμενος Χαρντράντα (ο Σκληρός), έμελλε αργότερα να γίνει βασιλιάς της Νορβηγίας και να εισβάλει στην ίδια την Αγγλία, όπου και τελικά σκοτώθηκε στην περίφημη μάχη της Γέφυρας του Στάνφορντ, το 1066.
Οι Βαράγγοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του πρώην διοικητού τους Γεωργίου Μανιάκη, όταν εκείνος στασίασε και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1042, μετά την ιδιαίτερη σκληρή στάση του Κωνσταντίνου Θ΄ εναντίον του. Η σύγκρουση των δύο στρατών έλαβε χώρα κοντά στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, και ο στρατός του αυτοκράτορα κέρδισε τη μάχη όταν ο Μανιάκης σκοτώθηκε πολεμώντας.
Στην πορεία θριάμβου μέσα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης Βαράγγοι προηγούνταν του νικητή στρατηγού ευνούχου Στέφανου Περγαμηνού, ενώ άλλοι Βαράγγοι ακολουθούσαν πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Την ίδια χρονιά όμως οι Βαράγγοι ήταν εκείνοι που, σε μια σπάνια περίπτωση απειθαρχίας προς τον Αυτοκράτορα, βοήθησαν στην ανατροπή του Μιχαήλ Ε΄ του Καλαφάτη, τον οποίο, σύμφωνα με τον θρύλο, τύφλωσε ο ίδιος ο Χάραλντ Χαρντράντα.
Το 1054 ο Αρμένιος ιστορικός Αριστάκης του Λαστιβέρ περιγράφει μία από τις πρώτες συγκρούσεις Βαράγγων και Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία: «Ποιος μπορεί να περιγράψει την καταστροφή που έπεσε πάνω στις περιοχές του Ντερζάν και του Εκεγκεάκ, και σε ότι υπήρχε ανάμεσά τους; Ας το κρίνετε από τα κείμενά μου. (Οι Σελτζούκοι) άρπαξαν λάφυρα και σκλάβους, και μετά έστριψαν και έφτασαν μέχρι την τοιχισμένη πόλη που ονομαζόταν Μπαμπέρντ.
Εκεί συνάντησαν μια ταξιαρχία Ρωμαίων στρατιωτών που ονομάζονταν Βράνγκς, και οι οποίοι, αδιαφορώντας για κάθε κίνδυνο, πολέμησαν μαζί τους. Με τη βοήθεια του Θεού, η ρωμαϊκή ταξιαρχία νίκησε τον εχθρό, σκότωσε το διοικητή τους και πολλούς από τους άνδρες του, έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή, και πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους».
Οι Βαράγγοι πολέμησαν και κοντά στον Αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, στην προσπάθειά του να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στα Βυζαντινά χρονικά, είναι σίγουρο ότι αυτοί αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Αυτοκράτορα και στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ το 1071, όταν ο Ρωμανός αντιμετώπισε τον Αρπ Ασλάν και νικήθηκε κατά κράτος ύστερα και από την προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα. Πιστοί ως την τελευταία τους πνοή στον Αυτοκράτορα, όλοι οι Βαράγγοι έπεσαν πολεμώντας γύρω από τον Διογένη ο οποίος τελικά συνελήφθη από τους Τούρκους.
Ήδη, μετά τη μάχη του Χάστινγκς, το 1066, πολλοί Αγγλοσάξονες, δυσαρεστημένοι ή κυνηγημένοι από τους Νορμανδούς κατακτητές της Αγγλίας, κατέφυγαν ως μισθοφόροι στην Κωνσταντινούπολη, και έτσι ως τις αρχές του 12ου αιώνα και την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού αποτελούσαν τον κύριο όγκο των νεοσύλλεκτων Βαράγγων. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλεί τους Βαράγγους της εποχής της «τους εκ Θούλης πελεκυφόρους βαρβάρους». Οι Βαράγγοι είναι σίγουρο ότι πολέμησαν εναντίον των Σταυροφόρων κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αλλά στη συνέχεια οι αναφορές σε αυτούς αραιώνουν.
Είναι πιθανόν κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα να αφομοιώθηκαν εντελώς από τους Βυζαντινούς. Μία από τις τελευταίες αναφορές σε αυτούς γίνεται από το Γεώργιο Κωδινό ή Ψευδο –Κωδινό, έναν μυστηριώδη κουροπαλάτη (αυλικό) της Αυτοκρατορικής αυλής που μάλλον έζησε προς το τέλος του 15ου αιώνα. Στο έργο του Τακτικόν περί των Οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, οι Βαράγγοι εμφανίζονται ως μία μάλλον τελετουργική φρουρά χωρίς στρατιωτικά καθήκοντα.
«Στέκονται κοντά στις στήλες της Συγκλήτου, κρατώντας τους πελέκεις στα χέρια τους, και όταν ο Αυτοκράτωρ εμφανίζεται, τους σηκώνουν και τους φέρνουν στον ώμο». Βυζαντινά επώνυμα του 15ου αιώνα, όπως Βαράγγος, Βαραγγόπουλος, Βαραγκάτης και Βαράγγης, δείχνουν ότι ως τότε οι απόγονοι των Βαράγγων είχαν εξελληνισθεί και αναμειχθεί απόλυτα με το Ελληνικό στοιχείο.
– Οι πολεμικές μέθοδοι αλλά και οι καθημερινές συνήθειες των μελών της Βαραγγικής Φρουράς είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο σαρκασμού. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε πελεκοφόρους βαρβάρους και βασιλικές κρασοσακούλες για τη ροπή που έδειχναν προς το αλκοόλ. Αυτό έφερε πολλές φορές τον Αυτοκράτορα σε δύσκολη θέση, ακόμα και μπροστά σε ξένους ηγεμόνες που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη – χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δανού βασιλιά Ερρίκου, που το 1103 ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να τους επιβάλει ένα πιο σοβαρό τρόπο συμπεριφοράς.
– Το πιο διάσημο μέλος της Βαραγγικής Φρουράς υπήρξε ο Χάραλντ Σίγκουρντσον. Γεννημένος στη Νορβηγία το 1015 και φυγάς μετά το πραξικόπημα κατά του πατέρα του, κατέφυγε αρχικά στους Ρως μέχρι που στα είκοσί του στρατολογήθηκε από τους Βυζαντινούς. Αργότερα επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου το 1046 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Χάραλντ Γ’. Το 1066 εισέβαλε στην Αγγλία, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη της Στάμφορντ Μπριτζ. Για τις μεθόδους του ο Χάραλντ έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Hardråde, δηλ. αδίστακτος.
– Άλλο επιφανές μέλος της φρουράς ήταν ο Έντγκαρ Έθελινγκ (ο Παράνομος, επίσης ο χαμένος βασιλιάς) στα τέλη του 11ου αιώνα Γεννήθηκε το 1051 στο Κίεβο ή τη Βουδαπέστη και στην εφηβεία του ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αλλά ουδέποτε φόρεσε το στέμμα (από ένα παιχνίδι της τύχης, εάν αναγνωριζόταν πραγματικά ως βασιλιάς της Αγγλίας, θα ήταν αντίπαλος του προαναφερθέντος Χάραλντ Σίγκουρντσον όταν ο τελευταίος εισέβαλε στην Αγγλία).
Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο για να πάρει το θρόνο, ο Έντγκαρ κατέφυγε στο Βυζάντιο. Κατά την Α΄ Σταυροφορία, με εντολή του Αυτοκράτορα Αλέξιου, συγκρότησε ένα ναυτικό σώμα ανεφοδιασμού των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Αντιόχεια. Αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία, όπου έλαβε χάρη και πέθανε ξεχασμένος στα 75 χρόνια του.
ΠΗΓΗ http://www.tromaktiko.org
Η λεγεώνα όμως των Λιμιτανέων (συνοριακοί στρατιώτες) που ήταν εγκατεστημένος στρατός δεν χρειαζόταν να είναι ευκίνητη, διατηρούσε την παλαιά της δύναμη από έξι χιλιάδες άνδρες, η δύναμή της όμως αυτή ήταν κατανεμημένη σε τμήματα από χίλιους άνδρες περίπου το καθένα…
Οι Λιμιτανέοι, στην αρχή τουλάχιστον, διέθεταν και ιππικούς σχηματισμούς, τις alae, με δύναμη εξακοσίων ανδρών και τις cunei με μικρότερη δύναμη. Μεγάλες διαφορές παρουσιάζονται στη συγκρότηση του στρατού μετά τον 5ο αιώνα. Βασική μονάδα του στρατού του Ιουστινιανού δεν είναι πια η λεγεώνα των 1.000 ανδρών που εισήχθη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αλλά νέα μικρότερη μονάδα, ο αριθμός (τάγματα, κατάλογος), με δύναμη 300 – 400 άνδρες. Έξι ως οκτώ αριθμοί συνιστούν μία μοίρα και δύο τρεις μοίρες ένα μέρος.
Η μεγάλη μονάδα δηλαδή του Βυζαντινού στρατού περιλαμβάνει 6.000 – 9.000 άνδρες, πράγμα που την κάνει πιο αυτόνομη στις ενέργειές της. Εκτός, όμως, από τους αριθμούς ο στρατός του 6ου αιώνα περιλαμβάνει και σώματα Φοιδεράτων (foederati), Συμμάχων και Βουκελλαρίων (από το bucellum γαλέτα). Οι Φοιδεράτοι ήταν ιππικά σώματα από βαρβάρους και ντόπιους, όχι μόνο από βαρβάρους όπως γινόταν παλαιότερα. Αντίθετα, οι σύμμαχοι ήταν συγκροτημένα βαρβαρικά σώματα στην υπηρεσία του Βυζαντινού κράτους.
Οι Βουκελλάριοι τέλος, ήταν σώματα ενόπλων μισθοφόρων, που στρατηγοί κυρίως, αλλά και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι και απλοί μεγαλογαιοκτήμονες ακόμη, διατηρούσαν για την προσωπική τους φρουρά και ασφάλεια. Οι Βουκελλάριοι διακρίνονταν σε υπασπιστές και δορυφόρους. Οι δορυφόροι ήταν ανώτεροι, αποτελούσαν είδος δόκιμων αξιωματικών, κι όταν αναλάμβαναν την υπηρεσία τους έδιναν όρκο πίστης όχι μόνο στον άμεσο αρχηγό τους αλλά και στον Αυτοκράτορα. Μ’ αυτό τον τρόπο καταβαλλόταν προσπάθεια να αμβλυνθεί η επιρροή του στρατηγού και να στερεοποιηθούν οι συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στο τμήμα αυτό του στρατού.
Τρεις ήταν οι τρόποι στρατολογίας του Βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αιώνα: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Ο πρώτος περιελάμβανε άτομα που ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιελάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Οι βάρβαροι μπορούσαν να μπουν στη στρατιωτική υπηρεσία του Βυζαντίου, είτε σαν μεμονωμένα άτομα είτε μαζικά, όταν με τον όρο αυτό τους είχε επιτραπεί να εγκατασταθούν στο κράτος (laeti, dediticii, gentiles), είτε σαν οργανωμένα στρατιωτικά σώματα μισθοφόρων, έπειτα από ειδική συμφωνία με τις Βυζαντινές αρχές.
Τέλος, κατά το φορολογικό τρόπο στρατολογίας η περιουσία των Βυζαντινών φορολογουμένων υπολογιζόταν σε capitula και οι φορολογούμενοι ή μόνοι τους ή μαζί με άλλους έδιναν για στράτευση έναν ή περισσότερους από τους ανθρώπους τους, ανάλογα με τον αριθμό των capitula. Τον 5ο αιώνα έγιναν μεγάλες μεταβολές στη στρατολογία του Βυζαντινού στρατού. Η συνεχής αύξηση του βαρβαρικού στοιχείου και η κατάληψη από τους βαρβάρους ανωτάτων και καίριων θέσεων στο στρατό προκάλεσαν αντιδράσεις εκ μέρους των Βυζαντινών.
Οι αντιδράσεις αυτές βρήκαν την πρώτη τους εκδήλωση στις σφαγές των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη (400), έπειτα από τις οποίες το κράτος απαλλάχτηκε από το Γοτθικό κίνδυνο. Δεύτερο αντιβαρβαρικό κίνημα κατά τα μέσα του 5ου αιώνα και η σαφαγή του Αλανού Άσπαρος μαζί με τη σε μεγάλη κλίμακα στρατολογία των εμπειροπόλεμων Ισαυρικών φύλων, που εγκαινιάζεται από τότε, απάλλαξαν εντελώς το κράτος από τη βαρβαρική απειλή.
Η μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευομένων προσδιορίζει τη σύνθεση και συγκρότηση του Βυζαντινού στρατού στον επόμενο, 6ο αιώνα κ.ε. Πράγματι, ουσιώδεις μεταβολές συμβαίνουν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού κατά τον αιώνα αυτό. Οι οπλίτες των αριθμών, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, κι αντίθετα προς ό,τι πιστευόταν μέχρι προ ολίγου χρόνου, ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι και ονομάζονταν με το γενικό όνομα στρατιώτες.
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (565 – 1081 Μ.Χ.)
Ο όρος θέμα στη σημασία του μέρους (στρατιωτικής μεγάλης μονάδας) μαρτυρείται ήδη για το έτος 611 – 612. Επομένως κατά την εποχή αυτή ο όρος χρησιμοποιείται ήδη για να δηλώσει τις μεγάλες μονάδες του Βυζαντινού στρατού, αν και η λέξη θέμα επειδή ήταν όρος της εσωτερικής στρατιωτικής υπηρεσίας και ορολογίας δεν μνημονεύεται παρά πολύ σπάνια στις σύγχρονες πηγές. Όλο σχεδόν τον 7ο αιώνα τα θέματα του Βυζαντινού στρατού βρίσκονται σε διαρκή κίνηση για να αποκρούσουν τους Πέρσες και έπειτα τους Άραβες.
Τέλος κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα το Βυζάντιο κατορθώνει να αποκρούσει το πρώτο κύμα της Αραβικής εισβολής και να ρίξει τους Άραβες οριστικά πέρα από τα όρια της Μικράς Ασίας. Τα θέματα τότε αναλαμβάνουν στατική πια αποστολή. Συν τω χρόνω, και εξαιτίας των δυσκόλων περιστάσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την έξαρση της σπουδαιότητας του στρατιωτικού παράγοντα, ο στρατιωτικός διοικητής του θέματος, συνεχίζοντας συνήθεια των πρώτων Βυζαντινών αιώνων που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Ιουστινιανό Α’, υποσκελίζει τους πολιτικούς αξιωματούχους της περιφέρειάς του και συγκεντρώνει σιγά σιγά όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
Σαν αποτέλεσμα των εξελίξεων που περιγράψαμε παραπάνω είναι ότι, το κράτος διαιρείται σε στρατιωτικές διοικήσεις ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Αρχηγός όλων των διοικήσεων αυτών και αρχιστράτηγος των Βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, που όμως μπορούσε να μεταβιβάσει σε καιρό πολέμου την αρχηστρατηγία σε οποιονδήποτε έκρινε ικανό γι’ αυτήν. Παρόλο που οι νέες διοικήσεις ήταν ανεξάρτητες και ισότιμες η μια με την άλλη, διέφεραν μεταξύ τους στην έκταση και, φυσικά, στην αριθμητική δύναμη των στρατευμάτων τους.
Κατά το πρώτο τρίτο του 9ου αιώνα υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές διοικήσεις (θέματα): των Αρμενιακών, Ανατολικών, Οψικίου, Κιβυρραιωτών, Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Θεσσαλονίκης και Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια η κατάτμηση των διοικήσεων συνεχίστηκε και τούτο είχε σαν συνέπεια τη σμίκρυνση των παλαιών και τη δημιουργία πολλών νέων, μικρών στην έκταση θεμάτων. Ορισμένα περάσματα των συνόρων (κλεισούρες), στρατηγικά καίρια για την άμυνα των Βυζαντινών συνόρων, απέκτησαν ενισχυμένη φρουρά κι αποτελούσαν ειδικές στρατιωτικές διοικήσεις, τις Κλεισουραρχίες.
Εκτός από τα θεματικά στρατεύματα, τις Βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις συμπλήρωναν τα τάγματα της Αυτοκρατορικής φρουράς. Κατά τον 9ο αιώνα τα τάγματα συγκατέλεγαν τα εξής τμήματα:
α) Τις σχολές, που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες. Επικεφαλής τους ήταν ο Δομέστικος των σχολών.
β) Τους Εξκουβήτορες, σώμα που το ίδρυσε ο Λέων Α’ το 468. Διοικούνταν στην αρχή από έναν κόμητα, κι από τον καιρό του Λέοντα Γ’ από ένα δομέστικο. Οι εξκουβήτορες χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές.
γ) Τον αριθμό ή βίγλα, μ’ επικεφαλής ένα Δρουγγάριο. Το σώμα τούτο συγκροτήθηκε από τον Αρκάδιο και κύρια αποστολή του ήταν η φρούρηση του παλατιού ή στις περιπτώσεις εκστρατείας, της Αυτοκρατορικής σκηνής,
δ) Των Ικανάτων, του νεότερου σώματος της φρουράς, που συγκροτήθηκε από τον Νικηφόρο Α’.
Τα τμήματα που αναφέραμε, ήταν, αντίθετα με την παλαιότερη ανακτορική φρουρά, μάχιμα. Ήταν καταυλισμένα εν μέρει στην Κωνσταντινούπολη την ίδια και εν μέρει στα περίχωρά της. Την κυρίως αυτοκρατορική φρουρά αποτελούσε η εταιρία, σώμα ξένων μισθοφόρων, αρχικά Σλαβικής και Τουρκικής καταγωγής, αργότερα όμως παντοδαπής προελεύσεως. Κατά τα τέλη του 10ου αιώνα η εταιρία ενισχύεται με τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, των Βαράγγων, μισθοφόρων Σκανδιναβικής και Ρωσικής καταγωγής που αποτελούσαν την Ντρουζίνα.
Συν τω χρόνω οι Βαράγγοι εξετόπισαν τα τάγματα που αναφέραμε προηγουμένως και απόμειναν σαν η μόνη Αυτοκρατορική φρουρά. Ενώ όμως πρώτα αποτελούνταν από Σκανδιναβούς και Ρώσους, άρχισαν από τα τέλη του 11ου αιώνα να στρατολογούνται κατά προτίμηση από Άγγλους.
Η ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Η ονομασία Βάραγγοι (στην αρχαία Νορβηγική Vaeringjar) προέρχεται από τη Νορβηγική λέξη var, που σημαίνει λόγος τιμής, κοινός όρκος. Η ετυμολόγηση αυτή θεωρείται ότι συνδέεται με τις πληθυσμιακές ομάδες Σκανδιναυικής καταγωγής – ως επί το πλείστον Σουηδών – που διείσδυσαν αρχικά στις περιοχές της Βαλτικής και αργότερα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Οι ομάδες αυτές περιελάμβαναν Βίκινγκ πολεμιστές και εμπόρους (η διάκριση δεν ήταν πάντοτε σαφής), οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον ρου των μεγάλων ποταμών επέκτειναν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ στη Ρωσική ενδοχώρα.
Οι συντονισμένες αυτές ενέργειές τους και η συνεργασία τους δημιούργησε το όνομα Βάραγγοι. Οι Βάραγγοι ήταν επίσης γνωστοί ως Ρως, αφού έτσι τους ονόμαζαν οι γειτονικοί Φίννοι (από τη Φιννική λέξη ruotsi = κωπηλάτες). Υπήρχε μάλιστα επαρχία στη Σουηδία που ονομαζόταν Ρωσλάγκεν (Roslagen = περιοχή των Ρως). Οι Βάραγγοι σύντομα κυριάρχησαν επί του Σλαβικού πληθυσμού της Ρωσίας και έδωσαν το όνομά τους στη χώρα που κατέκτησαν. Η μετακίνηση αυτή των Βαράγγων τοποθετείται χρονολογικά στις αρχές της Μεσαιωνικής περιόδου, περί τον 6ο – 7ο αιώνα μ.Χ.
Οι Βάραγγοι είναι το όνομα που δόθηκε από τους Βυζαντινούς και τους ανατολικούς Σλάβους στον λαό των Βίκινγκ που κατευθύνθηκε ανατολικά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας αφού μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα δημιούργησαν και εξουσίαζαν το πρώτο Μεσαιωνικό κράτος των Ρως και συγκρότησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορική φρουρά με σημαντική ισχύ μέχρι τον 13ο αιώνα. Ο ρόλος των Βαράγγων στη Ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα «Ρωσία» είναι Βαραγγικό και όχι Σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο.
Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα. Σύμφωνα με την παράδοση οι Βάραγγοι προσκλήθηκαν στη Ρωσία, συγκεκριμένα στην ηγεμονία του Νόβγκοροντ, από τους ιδίους τους Σλάβους, για να αποκρούσουν τις επανειλημμένες επιδρομές των Φίννων.
Λαός εγνωσμένης πολεμικής αρετής οι Βάραγγοι έδιωξαν τελικά τους Φίννους. Ο ηγεμόνας τους Ρούρικ διαπίστωσε σύντομα την αδυναμία του τοπικού Σλαβικού πληθυσμού και με τη στρατιωτική του ισχύ επιβλήθηκε ως ηγεμόνας του Νόβγκοροντ το 862. Άλλες ομάδες Βαράγγων έπλευσαν στον Δνείπερο έως το Κίεβο, το οποίο και κατέκτησαν το 864. Οι χρονολογίες αυτές παραδίδονται από το «Ρωσικό Χρονικό». Γενικά, πάντως, φαίνεται ότι η ουσιαστική κατάκτηση της Ρωσίας είχε συντελεστεί αρκετά νωρίτερα και τα αναφερόμενα αυτά γεγονότα ήταν απλώς η οριστικοποίηση μίας προγενέστερης κατάστασης.
Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγιας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια Βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες Νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την Ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά.
Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως Σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα Σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113:
«Οι Λίακ (Πολωνοί), οι Πρώσοι και οι Τσουντ (πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών) ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα (Βαλτική). Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ (εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία). Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ (του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη): Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι».
Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν. Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι. Ύστερα είπαν στους Ρως:
»Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε». Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος , ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων). Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.
Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη Σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΡΩΣ
Το Μεσαιωνικό κράτος των Ρως ή Κιεβινή Ρωσία είναι η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα κρατικής οργάνωσης στον ανατολικό Σλαβικό κόσμο. Άκμασε τον 9ο με 12ο αιώνα με πρωτεύουσα το Κίεβο, ενώ το 1150 κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητες ηγεμονίες, από όπου τρεις σημερινές χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία) έλκουν την ιστορική καταγωγή τους από αυτό.
Η πληθυσμιακή του σύνθεση ήταν κυρίως σλαβική και δευτερευόντως στο βορρά Φιννική όμως την εξουσία (διοικητική και στρατιωτική) κρατούσαν οι Βάραγγοι Ρως, από τους οποίους η Ρωσία πήρε τη σημερινή της ονομασία. Πυρήνας του κράτους ήταν οι περιοχές πέριξ του Κιέβου και του Νόβγκοροντ. Στην εποχή της μέγιστης εξάπλωσής του εκτεινόταν από τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα έως τη Βαλτική και από τα Καρπάθια μέχρι τα Ουράλια Όρη.
Τα Πρώτα Χρόνια
Το κράτος των Ρως ή Ρως του Κιέβου (από την πρωτεύουσα Κίεβο) είναι μετεξέλιξη του Χαγανάτου των Ρως (το Χαγανάτο πιθανώς εδόθη ως ονομασία λόγω επηρεασμού από το νότιο Χανάτο των Χαζάρων, καθότι απαντάται σε Τουρκομογγολικές φυλές ως όρος και όχι σε Σλαβικές κ.α.), μιας συνομοσπονδίας πόλεων – κρατών υπό Βαραγγική ηγεμονία που εκτεινόταν στη σημερινή Β.Δ Ρωσία. Γύρω στο 880 ο ηγεμόνας του Χαγανάτου Όλεγκ εκδιώκει από το Δνείπερο τους Χαζάρους (νομαδικός λαός Τουρκικής καταγωγής που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους κατοίκους) και ανακηρύσσει τον εαυτό του πρίγκιπα του Κιέβου.
Ο Όλεγκ ήταν διάδοχος του Ρούρικ (Βάραγγος ηγέτης που μυθοποιήθηκε, αμφισβητείται το αν υπήρξε πραγματικά), για αυτό και η δυναστεία που ίδρυσε ονομαζόταν Ρουρικίδες (παιδιά του Ρούρικ). Στις τέσσερεις δεκαετίες που ακολουθούν, ο Όλεγκ υποτάσσει κάθε αντίδραση των τοπικών πληθυσμών. Οι Βάραγγοι αποκτούν έτσι ένα δυνατό προπύργιο στην περιοχή, απαραίτητο για το εμπόριό τους με την Κωνσταντινούπολη, αλλά και μια νέα πρωτεύουσα, το Κίεβο. Το 907 ο Όλεγκ επιδράμει κατά του Βυζαντίου και δοκιμάζει να πολιορκήσει την Πόλη.
Στρατιωτικά αποτυγχάνει, αλλά η εν γένει τακτική του πείθει τους Βυζαντινούς ότι δεν πρόκειται για έναν τυχάρπαστο ηγεμόνα. Έτσι στη διμερή εμπορική συνθήκη του 911 αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος από την άλλη πλευρά και πετυχαίνει όρους που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και ευημερία του νεοπαγούς κράτους του. Ακριβώς ίδια αποτελέσματα (πολεμικές ήττες αλλά ευνοϊκές συνθήκες ειρήνης) έχουν οι δύο εκστρατείες του Ιγκόρ, διαδόχου του Όλεγκ. Ο Ιγκόρ όμως αποτυγχάνει να ελέγξει στην ανατολή τους Χαζάρους, οι οποίοι ξαναρχίζουν να λεηλατούν την ύπαιθρο, και στη δύση τους Δρεβλιανούς (Σλαβικό φύλο) που αρνούνται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο Κίεβο.
Οι τελευταίοι μάλιστα τον δολοφονούν το 945. Ενώ διεξάγονται τα παραπάνω σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία »Εκσλαβισμού» της αριστοκρατίας που διοικεί το κράτος. Μολονότι η Βαραγγική καταγωγή εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη ανωτέρων δημοσίων αξιωμάτων, φαίνεται ότι πολιτισμικά οι Βάραγγοι απορροφώνται από το υπέρτερο Σλαβικό στοιχείο και σταδιακά υιοθετούν τη Σλαβική γλώσσα και συνήθειες (και για λόγους όμως πολιτικούς, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης και διαιώνισης μιας ξενικής ελίτ).
Toν Ιγκόρ διαδέχεται ο τριετής γιος του, πρίγκιπας Σβιατοσλάβ. Μέχρι όμως να φθάσει τα είκοσι, την πραγματική εξουσία ασκεί η Χριστιανή μητέρα του Χέλγκα (μετέπειτα Αγία Όλγα). Το 962 ο Σβιατοσλάβ A’ αναλαμβάνει την πλήρη ηγεσία και σε μία δεκαετία υπερδιπλασιάζει την έκταση του κράτους του, συμμαχώντας με τους Πετσενέγους και υποτάσσοντας όλους τους γειτονικούς λαούς: τους Βουλγάρους του Βόλγα και τους Μορδβίνους (Φιννικό φύλο) στην ανατολή, τους Χαζάρους στο νότο και Βουλγάρους του Δούναβη στα Βαλκάνια.
Βέβαιος ότι θα σταθεροποιήσει τον έλεγχο στα νέα εδάφη, μετακινεί την πρωτεύουσα στη Βουλγαρική πόλη Περεγιασλάβετς (στο Δέλτα του Δούναβη) το 969 ελπίζοντας να την κάνει κέντρο του Ευρωπαϊκού εμπορίου. Το όραμά του όμως αποτυγχάνει – οι Βυζαντινοί στρέφονται εναντίον του, θεωρώντας ότι μπαίνει στα χωράφια τους, και έως το 971 καταλύουν όλες τις Βαλκανικές κτήσεις του, μεταξύ των οποίων και το Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα υποκινούν τους Πετσενέγους να επιτεθούν στο Κίεβο, ενώ και οι ανατολικοί υποτελείς των Ρως εξεγείρονται και ανακτούν την ανεξαρτησία τους.
Ο Σβιατοσλάβ αναγκάζεται να συνθηκολογήσει και να αποσυρθεί στα προ δεκαετίας σύνορα, αλλά καθώς γυρνά στο Κίεβο δολοφονείται ύπουλα (972) από Πετσενέγους, κατ’ εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή που ήθελε να ξεμπερδεύσει οριστικά μαζί του.
Η Χρυσή Εποχή του Κιέβου
Αν και τα επιτεύγματα του Σβιατοσλάβου διήρκεσαν μόλις λίγα χρόνια, αύξησαν σημαντικά το διεθνές κύρος του κράτους του και συνετέλεσαν στο να εγκαθιδρυθεί η κυριαρχία του Κιέβου σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ευρώπη για τους επόμενους δύο αιώνες. Ο Μέγας Πρίγκηψ του Κιέβου ήλεγχε τις περιοχές γύρω από την πόλη, και οι (θεωρητικά κατώτεροι) συγγενείς του τις άλλες πόλεις της επικράτειας. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις της μέγιστης ακμής του κράτους των Ρως, στην οποία έφθασε στα χρόνια του Βλαδίμηρου του Μεγάλου και του Γιαροσλάβου του Σοφού.
Ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος ήταν γιος του Σβιατοσλάβ και πήρε το θρόνο το 980, αφού είχε προηγηθεί εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτόν και τον ετεροθαλή αδελφό του (και νόμιμο διάδοχο) Γιαροπόλκ. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν ο εκχριστιανισμός των Ρως το 988. Σύμφωνα με την «ποιητική» περιγραφή του Πρώτου Χρονικού, όταν ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ρωσικό παγανισμό με μια άλλη θρησκεία, έστειλε τους καλύτερους αυλικούς σε όλη την Ευρώπη. Αφού πήγαν στους καθολικούς, τους ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί θαμπώθηκαν από την ομορφιά του ναού της Αγίας Σοφίας και της λειτουργίας που γινόταν εκεί. Γυρνώντας στο Κίεβο, έπεισαν το Βλαδίμηρο να υιοθετήσει τη θρησκεία των Ελλήνων. Τότε ο Βλαδίμηρος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ και ζήτησε την αδελφή του Άννα για γυναίκα του. Η ευλαβής Χριστιανική ζωή δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Βλαδίμηρο, κι ας βαπτίζεται Χριστιανός – μαρτυράται ότι είχε δεκάδες συζύγους (εκ των οποίων τέσσερις γαλαζοαίματες) και κάποιες εκατοντάδες παλλακίδες.
Αυτό που τον καθοδηγεί είναι η καλή κρίση των δεδομένων: γνωρίζει πως η ευημερία του κράτους του περνά μέσα από τις καλές σχέσεις με το Βυζάντιο, αφού οι Βυζαντινοί αφενός είναι οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων του, αφετέρου ελέγχουν τη Μαύρη Θάλασσα, τουτέστιν την κίνηση των πλοίων από και προς το Δνείπερο, που είναι ο κύριος εμπορικός δίαυλος μεταξύ των Ρως και του έξω κόσμου. Επιπλέον η Ορθόδοξη Εκκλησία διέθετε ήδη λειτουργικά κείμενα γραμμένα στο Κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και ένα πλήθος μεταφράσεων Ελλήνων συγγραφέων στα Σλαβικά.
Η ύπαρξη αυτών των μεταφράσεων φέρνει σε επαφή τους Ρώσους με την Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, χωρίς να χρειασθεί να μάθουν Ελληνικά. Αποκτούν έτσι το υπόβαθρο για να δημιουργήσουν τη δική τους λογοτεχνία, τέχνη και επιστήμη. Ο Βλαδίμηρος πεθαίνει το 1015. Ακολουθούν διαμάχες μεταξύ των πολλών γιων του, από τις οποίες νικητής βγαίνει ο Γιαροσλάβος, τοπικός κυβερνήτης του Νόβγκοροντ, εξολοθρεύοντας τους υπόλοιπους.
Ο Γιαροσλάβος στέφεται Μέγας Πρίγκηψ Κιέβου και Νόβγκοροντ στο Κίεβο το 1019 και κατά τη βασιλεία του το κράτος των Ρως φθάνει στο ζενίθ του. Ο Γιαροσλάβος συντάσσει τον πρώτο νομικό κώδικα, τη Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська). Ενδυναμώνει τις σχέσεις του με τη Δύση χρησιμοποιώντας ως μέσον τους βασιλικούς γάμους: παντρεύει την εγγονή του Ευπραξία με τον Ερρίκο Γ’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την αδερφή του με το βασιλιά της Πολωνίας, τις τρεις κόρες του με τους βασιλείς της Γαλλίας, της Ουγγαρίας και της Νορβηγίας.
Δείχνει επίσης ενεργό ενδιαφέρον για την εδραίωση του Χριστιανισμού, χρηματοδοτώντας τον κλήρο και ανεγείροντας τον πρώτο μεγάλο ναό στο Κίεβο και κατόπιν δύο καθεδρικούς αφιερωμένους στην Αγία του Θεού Σοφία, στο Κίεβο και στο Νόβγκοροντ. Για όλα αυτά του δόθηκε το προσωνύμιο Σοφός.
Παρακμή και Διάσπαση
Από τα χρόνια του Ολέγκ, η δομή της εξουσίας ήταν σαφής: ο Πρίγκιπας του Κιέβου στην κορυφή και κάτω από αυτόν ένα διορισμένο επιτελείο ευγενών – τοπικών πριγκίπων, οι οποίοι είχαν την πολιτική / στρατιωτική ευθύνη των περιφερειών. Κάθε φορά που στο κράτος εντάσσονταν νέες περιφέρειες ή οι υπάρχουσες αναπτύσσονταν τόσο που χρειαζόταν κατάτμησή τους για να διοικηθούν σωστά, μεγάλωνε και το επιτελείο. Οι ευγενείς φρόντιζαν να κυβερνούν σύμφωνα με τις εντολές που έρχονταν από το Κίεβο, ώστε να πάρουν προαγωγή σε μεγαλύτερες και πλουσιότερες περιφέρειες και να έχουν πλεονεκτική θέση στον αγώνα της διαδοχής όταν θα ερχόταν η ώρα.
Αυτό το σχήμα διοίκησης ήταν αποτελεσματικό στην αρχή, όταν το επιτελείο ήταν μικρό, όπως και αργότερα, όταν βασίλευαν μεγάλες φυσιογνωμίες που επέβαλαν με στιβαρό χέρι την ενότητα. Μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ του Σοφού, η σύμπνοια των ευγενών τίθεται σε αμφιβολία. Τα πολυάριθμα μέλη του επιτελείου ταυτίζονται περισσότερο με τα συμφέροντα της περιοχής τους παρά με τις επιδιώξεις της κεντρικής διοίκησης. Την κατάσταση αυτή επιτείνει ο θεσμός των τοπικών συμβουλίων, όπου συμμετέχουν όλοι οι άνδρες της πόλης και μπορούν να εκδιώξουν τον πρίγκιπα, ζητώντας το διορισμό άλλου.
Πληθαίνουν έτσι τα περιστατικά συναλλαγής μεταξύ πριγκίπων – τοπικών συμβουλίων, όπως και ομάδων πριγκίπων εναντίον άλλων ομοβάθμων τους, πάντα εις βάρος της κεντρικής διοίκησης που σταδιακά αποδυναμώνεται. Την αποσύνθεση του κράτους των Ρως επιταχύνουν με έμμεσο τρόπο οι Σταυροφορίες. Με τις εξελίξεις που δρομολογούνται στην ανατολική Μεσόγειο το 12ο αιώνα, οι Βυζαντινοί δε μπορούν πια να αγοράζουν αφειδώς τα προϊόντα των βορείων γειτόνων τους.
Έτσι ατονεί η Εμπορική Οδός Βαράγγων – Ελλήνων και συνεπακόλουθα η ανάγκη για μια ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία θα ελέγχει τις ποτάμιες οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να μένει η ζωτική εμπορική οδός ανοικτή. Συνολικά, στα μόλις 170 χρόνια από το 1054 έως το 1224 καταγράφονται:
64 αυτοανακηρύξεις περιφερειών σε αυτόνομα πριγκιπάτα (τα περισσότερα βραχύβια) που εγείρουν αξιώσεις στο θρόνο.
83 εμφύλιοι πόλεμοι, ενίοτε με τη συμμετοχή και ξένων δυνάμεων.
293 ηγεμόνες που αυτοαναγορεύονται νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου του Κιέβου.
35 ηγεμόνες που παίρνουν το θρόνο.
Είναι σαφές ότι στην εποχή μετά το θάνατο του Γιαροσλάβου Α’ του Σοφού, οι Μεγάλοι Πρίγκιπες του Κιέβου είναι μόνο τύποις αρχηγοί του κράτους των Ρως, που πια έχει θρυμματισθεί σε διάφορα πριγκιπάτα στις αρχές του 13ου αιώνα. H Μογγολική Εισβολή που ακολουθεί, δίνει τη χαριστική βολή σε ένα κράτος που είναι ήδη ετοιμοθάνατο. Με το πέρασμα του χρόνου κάθε πριγκιπάτο ακολουθεί διαφορετική πορεία, πράγμα που οδηγεί μακροπρόθεσμα στις τρεις εθνικές διαφοροποιήσεις του ανατολικού Σλαβικού κόσμου που συναντάμε σήμερα:
Ουκρανοί στα νότια και νοτιοδυτικά, Λευκορώσοι στα βορειοδυτικά, Ρώσοι στα βόρεια και βορειοανατολικά. Συνοπτικά, τα κυριότερα νέα κράτη που προέκυψαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως είναι τα ακόλουθα:
Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ
Πριγκιπάτο των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ
Πριγκιπάτο του Γκάλιτς
Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ
Η Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ υπήρξε κρατικό μόρφωμα της Β.Δ Ρωσίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα με πρωτεύουσα το Νόβγκοροντ. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό Σλαβικό κόσμο, όντας ένα από τα λίγα Ρωσικά κράτη που έμειναν ανέπαφα τόσο από τη Μογγολική εισβολήστο νότο, όσο και το Σουηδικό – Τευτονικό επεκτατισμό από δυσμάς. Πριν την ανεξαρτητοποίησή του, το Νόβγκοροντ ήταν το δεύτερο σημαντικότερο πριγκιπάτο του Βαραγγοσλαβικού κράτους των Ρως μετά την πρωτεύουσα Κίεβο.
Δεδομένου μάλιστα ότι οι Βάραγγοι είχαν εγκατασταθεί εκεί πολύ πριν κατακτήσουν το Κίεβο, θεωρούσαν την πόλη ως κοιτίδα της αριστοκρατίας που διοικούσε το κράτος. Η αυτονόμηση της τοπικής ολιγαρχίας από την κεντρική εξουσία ήταν μία μακρόχρονη διαδικασία, η οποία δρομολογήθηκε μετά το θάνατο του Μεγάλου Πρίγκιπα Γιάροσλαβ του Σοφού (1054) και οφείλεται σε δύο κύρια αίτια:
Οι διάδοχοι του Γιάροσλαβ στο θρόνο του Κιέβου απέτυχαν να διατηρήσουν την ενότητα του κράτους.
Εν αντιθέσει με το υπόλοιπο κράτος που εμπορευόταν κυρίως με την Κωνσταντινούπολη, οι αγορές – στόχοι του Νόβγκοροντ βρίσκονταν στη Βαλτική. Επομένως το Νόβγκοροντ δεν είχε άμεση ανάγκη από ένα ισχυρό Κίεβο, το οποίο θα εγγυόταν την ασφάλεια των εμπορικών δρόμων προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτονόμησης, η είσοδος στο 12ο αιώνα έβρισκε την πόλη να διαθέτει ήδη δικό της αρχιεπίσκοπο και στρατιωτικό διοικητή. Επίσης σε πολιτικές δομές το Νόβγκοροντ έμοιαζε περισσότερο με δυτικοευρωπαϊκή παρά με Ρωσική πόλη. Η ανεξαρτησία κηρύχθηκε επισήμως από τις δύο κυρίαρχες τάξεις, τους αριστοκράτες (Βογιάρους) και τους μεγαλεμπόρους, το 1136. Στο νέο κράτος ενσωματώθηκαν μια σειρά από σημαντικές πόλεις της Β.Δ Ρωσίας: Πσκοβ (Πίσκοβο), Λάντογκα, Στάραγια Ρούσα,Όρεσεκ.
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν ανέδειξαν τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ στη σημαντικότερη δύναμη του ανατολικού σλαβικού κόσμου, ιδιαίτερα μετά τη Μογγολική Εισβολή (13ος αιώνας). Το Νόβγκοροντ δεν αντιμετώπισε τη μοίρα των νότιων και ανατολικών Ρωσικών περιοχών, που υποδουλώθηκαν στους Μογγόλους, αλλά είχε να αντιμετωπίσει επιβουλές από τη δύση. Μέσα σε ενάμισι αιώνα πέτυχε να αποκρούσει σειρά επιθέσεων από τους Σουηδούς και τους Τεύτονες, οι οποίοι επιβουλεύονταν τα εδάφη του.
Οι εισβολές αυτές, πέραν της προφανούς επιθυμίας των επιτιθεμένων για επέκταση, είχαν και θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού είχαν εγκριθεί με παπική βούλα ως πόλεμος κατά των αιρετικών ορθοδόξων. Το 1348 αποχώρησε από τη Δημοκρατία το Πσκοβ, αλλά αυτό ουδόλως την αποδυνάμωσε – μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε μια επικράτεια από τη Βαλτική μέχρι τα Ουράλια. Το δε εμπόριό της κυριαρχούσε στη Βόρεια Ευρώπη, σε βαθμό που το Νόβγκοροντ ήταν μία από τις τέσσερις πλουσιότερες πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης μαζί με το Λονδίνο, τοΜπέργκεν και το Μπρυζ.
Η οικονομική ισχύς έδωσε στην πόλη τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί μεγάλα έργα και να μετακαλεί καλλιτέχνες από ολόκληρη την Ευρώπη, όπως τον Κωνσταντινουπολίτη αγιογράφο Θεοφάνη. Την ίδια περίοδο που η Δημοκρατία του Νόβγκοροντ άκμαζε, στην υπόλοιπη Ρωσία είχε ξεκινήσει η απεξάρτηση από το Μογγολικό έλεγχο και ένα νέο ισχυρό κρατίδιο αναδεικνυόταν σε ανταγωνιστική δύναμη: ήταν το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας, το οποίο φιλοδοξούσε να ενοποιήσει τα Ρωσικά εδάφη σε μία ενιαία επικράτεια με πρωτεύουσα τη Μόσχα. Οι διενέξεις μεταξύ των δύο κρατιδίων ξεκίνησαν στα τέλη του 14ου αιώνα.
Φοβισμένοι από τη Μοσχοβίτικη απειλή, οι Βογιάροι της Δημοκρατίας κατέφυγαν σε συμμαχία με τις καθολικές Λιθουανία και Πολωνία. Αυτό όμως εξόργισε τις λαϊκές τάξεις, οι οποίες αντιμετώπισαν τη συμμαχία ως προδοσία κατά του Ρωσικού έθνους και της ορθόδοξης πίστης. Ως αποτέλεσμα ξέσπασε μία μακρόχρονη εσωτερική έριδα, η οποία άλλες φορές περιοριζόταν σε πολιτικό επίπεδο και άλλοτε έπαιρνε το χαρακτήρα ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης. Η κατάσταση αυτή εξασθένησε σημαντικά τη δύναμη του Νόβγκοροντ για τις επόμενες δεκαετίες.
Το καλοκαίρι του 1471, με το στρατό τους ηττημένο από το Μοσχοβίτη Ιβάν Γ’ στη Σελόνα και το Ντβίνα, οι βΒγιάροι του Νόβγκοροντ ακύρωσαν τη συμμαχία με Λιθουανία – Πολωνία και δήλωσαν υποταγή στη Μόσχα. Κράτησαν όμως μία σχετική αυτονομία, την οποία αρχικά ο Ιβάν αποδέχθηκε, αλλά στη συνέχεια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ακυρώσει. Η οριστική ενσωμάτωση της Δημοκρατίας στο αναδυόμενο Ρωσικό βασίλειο έγινε τελικά στις 14 Ιανουαρίου 1478. Ο Ιβάν πολιόρκησε το Νόβγκοροντ και δεν έδωσε στην πόλη καμμία επιλογή, πέρα από την αποδοχή της πλήρους κυριαρχίας του.
Από εκείνη τη στιγμή, η Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ έπαυσε να υπάρχει. Για τα δεδομένα του ύστερου Μεσαίωνα, οι θεσμοί της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ εμφάνιζαν αρκετές πρωτοτυπίες. Οι εξουσίες ήταν διαχωρισμένες (αν και όχι με τη διάκριση που εφαρμόζεται σήμερα) και κύριος φορέας τους δεν ήταν ένας ηγεμόνας ή η αυλή του, αλλά ένα σαφώς ευρύτερο σώμα. Τα κυριότερα όργανα της Δημοκρατίας ήταν τα ακόλουθα:
Λαϊκή Συνέλευση (вече:βέτσε). Υπήρχε ως θεσμός επί Κράτους των Ρως, αλλά λειτουργούσε περισσότερο ως συμβουλευτικό όργανο για τα τοπικά ζητήματα. Μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας αναβαθμίσθηκε στην ανώτατη αρχή της Δημοκρατίας. Αποτελείτο από εκπροσώπους του αστικού και του ελεύθερου αγροτικού πληθυσμού, νομοθετούσε, ασκούσε τη διακυβέρνηση και αποφάσιζε ποιοι θα καταλάμβαναν τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Σύμφωνα με την παράδοση, συνεδρίαζε κάθε φορά που ένα μέλος της κτυπούσε την καμπάνα – η υπερβολή αυτή προδίδει ότι η Βέτσε συνεδρίαζε τακτικά και είχε αποφασιστική αρμοδιότητα για οτιδήποτε.
Αρχιεπίσκοπος. Έπρεπε να κατάγεται από Βογιαρική οικογένεια, επιλεγόταν όμως από τη Λαϊκή Συνέλευση και μπορούσε να ανακληθεί από αυτήν. Ήταν ο επικεφαλής του κράτους, διαχειριζόταν τα οικονομικά και τη δημόσια γη (φέουδα του Μέγα Πρίγκιπα του Κιέβου, τα οποία «κρατικοποιήθηκαν» μετά την ανεξαρτησία) και είχε την ευθύνη των διεθνών σχέσεων. Είχε επίσης δικαστικές αρμοδιότητες στον τομέα του ποινικού δικαίου.
Δούκας ή Κυβερνήτης. Ο δούκας ήταν ευγενής καταγόμενος από περιοχή έξω από τη Δημοκρατία. Τον επέλεγε η Λαϊκή Συνέλευση, η οποία τον καλούσε στο Νόβγκοροντ και υπέγραφε μαζί του συμβόλαιο, στο οποίο οριζόταν ποιες θα είναι οι αρμοδιότητές του. Κύριο καθήκον του ήταν η ηγεσία του στρατού. Σημαντικότερος δούκας του Νόβγκοροντ υπήρξε ο Αλέξανδρος Νιέφσκι, ο οποίος απέκρουσε την Τευτονική εισβολή με την περίφημη Μάχη των Πάγων το 1242.
Συντεχνίες. Ήταν οι ενώσεις των εμπόρων και των τεχνιτών. Διαιρούνταν στους Ουλιτσάνε (αυτοί που δραστηριοποιούνταν στους δρόμους της πόλης), τους Κοντσάνε (των προαστίων) και τους Σότνι (επαγγελματίες του ιδίου κλάδου). Καμμία απόφαση του κράτους που αφορούσε τα συμφέροντα μίας περιοχής ή ενός κλάδου δεν ήταν έγκυρη, εάν δεν επικυρωνόταν από την αντίστοιχη συντεχνία.
Πριγκιπάτο των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ
Κράτος που προέκυψε από τη συμμαχία των πόλεων Βλαντίμιρ και Σούζνταλ στα ανατολικά της Μόσχας, προσπάθησε να παίξει ανεπιτυχώς το ρόλο του νέου Κιέβου. Ευνοήθηκε από την έλευση λογίων, καλλιτεχνών και εμπόρων που εγκατέλειπαν το νότο για να αποφύγουν τις επιδρομές τουρκικών φυλών, οι οποίες αναθάρρησαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως. Το 1169 ο τοπικός πρίγκιπας Αντρέι Μπογκολιούμπσκι έκανε εκστρατεία κατά του Κιέβου και εγκατέστησε εκεί ως πρίγκιπα τον αδελφό του.
Το 1299 εγκαταστάθηκε στο Βλαντίμιρ η ιστορική αρχιεπισκοπή του Κιέβου. Από την αριστοκρατία του Πριγκιπάτου των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ προήλθαν οι πρώτοι ηγεμόνες της Μοσχοβίας, που με τη σειρά της ήταν η μήτρα που γέννησε τη σημερινή Ρωσία.
Πριγκιπάτο του Γκάλιτς
Το πριγκιπάτο του Γκάλιτς (η ανατολική ιστορική περιοχή Γαλικία που μοιράζονται Πολωνία και Ουκρανία) συγκροτήθηκε στα εδάφη νοτιοδυτικά του Κιέβου και εμπορευόταν με τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και τους Λιθουανούς γείτονές του. Στις αρχές του 13ου αιώνα ο τοπικός πρίγκιπας Ρομάν Μστισλάβιτς κατέκτησε το Κίεβο και αυτοανακηρύχθηκε Μέγας Δούκας των Ρως του Κιέβου.
Ο γιος του Δανιήλ ήταν ο πρώτος Σλάβος βασιλιάς που ενθρονίσθηκε από τον πάπα, χωρίς όμως να αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο που το 14ο αιώνα του απένειμε έδρα αρχιεπισκοπής. Το πριγκηπάτο έπαψε να υπάρχει στα μέσα του 14ου αιώνα όταν διαμοιράσθηκε ανάμεσα σε Πολωνούς και Λιθουανούς. Θεωρείται το πρώτο Ουκρανικό κρατικό μόρφωμα.
Ιστορική Αποτίμηση
Το κράτος των Ρως, αν και εκτεινόταν σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της εποχής του αλλά και ένα από τα πιο εξελιγμένα, εν μέρει χάρη και στο συγχρωτισμό του με το Βυζάντιο. Σε μια εποχή που στη Δυτική Ευρώπη μόνο οι ευγενείς ήξεραν να γράψουν το όνομά τους, τα περισσότερα παιδιά του Κιέβου, του Νόβγκοροντ και των άλλων μεγάλων πόλεων ήταν εγγράμματα – έχουν διασωθεί μέχρι και «σκονάκια» για το σχολείο ή ερωτικά σημειώματα προς τους συμμαθητές τους.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα άλλα Μεσαιωνικά κράτη, ο νομικός κώδικας του Γιαροσλάβου του Σοφού έθετε φραγμούς στα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης, δεν περιελάμβανε τη θανατική ποινή και μετέτρεπε τις περισσότερες ποινές από φυλάκιση σε πρόστιμο. Παρείχε επίσης στις γυναίκες αστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά, καθώς και συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν η Κιεβινή Άννα Γιαροσλάβνα παντρεύθηκε το Γάλλο βασιλιά Ερρίκο και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ρεμς, οι Γάλλοι θεωρούσαν απίστευτο για μια γυναίκα να είναι τόσο μορφωμένη.
Η οικονομική ανάπτυξη αντανακλάται εύγλωττα στα δημογραφικά στοιχεία. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ είχε ήδη αρχίσει η παρακμή, το Κίεβο είχε 50.000 κατοίκους, το Νόβγκοροντ 30.000 και το Τσερνίγκοφ επίσης 30.000. Την ίδια εποχή το Λονδίνο είχε 12.000 κατοίκους και η δεύτερη μεγαλύτερη Αγγλική πόλη, το Ουίντσεστερ, είχε 5.000.
Το κράτος των Ρως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ενοποίησε διοικητικά και πολιτισμικά μία αναρχούμενη περιφέρεια και τη μετέτρεψε σε ένα δυναμικό βασίλειο. Η εισαγωγή του Χριστιανισμού δημιούργησε ένα Βυζαντινό – Σλαβικό κράμα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πολιτισμό και τις τέχνες. Αυτός ο πολιτισμός ήταν το υλικό πάνω στο οποίο χτίσθηκε αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία.
Χρονολόγιο των Ρως
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΡΩΣ
Σύμφωνα με τη Νορμανιστική θεωρία οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά Βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες (Χαγανάτο των Ρως). Ακολούθως απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο (Β-Ν) και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα (Δ-Α), εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο (γι’ αυτό και συχνά συναντάται η ονομασία Ηγεμονία του Κιέβου).
Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου:
»Οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 ή (859 μ.Χ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα Φιννικά και Σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους. Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της Βαραγγικής φυλής Ρως – τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ».
Οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Ρούρικ και την ακρίβεια των παραπάνω ημερομηνιών, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με αυτές των εγκυρότερων Βυζαντινών πηγών και των Μπερτινιανών Χρονικών – ειδικά στα τελευταία μαρτυράται η συνάντηση κάποιων Βίκινγκ που ονομάζονταν Ρως και κατοικούσαν ανατολικά της Βαλτικής με το φράγκο Λουδοβίκο Α΄ το 839, είκοσι δηλαδή χρόνια πριν την άφιξή τους κατά το Πρώτο Χρονικό.
Η επιστημονική έρευνα κατατείνει στο ότι η εγκατάσταση των Βαράγγων στα Σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα με προγεφύρωμα το Χαγανάτο που εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία, δηλ. έναν αιώνα νωρίτερα απ’ ό,τι αναφέρει το Πρώτο Χρονικό. Η πλήρης κυριαρχία τους και η ίδρυση του Κράτους των Ρως, που ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής υπεροχής και της ηγεμονίας τους στο εμπόριο, τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν Βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού κυρίως Σλαβική.
Αφού σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους, οι Ρως προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους Βυζαντινούς: εισήγαγαν το Χριστιανισμό (μαζί με το γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι Βάραγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο Σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε Σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα.
Αντίθετη με τα παραπάνω είναι η αντινορμανιστική θεωρία, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 19ο αιώνα κυρίως από Σλάβους ιστορικούς. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ρως ήταν σλαβικό φύλο και οι Βάραγγοι απλοί μισθοφόροι. Δέχεται ότι κάποιοι από τους Βαράγγους ανέλαβαν ανώτερα αξιώματα λόγω της ικανότητάς τους στον πόλεμο, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Γενικά πάντως η ιστοριογραφία καταγράφει την άποψή τους ως λανθασμένη και συνδεδεμένη με τον πανσλαβισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στο Σλαβικό κόσμο κατά το 19ο αιώνα.
Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΔΟΣ ΒΑΡΑΓΓΩΝ – ΕΛΛΗΝΩΝ
Η Εμπορική οδός Βαράγγων – Ελλήνων (ή του Δνείπερου) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων – η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων – Ελλήνων είναι στο Ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι Βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων.
Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία. Πιθανώς η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια.
Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο Ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων – Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204.
Διαδρομή – Προϊόντα
Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από Σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας.
Τα πλοία ακολουθούσαν την εξής πορεία:
Ανατολική Βαλτική, ο σημερινός Φινλανδικός Κόλπος.
Είσοδος στον ποταμό Νέβα, στο σημείο της σημερινής Αγίας Πετρούπολης. Ανάπλους του ποταμού και έξοδος στη λίμνη Λάντογκα.
Μεταφόρτωση των εμπορευμάτων σε κωπήλατα ποταμόπλοια στον εμπορικό σταθμό Λάντογκα. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ (Πορφυρογέννητος) τα αποκαλεί μονόξυλα, που είχαν μέχρι και 40 άνδρες πλήρωμα.
Κατάπλους του ποταμού Βολκόφ και είσοδος στη λίμνη Ιλμέν δίπλα από το Νόβγκοροντ, τη σπουδαιότερη πόλη της περιοχής.
Κατάπλους του ποταμού Λόβατ. Από εκεί τα πλοία έβγαιναν στην ξηρά και μεταφέρονταν πάνω σε κάρα μέχρι τον ποταμό Δνείπερο.
Κατάπλους του Δνείπερου. Στην πορεία τα πλοία περνούσαν από το Κίεβο.
Έξοδος στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί τα πλοία εξοπλίζονταν με πανιά και έπλεαν νότια προς την Κωνσταντινούπολη.
Τα κυριότερα προϊόντα (σε παρένθεση η περιοχή προέλευσης) ήταν τα ακόλουθα:
Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία).
Κεχριμπάρι (Βαλτική).
Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ).
Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο).
Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΟΙ ΚΑΤΑΦΡΑΚΤΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ
Βαράγγους, οι Ρωμιοί αποκαλούν τους Σκανδιναυούς που καταφτάνουν ομαδόν στη μεθόριο της Μαύρης Θάλασσας από τον 9ο αιώνα μ.Χ. και μετά, εκ του ενδωνύμου vakingr –> vikingr, ήτοι «μέλος εκστρατείας», καταδρομέας, τρόπον τινά.
Ως ρωμαίικο στρατιωτικό σώμα, οι Βαράγγοι, επίσης γνωστοί και ως Πελεκυφόροι (εκ του πέλεκυ, δηλαδή της ευμεγέθους τσεκούρας (σικουρίς), που έχουν μόνιμα κρεμασμένη στο δεξί τους ώμο), σχηματίζονται εσπευσμένα από τον Βασίλειο Β΄ τον Πορφυρογέννητο ως επικουρικό άγημα 6.000 πεζών Φοιδεράτων (αυτοδιοίκητοι ξένοι μισθοφόροι) από τη Ρωσία του Κιέβου, για την καταστολή της ανταρσίας των Βάρδα Φωκά και Καλόκυρου Δελφινά. Με τα χρόνια όμως, οι πολεμιστές από τον Βορρά αποδεικνύουν την αξία τους, ενώ καθιερώνεται και η στρατολόγηση ανδρών από τη χώρα προέλευσης των Ρώσων, δηλαδή τη Σουηδία.
Γενικότερα, στο Ρωμαίικο πεζικό σώμα των Βαράγγων, γίνονται δεκτοί όσοι από τους Σκανδιναβούς το επιθυμούν. Μεταξύ τους υπάρχουν και κάποιοι παράξενοι πολεμιστές, που μάχονται με το έθιμο των εν τη μάχει τρελών (Μπερζέρκοι αυτοί που φορούν μονάχα δορά αρκούδας, οι μανιασμένοι σαν αρκούδες, λύκους και άλλα αρπακτικά ζώα, οι σαλεμένοι κατά τη μάχη, όπως οι πολεμιστές που εφαρμόζουν επίθεση «αμόκ» στη Μαλαισία και τη Μαλαϊκή Ωκεανία, ή όπως οι πρωτο- Γερμανοί ιεροί μαχητές, οι Έρουλοι), που με τη μανιασμένη τους επιμονή, εμψυχώνουν τους συντρόφους τους.
Εν τω μεταξύ, ακόμα και μετά από το 988, όταν η άρχουσα τάξη των Ρώσων εγχριστιανίζεται, με πρωτοβουλία του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Βολόντιμυρ (Володимеръ, Βάλνταμαρ, Βλάντιμιρ), εγγονού της Αγίας Όλγας (ως χήρα του μεγάλου ηγεμόνα Игорь (Ίγκορ, Ίνγκβαρ), και βασιλομήτωρ, η Όλγα βασίλεψε τις Ρωσίες για δύο δεκαετίες: 945 – 965, Χέλγκα, βαπτισμένη: Ελένα), οι Ρώσοι θα εξακολουθούν να επιτίθενται εναντίον της Ρωμανίας, με υπέρτατο στόχο, την κατάληψη της Σταμπόλης, ή Μίκλαγκαρντ (Miklagård – Μεγάλη Πόλη), ή Τσάργκραντ (Βασιλεύουσα Πόλη).
Η τελευταία επίθεση υλοποιείται από το μέγα ηγεμόνα, Γιαροσλάβο το Σοφό, το 1043, και είναι η τελευταία μονάχα επειδή, ύστερα από την εισβολή της Κυμπτσάκ – Τουρκικής φυλής των Κουμάνων, αποκόπτεται η πρόσβαση των Ρώσων στη Μαύρη Θάλασσα, με την εξαίρεση της ηγεμονίας του Τμουταρακάν, ενός Ρωσικού θύλακα που θα επιβιώσει γύρω από την Ελληνική πόλη Μάταρχα (μητρόπολη του φιλελευθέρου Ελληνιστικού έθνους των Βοσπορανών, η Ερμώνασσα), μέχρι την έλευση των σαρωτικών ορδών των Μογγόλων το 1223.
Ήδη όμως οι Ρώσοι πολεμιστές έχουν γίνει απαραίτητοι για τη Ρωμανία, επειδή έχουν εγκαινιάσει και συνεχώς επανδρώνουν τους Βαράγγους, ως σώμα ξένων μισθοφόρων, επίλεκτο πια, αντίστοιχο με τη «Λεγεώνα των Ξένων» στη Γαλλία, και τους Γκούρκας στη Βρετανία και τη Ινδία. Οι βασιλείς Αυτοκράτορες Ρωμαίων σύντομα θ’αρχίσουν να εμπιστεύονται την αφοσίωση και το μαχητικό φρόνημα των Βαράγγων. Έτσι, οι Βαράγγιοι θα καταστούν η κατεξοχήν Αυτοκρατορική φρουρά, κατά το διάστημα 11ος – 12ος αιώνα μ.Χ.
Πάντως, στην φρουρά των Βαράγγων προσλαμβάνονται άνδρες και από άλλα έθνη, όπως Δανοί, Κουλπίγγοι (Ουραλόφωνοι, ενδεχομένως Βότες και Ιζχόριοι από την Ιγκρία, ως επί το πλείστον), αλλά και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, που δραπετεύουν από το μένος των Νορμαννών κατακτητών, ύστερα από το1066, και εκτιμώνται δεόντως από τους Ρωμιούς για πάνω από τρεις αιώνες (324 χρόνια, 1080 – 1404), ως οι ανδρείοι Ιγγλινοί ή Ιγκλινοβάραγγοι.
Παράλληλα, οι Βαράγγοι αναβαθμίζονται σε επίλεκτη μονάδα, για να καταστούν τελικά, τιμητική -όσο και ουσιαστική- φρουρά φύλαξης του Ιμπεράτορα των Ρωμαίων, μέχρι και κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων.
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Πριν ακόμα κυριεύσουν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ρωσία, οι Βάραγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση αγάπης και μίσους. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί επτά εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης – καμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι Βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το υγρό πυρ.
Εμμέσως όμως οι Ρως αποκόμιζαν κάποια οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης. Το 949 Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούν στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης. Συμπεριλαμβάνονται επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Το 988 ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από το Βάραγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί το θρόνο του από το σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του Αυτοκράτορα – άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε δεκάδες συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, πέθανε επί τόπου και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή.
Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής ήταν απίστευτη η αγριότητα των Βαράγγων, οι οποίοι καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια. Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και επιβεβαιώθηκαν με τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον Αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκαλέστηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι Αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους Βίκινγκ λαούς – Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη Νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου.
Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και συμμετοχή της σε πραξικόπημα το 1071, όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε από τον Τουρκμένο Σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του Αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους Βαράγγους σε δύο τμήματα – ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού.
Πέρα από την προστασία του Αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του. Ως μισθοφόροι οι Βαράγγοι δεν υπηρέτησαν για πρώτη φορά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήδη, από τον 9ο αιώνα υπηρετούσαν τους πλούσιους πρίγκιπες των Ρως ως σωματοφυλακή.
Πολλοί έφθαναν στο Κίεβο σε μικρούς οργανωμένους στρατούς, με δικό τους οπλισμό και πλοία, έχοντας ως διοικητές μέλη της σκανδιναβικής αριστοκρατίας που είχαν εξοριστεί για πολιτικούς λόγους, ή δευτερότοκους και τριτότοκους γιους αριστοκρατών που αναζητούσαν την τύχη τους. Στο Βυζάντιο αναφέρονται για πρώτη φορά ως μισθοφόροι το 902, όταν 700 περίπου από αυτούς υπηρέτησαν στην εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον του Εμιράτου της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος πήρε μαζί του 629 Βαράγγους στη δική του προσπάθεια ανακατάληψης της Κρήτης, ενώ 415 από αυτούς πολέμησαν στην Ιταλική Εκστρατεία των Βυζαντινών το 936.
Ωστόσο, η στενή σχέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορικής αυλής με τους Βαράγγους ξεκίνησε επί της εποχής του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Ο Αυτοκράτορας αντιμετώπιζε τότε σημαντικές απειλές, όχι μόνο από τους Βούλγαρους στον Βορρά, αλλά και από τον ισχυρότατο γαιοκτήμονα της Μικράς Ασίας, Βάρδα Φωκά, ο οποίος, με τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε, αλλά και τη συγγένειά του με την προηγούμενη δυναστεία, είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε στις 14 Σεπτεμβρίου του 987 να ανακηρυχθεί ο ίδιος Αυτοκράτωρ, και να απειλεί ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα.
Τότε ακριβώς ο Βασίλειος αναζήτησε και βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του πρίγκηπα Βλαδίμηρου του Κιέβου (958 – 1014), ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Βάλνταμαρ Σβάιναλντσον, και ήταν πιστός της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας. Ο Βλαδίμηρος δέχθηκε να προσφέρει βοήθεια στον Βασίλειο με τον όρο ότι ο Αυτοκράτορας θα του έδινε ως σύζυγο την αδελφή του, πριγκίπισσα Άννα. Μετά το κλείσιμο της συμφωνίας ο ηγεμόνας του Κιέβου έστειλε στον Αυτοκράτορα μια «Ντρούζινα», δηλαδή ένα σώμα Βαράγγων πολεμιστών που αριθμούσε περί τους 6000 άντρες.
Η εικοσιπεντάχρονη τότε Άννα όμως θεωρούσε αδιανόητο μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να παντρευτεί έναν «βάρβαρο ειδωλολάτρη», και αρνήθηκε, ωθώντας τον Βασίλειο να αθετήσει τη συμφωνία. Ο Βλαδίμηρος πολιόρκησε τη Βυζαντινή πόλη της Χερσώνος (κτισμένη πάνω στην αρχαία Ελληνική αποικία Χερσόνησο της Κριμαίας) και την κατέλαβε, εξαναγκάζοντας τον Βασίλειο να τηρήσει τελικά την υπόσχεσή του, με τους όρους ότι ο Βλαδίμηρος θα εκκένωνε την πόλη και θα βαφτιζόταν Χριστιανός.
Τελικά, ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη το 989. Η «Ντρούζινα» των 6000 Βαράγγων πολεμιστών που έστειλε ο Βλαδίμηρος ως βοήθεια στον κουνιάδο του βοήθησε κατά πολύ στο να καταφέρει ο Βασίλειος να καταπνίξει τη στάση του Φωκά κοντά στη Χρυσόπολη (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, από την πλευρά της Μικράς Ασίας), και στις 13 Απριλίου της ίδιας χρονιάς στη μάχη της Αβύδου, όπου, όταν ο Φωκάς πέθανε από συγκοπή στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σφαγίασαν τους πανικόβλητους άνδρες του.
Ο Βασίλειος, ο οποίος, ειδικά μετά την ανταρσία των ισχυρών γαιοκτημόνων της Ανατολίας δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον στρατό του, κράτησε κοντά του τους Βαράγγους που πολέμησαν στη Χρυσόπολη, δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μετέπειτα Βαράγγιας Φρουράς ή Τάγματος των Βαράγγων.
ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ
Μεταξύ των μισθοφόρων του 10ου και του 11ου αιώνα ξεχωρίζει αναμφίβολα η περίφημη Φρουρά των Βαράγγων. Σύμφωνα με τον μύθο εμφανίστηκαν κάποτε στην Κωνσταντινούπολη άνδρες ρωμαλέοι, σκληροί πολεμιστές με έφεση στους καυγάδες και το ποτό (μερικές πηγές τους αποκαλούν «κρασοκανάτες») για να υπηρετήσουν «τον μεγάλο Αυτοκράτορα του Βυζαντίου». Η περιοχή προέλευσης τους ήταν η Βόρεια Ευρώπη. Υπάρχουν άφθονα ανέκδοτα και ιστορίες για τα κατορθώματά τους στους μύθους της Ισλανδίας (τα γνωστά sagas) του 12ου και 13ου αιώνα.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη εκδοχή, επρόκειτο για πολεμιστές που ήταν περιζήτητοι για την ικανότητά τους να «αναλαμβάνουν κάθε είδους υπηρεσία» μεταξύ αυτών και δολοφονίες. Το όνομά τους, Βαράγγοι, το χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι και μέσω αυτών το υιοθέτησαν οι Βυζαντινοί για να περιγράψουν τους Σκανδιναβούς πολεμιστές. Η ονομασία τους προέρχεται μάλλον από τη Νορβηγική λέξη «Βαρ», που σημαίνει λόγος τιμής και περιγράφει μια ομάδα ανδρών συνδεδεμένη με όρκους και ένα κοινό κώδικα συμπεριφοράς.
Το πιθανότερο είναι πως η περιγραφή αυτή προσομοιάζει με Βίκινγκς μισθοφόρους. Οι Βίκινγκς, Σουηδοί, εγκατεστημένοι στη Ρωσία κυρίως, επισκέφθηκαν για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη το 838, αφού είχαν ιδρύσει τη Ρωσική ηγεμονία στο Νόβγκοροντ. Το 860, μετά από μια αποτυχημένη επίθεση εναντίον της Βασιλεύουσας, ήλθαν σε συμφωνία με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ώστε κάποιοι από αυτούς τους »Ρως», όπως αποκαλούνταν, να υπηρετήσουν στον Βυζαντινό στρατό.
Αν και αυτή η συμφωνία δεν τηρήθηκε, παρόμοιες συμφωνίες έγιναν πιθανόν το 911, το 944 και το 971. Το 911, στην αποτυχημένη προσπάθεια των Βυζαντινών για ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, συμμετείχαν και 700 Ρως ναύτες. Το 955 επίσης, Ρως πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη μάχη του Χάνδακα. Ωστόσο, έως την εποχή του Βασιλείου Β΄του Βουλγαροκτόνου, καμία από αυτές τις Ρωσικές μισθοφορικές μονάδες δεν αποτέλεσε μια μόνιμη δύναμη στη διάθεση του Βυζαντινού κράτους.
Το 988 ο Βασίλειος Β΄ ζήτησε βοήθεια από τον πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί τον θρόνο του από τον στασιαστή γαιοκτήμονα Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε 6.000 Βαράγγους. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των τρομερών Βαράγγων. Πέθανε και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής οι Βαράγγοι «καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια».
Αυτοί οι «εξαίρετοι μαχητές» ορίστηκαν αμέσως ως σωματοφύλακες του Αυτοκράτορα, γιατί, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο Βασίλειος «ήξερε τις ύπουλες διαθέσεις των Ρωμαίων (δηλαδή των Βυζαντινών)» τους οποίους δεν μπορούσε να εμπιστευτεί. Το συμπέρασμα ότι οι Βαράγγοι ήταν πιστοί προκύπτει και από τα γραφόμενα της Άννας Κομνηνής, η οποία ανέφερε ότι «τρέφουν μεγάλη πίστη προς τους Αυτοκράτορες και η προστασία τους αποτελεί κάτι σαν οικογενειακή παράδοση για αυτούς, ένα είδος μυστικής συμφωνίας και κληρονομιάς που περνά από γενιά σε γενιά. Αυτή η πίστη παραμένει σταθερή χωρίς ίχνος προδοσίας».
Από τότε και μέχρι τουλάχιστον το 1341 (τελευταία αναφορά σε Βαράγγους) οι σκληροτράχηλοι αυτοί πολεμιστές θα γράψουν τη δική τους ιστορία στα πεδία των μαχών, ως η πλέον επίλεκτη Βυζαντινή στρατιωτική μονάδα. Οι Βυζαντινές πηγές αποκαλούν τους Βαράγγους «πελεκυφόρους βαρβάρους» ή «πελεκυφόρους φρουρούς», λόγω του κύριου όπλου τους, του πέλεκυ. Ωστόσο, το ξίφος πρέπει επίσης να ήταν στις προτιμήσεις τους, καθώς αποκαλούνται «αυτοί που κρεμούν το σπαθί τους στον δεξί τους ώμο».
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β’ (976 – 1025)
Παρά το γεγονός ότι Ρως μισθοφόροι, που περιλάμβαναν τόσο Σκανδιναβικά όσο και Σλαβικά στοιχεία, συμμετείχαν σε Βυζαντινές πολεμικές επιχειρήσεις από τις αρχές του 10ου αιώνα, το τάγμα και η μονάδα της Αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων συγκροτήθηκαν το 989 με αφορμή τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στο Βυζάντιο. Το 986, ο Αυτοκρατορικός στρατός υπό την ηγεσία του Βασιλείου Β’ υπέστη βαριά ήττα από το Βούλγαρο ηγεμόνα Σαμουήλ στις Πύλες του Τραϊανού.
Το γεγονός αυτό έκανε εξαιρετικά δύσκολη την καταστολή της επανάστασης του Βάρδα Φωκά, με τον οποίο είχε συνταχθεί σημαντικός αριθμός στρατηγών στη Μικρά Ασία. Για να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες, ο Βασίλειος Β’ ζήτησε τη συνδρομή του πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρου, ο οποίος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη 6.000 Ρως στρατιώτες προς ενίσχυση του Αυτοκράτορα. Οι στρατιώτες αυτοί συνέβαλαν αποφασιστικά στις νίκες του Βασιλείου Β’ στις μάχες της Χρυσοπόλεως και της Αβύδου το 989, που είχαν αποτέλεσμα τη συντριβή των επαναστατών.
Οι ικανότητες των στρατιωτών αυτών στο πεδίο της μάχης και κυρίως η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους στρατηγούς που προέρχονταν από μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, στους οποίους απέφευγε να δώσει υψηλά στρατιωτικά αξιώματα, οδήγησαν το Βασίλειο Β’ να οργανώσει τους Ρως σε τάγμα του Βυζαντινού στρατού και να ιδρύσει τη μονάδα της Αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων που αποτελούνταν αποκλειστικά από Ρως. Μία άλλη αιτία της στρατολόγησης των Βαράγγων είναι η αλλαγή του στρατιωτικού προσανατολισμού της Αυτοκρατορίας.
Από τα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα, η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου έπαψε σταδιακά να έχει αμυντικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, από τα μέσα του 10ου αιώνα απέκτησε καθαρά επεκτατικό χαρακτήρα. Συνεπώς μισθοφόροι όπως οι Βάραγγοι, που σε αντίθεση με τους στρατιώτες των επαρχιών βρίσκονταν σε συνεχή ετοιμότητα και ήταν υπό το στενό έλεγχο του θρόνου, κρίθηκαν χρήσιμοι για την πραγματοποίηση της επιθετικής στρατηγικής. Από την άλλη πλευρά, οι γηγενείς στρατιώτες, που κυρίως ήταν εγκατεστημένοι στις επαρχίες, στερούνταν εμπειρίας και πόρων για μακρόχρονες επιχειρήσεις.
Επίσης συχνά βρίσκονταν υπό την επιρροή φιλόδοξων αριστοκρατών που ανταγωνίζονταν τον Αυτοκράτορα. Αν και δεν αποκλείεται να έλαβαν μέρος σε περισσότερες εκστρατείες του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, η παρουσία των Ρως επιβεβαιώνεται στις επιχειρήσεις του συγκεκριμένου Αυτοκράτορα το 999 στη Συρία, το 1009 – 1010 στην Ιταλία, το 1016 στη Βουλγαρία και το 1021 στη Γεωργία, όπου υπάρχουν μαρτυρίες ότι διέπραξαν θηριωδίες κατά αμάχων. Επίσης, λίγο πριν από το θάνατο του Βασιλείου Β’, Βάραγγοι στάλθηκαν στη Σικελία κατά των Αράβων.
ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β’ ΕΩΣ ΤΟ 1081
Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν την επιρροή των φιλόδοξων μελών της ανώτερης αριστοκρατίας τόσο σε στρατιωτικά όσο και σε πολιτικά ζητήματα, οι διάδοχοι του Βασιλείου Β΄ διατήρησαν τους Βαράγγους και αύξησαν τη στήριξη του στρατού σε ξένους μισθοφόρους. Αναφερόμενος σε μια μονάδα των Βαράγγων που το 1034 βρισκόταν στη Μικρά Ασία, ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αποτελεί την πρώτη πηγή που χρησιμοποιεί την ονομασία Βάραγγοι αντί για Ταυροσκύθες, Ρως ή πελεκυφόροι.
Την ίδια χρονιά, ήλθε στο Βυζάντιο μαζί με 500 στρατιώτες ο Χάραλντ Χάρντραντα, ίσως ο πιο επιφανής διοικητής των Βαράγγων, καθώς υπήρξε ο μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας Χάρολντ Γ΄ (1046 – 1066). Ο ερχομός του αποτελεί ένδειξη του υψηλού κύρους που απολάμβανε το σώμα των Βαράγγων, το οποίο μπορούσε να γίνει ελκυστικό για τους Βορειοευρωπαίους στρατιώτες. Παρότι ένα σημαντικό ποσό απαιτούνταν για να γίνει κανείς δεκτός στη φρουρά των Βαράγγων, η αμοιβές τους ήταν επίσης υψηλές.
Ο Χάραλντ και οι Βάραγγοι συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στη Σικελία κατά των Αράβων από το 1038 έως το 1040 και κατά του Πέτρου Δελεάνου στη Βουλγαρία. Η καριέρα του μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας στο Βυζάντιο τελείωσε το 1042 – 1043, όταν για ασαφείς λόγους έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ө΄ Μονομάχου (1042 – 1055). Επίσης, οι Βάραγγοι φέρονται να έπαιξαν ρόλο και στην πολύπλοκη περίοδο των συνεχών συγκρούσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες από το 1042 έως το 1081, στηρίζοντας σχεδόν πάντοτε το θρόνο.
ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ – ΡΩΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (860 – 1043)
Οι πρώτες καταγεγραμμένες επαφές των Ρως με το Βυζάντιο ανάγονται στον πρώιμο 9ο αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Βάραγγοι έχουν θεμελιώσει την αρχή τους στη Ρωσική ενδοχώρα και διαπλέοντας τη Μαύρη θάλασσα εμφανίζονται προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για ληστρικές επιδρομές με συντονισμένη δράση των ιδιόμορφων πολεμικών τους πλοίων, που ήταν λεπτά αλλά ανθεκτικά και ιδιαίτερα ευκίνητα. Οι Βάραγγοι έλκονταν από τη φήμη πλούτου και ευμάρειας που χαρακτήριζε τη μεγαλύτερη τότε πόλη του κόσμου.
Οι ίδιοι ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη Miklagard (Μεγάλη Πόλη) και επεδίωκαν να λεηλατήσουν τους θησαυρούς της. Όλες οι επιθέσεις των Ρως όμως αποκρούστηκαν. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα οι Ρως επεχείρησαν πέντε φορές να καταλάβουν τη Βασιλεύουσα, αλλά απέτυχαν σε όλες. Η πρώτη επιδρομή πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 860. Ο στόλος των επιτιθεμένων περιελάμβανε διακόσια μονόξυλα, τα οποία οι Βυζαντινές πηγές αναφέρουν ως τροχαντήρια. Ήταν δηλαδή, σκάφη ταχύπλοα, πιθανώς στον τύπο των drakkar, των γνωστών πλοίων των Βίκινγκ.
Ο Βυζαντινός στόλος προέβαλε γενναία άμυνα και με τη συνδρομή του υγρού πυρός έσωσε την πρωτεύουσα από την επίθεση του «Έθνους των Αθέων Ρως». Οι Ρως επανεμφανίζονται το 907, σε μία επιχείρηση της οποίας η ιστορικότητα έχει αμφισβητηθεί από μερικούς Βυζαντινολόγους, καθώς δεν υπάρχουν βάσιμες Βυζαντινές μαρτυρίες για το γεγονός. Σε κάθε περίπτωση ως επικεφαλής της εκστρατείας αυτής φέρεται ο πρίγκηπας Όλεγκ. Η επίθεση αποκρούστηκε, οι Ρως όμως κατάφεραν να αποσπάσουν το 911 από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια συνθήκη που αναγνώριζε την ηγεμονία του Κιέβου ως ναυτική δύναμη.
Οι Βυζαντινοί αποδέχονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη Ρωσική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο, θάλασσα που έως τότε ήλεγχαν απόλυτα. Η τρίτη επίθεση κατά του Βυζαντίου πραγματοποιήθηκε το 941 -πιθανώς με τη λήξη της συνθήκης του 911- και ήταν η πλέον επικίνδυνη επιχείρηση έως τότε. Τον Ιούνιο του 941 ισχυρές δυνάμεις του στόλου των Ρως έπλευσαν έως το στόμιο του Βοσπόρου. Ήταν μία συντονισμένη στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, καθώς παράλληλα με την κατά μέτωπο ναυτική επίθεση οι Ρως αποβίβασαν πεζούς στρατιώτες στην περιοχή της Βιθυνίας.
Οι Ρωσικές αυτές δυνάμεις, που είχαν ως φανερό σκοπό να προελάσουν στην Κωνσταντινούπολη, επιδόθηκαν σε λεηλασία της περιοχής. Τελικά διαλύθηκαν από τον Βυζαντινό στρατό της Ανατολής με επικεφαλής τον Ιωάννη Κουρκούα, προτού καταστούν σημαντική απειλή. Ο Ρωσικός στόλος επίσης αποκρούστηκε και πάλι με το υγρό πυρ μπροστά από τα τείχη της πόλης. Μάλιστα λίγο πριν αποπλεύσει για να επιστρέψει στις βάσεις του στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο δέχθηκε νέα επίθεση των Βυζαντινών, τον Σεπτέμβριο του 941, και καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Νέα επίθεση των Ρως πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 944 υπό τις διαταγές του πρίγκηπα Ιγκόρ της ηγεμονίας του Κιέβου. Αυτή τη φορά η επίθεση ήταν χερσαία, καθώς ο Ρωσικός στόλος δεν είχε ανακάμψει μετά την καταστροφική εμπειρία του 941, μόλις τρία χρόνια νωρίτερα. Η επίθεση στα οχυρά του Δούναβη έγινε από Ρως και Πετσενέγους, που είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους. Η επίθεση αποκρούστηκε και τελικά ανεστάλη χάρη στη Βυζαντινή διπλωματία. Οι επιδρομείς έλαβαν χρηματικά ποσά, ενώ μεταξύ των δύο πλευρών συνομολογήθηκε νέα συνθήκη.
Ειδικές διατάξεις υποχρέωναν τους Ρως να μην επιτίθενται σε κτήσεις της Αυτοκρατορίας. Η τελευταία επίθεση των Ρως πραγματοποιήθηκε έναν αιώνα μετά, το 1043, όταν οι διπλωματικές σχέσεις των Βυζαντινών με τις ρωσικές ηγεμονίες είχαν πλέον διαταραχθεί. Ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042 – 1055) τήρησε διαλλακτική στάση απέναντι στις Ρωσικές απαιτήσεις που απέρρεαν από αιματηρές συμπλοκές Ρως και Βυζαντινών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρίγκηπας Βλαδίμηρος, γιος του ηγεμόνα του Κιέβου, επέδραμε τον Ιούλιο του 1043 κατά της Πόλης.
Η επίθεση του Βυζαντινού ναυτικού με το υγρό πυρ προκάλεσε αναταραχή στον στόλο των Ρως, που έχασαν πολλά πλοία σε υφάλους και βράχους. Το Βυζαντινό ιππικό επιτέθηκε στο μεταξύ στις μονάδες που είχαν αποβιβαστεί προκαλώντας στους Ρως απώλειες 15.000 ανδρών. Αλλες μονάδες, που είχαν συγκεντρωθεί στη Βάρνα του Δούναβη, αποκρούστηκαν από τον Κατακαλών Κεκαυμένο, στρατηγό του Παριστρίου Θέματος. Η Ρωσική στρατιωτική απειλή για την Κωνσταντινούπολη εξέλιπε έκτοτε.
ΟΙ ΡΩΣ ΩΣ ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΚΟ ΣΩΜΑ ΣΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΣΤΡΑΤΟ (911 – 988)
Μετά τη δεύτερη αποτυχημένη επίθεση των Ρως κατά του Βυζαντίου (907) και την υπογραφή της Ρωσο-Βυζαντινής συνθήκης του 911, πολλοί στρατιώτες του βόρειου αυτού λαού άρχισαν να καταφθάνουν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας για να υπηρετήσουν στον Βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι. Αλλωστε το άρθρο 8 της συνθήκης επέτρεπε στους Ρως να καταταγούν στον Βυζαντινό στρατό, είτε σε έκτακτες περιπτώσεις εκστρατείας ή πολέμου είτε σε μόνιμη βάση. Δεν αποκλείεται βεβαίως και κατά τον ύστερο 9ο αιώνα να είχαν στρατολογηθεί μικρότερες ομάδες ή μεμονωμένοι πολεμιστές.
Η πρώτη μνεία συντεταγμένων σωμάτων Βαράγγων στις τάξεις του Βυζαντινού στρατού προέρχεται από το 911. Αναφέρονται επτακόσιοι πολεμιστές από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στο «Περί βασιλείου τάξεως». Αυτοί έλαβαν μέρος ως πληρώματα του στόλου στην εκστρατεία κατά της Αραβοκρατούμενης Κρήτης, που διοργάνωσαν ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (886 – 912) και ο αρχηγός του στόλου Ιμέριος. Η εκστρατεία υπήρξε τελικά αποτυχημένη, αφού ο στόλος διαλύθηκε από αιφνιδιαστική Αραβική επίθεση. Οι Βάραγγοι έλαβαν επίσης μέρος στην εκστρατεία των Βυζαντινών στην Ιταλία το 935 με δύναμη επτά πλοίων και 415 ανδρών.
Η εκστρατεία αυτή, όπως και πολυάριθμες άλλες που ανέλαβε τον 10ο αιώνα το Βυζάντιο στην Ιταλία, απέβλεπε στην απόκρουση του Αραβικού κινδύνου, στην προστασία των μικρών Ιταλικών κρατών και στη σταθεροποίηση του δυτικού Βυζαντινού συνόρου. Το 949 οι Βυζαντινοί ανέλαβαν νέα εκστρατεία για την απελευθέρωση της Θεολέστου νήσου Κρήτης, που είχε καταστεί ορμητήριο των Σαρακηνών πειρατών και διετάρασσε τον Βυζαντινό έλεγχο του Αιγαίου. Η Βυζαντινή δύναμη ανερχόταν σε 88 πλοία και 8.847 άνδρες μαζί με τους αξιωματικούς.
Στη σχετικά μικρή αυτή δύναμη οι Ρως αριθμούσαν έξι πλοία και 629 άνδρες. Η εκστρατεία κατέληξε σε καταστροφή για τους Βυζαντινούς, κυρίως λόγω της απειρίας του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου Γογγύλη. Ο Βυζαντινός στρατός δεν κατάφερε να διατηρήσει το προγεφύρωμά του και διαλύθηκε μετά την επίθεση των Αράβων. Η απελευθέρωση της Κρήτης επιτεύχθηκε τελικά το 961, έπειτα από αρχική πολύμηνη πολιορκία του Χάνδακα, στην οποία συμμετείχαν οι Ρως ως βοηθητικοί. Στη Δύση τα Βυζαντινά εδάφη δέχονταν τις συχνές επιδρομές των Αράβων.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης οι Βυζαντινοί στράφηκαν στη Σικελία -υπό Αραβική κατοχή από το 831- για να ενοποιήσουν τον έλεγχό τους στην ανατολική και την κεντρική Μεσόγειο. Το 964 ο Βυζαντινός στόλος αποβίβασε στη Μεσσήνη ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο περιελάμβανε δύο πλοία με Ρως. Ο Βυζαντινός στρατός ανακατέλαβε μερικές πόλεις της Σικελίας αλλά απομονωμένος καθώς ήταν στο εσωτερικό της νήσου εξουδετερώθηκε.
Αυτές ήταν οι εκστρατείες στις οποίες συμμετέσχαν οι Ρως ως ξεχωριστό μισθοφορικό σώμα. Γενικά φαίνεται ότι οι Βυζαντινοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τους βόρειους πολεμιστές κατά των Αράβων, διότι ήταν υψηλόσωμοι και άγριοι στην όψη αλλά και στην πολεμική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να εμπνέουν τρόμο στους Άραβες. Το σώμα των Ρως μετεξελίχθηκε σε ιδιαίτερη μονάδα, τη Φρουρά των Βαράγγων, στα τέλη του 10ου αιώνα.
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΑΓΓΟΣ
H φρουρά των Bαράγγων αποτελεί μία από τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του Bυζαντίου. Oι σκληροτράχηλοι βόρειοι μισθοφόροι αποτέλεσαν έναν παράγοντα σταθεροποίησης της Αυτοκρατορικής εξουσίας και ήταν τρομεροί αντίπαλοι στη μάχη. Την εποχή του Bασίλειου B’ του Bουλγαροκτόνου, ένας νέος παράγοντας ήλθε να ανατρέψει τις ισορροπίες στο Βυζαντινό στρατό. H σύνδεση με τον οίκο του Kιέβου με γάμο, έφερε ως «προίκα» στην Kωνσταντινούπολη 6.000 σκληροτράχηλους πελεκηφόρους Pως πολεμιστές, τους οποίους ο Bασίλειος χρησιμοποίησε για να επικρατήσει στη διαμάχη του με τον Bάρδα Φωκά.
Ήταν η αρχή της φρουράς των Βαράγγων, ενός σώματος Pως (αρχικά) μισθοφόρων σε Αυτοκρατορική υπηρεσία, οι οποίοι είχαν πολυσχιδή ρόλο, ως σωματοφύλακες του Αυτοκράτορα, πολεμιστές πρώτης γραμμής, όταν αυτό ήταν απαραίτητο, και τελευταία γραμμή άμυνας της νομιμότητας, όταν αυτή βρίσκονταν σε κίνδυνο. Oι Βάραγγοι δεν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά την εποχή του Βασίλειου σε Αυτοκρατορική υπηρεσία. Ήδη από τα μέσα του 9ου αιώνα, πριν από την εποχή που οι Pως είχαν πολιορκήσει δύο φορές την Κωνσταντινούπολη, μισθοφόροι Pως είχαν ενταχθεί στις Αυτοκρατορικές δυνάμεις.
Σποραδικά, Pως υπηρετούσαν σε Αυτοκρατορικά σώματα (καθώς φαίνεται ήταν ενταγμένοι στις τακτικές θεματικές δυνάμεις) σε όλη τη διάρκεια του 10ου αιώνα. Ωστόσο, επί Βασίλειου B’, οι Βάραγγοι έγιναν για πρώτη φορά ένα συντεταγμένο σώμα στην υπηρεσία του βασιλέα. Αρχικά, οι Βάραγγοι ήταν Pως, δηλαδή, κυρίως Σκανδιναβοί Βίκινγκς με καταγωγή από τη Σουηδία, που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα που αργότερα πήρε το όνομά τους (Ρωσία), είτε ως μισθοφόροι, είτε ως επικυρίαρχοι Σλαβικών οικισμών, είτε ως έμποροι.
Από τις αρχές του 11ου αιώνα και άλλοι Σκανδιναβοί άκουσαν για την ημι-μυθική «Μίλγκαρντ», όπως ονόμαζαν οι Βίκινγκς την Κωνσταντινούπολη, και θέλησαν να πλουτίσουν κοντά στον πιο γενναιόδωρο εργοδότη του κόσμου, το Βασιλέα των Ρωμαίων. Ένας από αυτούς τους άγριους μισθοφόρους ήταν ο Χάραλντ, που αργότερα επονομάστηκε Χαρντράντα («σκληρός ηγεμόνας») και έγινε βασιλιάς της Νορβηγίας. O Χάραλντ και οι σύντροφοί του εξορίστηκαν από τη Nορβηγία όταν σκοτώθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του και βασιλιάς της χώρας, Όλαφ.
Μετά από αρκετές περιπλανήσεις, ο Χάραλντ με τους συμπολεμιστές του εντάχθηκαν στη φρουρά των Βαράγγων (περί το 1034) όπου υπηρέτησαν μέχρι το 1045. Ενδεικτικό του πόσο γενναιόδωρος ήταν ο Αυτοκράτορας προς τους Βαράγγους ήταν το ότι ο Χάραλντ, με τα πλούτη που συγκέντρωσε, κατάφερε να επιστρέψει στη Νορβηγία και να διεκδικήσει το θρόνο, τον οποίο τελικώς κατέλαβε αρχικά μαζί με τον Μάγκνους A’ και στη συνέχεια ως μόνος άρχων. Mία ακόμη διασημότητα που φέρεται να ήταν μέλος της φρουράς ήταν ο εξόριστος πρίγκιπας της Αγγλίας, Έντουαρντ Έθελινγκ, στα τέλη του 11ου αιώνα.
Μέχρι την εποχή της μάχης του Χέιστινγκς στην Αγγλία, οι Βάραγγοι ήταν κυρίως Σκανδιναβοί, είτε Σουηδοί-Pως, είτε Νορβηγοί και λιγότεροι Δανοί. Μετά την ήττα του Αγγλοσάξονα ηγεμόνα της Αγγλίας, Χάρολντ Γκόντβινσον, και την κατάκτηση της χώρας από τους Νορμανδούς, μεγάλοι αριθμοί Σαξόνων βρήκαν καταφύγιο στην επίλεκτη βασιλική φρουρά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Tην ίδια εποχή, αναφέρονται Γότθοι της Κριμαίας μεταξύ των Βαράγγων. Tα επόμενα χρόνια, έως και το τέλος των Βαράγγων (το οποίο τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα) στη φρουρά εντάσσονταν Σκανδιναβοί, Σάξονες, Γότθοι, Ρώσοι, καθώς και Γερμανογενείς.
ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ
Η επίσημη δημιουργία της Φρουράς των Βαράγγων ως διακριτού επίλεκτου σώματος τοποθετείται χρονολογικά στο έτος 988 από τους περισσότερους μελετητές (Μπλεντάλ, Μπενεντίκτς, Ντώσον κ.ά.). Ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος (976 – 1025) αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τα στασιαστικά κινήματα των αριστοκρατών Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά. Το κίνημα του Βάρδα Σκληρού (976 – 979) κατεστάλη έπειτα από φονικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Οι οικογένειες γαιοκτημόνων της Μικράς Ασίας όμως δεν παραιτήθηκαν από την προσπάθειά τους να ελέγξουν τον Βυζαντινό θρόνο.
Στις αρχές του 987 ξέσπασε νέο στασιαστικό κίνημα υπό τον Βάρδα Σκληρό, ο οποίος τελικά
συμμάχησε με τον Βάρδα Φωκά κατά του Αυτοκράτορα. Ο Βάρδας Φωκάς έφθασε στα τέλη του 987 στη Χρυσόπολη του Βοσπόρου, πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκρατορικός στρατός δεν επαρκούσε για να αντιμετωπίσει σε χερσαία σύγκρουση τα στρατεύματα του Φωκά, καθώς εκείνος ήταν απασχολημένος στη Θράκη με το να αποκρούει τις επιδρομές των Βουλγάρων. Το στασιαστικό κίνημα είχε αποδεδειγμένα τη στήριξη των Αράβων, που είχαν φιλοξενήσει τον Βάρδα Σκληρό μετά το πρώτο αποτυχημένο εγχείρημά του.
Ως αντάλλαγμα οι Άραβες θα ελάμβαναν βυζαντινά εδάφη στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Σε αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή ο Αυτοκράτορας επικαλέσθηκε τη Βυζαντινο-Ρωσική συμφωνία του 971. Η συνθήκη προέβλεπε ότι οι Ρως θα ενίσχυαν τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα σε περίπτωση ανάγκης. Στις αρχές του 988 κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη μία Ρωσική στρατιά επίλεκτων μαχητών (druzina), η οποία αριθμούσε 6.000 άνδρες. Το μισθοφορικό αυτό σώμα εστάλη από τον ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ως αντάλλαγμα για την υπερπολύτιμη στρατιωτική βοήθεια ο Βασίλειος δέχθηκε να δώσει σε γάμο με τον Βλαδίμηρο την αδελφή του Άννα. Η στρατιωτική συμμαχία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας ενισχυόταν με αυτόν τον τρόπο και αποκτούσε σημαντική πολιτική διάσταση. Οι 6.000 Βάραγγοι παρατάχθηκαν μαζί με τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα και κατά την πρώτη αιφνιδιαστική επιχείρηση έξω από την Κωνσταντινούπολη συνέτριψαν τις μονάδες των στασιαστών στη Χρυσόπολη. Στη συνέχεια ο Βασίλειος Β’ κινήθηκε προς την παραθαλάσσια πόλη Άβυδο, που πολιορκούσε ο Φωκάς επί μήνες.
Η πόλη είχε καταφέρει να αντισταθεί χάρη στον τακτικό ανεφοδιασμό της φρουράς της από τον Αυτοκρατορικό στόλο. Στις 13 Απριλίου 989 ο Αυτοκρατορικός στρατός συναντήθηκε με τους στασιαστές έξω από την Άβυδο. Οι ενωμένες δυνάμεις Βυζαντινών και Βαράγγων θριάμβευσαν στο πεδίο της μάχης διαλύοντας τους αντιπάλους τους. Ο Βάρδας Φωκάς βλέποντας τη συντριβή του στρατού του και τα «Αυτοκρατορικά» του όνειρα να εξανεμίζονται υπέστη καρδιακό επεισόδιο και πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης.
Μετά την οριστική επικράτησή του επί των στασιαστών ο Βασίλειος Β’ αντιλήφθηκε ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου σώματος, απόλυτα πιστού στον Αυτοκρατορικό θρόνο, ήταν επιτακτική. Ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει χαρακτηριστικά στη «Χρονογραφία» του: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος γνώριζε τις ύπουλες και προδοτικές διαθέσεις των Ρωμαίων και αφού είχε πρόσφατα δεχθεί στην υπηρεσία του μία μεγάλη ομάδα εξαίρετων Ταυροσκυθών τους συγκέντρωσε ξεχωριστά και τους όρισε να είναι διακριτό σώμα».
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που είναι η επικρατέστερη, η Φρουρά των Βαράγγων συστάθηκε επίσημα στα τέλη του 10ου αιώνα. Δεν υπάρχουν, πάντως, σαφείς και αδιαμφισβήτητες πηγές για ένα τέτοιο γεγονός, καθώς πολυάριθμα Βυζαντινά αρχεία έχουν καταστραφεί με την πάροδο του χρόνου. Μία άλλη άποψη, αυτή του μελετητή Γκράεμ Γουόκερ, τοποθετεί χρονολογικά την ίδρυση της Φρουράς στο έτος 1041 από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη.
ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Η Φρουρά περιελάμβανε από εθνολογική άποψη Βίκινγκ πολεμιστές που προέρχονταν από τις περιοχές της Σκανδιναυίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Είναι πιθανό να υπήρχαν και άτομα Σλαβικής καταγωγής μεταξύ των Ρως που υπηρετούσαν στον Βυζαντινό στρατό, καθώς οι αρχικοί Σκανδιναυικοί πληθυσμοί που είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία είχαν έλθει σε επιμιξία με το τοπικό στοιχείο. Ορισμένες ιστορικές πηγές, όπως ο Άραβας χρονικογράφος Ιμπν Χορνταντμπάχ (9ος αιώνας), περιγράφουν τους Ρως ως «ποικιλία Σλάβων».
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και λόγιοι αναφέρουν τους Βαράγγους ως Ρως, Σκύθες και Ταυροσκύθες κατά τον 9ο και 10ο αιώνα. Οι όροι αυτοί υποδεικνύουν την προέλευση των Βαράγγων από την περιοχή της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Ταυρικής χερσονήσου (Κριμαίας). Η εθνολογική σύσταση της Φρουράς άρχισε να μεταβάλλεται κατά τον ύστερο 11ο αιώνα λόγω σημαντικών γεγονότων σε άλλες χώρες. Το 1066 οι Νορμανδοί υπό τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή κυρίευσαν την Αγγλία.
Ως συνέπεια, ένα σημαντικό ποσοστό του ηττημένου Αγγλο-Σαξονικού και Αγγλο-Δανικού πληθυσμού διέφυγε από την Αγγλία, ιδίως μετά από μία σειρά μέτρων κατά των Σαξόνων γαιοκτημόνων που υιοθέτησαν οι Νορμανδοί. Αρχικά κατέφυγαν στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, στη Γαλλία και στη Γερμανική Αυτοκρατορία, ελπίζοντας σε πολιτειακή μεταβολή που θα διευκόλυνε την επιστροφή τους. Τελικά αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στις εκτάσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την προοπτική του πλουτισμού και της πολεμικής περιπέτειας. Η εθνολογική αυτή μεταβολή των Βαράγγων αντανακλάται και στις Βυζαντινές πηγές της περιόδου.
Η μελέτη «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου (1075 – 1078) αναφέρει Άγγλους που υπηρετούν στη Φρουρά. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει επίσης στο έργο της «Αλεξιάς» (12ος αιώνας) την ύπαρξη Άγγλων στρατιωτών. Η ίδια μάλιστα συνδέει τον θεσμό της Φρουράς των Βαράγγων με τα αντίστοιχα σώματα ξένων στρατιωτών που υπηρετούσαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά την αρχαιότητα. Ειδικά για τους Βαράγγους αναφέρει ότι αυτοί προέρχονταν από τη νήσο Θούλη (εννοώντας την Αγγλία) και κατατάσσονταν από τους αρχαίους χρόνους στα Ρωμαϊκά στρατεύματα.
Σταδιακά το Αγγλικό στοιχείο (Αγγλο-Σάξονες και Αγγλο-Δανοί) άρχισε να υπερισχύει έναντι του αρχικού Ρωσο-Σκανδιναυικού, έτσι ώστε τον 12ο αιώνα η πλειοψηφία των μελών της Φρουράς να είναι Αγγλικής καταγωγής. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και από τον Βυζαντινό χρονικογράφο Κίνναμο (περ. 1180). Πιθανότατα υπήρξε νέα ενίσχυση της Φρουράς με Σκανδιναυούς πολεμιστές μετά το 1195, οπότε ο Αυτοκράτορας με απεσταλμένους του στους βασιλείς της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Δανίας ζήτησε την αποστολή τουλάχιστον 1.200 ανδρών για να στελεχώσουν τη Φρουρά.
Το γεγονός διασώζεται και στη Νορβηγική ποίηση, στη Sverrirssaga. Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204, οι Βάραγγοι περιελάμβαναν Άγγλους και Δανούς (Σκανδιναυούς) φύλακες, όπως αναφέρουν τα χρονικά των σταυροφόρων Βιλλαρδουίνου και Ροβέρτου του Κλαρί. Μετά το 1204 δεν αναφέρεται νέα προσέλευση Σκανδιναυών στις τάξεις των Βαράγγων και η πλειοψηφία τους αποτελείται σαφώς από Αγγληνούς, όπως τους χαρακτηρίζουν οι πηγές.
Το 1272 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ χρησιμοποιεί τον όρο Αγγλοβαράγγειοι για τα μέλη της Φρουράς, καταδεικνύοντας έτσι τη μικτή της σύνθεση. Από τον 13ο αιώνα έως και το τέλος της Αυτοκρατορίας η μεγάλη πλειοψηφία των Βαράγγων είναι Αγγλοι στρατιώτες. Ενα άλλο πληθυσμιακό στοιχείο που απαντάται στη Φρουρά από τον 11ο αιώνα ήταν οι Βαυαροί, που στις Βυζαντινές πηγές αναφέρονται ως Νεμίτζοι. Ταυτοχρόνως η Φρουρά είχε απωλέσει την αυστηρή συνοχή της και τον διακριτό της χαρακτήρα και περιέλαβε διάφορες εθνικότητες. Η Φρουρά είχε συσταθεί τον 10ο αιώνα ως «εταιρεία των πεζών».
Αποτελούσε, δηλαδή, ειδικό σώμα πεζικού. Επικεφαλής της ήταν ο ακόλουθος (ή πρόξιμος), υφιστάμενος άλλοτε του Δρουγγαρίου της βίγλας, αξιωματούχου του παλατίου. Σύμφωνα με τον μελετητή Ράισκε ο τίτλος αποτελεί μετάφραση του Νορβηγικού όρου folgher (σύντροφος, συμπολεμιστής). Ο ακόλουθος -κατ’ άλλη άποψη επειδή βρισκόταν δίπλα στον βασιλέα- ήταν υπεύθυνος για την εμφάνιση, την εκπαίδευση και τη γενικότερη κατάσταση της Φρουράς. Κατά τις επίσημες εξόδους του Αυτοκράτορα βάδιζε ακριβώς πίσω του και αμέσως μετά έρχονταν οι Βάραγγοι φέροντας τους πελέκεις τους.
Η θέση του ακολούθου θεωρείτο ιδιαίτερα σημαντική στη Βυζαντινή διάρθρωση της αυλής και πολύ συχνά οι αξιωματούχοι αυτοί ανελάμβαναν ειδικές διπλωματικές και στρατιωτικές αποστολές. Μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επέφερε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1083 – 1118) οι στρατιωτικές εταιρείες, σώματα στην υπηρεσία των ανακτόρων, συμπτύχθηκαν σε μία ενιαία μονάδα, την εταιρεία. Ο μέγας εταιρειάρχης ήταν πλέον διοικητής της ανακτορικής φρουράς των Βυζαντινών στρατιωτών και ο ακόλουθος διοικητής του αντίστοιχου σώματος των ξένων στρατιωτών.
Ιεραρχικά ο ακόλουθος ήταν υφιστάμενος του μεγάλου εταιρειάρχη. Το αξίωμα του ακολούθου κατείχαν αποδεδειγμένα κατά τον 11ο αιώνα τα εξής πρόσωπα: στις αρχές του 11ου αιώνα ο Ράνγκβαλντ, κατά την περίοδο 1035 – 1044 ο Χάραλντ Σίγκουρντσον (Harald Sigurdson), που αργότερα έγινε βασιλέας της Νορβηγίας ως Χάρολντ ο Ανηλεής (Harald Hardrada), και περί το 1080 ο Ναμπίτης, εξελληνισμένο όνομα. Ο ακόλουθος δεν ήταν πάντοτε ή κατ’ ανάγκη Βάραγγος. Οι περισσότεροι αξιωματούχοι που διετέλεσαν ακόλουθοι ήταν Ελληνες.
Άλλο αξίωμα ήταν αυτό του μέγα διερμηνευτή, Βυζαντινού που ερχόταν σε συνεννόηση με τους Βαράγγους ως εκπρόσωπος της Αυτοκρατορίας. Αυτός χρησίμευε και στη διευθέτηση ενδεχομένων διαφορών που ανέκυπταν μεταξύ των Βαράγγων ή μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών στρατιωτών. Μια από τις αιτίες διαμάχης ήταν οι ιδιαίτερα υψηλοί μισθοί που ελάμβαναν τα μέλη της Φρουράς. Οι μηνιαίες αποδοχές κάθε πολεμιστή ανέρχονταν σε δέκα, δώδεκα ή και δεκαπέντε χρυσά νομίσματα, ανάλογα με τις στρατιωτικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας και τις οικονομικές της δυνατότητες.
Το 911 λ.χ. οι 700 Ρως πολεμιστές που συμμετέσχαν στην εκστρατεία του Ιμερίου στην Κρήτη έλαβαν 7.200 χρυσά νομίσματα, δηλαδή δέκα ο καθένας και κάποια παραπάνω οι αρχηγοί τους. Εκτός από τον βασικό αυτό μισθό οι Βάραγγοι πολύ συχνά ελάμβαναν πρόσθετα ποσά, τις ρόγες, αλλά και δώρα που τους παρέχονταν κατά τις μεγάλες εορτές του Βυζαντινού κράτους. Άλλωστε μετά τις πολεμικές συγκρούσεις οι Βυζαντινοί επικεφαλής τους επέτρεπαν να λαμβάνουν σημαντικό τμήμα των λαφύρων. Μετά την περίφημη μάχη του Κλειδίου (1014), όπου οι Βυζαντινοί κατατρόπωσαν τους στασιαστές Βουλγάρους, τα πολυάριθμα λάφυρα κατανεμήθηκαν ως εξής :
Ένα τρίτο έλαβε ο Αυτοκράτορας, ένα τρίτο οι Βυζαντινοί στρατιώτες και το άλλο τρίτο οι Βάραγγοι. Ήταν μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη κίνηση, που φανερώνει και την αναγνωρισμένη πολεμική ικανότητα των Βαράγγων. Οι Σκανδιναυικές σάγκες (επικά ποιήματα) περιέχουν πολλές αναφορές στον πλούτο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στον θαυμαστό κόσμο της Κωνσταντινούπολης. Η αρχαιολογική έρευνα επίσης έχει φέρει στο φως χιλιάδες Βυζαντινά νομίσματα που μετέφεραν στις χώρες τους οι βόρειοι μισθοφόροι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χάρολντ Σίγκουρντσον, που ήταν ακόλουθος της Φρουράς. Μετά την επιστροφή του στη Σκανδιναυία ο Χάρολντ χρησιμοποίησε τα τεράστια χρηματικά ποσά που είχε συγκεντρώσει κατά την υπηρεσία του στο Βυζάντιο για να εξοπλίσει ικανά στρατεύματα και να καταλάβει τον θρόνο της Νορβηγίας. Έπειτα από όλα αυτά δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι κατά τον 11ο και 12ο αιώνα τουλάχιστον οι υποψήφιοι για εισδοχή στη Φρουρά όχι μόνον υφίσταντο ιδιαίτερη δοκιμασία αλλά πλήρωναν και σημαντικό ποσό για την είσοδό τους στο σώμα.
Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Η φρουρά των Βαράγγων ταξινομείται μεταξύ των πιο διάσημων Μεσαιωνικών στρατιωτικών μονάδων ενώ είναι η πιο γνωστή μισθοφορική μονάδα του Βυζαντινού Στρατού. Ο όρος Varager – ή σύμφωνα με άλλους Varagger – σημαίνει τα άτομα που μοιράζονται έναν όρκο. Η ρίζα είναι του όρου είναι η αρχαία Νορσική λέξη VAR που σημαίνει υπόσχεση ή υποχρέωση. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τους Σκανδιναβούς τυχοδιώκτες και τους εμπόρους που ακολούθησαν τους ρωσικούς ποταμούς από το Βορρά ως τη Μαύρη Θάλασσα.
O 8ος και 9ος μ.Χ. αιώνες ήταν περίοδοι ταραχών για τη Σκανδιναυία με κεντρικό σημείο τις δυναστικές διαμάχες. Οι χαμένοι της κάθε σύγκρουσης μετανάστευαν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Οι κάτοικοι της ανατολικής Σκανδιναυίας, κυρίως Σουηδοί άρχισαν επιδρομές αρχικά στις Βαλτικές ακτές όπου σήμερα βρίσκονται τα κράτη της Λετονίας, Λιθουανίας και Εσθονίας. Ακολουθόντας τον ρού των ποταμών εισήλθαν στην περιοχή που σήμερα βρίσκονται η Λευκορωσσία, η Ρωσσία, και η Ουκρανία.
Άλλοτε ήταν επιδρομείς και άλλοτε μισθοφόροι στη υπηρεσία των «Βιέτσε» – των δημογεροντιών δηλαδή, των Μεσσαιωνικών Σλαβονικών οικισμών. Εκεί πέρα ήρθαν σε επαφή με τα αργυρά Αραβικά και χρυσά Βυζαντινά νομίσματα σε ποσότητες αδιανόητες στο Βορρά. Κάποιοι από αυτούς πιθανώς ήρθαν σε επαφή με τις Βυζαντινές πόλεις της Κριμέας. Ο πειρασμός να κατέβουν στο μυθικό Νότο ήταν μεγάλος. Το 858 μ.Χ. οι οπλαρχηγοί Ρούρικ και Ολεγκ (Helgi) ιδρύουν το Κίεβο. Το 857 μ.Χ. βασισμένοι σε φήμες ότι η Μεγάλη Πόλη – η Μίλγκαρντ όπως ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη ήταν αφύλακτη επιχείρισαν επιδρομή, η οποία απέτυχε.
Οι Βυζαντινοί τους περιέγραψαν αρχικά ως «Ρως». Αυτοί οι άντρες εντάχθηκαν στο Βυζαντινό Στρατό ως συμμαχικά τμήματα ήδη από 861 μ.Χ. Η πιο γνωστή αποστολή τους είναι με το στρατηγό – κατόπιν Αυτοκράτορα – Nικηφόρo Φωκά στην Κρήτη (960 μ.Χ). Εντάχθηκαν στο στρατό του Θρακικού θέματος υπό τον Νικηφόρο Παστιλά. Αν και είχαν βαριές απώλειες από ενέδρα λόγω αμέλειας ανέτρεψαν την εις βάρος τους κατάσταση με αξιοθαύμαστο θάρρος.
Οι ηγεμόνες του Κιέβου στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν εμπορικά προνόμια επέδραμαν πάλι κατά τη Πόλης το 907 και το 941 και αναχαιτίστηκαν με τη βοήθεια του υγρού πυρός. Παρά τα προβλήματα, το θάρρος τους και η μαχητικότητά τους έγιναν αιτία να συνεχίσουν οι Βυζαντινοί να τους προσλαμβάνουν ως μισθοφόρους. Μέχρι αυτή την περιόδο δεν αποτελούσαν επίλεκτο σχηματισμό και ίσως διαμοιράζοντο ανάμεσα στα «θεματικά» στρατεύματα προς αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΗ
Προήχθησαν σε επίπεδο φρουράς – σωματοφυλακής από το Βασίλειο τον «Βουλγαροκτόνο». Εστάλησαν σε αυτόν από τον πρίγκηπα Βλαδίμηρο του Κιέβου για να τον βοηθήσουν ενάντια σε στασιαστές το 988, κατόπιν υπόσχεσης του αυτοκράτορα ότι ο Βλαδίμηρος θα παντρευόταν την αδελφή του Άννα. Συνέβαλαν αποφασιστικά στην υποταγή των στασιαστών και από τότε βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους «ήταν ψηλοί όπως τα φοινικόδεντρα με ξανθά μαλλιά και ροδοκόκκινα πρόσωπα. Μάχονταν με τους μεγάλους πέλεκυς σε έναν σχηματισμό που έμοιαζε με τοίχο».
Η Άννα Koμνηνή λέει αναφέρει για αυτούς ότι «θεωρούν την προστασία του προσώπου του Αυτοκράτορα ως ιερό καθήκον». Ήταν πιστοί ακόμη και σε εξαιρετικά αντιδημοφιλείς Αυτοκράτορες. Βοηθούσε άλλωστε το γεγονός ότι ήταν αλλοδαποί που δεν καταλάβαιναν ενδεχομένως τα Ελληνικά και δεν είχαν άλλες διασυνδέσεις εκτός από τον Αυτοκράτορα – για να μην αναφέρει κανείς τους παχυλούς μισθούς τους. Μετά δε την επιδείνωση της αποτελεσματικότητας του Βυζαντινού Στρατού μετά το 1071, παρέμειναν ο πιο αξιόπιστος σχηματισμός στη διάθεση Αυτοκρατόρων.
Οι άντρες υπόκεινται σε πειθαρχία και ελέγχους. Εκτός από τα Βυζαντινά τακτικά ενγχειρίδια ακόμα και οι Σκανδιναυικοί θρύλοι μιλάνε για τις τακτικές επιθεωρήσεις. Υπάρχουν αναφορές ότι η επιλογή ήταν αυστηρή αλλά και αναφορές για δωροδοκίες για την είσοδο στη φρουρά. Η αποτλεσματικότητά τους όμως αποδεικνύει ότι αυτό ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οι Βάραγγοι ήταν κυρίως μια μονάδα βαριά οπλισμένου πεζικού που βασιζόταν στη συνοχή του σχηματισμού για να διασπάσει τον εχθρό. Οι Σκανδιναυοί συνηθισμένοι να πολεμούν στη θάλασσα γίνονταν επίσης εξαίρετοι πεζοναύτες.
Με καλύτερη ηγεσία ίσως να είχαν σώσει ακόμη και την Κωνσταντινούπολη το 1204 αλλά ακόμη και τα καλύτερα στρατεύματα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τους ανίκανους ηγήτορες. Μετά από αυτή την περίοδο αναφέρονται μέχρι το 1384, αλλά στα μέσα του 14ου αιώνα ίσως να είναι μόνο στρατεύματα για παρελάσεις και τελετές.
Η ΛΕΓΕΩΝΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ
Η πλειοψηφία των ανδρών μέχρι το 1075 πρέπει να ήταν Σκανδιναβοί που έρχονταν κυρίως μέσω των Ρωσικών υδάτινων οδών. Η υπηρεσία στη φρουρά φαίνεται να έδινε κύρος όπως φαίνεται από τις διάσπαρτες Ρουνικές επιγραφές που διακηρύττουν σε όλους ότι κάποιος υπηρέτησε στην ακολουθία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Περίπου το 1070 αναφέρονται και ως Tαυροσκύθαι, υπονοώντας ότι υπάρχουν Γότθοι της Κριμαίας στις τάξεις τους. Στα 1075 Aγγλοσάξονες πρόσφυγες απαντώνται στις τάξεις της φρουράς. Τα κείμενα της εποχής περιγράφουν αυτά τα άτομα ως «Ενγκλίννoι» (Άγγλοι).
Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στην ανεπιτυχή μάχη του Δυρραχίου εναντίων των Νορμανδών (1081) και τα πιο μεταγενέστερα κείμενα μιλούν για «βόρειους άντρες». Αν και οι Σκανδιναβοί όπως και οι Αγγλοσάξονες ήταν οι συνήθεις νεοσύλλεκτοι, ένα μεγάλο μέρος των φρουρών ήταν πλέον Γότθοι της Κριμαίας και οι Ρώσοι. Μετά το 1300 είναι επίσης πιθανή η στρατολόγηση Γερμανών που πιθανόν έρχονταν ως προίκα των δυναστικών γάμων που έκαναν οι Βυζαντινοί με τους Γερμανούς Αυτοκράτορες. Γενικά το σώμα των Βαράγγων απετέλεσε μία πολυεθνική λεγεώνα στην οποία υπηρετούσαν πολεμιστές από την Βόρεια Ευρώπη.
Τα πρώτα στρατεύματα που πολέμησαν με τον Βασίλειο Β’, πρέπει να είχαν λίγη ή καθόλου ομοιομορφία στην εμφάνισή τους. Οι άντρες είχαν πολύ «Βίκινγκ» Σκανδιναβική εμφάνιση. Θα φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα με κοντά μανίκια και κωνικά κράνη τύπου «Spangenhelm» αποτελούμενα από τέσσερα τουλάχιστον σιδηρά ελάσματα που συγκρατούντο με τη βοήθεια μιας μεταλλικής στεφάνης. Οι αρχηγοί τους θα είχαν ενδεχομένως κράνος τύπου «Gjermudbu» που αποτελείτο και αυτό από ελάσματα και ήταν λιγότερο κωνικό από το προαναφερόμενο.
Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν μια σιδερένια μάσκα που κάλυπτε τα μάτια και τραχηλοφυλακτήρες από αλυσιδωτό θώρακα. Επίσης ένα κράνος «Σλαβικού τύπου » με οξεία κωνική απόληξη δεν θα ήταν ασυνήθιστο. Tα κράνη δεν έφεραν εσωτερική επένδυση και προσαρμόζονταν πάνω σε ειδικά διαμορφωμένους μάλλινους ή δερμάτινους σκούφους, ενώ είχαν τρύπες για δερμάτινα λουριά που χρησιμοποιούντο σαν υποσιάγωνα.
Ο θώρακας πάλι θα φερόταν πάνω από ένα ειδικά διαμορφωμένο μάλλινο ή δερμάτινο «υποθωράκιο» (το Βυζαντινό «καμβάδιο») που θα βοηθούσε στην απορρόφηση των κραδασμών από τα βίαια χτυπήματα στη διάρκεια των συμπλοκών. Σύγχρονες έρευνες αποκάλυψαν ότι ο θώρακας παρείχε εξαιρετική προστασία από βέλη παρά τα περί του αντιθέτου μέχρι τώρα γραφόμενα. Η χαρακτηριστική στρογγυλή Σκανδιναβική ξύλινη ασπίδα με τον μεταλλικό ομφαλό στο κέντρο θα ήταν η κυρίαρχη προστασία αλλά κανένας μπορεί να αποκλείσει τη χρήση των ορθογώνιων «Σλαβικών» ασπίδων.
Όσοι μπορούσαν, θα είχαν ενισχύσει την περίμετρο των ασπίδων με μεταλλικά ελάσματα.
Χρησιμοποιούσαν δόρατα αλλά ενδεχομένως ακόμη και ακόντια. Τα μακριά Σκανδιναβικά ξίφη με τους εγχάρακτους ρούνους θα αποτελούσαν μέρος του εξοπλισμού τους αλλά πιθανόν θα εφέροντο κυρίως από τους αξιωματικούς. Μια μεγάλη ποικιλία μαχαιριών και στιλέτων θα χρησίμευαν ως δευτερεύοντα όπλα αλλά και εργαλεία. Τα στιλέτα θα κυμαίνονταν από το μονόκοπο Σαξονικό μαχαίρι (sax) έως τις πιο εξωτικές Ασιατικές κυρτές λεπίδες.
Και τέλος, το «γενειοφόρο» τσεκούρι «Skeggox» θα ήταν πιο κοινό αρχικά, αλλά ο μεγάλος «Δανέζικος» πέλεκυς έκανε γρήγορα την εμφάνισή του. Τα ενδύματά τους θα ήταν κυρίως χονδροΰφαντοι Σκανδιναβικοί μάλλινοι χιτώνες και παντελόνια αλλά το φαρδύ ριγωτό Σλαβικό παντελόνι και οι μακριές μπότες αναφέρονται επίσης από τους χρονικογράφους. Το μπλε του Σκανδιναβικού θεού Odin θα ήταν κυρίαρχο χρώμα αλλά οι κόκκινοι επενδύτες θα βρίσκονταν μεταξύ των ηγητόρων. Οι υπόλοιποι άνδρες θα έφεραν γκρίζους μανδύες ή γούνες ζώων που θα χρησιμοποιούντο και ως κλινοσκεπάσματα εκστρατείας.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Aν και οι Bάραγγοι ήταν το κατεξοχήν σώμα της Αυτοκρατορικής φρουράς, καθώς εθεωρείτο πιστό σώμα στον Αυτοκράτορα (ο οποίος ήταν ο απευθείας εργοδότης τους), στην πραγματικότητα μετείχαν κανονικά σε μάχες, ακόμη και όταν δεν εκστράτευε ο Αυτοκράτορας. Bρίσκουμε αναφορές για τους μεγαλόσωμους πολεμιστές του Bορρά σε πάρα πολλές μάχες που έδωσαν οι Αυτοκρατορικές στρατιές σε Ανατολή και Δύση, από τον 10ο αιώνα έως και την όγδοη δεκαετία του 13ου αιώνα.
Αντίθετα, για τον 14ο αιώνα δεν υπάρχουν τέτοιες αναφορές, κάτι που ενδεχομένως υπονοεί ότι οι Βάραγγοι -σαφώς ολιγάριθμοι, πλέον- είχαν περιοριστεί σε ρόλο τιμητικής φρουράς του Αυτοκράτορα. Καθώς ήταν σωματοφυλακή του Αυτοκράτορα, αλλά ταυτόχρονα το πλέον επίλεκτο τμήμα του Βυζαντινού στρατού, οι Βάραγγοι περνούσαν από αυστηρή επιλογή για να ενταχθούν στο σώμα. Yπήρχαν αυστηρά σωματομετρικά στάνταρ, στοιχεία σχετικά με την πολεμική εμπειρία, αλλά και την αξιοπιστία κ.ά.
Ορισμένοι που δεν πληρούσαν τα κριτήρια, αλλά ήθελαν να εισέλθουν στη φρουρά, μετέρχονταν οποιουδήποτε μέσου, ακόμη και της δωροδοκίας. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο που αποδεικνύει πόσο υψηλές ήταν οι αμοιβές και το κύρος που απολάμβαναν οι Βάραγγοι στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα. Πέρα από τα αξιοσέβαστα οικονομικά ανταλλάγματα, η υπηρεσία στη φρουρά του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων έδινε αυξημένο γόητρο σε εκείνους που είχαν την τύχη να επιλεγούν. Έχουν βρεθεί πολλές Ρουνικές επιγραφές από Σκανδιναβούς πολεμιστές που υπερηφανεύονταν για το ότι μετείχαν στη φρουρά του βασιλιά της Μίλγκαρντ.
ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΜΑΧΗΣ
Oι Βάραγγοι πολεμούσαν με τον τυπικό τρόπο των συμπατριωτών τους. Έχοντας επιθετικό οπλισμό, αποτελούμενο από πέλεκυ, σπαθί, δόρυ και εγχειρίδιο, και διαθέτοντας μία αξιόπιστη ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικά ελάσματα, οι Βάραγγοι στη μάχη σχημάτιζαν το λεγόμενο «τείχος ασπίδων». Ανάλογα με το αν είχαν να αντιμετωπίσουν πεζικό ή ιππικό, χρησιμοποιούσαν τα κατάλληλα όπλα. Εναντίον ιππικού, τα δόρατα ήταν προφανώς τα πρωτεύοντα όπλα. Καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, εφόσον ήταν στην άμυνα, δέχονταν την έφοδο των αντιπάλων και ανταπέδιδαν άμεσα, επιτιθέμενοι με ορμή.
Kατά κανόνα, οι Βυζαντινοί στρατηγοί τούς χρησιμοποιούσαν σε επιθετικούς ρόλους. H έφοδος των γιγαντόσωμων πολεμιστών του Βορρά με τους ογκώδεις πελέκεις, ήταν ένα πραγματικά τρομακτικό θέαμα και ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι στρατοί που μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν χωρίς να διαλυθούν εις τα εξ ων συνετέθησαν.
Περίφημη ήταν επίσης η αγριότητα των Βαράγγων, τους οποίους χρησιμοποίησαν ουκ ολίγοι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για «βρόμικες» δουλειές, όπως η ερήμωση ολόκληρων επαρχιών. Παρά την αγριότητά τους και τη ροπή τους προς τη λεηλασία, οι Βάραγγοι ήταν από τα πλέον αξιόπιστα τμήματα του Αυτοκρατορικού στρατού και σε πολλές περιστάσεις αποτέλεσαν «σωσίβιο» για τον εργοδότη τους σε δύσκολες περιστάσεις.
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΟΠΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Η Φρουρά των Βαράγγων έδρευε στην Κωνσταντινούπολη (στα ανάκτορα) και συγκεκριμένα στους χώρους όπου παλαιότερα ήταν εγκατεστημένοι οι Εξκουβίτορες (φρουρά του παλατιού). Αποστολή της Φρουράς ήταν η προστασία της ζωής του Αυτοκράτορα, συμβόλου του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και επί γης εκπροσώπου της Θεϊκής τάξης. Οι Βάραγγοι ήταν πάντοτε κοντά στον αυτοκράτορα και είναι αλήθεια ότι ήταν απόλυτα πιστοί στον θεσμό.
Οι μόνες περιπτώσεις κατά τις οποίες βοήθησαν στον εκθρονισμό Αυτοκράτορα ήταν όταν υπήρχε εξίσου νόμιμη ή δικαιολογημένη υποψηφιότητα για τον θρόνο ή όταν με τις πράξεις του ο Αυτοκράτορας υπερέβαινε τα νόμιμα και έθετε εαυτόν εκτός δικαίου. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη (1041 – 1042) ο οποίος προκάλεσε λαϊκή εξέγερση όταν εξόρισε τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ζωή. Ο Μιχαήλ τελικά καταδικάστηκε σε τύφλωση, ποινή που σύμφωνα με τις Σκανδιναυικές πηγές εκτέλεσε ο τότε ακόλουθος Χάρολντ Σίγκουρντσον.
Εκτός από τη διαφύλαξη της ζωής του Αυτοκράτορα η Φρουρά ανελάμβανε και την προστασία των ανακτόρων, αλλά και την άμυνα ολόκληρης της Βασιλεύουσας σε κατάσταση ανάγκης. Οι Δυτικοί ιππότες της Δ’ Σταυροφορίας αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση των Βαράγγων, όταν κατέλαβαν την Πόλη. Φαίνεται ότι οι Βάραγγοι χρησιμοποιούντο ενίοτε και για τη γενικότερη τήρηση της δημόσιας τάξης, καθώς δεν ανήκαν σε καμία από τις αντίπαλες μερίδες της Βυζαντινής αριστοκρατίας αλλά ήταν πιστοί μόνον στον Αυτοκράτορα.
Κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις οι Βάραγγοι ακολουθούσαν τον Αυτοκράτορα, τόσο ως σωματοφυλακή του, όσο και ως επίλεκτο εκστρατευτικό σώμα. Σε επιχειρήσεις που κρίνονταν σημαντικές για την υπεράσπιση της Αυτοκρατορίας οι Βάραγγοι συμμετείχαν και χωρίς τον Αυτοκράτορα. Ο οπλισμός των Βαράγγων είχε επηρεαστεί από τη Σκανδιναυική τους καταγωγή, ενώ δεν λείπουν και οι Βυζαντινές επιρροές, ιδίως σε μεταγενέστερες περιόδους. Βασικό επιθετικό όπλο τους ήταν ο πέλεκυς, που τους προσδιόριζε ως την πελεκυφόρο φρουρά.
Το όπλο αυτό, που στις πηγές αναφέρεται και ως τζικούριον (από το αντίστοιχο Ρωμαϊκό όπλο securis), ήταν απλός ευρύστομος πέλεκυς, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, με βαρύ ξύλινο στειλεό (τύπος Μ της κατάταξης των Σκανδιναυικών όπλων του Πέτερσεν). Ενίοτε ο πέλεκυς έφερε στην περίμετρο του οπίσθιου μέρους εγχάρακτη διακόσμηση από απλά φυτικά και ζωικά μοτίβα. Άλλο επιθετικό όπλο ήταν το σπαθί, σε τυπικές φόρμες των Σκανδιναυικών χωρών. Είχε ευρεία, βαριά μονόστομη λεπίδα με πεπλατυσμένο κεντρικό τμήμα και δύο νευρώσεις κατά τον άξονά της.
Ο Ψελλός αναφέρει μεταξύ του τυπικού οπλισμού των Βαράγγων «ένα βαρύ σιδερένιο σπαθί μονόστομο, που το απέθεταν στον ώμο όταν δεν το χρησιμοποιούσαν». Ο φυλακτήρας του σπαθιού ήταν αρκετά μεγάλος, με σχετικό βάρος, ώστε να εξισορροπείται το βάρος της λεπίδας. Αυτή η κατασκευή διευκόλυνε τον χειρισμό του σπαθιού κατά τη μάχη. Όπως και οι υπόλοιποι Βίκινγκ, οι Βάραγγοι χρησιμοποιούσαν υπολογισμένα το σπαθί, μελετώντας τις κινήσεις του αντιπάλου και καταφέροντας περιορισμένα αλλά αποφασιστικά κτυπήματα.
Οι Βάραγγοι χρησιμοποιούσαν επίσης δόρατα και ακόντια, όπλα που μαζί με τους πελέκεις
απεικονίζονται συχνά σε Βυζαντινά χειρόγραφα. Οι λόγχες των δοράτων έφεραν ενίοτε εγχάρακτη ή ζωγραφιστή διακόσμηση. Ο Λέων ο Διάκονος αναφέρει και τόξα μεταξύ του οπλισμού των Βαράγγων. Βασικό αμυντικό τους όπλο ήταν η ασπίδα, συνήθως κυκλική, από αλληλοκαλυπτόμενες στρώσεις ξύλου με μεταλλική επένδυση. Αρχικά, κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, οι Βάραγγοι χρησιμοποιούσαν κυρίως στρογγυλές ασπίδες, ενώ κατά τον 12ο αιώνα περισσότερο τις τριγωνικές, επηρεασμένοι από τους Βυζαντινούς.
Άλλος τύπος ασπίδας που απαντάται ήδη από τον 10ο αιώνα, αν και περιορισμένα, είναι ο ορθογωνικός, με μεγάλη ξύλινη επιφάνεια ενισχυμένη με περιμετρική μεταλλική ταινία και πρόσθετες μεταλλικές επιθέσεις. Είναι Σλαβικής προέλευσης και επικράτησε στη Ρωσία από τον 9ο αιώνα και επί μεγάλο διάστημα. Η ζωγραφική διακόσμηση των ασπίδων περιελάμβανε γεωμετρικά μοτίβα στην περίμετρο και ζωικές συνήθως μορφές στην κύρια επιφάνεια, δράκοντες ή το κοράκι, ιερό πτηνό του θεού Όντιν και σύμβολο των Βίκινγκ κατά τη μάχη.
Τα κράνη των Βαράγγων ήταν αρχικά Σκανδιναυικής και Σλαβικής προέλευσης. Ήταν απλά, με ή χωρίς ρινικό κάλυμμα, και σχήματος κωνικού ή οξυκόρυφου (τα Σλαβικά). Συχνά ήταν κατασκευασμένα από ένα μόνο κομμάτι μετάλλου. Άλλα ήταν σύνθετα και έφεραν ενισχυτικές μεταλλικές ταινίες. Οι αλυσιδωτοί θώρακες αφορούν κυρίως Βυζαντινή επιρροή και καθιερώθηκαν μάλλον τον 11ο αιώνα. H σύσταση της Φρουράς ως διακριτής μονάδας θα συνετέλεσε και στη σχετική εξομοίωση της ενδυματολογίας.
Η τελευταία ασφαλώς θα είχε επηρεαστεί από τα Βυζαντινά πρότυπα. Το ίδιο άλλωστε συνέβη με τους Βίκινγκ στη Νορμανδία και στην Αγγλία. Ο εξοπλισμός συμπληρωνόταν από μεταλλικές ή ξύλινες περικνημίδες και περιβραχιόνια. Κατά τη διεξαγωγή της μάχης οι Βάραγγοι εφάρμοζαν ιδιαίτερες τακτικές παράταξης και εφόδου. Οργανωμένοι ως επίλεκτο πεζικό, προχωρούσαν αρχικά σε αδιάσπαστο μέτωπο σχηματίζοντας με την αλληλεπικάλυψη των ασπίδων τους ένα αδιαπέραστο τείχος από ατσάλι και ξύλο (skjaldborg).
Κατά την επίθεση αναπτύσσονταν σε σχηματισμό σφήνας και κραδαίνοντας τους πελέκεις τους έπεφταν με ορμή πάνω στα αντίπαλα στρατεύματα, προκαλώντας ρήγματα στη διάταξή τους. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ότι οι Βάραγγοι πολεμούσαν με μεγάλη ανδρεία και μανία,
μεθυσμένοι από την έξαψη της μάχης. Με τον τρόπο αυτό επεδίωκαν να πετύχουν αποδιοργάνωση των αντιπάλων, όπως η οπλιτική φάλαγγα των αρχαίων Ελλήνων.
Η ιδιαίτερη αυτή μανία των Βαράγγων, που περιγράφουν οι πηγές, ασφαλώς αντανακλά τον εντυπωσιασμό τον οποίο προκαλούσε η ορμητικότητα των βορείων πολεμιστών (αντίστοιχες ήταν οι περιγραφές των Ρωμαίων για τους Κέλτες). Δεν γνωρίζουμε αν η πολεμική αυτή συμπεριφορά φανερώνει την ύπαρξη πολεμιστών berserker ανάμεσά τους. Οι berserker ήταν πολεμιστές που με τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών ή με αυθυποβολή περιέρχονταν σε κατάσταση έκστασης κατά τη μάχη και σε πολεμική φρενίτιδα.
Σύμφωνα με τον Άραβα Χαρούν ιμπν Γιάχια, ο οποίος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο αιώνα, η καθημερινή στολή των Βαράγγων αποτελείτο από γαλάζιες μεταξωτές τουνίκες, κόκκινους μανδύες, και χρυσοποίκιλτους πελέκεις με πολύ μακριά λαβή που οι Βαράγγοι χειρίζονταν και με τα δύο χέρια (Ο Μιχαήλ Ψελλός τους αποκαλεί «οι τους πελέκεις από του δεξιού χεριού σείοντες ώμου).
Είναι προφανές, και από την πολεμική παράδοση των Σκανδιναβών και των Αγγλοσαξόνων από τους οποίους προέρχονταν οι περισσότεροι, ότι οι Βαράγγοι πολεμούσαν πεζοί, χρησιμοποιώντας κυρίως αγχέμαχα όπλα, όπως δόρατα, ξίφη και τσεκούρια, καθώς και ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικό ομφαλό. Αν και τόσο η θωράκιση όσο και ο οπλισμός τους δεν αναφέρονται ρητά στα Βυζαντινά χρονικά, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ως επίλεκτο σώμα και σωματοφυλακή του ίδιου του Αυτοκράτορα θα έπρεπε να έφεραν βαριά θωράκιση, με κράνος και μακρύ αλυσιδωτό θώρακα που θα τους προστάτευε από τα χτυπήματα του εχθρού και τα βέλη.
Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα αναφέρει ότι στη μάχη του Δυρραχίου, το 1081, οι Βαράγγοι κουράστηκαν έπειτα από τη γρήγορη μετακίνησή τους στο πεδίο της μάχης από «από τους άχθους των όπλων» και ως γνωστόν στην έννοια των «όπλων» οι Έλληνες συμπεριλάμβαναν και τον αμυντικό οπλισμό. Τα όπλα των Βαράγγων, και ιδίως τα ξίφη και τα τσεκούρια τους, ήταν γι’ αυτούς κάτι σχεδόν έλλογο, και πολύ συχνά τους έδιναν ονόματα. Από την ισλανδική Σάγκα του Γκρέτιρ του Δυνατού μαθαίνουμε ότι πριν από κάθε εκστρατεία γινόταν επίσημη επιθεώρηση των όπλων της Βαράγγιας Φρουράς:
«Οι Βαράγγοι διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για την υπεράσπιση της πατρίδας. Συνήθειο και νόμος ήταν πριν ξεκινήσουν να παρουσιάζουν για επιθεώρηση τα όπλα τους, και έτσι κι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Την ορισμένη ημέρα της επιθεώρησης, οι Βαράγγοι, και όλοι όσοι θα τους ακολουθούσαν, έπρεπε να εμφανιστούν και να δείξουν τα όπλα τους. Ο Θόρμπιορν ήταν ο πρώτος, και έδειξε το ξίφος του, το Γκρέτισνοτ».
Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ
Με την επίσημη αναγόρευση σε μονάδα φρουράς και την πρόσβαση στα Αυτοκρατορικά στρατιωτικά αποθέματα η εμφάνιση του σχηματισμού θα πρέπει να άλλαξε. Διανεμήθηκαν στερεότερα κωνικά κράνη με ρινοφυλακτήρες, φτιαγμένα από ένα ενιαίο κομμάτι μετάλλου. Η προστασία των ανδρών θα αναβαθμίστηκε με την παροχή και φολιδωτών «γιλέκων», εκτός του αλυσιδωτού θώρακα. Οι περικνημίδες και επιχειρίδες, αποτελούμενες από ορθογώνια τμήματα μετάλλων, προσαρμοσμένες με δερμάτινα λουριά χρησιμοποιούνταν για να προστατεύσουν τα χέρια και τα πόδια.
Οι κυκλικές ασπίδες με την εικόνα του κορακιού, που φαίνεται να υιοθετείται ως έμβλημα μονάδος, χρησιμοποιήθηκαν επίσης. Στο τέλος του 11ου αιώνα όμως θα πρέπει μάλον αν είχαν αντικατασταθεί από μακρόστενες οξύλυνκτες ασπίδες. Εμφανίζονται βαμμένες κόκκινες στο χειρόγραφο του Σκυλίτζη αλλά μία αγιογραφία του 11ου αιώνα τους αναπαριστά με λευκές ασπίδες. Το κύριο όπλο ως βασιλική φρουρά θα ήταν ο μεγάλος «Δανέζικος» πέλεκυς, στον οποίον οφείλουν το όνομά τους «Πελεκυφόρος Φρουρά» . Το τσεκούρι τους κατέστησε διάσημους και με αυτό απεικονίζονται συχνότερα.
Μερικοί χρονικογράφοι αναφέρουν επίσης τη «ρομφαία», περιγράφοντας την ως μονόκοπο ξίφος που χρησιμοποιείτο και με τα δύο χέρια. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με το ποιο όπλο αναφέρεται με αυτόν τον όρο. Λαμβάνοντας υπόψη μια ευθεία μονόκοπη λεπίδα που βρίσκεται στο μουσείο του Όσλο, μπορούμε ακίνδυνα να υποθέσουμε ότι ήταν ένα παρόμοιο ξίφος με διπλή λαβή.
Με βάση την απεικόνιση των χειρογράφων του Σκυλίτζη μπορούμε να δεχτούμε ότι η λόγχη χρησιμοποιήθηκε επίσης από τη φρουρά των Βαράγγων.
Η δυνατότητά άλλωστε των Βαράγγων να αποκρούσουν τους Νορμανδούς ιππότες σε διάφορες περιπτώσεις πρέπει να έχει σχέση με τη χρήση της λόγχης σε πυκνό σχηματισμό. Οι Βαράγγοι θα άρχιζαν πιθανώς την υπηρεσία τους με το Νορβηγικό ή το «σλαβικό» τύπο λόγχης αλλά όσο περισσότερο έμεναν στη φρουρά ο εξοπλισμός που τους θα μεταβαλλόταν όλο και περισσότερο σε Βυζαντινός. Τα σωζόμενα διακοσμητικά σχέδια των λεπίδων των λογχών, με ένθετο ασήμι, θα πρέπει φυσιολογικά να συνδέονταν με τους ηγήτορες μονάδων. Τέτοια δείγματα βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Το ξύλινο τμήμα της λόγχης θα προστατευόταν από την επαφή με το έδαφος με τη χρήση μεταλλικού σαυρωτήρα. Και εδώ υπάρχει διχογνωμία εάν ήταν φτιαγμένος από χαλκό – δεδομένου ότι το ξέρουμε από την αρχαία Ελλάδα – ή από σίδηρο όπως μαρτυρούν κάποια από τα κωνικά σιδηρά υποδείγματα που βρίσκονται στο οπλοστάσιο του Κρεμλίνου στη Μόσχα. Ο ιματισμός τους θα ήταν ένας ακόμη τρόπος για να υποδηλώνεται η μεγαλοπρέπεια του Αυτοκρατορικού εργοδότη τους. Το λεπτό βαμβάκι ή ποιοτικό μαλλί ή ακόμα και το μετάξι θα παρεχόταν ή θα μπορούσε να αγοραστεί με τους υψηλούς μισθούς τους.
Το χρώμα θα ήταν κυρίως το στρατιωτικό κόκκινο με τις πορφυρές λωρίδες και τα χρυσά κεντήματα για τα οποία οι Βυζαντινοί ήταν διάσημοι. Τα λεπτότερα και πιο πολυτελώς διακοσμημένα ενδύματα πάλι θα ήταν πιο κοινά για τους ανώτερους βαθμοφόρους. Ο Μπόλι Μπόλασον και ο Χάραλντ ο «Αυστηρός», μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας, περιγράφονται στις Σκανδιναβικές αφηγήσεις (Sagas) με λεπτεπίλεπτα κόκκινα και χρυσά ενδύματα. Βασισμένοι σε σπάνιες αγιογραφίες του 11ου αιώνα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι για την υπηρεσία σε θερμότερα κλίματα, η στολή εκστρατείας θα ήταν άσπρη με κόκκινες ή πορφυρές λωρίδες.
Ένα άσπρο τουρμπάνι θα τυλιγόταν γύρω από το κράνος ως προστασία από τη θερμότητα. Το ίδιο πράγμα ακριβώς, όπως έκαναν οι ιππότες στην Ισπανία και την Παλαιστίνη. Οι φρουροί του 13ου και 14ου αιώνα ίσως να είχαν μια ελαφρώς διαφορετική εμφάνιση. Κράνη που μοιάζουν με σιδηρά καπέλα και που απεικονίζουν διάφορους Αγίους, όπως ένα δείγμα που βρίσκεται στο μουσείο του Κρεμλίνου. Τα πρόσωπα καλύπτονται με σιδηρά προσωπεία όπως εκείνα που βρέθηκαν στο Αυτοκρατορικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη. Οι περικνημίδες θα γίνονταν πλέον από στερεά μονοκόμματα μεταλλικά ελάσματα.
Οι Γερμανοί στρατιώτες και ιππότες, αν δεχτούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν στη φρουρά γύρω στο 14ο αιώνα, θα έφεραν τη θωράκιση και τον οπλισμό των Γερμανών πολεμιστών της περιόδου.
Tο όπλο που έγινε σήμα κατατεθέν των Bαράγγων, ήταν ο πέλεκύς τους. Oυκ ολίγες Βυζαντινές πηγές τούς αναφέρουν ως «πελεκηφόρος φρουρά». Aρχικά το κύριο όπλο των Bαράγγων ήταν ο Σκανδιναβικός «γενειοφόρος» πέλεκυς, το Skeggox. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό όπλο, το οποίο κατά κανόνα χρησιμοποιείται για τρομερά χτυπήματα με φορά από κάτω προς τα πάνω ή από τα δεξιά προς τα αριστερά, με καταστρεπτικά αποτελέσματα.
O «γενειοφόρος» πέλεκυς αρχικά χρησιμοποιούνταν σε ειρηνικές ασχολίες, καθώς το μακρύτερο «γένι» το έκανε ιδιαίτερα εύχρηστο για κόψιμο και καθαρισμό ξύλων. O γενειοφόρος πέλεκυς δεν ήταν ο μόνος που χρησιμοποιούσαν οι Bάραγγοι. Tον 12ο αιώνα φαίνεται να χρησιμοποιούνταν ευρύτερα ο «Δανέζικος πέλεκυς», που ήταν δημοφιλής μεταξύ των Αγγλοσαξώνων και των Δανών.
Aρκετές διαφορετικές απόψεις υπάρχουν σχετικά με το τι ακριβώς ήταν η ρομφαία των Bυζαντινών και ειδικότερα αυτή που κρατούσαν οι Bάραγγοι. H αναφορά του όρου γίνεται από το Mιχαήλ Ψελλό, ο οποίος σημείωνε ότι οι Bάραγγοι ήταν εξοπλισμένοι με ρομφαία. Kατά κανόνα, ήδη από την εποχή των Θρακών (που ήταν οι «εφευρέτες» του όπλου) ως ρομφαία νοείτο μία μακριά, ελαφρά κυρτή λεπίδα με μεγάλο συνήθως πλάτος, προσαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στέλεχος. Xρησιμοποιείτο κυρίως για θλαστικά πλήγματα και αποδείχτηκε τόσο αποτελεσματική, που υιοθετήθηκε από πολλούς Ελληνιστικούς στρατούς.
Tην εποχή του Ψελλού δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν η ρομφαία. Δεν αποκλείεται να ήταν ένα παρόμοιο όπλο, για το οποίο ωστόσο δεν έχουμε ουδεμία αναπαράσταση από βυζαντινή πηγή. Yπάρχει μία μικρή πιθανότητα ως ρομφαία να εννοεί τους πελέκεις, αλλά πιθανότερο είναι να υπονοούνται μεγάλα σπαθιά που κρατιόνται και με τα δύο χέρια (κάτι σαν πρώιμα zweihander). Aυτό συνάγεται και από τον όρο «Pομφαία Δίστομος», που υπονοεί ένα όπλο με δύο κόψεις (η ρομφαία έχει μία κόψη).
Ασπίδα – Κράνος:
Oι πρώτοι Pως μισθοφόροι που έφθασαν στην Kωνσταντινούπολη θα πρέπει να ήταν εξοπλισμένοι με αμυντικά όπλα που χρησιμοποιούνταν στις περιοχές απ’ όπου προέρχονταν. Tο κράνος που ήταν δημοφιλές εκείνη την εποχή ήταν το λεγόμενο Spangenhelm, που ήταν κατασκευασμένο από μεταλλικά τμήματα και προσέφερε μέτρια προστασία. Aρκετοί, προφανώς, έφεραν το κωνικό Σλαβικό κράνος. Στη συνέχεια, οι Bάραγγοι, ιδιαίτερα εκείνοι που καταλάμβαναν αξιώματα μέσα στη φρουρά, φαίνεται ότι εξοπλίστηκαν με ανώτερης ποιότητας κράνη από το Αυτοκρατορικό οπλοστάσιο.
Oι ασπίδες των Bαράγγων επίσης θα πρέπει να ήταν αρχικά τόσο οι ορθογώνιες Σλαβικού τύπου όσο και οι στρογγυλές ομφαλοφόρες Σκανδιναβικού τύπου. Oι τελευταίες, πέρα από το μεταλλικό ομφαλό, συχνά είχαν μεταλλικό χείλος και «δεσίματα», που αύξαναν την αντοχή τους. Στις αρχές του 12ου αιώνα πηγές παρουσιάζουν τους Bαράγγους να είναι εξοπλισμένοι με τις τριγωνικές ασπίδες που ήταν δημοφιλείς εκείνη την εποχή στη Δ. Eυρώπη. Πανοπλία:
Oι Bάραγγοι κατά κανόνα κρατούσαν όσο περισσότερα από τα «παραδοσιακά» όπλα τους θεωρούσαν ότι ήταν χρήσιμα στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και συμπλήρωναν τον οπλισμό και τη θωράκισή τους με απάρτια από τα Αυτοκρατορικά αποθέματα. O τυπικός θώρακας του Bαράγγου ήταν αλυσιδωτός και φοριόταν πάνω από ένα βαρύ εφαπλωματοποιημένο ένδυμα που προστάτευε το φέροντα από την τριβή με το θώρακα, αλλά προσέφερε και αύξηση της προστασίας συνολικά.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν επί τρεις αιώνες έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λόγω της αλλοδαπής τους προέλευσης, σπάνια ενεπλάκησαν στις δολοπλοκίες τοπικών αρχόντων και ήταν τυφλά πιστοί στον αυτοκράτορα και μόνον. Η Άννα Κομνηνή είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το ζήτημα: «την προς αυτόν πίστην ακράδαντον διατηρούσι, και ουδέ ψιλόν πάντως ανέξονται περί προδοσίας λόγον».
Η αμοιβή τους ήταν πολύ καλή, 10 με 15 χρυσά νομίσματα τον μήνα, συν επιπλέον δώρα κάθε Πάσχα, στην άνοδο του κάθε νέου Αυτοκράτορα στον θρόνο, καθώς και σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα στις πολεμικές εκστρατείες. Αυτό προκαλούσε τον φθόνο των υπόλοιπων στρατιωτικών μονάδων αλλά και των αυλικών του παλατιού. Ο Ψελλός τους θεωρούσε παράσιτα και κηφήνες «οίους ειώθασι παρατρέφειν οι βασιλείς» , αλλά είναι φανερό ότι απέδειξαν την αξία τους για την Αυτοκρατορία σε πολλές μάχες. Αγαπούσαν υπερβολικά το κρασί, και ήταν συχνά μεθυσμένοι, κυρίως όταν δεν είχαν υπηρεσία.
Κάποιες Ισλανδικές Σάγκες της εποχής τους αποκαλούν «κρασοσακούλες του Αυτοκράτορα». Αν και ένας σημαντικός αριθμός τους κατοικούσε μέσα στο παλάτι, οι αριθμοί που δίδονται από ιστορικές πηγές της εποχής είναι υπερβολικά μεγάλοι για να δεχθούμε ότι όλοι στρατωνίζονταν εκεί. Είναι πολύ πιθανόν οι περισσότεροι να ζούσαν στη συνοικία του Αγίου Μάμαντα, όπως και οι πρώτοι έμποροι Ρως που είχαν φθάσει τον 9ο αιώνα. Αν και αρκετοί από τους πρώτους Βαράγγους ήταν σίγουρα πιστοί των αρχαίων Θεών, οι περισσότεροι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Από τον 11ο αιώνα είχαν και τη δική τους εκκλησία, την Παναγία την Βαραγγιώτισσα, κοντά στην Αγία Σοφία. Ο Ισλανδός χρονικογράφος Σνόρι Στούρλουσον αναφέρει ότι η εκκλησία ήταν επίσης αφιερωμένη στον Άγιο Όλαφ (τον βασιλιά της Νορβηγίας που στις αρχές του 11ου αιώνα εκχριστιάνισε βίαια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της) και μάλιστα ότι πάνω από την Αγία Τράπεζα υπήρχε το ξίφος του Αγίου-Βασιλιά. Όσοι Βαράγγοι ζούσαν στο ανάκτορο κατείχαν διαμερίσματα στους πάνω ορόφους, τους οποίους, όπως φαίνεται από τη Σάγκα του Χάραλντ, τους κέρδισαν στον κλήρο που έβαλαν με τους Έλληνες ομοίους τους:
«Οι Έλληνες και οι Βαράγγοι διαφώνησαν για τα δωμάτια και αποφάσισαν να λύσουν τη διαφωνία με κλήρο. Έτσι ο Χάραλντ και οι Βαράγγοι πήραν τα πάνω δωμάτια, και από εκείνη την εποχή έγινε κανόνας στα πάνω δωμάτια να κατοικούν Βόρειοι». Πολλοί Βαράγγοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους πλούσιοι. Το Ισλανδικό Έπος του Λαξτάιλα μιλάει για έναν από αυτούς, τον Μπόλι Μπόλασον:
«Ο Μπόλι κατέβηκε από το πλοίο με τους έντεκα συντρόφους του. Όλοι οι σύντροφοί του φορούσαν άλικα ρούχα και ίππευαν πάνω σε ασημοστολισμένες σέλλες. Ήταν εντυπωσιακοί, μα ο Μπόλι τους ξεπερνούσε όλους. Φορούσε ρούχα από χρυσοκέντητο μετάξι που του είχε χαρίσει ο Έλληνας Αυτοκράτορας, κι από πάνω έναν άλικο μανδύα. Στη ζώνη του είχε το σπαθί που ονόμαζαν «Ποδοκόφτη», του οποίου η λαβή ήταν δεμένη με χρυσάφι.
Φορούσε χρυσοστόλιστο κράνος στο κεφάλι, και είχε στο πλευρό του μια κόκκινη ασπίδα με έναν χρυσό καβαλάρη. Στο χέρι του κρατούσε μια λόγχη, όπως συνηθίζεται στις ξένες χώρες. Όπου κι αν γύρευαν κατάλυμα για τη νύχτα, οι γυναίκες δεν έδιναν προσοχή σε τίποτε άλλο εκτός από τον Μπόλι και τους συντρόφους του» .
Ασφαλώς δεν γύρισαν όλοι οι Βαράγγοι πίσω στις πατρίδες τους. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης. Πολλές Ρουνικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στη Σουηδία είχαν στηθεί στη μνήμη των Βαράγγων που δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στο Βυζάντιο ως «Χώρα των Ελλήνων» (Grikkland) και στους Βυζαντινούς ως Έλληνες (Grikkjar). Οι Βαράγγοι έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μακριά από την πατρίδα τους, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έβλεπαν στη ζωή τους τίποτα περισσότερο από το χωριό στο οποίο είχαν γεννηθεί.
Οι περισσότεροι πέθαναν υπερασπιζόμενοι την τιμή των όπλων και τον όρκο τους προς τον Αυτοκράτορα, πολεμώντας για μια ξένη πατρίδα, την πατρίδα που οι ιστορικοί αποκαλούν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που οι ίδιοι οι Βαράγγοι όμως αποκαλούσαν Ελλάδα.
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 989 – 1071
Η καταστολή των στασιαστικών κινημάτων των γαιοκτημόνων της Μικράς Ασίας επέτρεπε στον Βασίλειο Β’ να ασχοληθεί πιο ενεργά με τους πολυάριθμους αλλόφυλους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες διαμάχες οι Άραβες είχαν ανακαταλάβει πολλές πόλεις στην περιοχή της Συρίας και της Μεσοποταμίας εκδιώκοντας τις Βυζαντινές φρουρές. Ο Βασίλειος αντέδρασε άμεσα. Τον Απρίλιο του 995 έφθασε στο υποτελές στην Αυτοκρατορία Εμιράτο του Χαλεπίου, που είχε δεχθεί Αραβικές επιθέσεις.
Προελαύνοντας προς Νότο απελευθέρωσε πολλές οχυρωμένες πόλεις που είχαν καταλάβει οι Άραβες, όπως τη Λάρισα, την Έμεσα και την Αντάραδο. Στις επιχειρήσεις αυτές οι Βάραγγοι προκάλεσαν τρόμο και μεγάλες απώλειες στους Άραβες. Μετά την αποχώρηση των Βυζαντινών οι Άραβες κατέλαβαν πάλι τα απελευθερωθέντα εδάφη, προκαλώντας νέα Βυζαντινή επέμβαση το 999. Στην Έμεσα οι Βάραγγοι περικύκλωσαν ένα τμήμα Αράβων που είχε καταφύγει σε μία οχυρωμένη μονή. Εκεί πυρπόλησαν τον ναό και ανάγκασαν τους Αραβες να παραδοθούν.
Τελικά το 1001 η Αυτοκρατορία υπέγραψε δεκαετή ανακωχή με τους Φατιμίδες. Αφού διευθετήθηκε το νοτιοανατολικό σύνορο ο Βασίλειος βάδισε βόρεια προς την Αρμενία, για να εντάξει στην Αυτοκρατορία εδάφη που ο Αρμένιος ηγεμόνας Δαυίδ είχε κληροδοτήσει στους Βυζαντινούς. Σε μία διαμάχη που ανέκυψε μεταξύ μίας ομάδας Ιβήρων (Γεωργιανών) και Βαράγγων οι Ιβηρες εξολοθρεύτηκαν. Το γεγονός, αν δεν ήταν προσχεδιασμένο, φανερώνει τον ορμητικό χαρακτήρα των Βαράγγων. Στα Ευρωπαϊκά εδάφη ο αγώνας των Βυζαντινών κατά των Βουλγάρων στέφθηκε από επιτυχία κατά τη μεγάλη μάχη του Κλειδίου (1014).
Εκεί διακρίθηκαν οι Βάραγγοι, που έλαβαν το ένα τρίτο των λαφύρων. Στην Ιταλία οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν συνεχείς τοπικές εξεγέρσεις. Το 1009 ο ευγενής Μέλης υποκίνησε στάση στη Βάρι (Μπάρι), έδρα του Θέματος Λογγιβαρδίας. Ο στρατηγός Βασίλειος Αργυρός και ο Λέων Τορνίκιος ανέλαβαν να καταστείλουν το κίνημα. Τα στρατεύματά τους περιελάμβαναν κατά τις ιταλικές πηγές «Δανούς και Ρώσους» (Dani et Rossi). Μετά από δίμηνη πολιορκία η Βάρις παραδόθηκε. Όμως ο Μέλης διέφυγε, συνεργάστηκε με τους Νορμανδούς και επιτέθηκε πάλι σε Βυζαντινά εδάφη.
Το 1018 ο Βυζαντινός στρατός με επικεφαλής τον Βασίλειο Βοϊωάννη συνέτριψε τους Νορμανδούς στο Κανούσιον, κοντά στις Κάννες. Ο Λατίνος συγγραφέας Λέων από την Όστια έγραψε: «Όταν ο (Βυζαντινός) Αυτοκράτορας έμαθε ότι γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε τους καλύτερους στρατιώτες του εναντίον τους. Οι Νορμανδοί νίκησαν στις πρώτες τρεις μάχες. Όταν όμως αναμετρήθηκαν με τους Ρώσους (Βαράγγους) ηττήθηκαν κατά κράτος και ο στρατός τους διαλύθηκε εντελώς». Φαίνεται ότι ο Βασίλειος ετοίμαζε ευρεία ανακατάληψη της Σικελίας και της Ιταλίας.
Το ίδιο έτος (1018) απέστειλε στη Σικελία κατά των Αράβων τον πρωτοσπαθάριο Ορέστη με Βαράγγους πολεμιστές. Η επιχείρηση δεν πέτυχε τελικά τους στόχους της. Το ανατολικό σύνορο δεχόταν νέες επιθέσεις. Το 1021 ο βασιλιάς της ενδοτέρας Ιβηρίας και Αβασγίας Γεώργιος Α’ κατέλαβε πόλεις από το Βυζαντινό Θέμα Ιβηρίας. Ο Βασίλειος ανακατέλαβε τις περιοχές και κατά τη μάχη της Ανακουφής, τον Σεπτέμβριο του 1022, νίκησε τον Γεωργιανό στρατό. Οι Βάραγγοι επιτέθηκαν πρώτοι και διέσπασαν το μέτωπο των αντιπάλων.
Το 1032 ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης απώθησε τους Άραβες που πολιορκούσαν την Αντιόχεια και ανακατέλαβε την Έδεσσα. Ο ίδιος απέστειλε έναν Βάραγγο για να μεταφέρει μήνυμα στον Εμίρη του Χαρράν. Ο Βάραγγος στρατιώτης έχασε την ψυχραιμία του και κτύπησε τον εμίρη με τον πέλεκύ του. Το 1035 οι Βάραγγοι συμμετείχαν στη δύναμη του Νικολάου Πεγωνίτη που κατέλαβε το οχυρό Μπέρκρι της Αρμενίας. Το 1038 οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη Σικελία για να εκδιώξουν τους Αραβες. Το στράτευμα υπό τον Μανιάκη περιελάμβανε Βαράγγους με επικεφαλής τον Χάρολντ Χαρντράντα.
Τα Αυτοκρατορικά σώματα κατέλαβαν τη Μεσσήνη, νίκησαν τους Άραβες στις μάχες της Ραμέττα και της Τράινα και απελευθέρωσαν δεκατρείς πόλεις της Σικελίας. Ο Χαρντράντα μάλιστα έλαβε τον τίτλο του Μεγλαβίτη για την πολεμική του αρετή. Το 1040 οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τις Συρακούσες και η προοπτική να απελευθερωθεί η Σικελία ήταν πιθανή. Ο Μανιάκης όμως έπεσε σε δυσμένεια και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σύντομα η Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί κατέρρευσε και οι Άραβες το ανακατέλαβαν. Την ίδια περίοδο στασίασε πάλι η Βάρις και άλλες πόλεις της Κάτω Ιταλίας.
Στο Βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα συμμετείχαν και Βάραγγοι υπό τον Χαρντράντα. Οι Βυζαντινοί βρίσκονταν πλέον σε ανοικτή αντιπαράθεση με τους Νορμανδούς, που επεδίωκαν να τους εκδιώξουν πλήρως από τον Ιταλικό χώρο. Στις 17 Μαρτίου 1041 οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν στη μάχη του Ολιβέντο και στις 4 Μαϊου πάλι στο Μοντεματζόρε. Οι Βάραγγοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες στις μάχες αυτές. Το 1041 Βουλγαρικό στασιαστικό κίνημα υπό τον Πέτρο Δελεάνο άρχισε να λεηλατεί τη Μακεδονία. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ’ Παφλαγών (1034 – 1041) διέλυσε το κίνημα με Βυζαντινούς και Βαράγγους στρατιώτες.
Ο Χαρντράντα έλαβε το αξίωμα του Σπαθαροκανδιδάτου για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία. Ο νέος Αυτοκράτορας, Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης (1041 – 1042), ήλθε σε σύγκρουση με τον Χαρντράντα και τον φυλάκισε. Σύντομα όμως ανατράπηκε από λαϊκή εξέγερση και αντικαταστάθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο (1042 – 1055). Ο Χαρντράντα απελευθερώθηκε και γρήγορα έφυγε για τη Νορβηγία, όπου έγινε βασιλιάς με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από την υπηρεσία του. Φαίνεται ότι κατά την εξέγερση οι Βάραγγοι φρουροί του παλατιού δεν προέβαλαν ουσιαστική αντίσταση κατά του όχλου.
Το 1043 ο Γεώργιος Μανιάκης επαναστάτησε κατά του Αυτοκράτορα. Στη μάχη του Οστρόβου οι στασιαστές νίκησαν αλλά ο Μανιάκης σκοτώθηκε και το κίνημα διαλύθηκε. Οι Βάραγγοι παρήλασαν στη θριαμβική πορεία στην Κωνσταντινούπολη με τους πελέκεις τους ψηλά, πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Το ίδιο έτος ο πρίγκηπας Γιαρόσλαβος του Κιέβου πραγματοποίησε επίθεση με 400 πλοία κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Ρωσικός στόλος τελικά καταστράφηκε αλλά οι Ρωσικής καταγωγής Βάραγγοι φρουροί απομακρύνθηκαν προσωρινά από την πόλη (τοποθετήθηκαν σε ακριτικές επαρχίες), από φόβο μήπως ενωθούν με τους Ρώσους.
Στο δυτικό σύνορο η πίεση αυξανόταν συνεχώς. Το 1046 ενισχύσεις Βαράγγων αποβιβάστηκαν στη Βάρι και το 1048 κατέλαβαν τις πόλεις Στίρα και Λέτσε, ενώ η Βάρις στασίασε πάλι. Η συμμαχία πάπα και Βυζαντινών κατά των Νορμανδών δεν απέδωσε καρπούς και σταδιακά οι Βυζαντινοί απωθήθηκαν από την Ιταλία. Το 1066 οι Νορμανδοί κατέλαβαν τον Τάραντα, το Ρήγιο και τον Υδρούντα. Πολλοί Βάραγγοι διέφυγαν με πλοία από τις περιοχές αυτές.
Η Αυτοκρατορία μετέθετε συνεχώς Βαράγγους στην Ιταλία για να αναχαιτίσει τους Νορμανδούς. Στις 16 Απριλίου 1071 η Βάρις έπεσε στους Νορμανδούς και η Βυζαντινή Ιταλία χάθηκε. Το 1071 είναι έτος ορόσημο για την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της Ιταλίας οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ (26 Αυγούστου). Οι πηγές δεν αναφέρουν Βαράγγους στη μάχη. Πολλοί μελετητές θεωρούν όμως ότι πήραν μέρος και υπέστησαν μεγάλες απώλειες.
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1071-1204
Αν και οι αναφορές στην παρουσία τους λιγοστεύουν, φαίνεται ότι η εγκαθίδρυση της δυναστείας των Κομνηνών το 1081 δεν έφερε κάποια αλλαγή στο ρόλο των Βαράγγων, καθώς συνέχισαν να συνοδεύουν τον Αυτοκράτορα σε εκστρατείες και να επανδρώνουν τη σωματοφυλακή του στο παλάτι. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081 – 1118) μεταβλήθηκε η εθνολογική σύνθεση των Βαράγγων. Ένας αριθμός Αγγλοσαξόνων που εγκατέλειψαν την Αγγλία ύστερα από τη νορμανδική κατάκτηση (1066) έφτασαν στο Βυζάντιο. Από αυτούς άλλοι εντάχθηκαν στους Βαράγγους και άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Κριμαία.
Η μεταβολή αυτή αντανακλάται στις πηγές. Η πριγκίπισσα και ιστοριογράφος Άννα Κομνηνή, αν και επισημαίνει ότι από παλιά οι Βάραγγοι βρίσκονταν στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, γράφει ότι προέρχονταν από τη Θούλη, εννοώντας πιθανώς τη Βρετανία. Διηγούμενος τη νίκη του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118 – 1143) επί των Πετσενέγων το 1122, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αποκαλεί τους Βαράγγους Βρετανούς. Οι αριστοκράτες της επαρχίας άρχισαν να αντιδρούν στην κεντρική εξουσία. Το 1077 στασίασε ο Νικηφόρος Βρυέννιος επικουρούμενος από τον αδελφό του Ιωάννη.
Οι Βάραγγοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις δυνάμεις του Ιωάννη και τις έτρεψαν σε φυγή. Η προϊούσα παρακμή της Αυτοκρατορίας επέφερε χαλάρωση της πειθαρχίας της Φρουράς, αφού αναφέρεται ότι μεθυσμένοι Βάραγγοι επιτέθηκαν στον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη (1078 – 1081). Το 1081 ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός κατέλαβε τον θρόνο με τη βοήθεια Γερμανών φρουρών του παλατίου, που δωροδοκήθηκαν. Ο νέος Αυτοκράτορας βρέθηκε αντιμέτωπος με την απειλή των Νορμανδών, που επέδραμαν πλέον στα δυτικά παράλια. Τον Οκτώβριο του 1081 Βυζαντινοί και Νορμανδοί συγκρούστηκαν στο Δυρράχιο.
Οι Βάραγγοι είχαν ενισχυθεί πρόσφατα με Αγγλο-Σαξονικά και Αγγλο-Δανικά σώματα, φυγάδες από την Αγγλία μετά τη νορμανδική κατάκτηση του 1066. Οι Νορμανδοί απέκοψαν τους Βαράγγους από το κύριο σώμα του Βυζαντινού στρατού και επιβλήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Παρά τη νίκη τους όμως δεν κατάφεραν να προελάσουν στην ενδοχώρα και το 1083 το Δυρράχιο κατελήφθη από τους Βυζαντινούς. Οι Βάραγγοι χρησιμοποιήθηκαν πάλι στο βόρειο σύνορο το 1122, κατά των Ασιατικής καταγωγής Πατζινάκων (Πετσενέγοι) στη μάχη της Βερόης.
Οι Πατζινάκες είχαν δημιουργήσει οχυρωματικό κύκλο με τα οχήματά τους, μία διάταξη που οι λοιπές μισθοφορικές δυνάμεις αδυνατούσαν να ανατρέψουν. Τελικά μία βίαιη έφοδος των Βαράγγων ανέτρεψε τις θέσεις των αμυνομένων. Ο Ρογήρος Β’, Νορμανδός βασιλιάς της Σικελίας, εκμεταλλεύθηκε τη συγκυρία της Β’ Σταυροφορίας (1147 – 1149) και επιτέθηκε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Οι Βάραγγοι κατέφθασαν στη Θήβα αλλά δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τους Νορμανδούς. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δοκιμαζόταν πλέον σκληρά. Στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι νίκησαν τον Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μυριοκεφάλου (1176).
Οι Βυζαντινές απώλειες ήταν σημαντικές και πολλοί Βάραγγοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Ορισμένοι Άγγλοι Βάραγγοι εστάλησαν από τους Βυζαντινούς στον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β’ για να του ανακοινώσουν την έκβαση της μάχης και να ζητήσουν βοήθεια κατά των Τούρκων. Η Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν συνεχώς. Όμως τα χειρότερα δεν είχαν συμβεί ακόμα. Το 1204 η Δ’ Σταυροφορία στράφηκε στην Πόλη, την οποία κατέλαβε προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημιές. Οι Βάραγγοι φρουροί αντιστάθηκαν γενναία στα τείχη κατά των Φράγκων, παραμένοντας πιστοί στην Αυτοκρατορία.
ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΜΕΤΑ ΤΟ 1204
Η παρουσία των Βαράγγων στο πεδίο της μάχης μετά το 1204 δεν επιβεβαιώνεται από καμία πηγή. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραιτήτως ότι έπαψαν να είναι μάχιμη μονάδα. Η αποσπασματική και περιστασιακή φύση των διαθέσιμων πληροφοριών δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Παρόλα αυτά υπάρχουν συχνές αναφορές στην παρουσία των Βαράγγων στο ύστερο Βυζάντιο. Μετά το 1204, εμφανίζονται ως φρουροί του θησαυροφυλακίου της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στη Μαγνησία. Επίσης αναφέρεται ότι κρατούσαν τα κλειδιά των πόλεων που επισκεπτόταν ο Αυτοκράτορας.
Η πραγματεία του Ψευδο-Κωδινού, η οποία καταπιάνεται με τις αυτοκρατορικές τελετές και με την ιεραρχία αξιωμάτων της Αυτοκρατορικής αυλής και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, εμφανίζει τους Βαράγγους ως μια από τις έξι μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς. Ο ανώνυμος συγγραφέας επισημαίνει ότι οι Βάραγγοι στις αυτοκρατορικές τελετές πολυχρονίζουν τον Αυτοκράτορα στη μητρική τους γλώσσα, την Αγγλική, ενώ ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει έναν Άγγλο δεσμοφύλακα.
Συνεπώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Βάραγγοι της ύστερης περιόδου προέρχονταν από την Αγγλία. Η παρουσία των Βαράγγων μαρτυρείται τελευταία φορά σε δύο έγγραφα του 1400. Το ότι τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίζουν τους Βαράγγους «πιστοτάτους» αποτελούν ένδειξη ότι ακόμη και το 15ο αιώνα διατήρησαν τη φήμη τους ως απολύτως υπάκουη και πιστή στον αυτοκράτορα προσωπική φρουρά.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Μετά την Άλωση του 1204 η έδρα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στη Νίκαια. Οι Βάραγγοι συνέχισαν να υπηρετούν ως μισθοφορικό σώμα τους Βυζαντινούς στη νέα πρωτεύουσα και συμμετείχαν στις εκστρατείες κατά των Φράγκων. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη Φρουρά κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είναι ελάχιστες και φαίνεται ότι το σώμα ουσιαστικά άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο για εθιμοτυπικούς σκοπούς. Οι Βάραγγοι αναφέρονται το 1272 ως Αγγλοβαράγγειοι και πάλι το 1404. Πιθανότατα συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας, έχοντας χάσει την αίγλη τους αλλά και την εμπιστοσύνη των Αυτοκρατόρων.
ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΑΓΓΩΝ
988 μ.Χ.
Εκπληρώνοντας τον όρο της γαμήλιας συνθήκης, ο πρίγκιψ Βλαδίμηρος του Κίεβου έστειλε 6000 άνδρες για να βοηθήσει το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ να κατανικήσει την εξέγερση του Βάρδα Φωκά. Είχαν υπάρξει Βόρειοι πολεμιστές στη Βυζαντινή υπηρεσία για πάνω από 100 έτη, αλλά αυτό το γεγονός σηματοδότησε πιθανώς το ξεκίνημα της φρουράς των Βαράγγων ως χωριστή μονάδα. Οι Βάραγγοι, αιφνιδίασαν μια δύναμη στασιαστών στη Χρυσούπολη (στα στενά του Βοσπόρου έξω από Κωνσταντινούπολη) στο τραπέζι που έπιναν. Σκότωσαν αρκετούς και διασκόρπισαν τους υπόλοιπους. Ένας μεγάλος αριθμός Ιβέριων από τη Γεωργία ήταν στο στρατό Φωκά. (1000 μ.Χ.).
Απρίλιος 989 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι βοήθησαν το Βασίλειο στη νίκη του επί του Δελφινά, υπαρχηγού του Βάρδα Φωκά., στο Σκούταρι, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.
13 Απριλίου 989 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι συμμετείχαν στη μάχη της Αβύδου, στην οποία ο Βάρδας Φωκάς νικήθηκε τελικά (πεθαίνοντας στη μέση της μάχης από καρδιακή προσβολή).
999 μ.Χ.
Ο Βασίλειος με τους Βαράγγους του εκστρατεύει στη Συρία και καταλαμβάνει την Έμεσσα.
«Οι κάτοικοι κατέφυγαν στην οχυρωμένη μονή του Κωνσταντίνου αλλά οι Ρως (Βάραγγοι) την πυρπόλησαν, αναγκάζοντας έτσι τους υπερασπιστές να παραδοθούν και μετά το μοναστήρι λεηλατήθηκε· ακόμη και ο μόλυβδος και ο χαλκός αφαιρέθηκαν από τη στέγη».
1000 μ.Χ.
Ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, για να απαιτήσει τα εδάφη που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί στην Αυτοκρατορία. Οι Βάραγγοι ήταν μαζί του. Μια λογομαχία μεταξύ ενός Ιβέριου και ενός Βαράγγου για ένα δεμάτι σανό κλιμακώθηκε σε μια μεγάλη μάχη. Πολλοί Γεωργιανοί σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένων 30 επιφανών αριστοκρατών, μεταξύ των οποίων και ο Ιβέριος μέγας πρίγκηψ.
1001 μ.Χ.
Ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία (ή Ιβηρία όπως ήταν τότε γνωστή στους Βυζαντινούς), μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, διεκδικώντας περιοχές που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί να παραχωρήσει στην Αυτοκρατορία. Ένας καβγάς ανάμεσα σε έναν Γεωργιανό και έναν Βαράγγο σχετικά με μια μπάλα σανού, κατέληξε σε μια μεγάλη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος χιλιάδες Βαράγγοι, και κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γεωργιανοί, ανάμεσά τους και ο μέγας πρίγκιπας της Γεωργίας Πατρίαρχος.
1001 – 1008 μ.Χ.
Ο Βασίλειος ΙΙ εκστράτευσε επιτυχώς ενάντια στη Βουλγαρία, προσαρτώντας σταδιακά τα εδάφη της για την Αυτοκρατορία. Το 1014 αυτό κατέληξε στη μάχη του Κλειδίου, όταν συντρίφτηκε ο Βουλγαρικός στρατός και εννέα από κάθε δέκα αιχμαλώτους στάλησαν πίσω τυφλοί. Το 1018 ο Βασίλειος κατέλαβε την πρωτεύουσα Aχρίδα (Ochrid) και διαίρεσε τους αιχμαλώτους σε τρεις ομάδες. Μία για τον ίδιο, μια για τους Έλληνες στρατιώτες και την τρίτη για τους Βαράγγους.
1009 μ.Χ.
Ένας ευγενής που ονομάζονταν Meles επαναστάτησε σε μία προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη δημοκρατία στην Ιταλική πόλη του Μπάρι. Ο στρατός που στάλθηκε για να καταστείλει το εξέγερση συμπεριλάμβανε: Dani, Rossi και Gualani. (Δανούς, Ρώσους, και Ουαλλούς). Το Μπάρι κατελήφθη αλλά ο Meles επαναστάτησε και πάλι το 1011, με την ενίσχυση των Noρμανδών. Υπήρξαν τρεις αμφίρροπες μάχες το 1017, αλλά το 1018 ο Βασίλειος Bιοιωάννης συνέτριψε τους Νορμανδούς στη μάχη του Ofante.
Ο Λέων της Όστια έγραψε: «Όταν ο Αυτοκράτορας άκουσε ότι οι γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στο έδαφός του έστειλε τους εκλεκτότερους στρατιώτες του ενάντια τους. Στις πρώτες τρεις μάχες οι Νορμανδοί νίκησαν, αλλά όταν αντιπαρατάχθηκαν ενάντια στους Ρως νικήθηκαν ολοκληρωτικά, και ο στρατός τους κατεστράφει εντελώς».
1016 μ.Χ.
Ο Βασίλειος έστειλε τον Αυτοκρατορικό στόλο ενάντια στους Χαζάρους της Μαύρης Θάλασσας, σε ενίσχυση του ανηψιού του Γιαροσλάβου. Ο στόλος δοιηκήτω από το Βυζαντινό ναύαρχο Aνδρόνικo Mόνγκο, βοηθούμενο από έναν Ρως διοικητή που ονομάζονταν Σβένγκος (Sveinki). Ο Χάζαρος ηγέτης Γεώργιος Tούλος συνελήφθη και τα εδάφη του προσαρτήθηκαν.
1017 μ.Χ.
Οι επίλεκτοι Βαράγγοι χρησιμοποιήθηκαν και πάλι από τον Βασίλειο, αυτή τη φορά στην Ιταλία, όπου οι Λομβαρδοί, με ηγέτη τους τον Μέλους του Μπάρι, προσπαθούσαν να εκδιώξουν τους Βυζαντινούς. Ο κατεπάνω της Ιταλίας Βασίλειος Βοϊωάννης, με την αποφασιστική βοήθεια του τάγματος των Βαράγγων, διέλυσε τις δυνάμεις των Λομβαρδών και των Νορμανδών στο Οφάντο, κοντά στο σημείο όπου ο Αννίβας είχε συντρίψει τους Ρωμαίους το 216 π.Χ., κατά την περίφημη μάχη των Καννών. Ο Επίσκοπος Λέων της Όστιας, στο έργο του Chronica Monasterii Casinensis (Χρονικά των Μονών του Μοντεκασίνο) γράφει:
«Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε πως γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε εναντίον τους τους καλύτερους στρατιώτες του. Στις τρεις πρώτες μάχες νίκησαν οι Νορμανδοί, αλλά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους Βαράγγους, νικήθηκαν και καταστράφηκαν εντελώς».
Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Βασίλειου εναντίον του Βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1018, μετά την κατάληψη της Αχρίδας, ο Βασίλειος μοίρασε τους αιχμαλώτους σε τρία ίσα μέρη, ένα για τον εαυτό του, ένα για τον Βυζαντινό στρατό και ένα τρίτο αποκλειστικά και μόνο για τους Βαράγγους.
1018 μ.Χ.
Ο στρατηγός Βασίλειος Βιοιωάννης πήγε στη Σικελία και κατέλαβε τη Μεσσήνη από τους Άραβες, αλλά ο Πρωτοσπαθάριος Ορέστης, διοικητής ενός μικτού στρατού (συμπεριλαμβανομένων των Ρως την έχασε πάλι.
1020 – 1022 μ.Χ.
Ο Βασίλειος Β’ κινήθηκε πίσω στη Γεωργία, επειδή ο ηγεμών Keorki (Γεώργιος) τον αψηφούσε. Ο Βασίλειος του έδωσε ευκαιρίες να υποταχθεί, αλλά τελικά έστειλε τα στρατεύματά του σε μία τρίμηνη εκστρατεία τρόμου στην περιοχή Ogoni. Οι Βάραγγοι επέδειξαν μεγάλη αγριότητα, φονεύοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στην τελική μάχη, στις 11 Σεπτεμβρίου 1022 στην Aghpha κοντά στο Ερζερούμ, ο βασιλιάς Keorki, αφού πρώτα είχε ζητήσει ειρήνη αποπειράθηκε μια αιφνιδιαστική επίθεση στους Βυζαντινούς.
Ο Βασίλειος κατάφερε ένα συντριπτικό χτύπημα στους Γεωργιανούς. Οι Βάραγγοι διακρίθηκαν, επιτιθέμενοι πρίν τον υπόλοιπο του στρατό και έτρεψαν τους Γεωργιανούς σε φυγή. Ο Βασίλειος πλήρωσε ένα χρυσό κομμάτι για κάθε κομμένο κεφάλι και συσσώρευσε τα κεφάλια κατά μήκος του δρόμου.
1032 μ.Χ.
Ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης απέκρουσε τις Μουσουλμανικές δυνάμεις που απειλούσαν την Αντιόχεια και κατέλαβε την Έδεσσα. Ένας στρατιώτης Ρως, απεσταλμένος από τον Μανιάκη στον Εμίρη Harran, έχασε την ψυχραιμία του με τον Εμίρη και τον χτύπησε με το τσεκούρι του.
1033 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι αποτέλεσαν μέρος αποστολής υπό τον πρωτοσπαθάριο Θεόκτιστο, για να βοηθήσουν τον Εμίρη Ιbn Zairah ενάντια στο χαλίφη της Αιγύπτου.
1034 μ.Χ.
Ο δεκαεννιάχροννος πρίγκηπας Χάραλντ Sigurdsson (ο μελλοντικός Hardrada της Νορβηγίας) εισήλθε στην Αυτοκρατορική υπηρεσία, μαζί με 500 πολεμιστές. Σύμφωνα με τον χρονικοχράφο Snorri Sturlusson, « Ο Χάραλντ υπηρέτησε στις γαλέρες με τη δύναμη που πήγε στη Ελληνική θάλασσα ». Οι πληροφορίες για τη σταδιοδρομία του Χάραλντ στην Βυζαντινή υπηρεσία είναι ελλιπείς και συχνά αναξιόπιστες, ιδιαίτερα οι αναφορές Σκανδιναυικών θρύλων (Sagas). Υπάρχουν ενδείξεις ότι πολέμησε τους Άραβες και τους Πετσενέγους (Σκύθες), και ίσως επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ. Υπηρέτησε σίγουρα στη Σικελία και τη Βουλγαρία, και ίσως σε επιχειρίσεις εναντίον Αράβων πειρατών.
1034 μ.Χ.
Ο διοικητής της Βυζαντινής δύναμης που κατέστειλε μια εξέγερση του βασιλιά Αδάμ της Σεβαστείας είχε το βαθμό του Ακολούθου – τον τίτλο δηλαδή του διοικητή των Βαράγγων.
1035 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν παρόντες στη δύναμη υπό τον Νικόλαo Πεγωνίτη που κατέλαβε το οχυρό στο Berkri της Αρμενίας μετά από μια μακρά πολιορκία.
1038 – 1041 μ.Χ.
Μια εκστρατεία στη Σικελία και τη νότια Ιταλία υπό τον στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη περιελάμβανε Βαράγγους υπό τον Χάραλντ. Συμμετείχαν πιθανώς στις μάχες της Rametta και της Traina, και ενδεχομένως σε μια ναυμαχία από την ακτή της Σικελίας. Ο Μανιάκης δεν ήταν δημοφιλής στους Βαράγγους γενικά και στον Χάραλντ ειδικότερα. Μετά από την υπηρεσία του στη Σικελία, στον Χάραλντ, απονεμήθηκε το Βυζαντινό αξίωμα του Mανγκλαβίτη.
Η Ιταλική πόλη του Μπάρι επαναστάτησε ενάντια στην Αυτοκρατορική εξουσία το 1038, για να ακολουθηθεί το 1040 από την Mottola. Το Μπάρι ανακατελήφθη εκ νέου το ίδιο έτος, και ο νέος κατεπάνω Μιχαήλ Δοκειανός, είχε Βάραγγους στο στρατό του. Οι Σκανδιναυικοί θρύλοι αναφέρουν ότι ο Χάραλντ συμπεριλανβανόταν σε αυτόν το στρατό. Υπάρχουν αναφορές ότι πολέμησε ενάντια σε Λογγοβάρδους (Λομβαρδούς) και Φράγκους (Νορμανδούς).
1041 μ.Χ.
Έγιναν δύο μεγάλες μάχες στην Ιταλία ενάντια στους Νορμανδούς σε αυτήν την εκστρατεία. Και στις δύο: Olivento στις 17 Μαρτίου και Montemaggiore στις 4 Μαίου – οι Νορμανδοί κέρδισαν παρά την αριθμητική υπεροχή των Βυζαντινών. Αναφορά γίνεται στις μεγάλες απώλειες μεταξύ των Ρως στο Montemaggiore, ένα μεγάλο μέρος του στρατού Δοκειανού πνίγηκε στον ποταμό Ofanto, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος, ο στρατός του Eξαυγούστου (αντιβασιλέως) Bιοιωάννη που νικήθηκε ολοσχερώς στο Monte Siricolo περιείχε επίσης Βαράγγους.
1040 – 1041 μ.Χ.
Ο Γεώργιος Μανιάκης εστάλη να συντρίψει μια Βουλγαρική επανάσταση υπό τον Πέτρο Δελεάνο. Η εξέγερση ήταν αρχικά επιτυχής, αλλά άρχισε να καταρρέει μετά την αποτυχία κατάληψης της Θεσσαλονίκης. Ο Αλουσιάν, αδελφός του καθαιρεθέντος Τσάρου της Βουλγαρίας, συνέλαβε και τύφλωσε τον Δελεάνο, και συνέχισε την εξέγερση, αλλά τελικά παραδόθηκε στον Αυτοκράτορα. Ο Χάραλντ ήταν παρών σε αυτήν την εκστρατεία, και προάχθηκε στο αξίωμα του Σπαθαροκαντιτάτου για τη συμμετοχή του σε αυτήν.
1042 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ενεπλάκησαν στη ανατροπή και τύφλωση του αντι-δημοφιλή Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’. Ο Χάραλντ ήταν φυλακισμένος από Μιχαήλ αλλά απελευθερώθηκε τότε. Σύντομα κατόπιν έφυγε για τη Ρωσία και έπειτα τη Σκανδιναβία για να καταλάβει τελικά το θρόνο της Νορβηγίας.
Ο Γεώργιος Μανιάκης έπεσε σε δυσμένοια και ανακλήθηκε από την Ιταλία στην Κωνσταντινούπολη. Αντ’ αυτού, αυτοανκηρήχθηκε Αυτοκράτορας και κήρυξε πόλεμο ενάντια στην Αυτοκρατορία. Νικήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη του Oστρόβου από έναν αυτοκρατορικό στρατό που περιείχε μονάδες Βάραγγων υπό τον Σεβαστοφόρο Στέφανο. Στη θριαμβευτική πομπή πίσω στην Κωνσταντινούπολη, οι Βάραγγοι, με του πελέκεις επ΄ ώμου, βάδιζαν μπροστά από νικηφόρο στρατηγό, ενώ ένα άλλο απόσπασμα βάδιζε πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη.
1043 μ.Χ.
Όταν ο πρίγκηπας Γιαροσλάβος του Κίεβου έστειλε έναν στόλο να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έστειλε όλους τους Βαράγγους φρουρούς που ήταν από τη Ρωσία να υπηρετήσουν στις απόμακρες συνοριακές επαρχίες, και έβαλε όλους τους Ρώσους της Κωνσταντινούπολης κάτω υπό αυστηρή φρούρηση. Ο Ρωσικός στόλος καταστράφηκε από το Βυζαντινό ναυτικό με τη χρήση υγρού πυρός.
1044 μ.Χ.
Η φρουρά των Βαράγγων έσωσε τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο από έναν εξαγριωμένο όχλο, ο οποίος πίστευε ότι προσπαθούσε να δολοφονήσει την συζύγό του, Αυτοκράτειρα Ζωή και την αδελφή της.
1045 μ.Χ.
Μια δύναμη 3000 Βαράγγων χρησιμοποιήθηκε να βοηθήσει τον επαναστάτη βασιλιά Ληπαρίτ ενάντια στον επικυρίαρχό του Βαγκράτ IV βασιλιά της Καρθελίας και Αμπχαζίας, και 700 – 800 απ΄αυτούς συμμετείχαν στη μάχη του Σασήρ όπου ο Ληπαρίτ νίκησε τον Βαγκράτ.
1046 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι συνόδευσαν τον κατεπάνω της Ιταλίας, Ιωάννη Ραφαήλ, στο Μπάρι.
1047 μ.Χ.
Όταν ο Αυτοκράτορας είχε μόνο τα μισθοφορικά στρατεύματά του (Βαράγγους) στην πρωτεύουσα, ο στρατηγός Λέων Τορνίκιος προκάλεσε εξέγερση, αλλά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και τυφλώθηκε.
1048 μ.Χ.
Μια δύναμη Βαράγγων κατέλαβε την Stira και το Lecce στην Ιταλία και ανακατέλαβε το Μπάρι μετά από μια ακόμα εξέγερση αλλά δεν μπορούσε να το κρατήσει. Κατάφεραν να απελευθερώσουν τον κατεπάνω Ευστάθιος Παλατίνοςμόνο με τον όρο, η πόλη να παραμείνει ελεύθερη. Αφότου οι Πετσενέγοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία, νικώντας τον Κωνσταντίνο Aριανίτη στην Aδριανούπολη, ο Nικόλαος Γκλαβάς κατόρθωσε να τους αποκρούσει. Οι Βάραγγοι συμμετείχαν στη μάχη και αφού αιφνιδίασαν μια ομάδα Πετσενέγων στην Καλασύρτα κοντά στην Κωνσταντινούπολη, έθεσαν τα κεφάλια τους στα πόδια του Αυτοκράτορα.
Μια νέα δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των Βαράγγων υπό τον ακόλουθο τους Μηχαήλ, εστάλη για να αποτελειώσει τους Πετσενέγους.Ο Μηχαήλ τους πολέμησε και νίκησε στην Γκολόη και το Toπλίτζον, και μαζί με το Nικηφόρο Bρυέννιο τους νίκησε ξανά στη Χαριόπολη. Κατά τη διάρκεια μιάς ανάπαυλας αυτής της εκστρατείας, ο Μηχαήλ μετέφερε τους Βαράγγους στη Μικρά Ασία, και συγκέντρωσε έναν στρατό στην Καισάρεια για να σταματήσει το Σελτζούκο Σουλτάνο Tογρούλ που λεηλατούσε τα συνοριακά θέματα.
1055 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι κατέστηλαν μία απόπειρα εξέγερσης από τον Θεοδόσιο.
20 Αυγούστου 1057 μ.Χ.
Στη μάχη της Πετρόης (κοντά στη Nίκαια) ο Μηχαήλ VI αναγκάστηκε για να παραιτηθεί υπέρ του Ισαάκ Κομνηνού. Δυνάμεις Βαράγγων πολεμούσαν και στις δύο πλευρές. Τέσσεροις Βάραγγοι φέρονται να έχουν επιτεθεί στον Ισαάκ με τις λόγχες τους από τέσσερις πλευρές ταυτόχρονα και αποκρούστηκαν το θωρακά του, επιτρέποντας του να μείνει όρθιος στη σέλα και να διασωθεί από τους δικούς του μια στιγμή αργότερα.
1064 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν μεταξύ των υπερασπιστών του Otranto, το οποίο έπεσε στους πολιορκητές Νορμανδούς μετά από τέχνασμα. Μερικοί από τους Βαράγγους δραπέτευσαν με πλοία.
1066 μ.Χ.
Ένας στρατός με πολλούς Βαράγγους εστάλη στο Μπάρι υπό τον Mαυρικία και κατέλαβε εκ νέου το Πρίντεζι, τον Tάραντα και την Castellaneta. Στο Πρίντεζι μια Νορμανδική αντεπίθεση αποκρούστηκε όταν ο διοικητής, Nικηφόρος Kαραντένος, προσποιήθηκε παράδοση και επιτέθηκε έπειτα στους Νορμανδούς καθώς αυτοί αναρριχούνταν στις σκάλες για να διασχίσουν τα τείχη της πόλης. Αποκεφάλισε 100 πτώματα και έστειλε τα κεφάλια στον Αυτοκράτορα. Οι Βάραγγοι ήταν επίσης μέρος ενός Βυζαντινού στόλου που νίκησε τον Robert Guiscard έξω από το Πρίντεζι.
1068 μ.Χ.
Στην εκστρατεία ενάντια στους Τούρκους στη Μικρά Ασία υπό τον Ρωμανό Διογένη, οι Βάραγγοι διέρηξαν τις πύλες της ακρόπολης της Ιεραπόλεως, η οποία παραλίγο να αποκρούσει την Αυτοκρατορική επίθεση.
1070 μ.Χ.
Τα στρατεύματα των Βαράγγων αποσύρθηκαν από τη Μικρά Ασία για να υποστηρίξουν τις καταρέουσες άμυνες των Ιταλικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας. Παρά την προσπάθεια, τα τελευταία φρούρια στην Ιταλία έπεσαν το επόμενο έτος.
19 (ή ίσως 26) Αυγούστου του 1071 μ.Χ.
Στην καταστρεπτική μάχη του Manzikert σχεδόν όλες οι φρουροί του Αυτοκράτορα έπεσαν γύρω του. Κρίνοντας από τη σύνθεση των στρατών που είχαν συνοδεύσει τον Αυτοκράτορα στην εκστρατεία της Μικρά Ασίας τα προηγούμενα έτη, είναι πιθανό ότι οι Βάραγγοι ήταν παρόντες κι εδώ, αν και δεν αναφέρονται συγκεκριμένα από τους χρονικογράφους.
1077 μ.Χ.
Βάραγγοι σε Βυζαντινή υπηρεσία έλαβαν μέρος σε μια επίθεση κατά του Ιωάννη, αδελφού του Αυτοκρατορικού σφετεριστή Νικηφόρου Βρυέννιου στα Άθυρα (14 μίλια από Κωνσταντινούπολη). Οι Βάραγγοι εξαπέλυσαν μια αμφίβια επίθεση που ήταν τόσο επιτυχής που ο Ιωάννης ετράπει εσπευσμένα σε φυγή. Οι δια ξηράς δυνάμεις έφθασαν αργά και δεν κατάφεραν να τον πιάσουν.
Μεγάλοι αριθμοί δυσαρεστημένων Βαράγγων ήταν στο στρατό Ιωάννη και Νικηφόρου Βρυέννιου, που νικήθηκε αργότερα από τον Αλέξιο Κομνηνό στα Καλούρυτα.
Ο Ιωάννης, εντούτοις, συγχωρήθηκε και έγινε δεκτός πίσω στην Αυτοκρατορική υπηρεσία, αλλά αναγνωρίστηκε από ένα Βάραγγο, τον οποίο είχε ρινοτομήσει. Ο Βάραγγος τον σκότωσε με το τσεκούρι του. Σύντομα κατόπιν (ίσως λόγω της τιμωρίας του φρουρού), ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Boτανειάτης δέχθηκε ανεπιτυχή επίθεση από μεθυσμένους Βαράγγους στο παλάτι του.
1078 μ.Χ.
Αφότου ανατράπηκε ο Μηχαήλ VII από το Νικηφόρο Boτανειάτη, ο Βασιλιάκης, πρώην κυβερνήτης του Δυραχίου αυτοανκηρήχθηκε Αυτοκράτορας και βάδισε ενάντια στην Κωνσταντινούπολη έχοντας Βαράγγους στο στρατό του. Νικήθηκε στον ποταμό Αξιό και υποχώρησε σε Θεσσαλονίκη. Εντούτοις, παραδόθηκε στις Αυτοκρατορικές δυνάμεις από τους δικούς του άνδρες.
Μάρτιος 1081 μ.Χ.
Ο Αλέξιος Κομνηνός, που είχε αποφασίσει να καταλάβει το θρόνο, εμφανίστηκε με έναν στρατό έξω από την Κωνσταντινούπολη που υπερασπιζόταν μόνο από τους «Αθάνατους» και τους Βαράγγους, και ένα απόσπασμα Γερμανών που φρουρούσαν την Χαρισιανή πύλη. Τότε ο Κομνηνός αποφάσισε ότι θα ήταν αδύνατο να κλονιστεί η πίστη των «Αθανάτων» και των Βαράγγων, και δωροδόκησε τους Γερμανούς για να ανοίξει την πύλη. Οι Βάραγγοι έμειναν πιστοί στον Αυτοκράτορα, αλλά αυτός αποφάσισε να παραιτηθεί παρά να διακυβευθεί ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος.
18 Οκτωβρίου 1081 μ.Χ.
Μάχη του Δυρραχίου. Οι Βάραγγοι, μετά από την αρχική επιτυχία ενάντια στις δυνάμεις των Ιταλονορμανδών, απομονώθηκαν από το κύριο σώμα του στρατού, και την εκκλησία που προφύλασσαν μέσα κάηκαν ολοσχερώς. Οι Νορμανδοί υπό τον Robert Guiscard κατέλαβαν την πόλη, και αργότερα την κωμόπολη της Καστοριάς, που εφρουρείτο από Βαράγγους. Εντούτοις, ο Νορμανδικός στρατός εχρονοτρίβησε, και χάνοντας μια μάχη στη Λάρισα, έχασε όλα τα κέρδη του μέσα σε τέσσερα έτη.
1085 μ.Χ.
Βάραγγοι περιλαμβάνονταν στον Αυτοκρατορικό στρατό που νικήθηκε από τους Πετσενέγους στη Σιλισίτρια στα Βαλκάνια. Οι Πετσενέγοι νικήθηκαν τελικά το 1091. Οι Βάραγγοι συμμετείχαν πιθανώς στους πολέμους ενάντια στους Σέρβους και τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού.
1097 μ.Χ.
Ο Αλέξιος, και επομένως η φρουρά του, ήταν παρόντες στην ανακατάληψη της Νίκαιας από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Αυτοκρατορίας και της πρώτης σταυροφορίας.
1098 μ.Χ.
Ο Αλέξιος θα είχε συνοδευθεί από τη φρουρά Βαράγγων του στην εκστρατεία του για να επεκτείνει την εξουσία του στη Μικρά Ασία.
1118 έως 1122 μ.Χ.
Η φρουρά των Βαράγγων συνόδευε πιθανώς Ιωάννη Β’ Κομνηνό στις εκστρατείες του.
1122 μ.Χ.
Μάχη της Βέρροιας, υπό τον Ιωάννη ΙΙ Κομνηνό, ενάντια στους Πετσενέγους. Μετά την αποτυχία Φραγκικών, Ελληνικών και Φλαμανδικών μονάδων να σπάσουν τον αμυντικό κύκλο που έφτιαξαν οι Πετσενέγοι με τα κάρα τους, ο Ιωάννης έστειλε τους Βαράγγους ενάντια τους και αυτοί συνέτριψαν τους Πετσενέγους.
1137 μ.Χ.
Βάραγγοι ήταν πιθανώς με Ιωάννη Β’ στην πολιορκία της Αντιόχειας.
1149 μ.Χ.
Ενισχύσεις Βαράγγων εστάλησαν να βοηθήσουν την ανεπιτυχή υπεράσπιση των Θηβών από την επίθεση του Roger ΙΙ της Σικελίας. Βάραγγοι φρουροί συνόδευαν πιθανώς, τον Αυτοκράτορα Mανουήλ Β’ στην ανακατάληψη τους από το Roger.
1154 μ.Χ.
300 Βάραγγοι φρουροί ματαίωσαν μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Mανουήλ Β’.
1155 έως 1156 μ.Χ.
Ο Renault de Chatillon, σταυροφόρος πρίγκηπας της Αντιόχειας επιτέθηκε στην Κύπρο, η οποία αριθμούσε Βαράγγους στη φρουρά της. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες νικήθηκε και οι Βάραγγοι τον έσυραν στα πόδια του Αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα οι Βάραγγοι ήταν ιδιαίτερα εμφανείς όταν ο Μανουήλ έκανε την είσοδό του μέσα στην Αντιόχεια ως κατακτητής της.
1172 μ.Χ.
Βάραγγοι ήταν πιθανώς στο στόλο που εστάλη ανεπιτυχώς ενάντια στους Βενετούς.
11 Σεπτεμβρίου 1176 μ.Χ.
Ο Μανουήλ πήρε μαζί του τους Βαράγγους, όταν εξεστράτευσε ενάντια στους Τούρκους της Μικράς Ασίας. Ο στρατός του αιφνιδιάστηκε και καταστράφηκε σε Μυριοκέφαλο. Ο Μανουήλ μόλις που γλύτωσε τη ζωή του. Το μεγαλύτερο μέρος των Βαράγγων σκοτώθηκε, αν και μερικοί Άγγλοι διεσώθησαν και εστάλησαν να φέρουν τις ειδήσεις στο βασιλέα της Αγγλίας Henry ΙΙ.
1179 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν πιθανώς παρόντες με τον Μανουήλ στην Κλαυδιούπολη όπου νίκησε τους Τούρκους και έκλεισε μια ειρήνη μαζί τους.
1200 μ.Χ.
Η φρουρά Βαράγγων χρησιμοποιήθηκε στην καταστολή δύο αποπειρών ανατροπής του Αυτοκράτορα Aλεξίου Γ’.
1203 έως 1204 μ.Χ.
Η φρουρά Βαράγγων έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση Κωνσταντινούπολης ενάντια στην τέταρτη σταυροφορία, αλλά τελικά παραδόθηκε στους νικητές Λατίνους.
1204 – 1261 μ.Χ.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Λατίνοι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχαν τη δική τους μονάδα Βαράγγων φρουρών.
1205 μ.Χ.
Μια μονάδα Βαράγγων φρουρών υπηρέτησε την εξόριστη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη Νίκαια
1233 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι περιλήφθησαν πιθανώς στις εκστρατείες του Ιωάννη Γ’ της Νίκαιας ενάντια στη Λατινική Αυτοκρατορία, και την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
1261 μ.Χ.
Η Λατινική Αυτοκρατορία θρυμματίστηκε τελικά και οι Βυζαντινοί επέστρεψαν σε Κωνσταντινούπολη.
1264 μ.Χ.
Οι Βάραγγοι ήταν τμήμα ενός Βυζαντινού στρατού που νικήθηκε από τους Φράγκους στο Μακρυπλάγι
1265 μ.Χ.
Η φρουρά των Βαράγγων συνέβαλε στην απελευθέρωση του προηγούμενου Σελτζούκου Σουλτάνου Αζζ-εντ-Nτίν, όταν ο Βούλγαρος Τσάρος αιφνιδίασε το Βυζαντινό στρατό και τον πολιόρκησε στη μικρή πόλη του Αίνου. Σε αντάλλαγμα για την ελευθερία του Αζζ-εντ-Nτίν, ο Τσάρος χάρισε στη φρουρά τις ζωές τους και τους επέτρεψε να κρατήσουν την πόλη. Οι Βυζαντινές ενισχύσεις έφθασαν την επόμενη ημέρα και οι Βάραγγοι επέστρεψαν σε έναν εξαγριωμένο Αυτοκράτορα που, αφού διέταξε να τους μαστιγώσουν, τους έντυσε γυναικεία ενδύματα και τους διαπόμπευσε πάνω γαϊδάρους στις οδούς Κωνσταντινούπολης.
Μέχρι 1272 μ.Χ.
Ο Μηχαήλ VIII χρησιμοποίησε τη φρουρά των Βαράγγων εκτενώς στις εκστρατείες για να επανακτήσει τα εδάφη του στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία.
Από αυτό το σημείο και πέρα δεν υπάρχει καμία αναφορά για Βαράγγους – οι μόνες αναφορές αφορούν καθήκοντα φρουράς και εθιμοτυπίας μέσα στην πόλη. Η τελευταία αναφορά σε Βαράγγους εν υπηρεσία αφορά τη χρήση τους το 1341 ως σωματοφύλακες του νεαρού Ιωάννη Ε’.
Στο Στρατηγικόν του Βυζαντινού στρατηγού Κεκαυμένου, γραμμένο περί το 1075, ο Χάραλντ περιγράφεται ως «γιος του βασιλιά της Βαραγγίας», και αναφέρεται ότι έδειξε τόση γενναιότητα στις εκστρατείες των Βυζαντινών κατά της Σικελίας και της Βουλγαρίας ώστε ο Αυτοκράτορας του έδωσε πρώτα το αξίωμα του Μαγγλαβίτη, δηλαδή μέλους ενός επίλεκτου σώματος της σωματοφυλακής του, και στη συνέχεια εκείνο του σπαθαροκανδιδάτου, δηλαδή ανώτερου αξιωματικού της Αυτοκρατορικής φρουράς, ίσως κάτι ανάλογο του συνταγματάρχη.
Είναι πιθανόν να φυλακίστηκε κατόπιν διαταγής του Μιχαήλ Ε΄ ή της Αυτοκράτειρας Ζωής, ίσως για κακοδιαχείριση, αλλά ελευθερώθηκε όταν ανέβηκε στο θρόνο ο νέος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, οπότε και έφυγε για την πατρίδα του. Ο Χάραλντ, ο επονομαζόμενος Χαρντράντα (ο Σκληρός), έμελλε αργότερα να γίνει βασιλιάς της Νορβηγίας και να εισβάλει στην ίδια την Αγγλία, όπου και τελικά σκοτώθηκε στην περίφημη μάχη της Γέφυρας του Στάνφορντ, το 1066.
Οι Βαράγγοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του πρώην διοικητού τους Γεωργίου Μανιάκη, όταν εκείνος στασίασε και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1042, μετά την ιδιαίτερη σκληρή στάση του Κωνσταντίνου Θ΄ εναντίον του. Η σύγκρουση των δύο στρατών έλαβε χώρα κοντά στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, και ο στρατός του αυτοκράτορα κέρδισε τη μάχη όταν ο Μανιάκης σκοτώθηκε πολεμώντας.
Στην πορεία θριάμβου μέσα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης Βαράγγοι προηγούνταν του νικητή στρατηγού ευνούχου Στέφανου Περγαμηνού, ενώ άλλοι Βαράγγοι ακολουθούσαν πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Την ίδια χρονιά όμως οι Βαράγγοι ήταν εκείνοι που, σε μια σπάνια περίπτωση απειθαρχίας προς τον Αυτοκράτορα, βοήθησαν στην ανατροπή του Μιχαήλ Ε΄ του Καλαφάτη, τον οποίο, σύμφωνα με τον θρύλο, τύφλωσε ο ίδιος ο Χάραλντ Χαρντράντα.
Το 1054 ο Αρμένιος ιστορικός Αριστάκης του Λαστιβέρ περιγράφει μία από τις πρώτες συγκρούσεις Βαράγγων και Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία: «Ποιος μπορεί να περιγράψει την καταστροφή που έπεσε πάνω στις περιοχές του Ντερζάν και του Εκεγκεάκ, και σε ότι υπήρχε ανάμεσά τους; Ας το κρίνετε από τα κείμενά μου. (Οι Σελτζούκοι) άρπαξαν λάφυρα και σκλάβους, και μετά έστριψαν και έφτασαν μέχρι την τοιχισμένη πόλη που ονομαζόταν Μπαμπέρντ.
Εκεί συνάντησαν μια ταξιαρχία Ρωμαίων στρατιωτών που ονομάζονταν Βράνγκς, και οι οποίοι, αδιαφορώντας για κάθε κίνδυνο, πολέμησαν μαζί τους. Με τη βοήθεια του Θεού, η ρωμαϊκή ταξιαρχία νίκησε τον εχθρό, σκότωσε το διοικητή τους και πολλούς από τους άνδρες του, έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή, και πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους».
Οι Βαράγγοι πολέμησαν και κοντά στον Αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, στην προσπάθειά του να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στα Βυζαντινά χρονικά, είναι σίγουρο ότι αυτοί αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Αυτοκράτορα και στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ το 1071, όταν ο Ρωμανός αντιμετώπισε τον Αρπ Ασλάν και νικήθηκε κατά κράτος ύστερα και από την προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα. Πιστοί ως την τελευταία τους πνοή στον Αυτοκράτορα, όλοι οι Βαράγγοι έπεσαν πολεμώντας γύρω από τον Διογένη ο οποίος τελικά συνελήφθη από τους Τούρκους.
Ήδη, μετά τη μάχη του Χάστινγκς, το 1066, πολλοί Αγγλοσάξονες, δυσαρεστημένοι ή κυνηγημένοι από τους Νορμανδούς κατακτητές της Αγγλίας, κατέφυγαν ως μισθοφόροι στην Κωνσταντινούπολη, και έτσι ως τις αρχές του 12ου αιώνα και την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού αποτελούσαν τον κύριο όγκο των νεοσύλλεκτων Βαράγγων. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλεί τους Βαράγγους της εποχής της «τους εκ Θούλης πελεκυφόρους βαρβάρους». Οι Βαράγγοι είναι σίγουρο ότι πολέμησαν εναντίον των Σταυροφόρων κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αλλά στη συνέχεια οι αναφορές σε αυτούς αραιώνουν.
Είναι πιθανόν κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα να αφομοιώθηκαν εντελώς από τους Βυζαντινούς. Μία από τις τελευταίες αναφορές σε αυτούς γίνεται από το Γεώργιο Κωδινό ή Ψευδο –Κωδινό, έναν μυστηριώδη κουροπαλάτη (αυλικό) της Αυτοκρατορικής αυλής που μάλλον έζησε προς το τέλος του 15ου αιώνα. Στο έργο του Τακτικόν περί των Οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, οι Βαράγγοι εμφανίζονται ως μία μάλλον τελετουργική φρουρά χωρίς στρατιωτικά καθήκοντα.
«Στέκονται κοντά στις στήλες της Συγκλήτου, κρατώντας τους πελέκεις στα χέρια τους, και όταν ο Αυτοκράτωρ εμφανίζεται, τους σηκώνουν και τους φέρνουν στον ώμο». Βυζαντινά επώνυμα του 15ου αιώνα, όπως Βαράγγος, Βαραγγόπουλος, Βαραγκάτης και Βαράγγης, δείχνουν ότι ως τότε οι απόγονοι των Βαράγγων είχαν εξελληνισθεί και αναμειχθεί απόλυτα με το Ελληνικό στοιχείο.
– Οι πολεμικές μέθοδοι αλλά και οι καθημερινές συνήθειες των μελών της Βαραγγικής Φρουράς είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο σαρκασμού. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε πελεκοφόρους βαρβάρους και βασιλικές κρασοσακούλες για τη ροπή που έδειχναν προς το αλκοόλ. Αυτό έφερε πολλές φορές τον Αυτοκράτορα σε δύσκολη θέση, ακόμα και μπροστά σε ξένους ηγεμόνες που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη – χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δανού βασιλιά Ερρίκου, που το 1103 ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να τους επιβάλει ένα πιο σοβαρό τρόπο συμπεριφοράς.
– Το πιο διάσημο μέλος της Βαραγγικής Φρουράς υπήρξε ο Χάραλντ Σίγκουρντσον. Γεννημένος στη Νορβηγία το 1015 και φυγάς μετά το πραξικόπημα κατά του πατέρα του, κατέφυγε αρχικά στους Ρως μέχρι που στα είκοσί του στρατολογήθηκε από τους Βυζαντινούς. Αργότερα επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου το 1046 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Χάραλντ Γ’. Το 1066 εισέβαλε στην Αγγλία, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη της Στάμφορντ Μπριτζ. Για τις μεθόδους του ο Χάραλντ έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Hardråde, δηλ. αδίστακτος.
– Άλλο επιφανές μέλος της φρουράς ήταν ο Έντγκαρ Έθελινγκ (ο Παράνομος, επίσης ο χαμένος βασιλιάς) στα τέλη του 11ου αιώνα Γεννήθηκε το 1051 στο Κίεβο ή τη Βουδαπέστη και στην εφηβεία του ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αλλά ουδέποτε φόρεσε το στέμμα (από ένα παιχνίδι της τύχης, εάν αναγνωριζόταν πραγματικά ως βασιλιάς της Αγγλίας, θα ήταν αντίπαλος του προαναφερθέντος Χάραλντ Σίγκουρντσον όταν ο τελευταίος εισέβαλε στην Αγγλία).
Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο για να πάρει το θρόνο, ο Έντγκαρ κατέφυγε στο Βυζάντιο. Κατά την Α΄ Σταυροφορία, με εντολή του Αυτοκράτορα Αλέξιου, συγκρότησε ένα ναυτικό σώμα ανεφοδιασμού των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Αντιόχεια. Αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία, όπου έλαβε χάρη και πέθανε ξεχασμένος στα 75 χρόνια του.
ΠΗΓΗ http://www.tromaktiko.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου