Βλέπετε ένα αρχαίο ελληνικό αγγείο / κρατήρα, από την Μεγάλη Ελλάδα /
Magna Grecia, περιοχή της Κύμης / Cumae, της Καμπανίας / Campanian, της
νυν νότιας Ιταλίας.
Είναι ένα έργο τέχνης του 340 - 320 π.Χ.
Καταλογίζεται στον (κακώς) διεθνώς λεγόμενο «Ζωγράφο του Ivy-Leaf» της Ομάδος της Απουλίας.
Πρόκειται για έναν εξαιρετικό ερυθρόμορφο κρατήρα, που δημιουργήθηκε στην ελληνική Καμπανία, ζωγραφισμένος καλά από κάθε πλευρά.
Η πλευρά "Α" δείχνει μια γυναίκα ενδεδυμένη με έναν ρέοντα χιτώνα, που κοσμείται από έναν κεκρύφαλο με 6 χάντρες – άρα πρόκειται για ιέρεια ή τουλάχιστον μια αριστοκράτισσα. Το ρούχο και η ζώνη αφήνουν να διαγραφεί το πλούσιο στήθος της. Έχει ένα «πτερό» στο αριστερό της χέρι και μια κίστη (ξύλινη κασετίνα / κιβώτιο) στο δεξί της, η οποία στεφανώνεται με 9 σφαιρίδια. Στέκεται με το αριστερό γόνατο λυγισμένο και το δεξί πόδι εκτεταμένο, σαν να κλίνει προς τ’ αριστερά. Έχει γυρισμένο το κεφάλι της και την προσοχή της προς την μεγάλη κίστη. Γιρλάντα 3 λουλουδιών καταρρέει από το δεξί της χέρι. Ένα άλλο ανθισμένο φυτό αναδύεται από το έδαφος στ’ αριστερά της.
Στην πλευρά "Β" υπάρχει ένας νεαρός, που στέκεται στραμμένος προς τ’ αριστερά, ενδεδυμένος με έναν μακρύ μανδύα. Κρατά μια ράβδο (βακτηρία / μπαστούνι) με το αριστερό του χέρι. Μια ροζέτα, ένα κλαδάκι φυλλώματος και δυο ορθογώνιες επίσης αινιγματικές κατασκευές, μας κάνουν να αναγνωρίζουμε την υπογραφή του ζωγράφου «Ivy-Leaf»…
Περαιτέρω εξωραϊσμός αυτού του εμβληματικού εικονογραφικού θέματος είναι θαυμάσια σχεδιαστικά στοιχεία, όπως μια συνεχής ζώνη φύλλων δάφνης, άρα ίσως το θέμα είναι σχετικό με τον Απόλλωνα, που κοσμούν την κάτω πλευρά του χείλους, και μια ζώνη επαναλαμβανόμενων κυματοειδών μοτίβων στο κάτω μέρος, που δείχνουν πως η όλη σκηνή εκτυλίσσεται πάνω στην θάλασσα.
Άρα ίσως το θέμα του να σχετίζεται με την Μεγάλη Κιστήνη, την Μεγίστη, τον νυν λεγόμενο Καστελλόριζο των Δωδεκανήσων, ιερό νησί του Απόλλωνος! «Από τους αρχαίους μας συγγραφείς το Καστελλόριζο αναφέρεται ως Κισθήνη[1]. Κατά την παράδοσή μας, η εξ Οφιονίδος κόρη Σαλακία[2], μετέφερε μέσα σε πατάρα (κίστη)[3] τα συμβολικά πέμματα (γλυκίσματα) σε σχήμα τόξου, βελών και λύρας, προς τιμήν του θεού Απόλλωνος. Η κόρη άφησε κάποια στιγμή την κίστη, χωρίς να την προσέχει, για ν’ αναπαυθεί στον δρόμο της. Την κίστη επήρε ο άνεμος και την έριξε στη θάλασσα. Η κόρη έφυγε κλαίγοντας κατά τον οίκο της. Τα κύματα εξέβρασαν την κίστη σε χερσόνησο, στην οποία υπήρχε πόλις, η οποία ονοματίσθηκε από την πατάρα, το θεϊκό σημάδι, Πάταρα και η νήσος πλησίον αυτής, από την κίστη, Κισθήνη. Κι επειδή τα πέμματα της πατάρας παρέπεμπαν στον Απόλλωνα, ελατρεύθηκε εκεί ο Απόλλων ο Παταρεύς, στον οποίο αφιερώθηκε όλη η χερσόνησος Το μαντείο αυτό του Απόλλωνος εθεωρείτο ισάξιο αυτού των Δελφών!» - βλ. Γ. Λεκάκη «Η Μεγίστη Κισθήνη, το Καστελλόριζο». Θυμίζω ότι ο Απόλλων ήταν η κύρια θεότης και στην Κύμη Ευβοίας, μητρόπολι της Κύμης Ιταλίας.
Τέτοιοι μεγάλοι καμπανόσχημοι κρατήρες χρησιμοποιήθηκαν για να αναμειγνύουν το κρασί με το νερό για τελετουργικές σε εορτές! Άρα είναι ένα ιερό των Ελλήνων σκεύος.
Αυτό το συγκεκριμένο έργο τέχνης δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Τα ερυθρόμορφα αγγεία της Λουκανίας της Καμπανίας και της Σικελίας» του A. D. Trendall (εκδ. Clarendon Press Oxford, 1967) - plate 194.
Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτε περισσότερο γι’ αυτό, διότι αυτός ο κρατήρας (28,9 Χ 30,5 εκατ.) - θαύμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης δημοπρατείται στις 15 Μαρτίου 2018 από την «Artemis Gallery» και θα ξανα-χαθεί από τα μάτια της επιστήμης και του κόσμου και πάλι…
Ο «ζωγράφος Ivy-Leaf»
Ο «ζωγράφος Ivy-Leaf», σύμφωνα με τον Trendall, ήταν ο πρώτος από τους καλλιτέχνες των Ελλήνων της Απουλίας. Ο Trendall δηλώνει ότι το έργο του ήταν «σχεδόν καθαρά απουλιακό, και κοντά στο στυλ του Ζωγράφου Lucera». Αρκετά από τα αγγεία του προέρχονται από την Canosa, όπου μπορεί να άρχισε την σταδιοδρομία του, άλλα έχουν προέλευση εκ Καμπανίας. Η χρήση του λευκού για την σάρκα των γυναικών αποτελεί ένδειξη αφομοίωσης στην τοπική πρακτική». (βλ. A.D. Trendall «Ερυθρόμορφα Αγγεία της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας», 1989, σελ. 170)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Στράβων (XIV,3,7), Αίλ. Ηρωδιανός, Θεόγνωστος.
Με το όνομα αυτό (Κισθήνη) ευρίσκουμε και όρος της Θράκης (Ισοκράτης «Πανηγυρικός», Αρποκρατίων, Λεξ. Σούδα, Φώτιος). Αλλά Κισθήνη (ή Κισθίνη) αναφέρεται και πόλις της Λιβύης ή της Αιθιοπίας, όπου κατοικούσαν οι Φορκίδες και οι Γοργόνες, θυγατέρες του Φόρκυνος (υιού του Πόντου και της Γης) και της αδελφής του, Κητούς. Ο Αισχύλος αναφέρει τα «γοργόνεια πεδία Κισθήνης ίνα αι Φορκίδες ναίουσι». Οι Φορκίδες ήσαν τρεις και κυκνόμορφες (= λευκές με μακρύ τράχηλο): Ενυώ, Πεφριδώ (ή Πεφρηδώ), Δεινώ. Είχαν ένα δόντι και ένα μάτι, που το ελάμβανε η καθεμιά όταν ήθελε και μετά το απέδιδε πίσω. Οι Γοργόνες ήσαν επίσης τρεις: Σθενώ, Ευρυάλεια και Μέδουσα, επίσης με έναν οφθαλμό. Αυτές ήσαν πτερωτές, είχαν δόντια κάπρου (χοίρου), χάλκινα χέρια και πτερά, και έφεραν τρίχωμα δράκου. Όποιος τις αντίκρυζε, ευθύς απέθαινε! (σχολ. Αισχύλου).
Επίσης, κατ’ άλλους, Κισθήνη είναι η αρχαία ονομασία των Κυδωνιών (νυν Αϊβαλί), πόλεως έναντι της Λέσβου. Άλλοι λεν ότι Αϊβαλί μετονομάσθη κατά παράφρασιν του τουρκικού «αϊβά» - που σημαίνει κυδώνι. Αλλά υπάρχει και η άποψις ότι Αϊβαλί ονομάσθηκε από το «αεί βάλλειν», λόγω της πολεμικότητος των κατοίκων του.
Από την περίοδο 357-352 π.Χ. έχει ευρεθεί αρχαίο αργυρό νόμισμα (τετράβολο) της Κισθήνης (της Μυσίας). Έχει διάμετρο 14 χλστ. και βάρος 2,73 γραμμ. - βλ. σχ. SΝR 60, (1981) Τr 63, pl. 88, 22.
[2] Το όνομά της είναι σχετικό με τον σάλακα. Ο σάλαξ ήταν το αγγείο όπου «κατακεραννύουσιν τον σίδηρο», δηλ. ένα κόσκινο μετάλλων (Θεόφραστος «Μεταλλικά», Αριστοτέλης, Πόλλουξ). Και η περιοχή έχει πολλά μέταλλα.
[3] πατάρα «μεθερμηνεύεσθαι ελληνιστί κίστην (= κιβώτιο)» (Στ. Βυζάντιος). «Κίστη» λέγεται το πλεκτό κιβώτιο, κατά τον Αμμώνιο. «Πατάρα» λένε στην Αίνο το άροτρο.
arxeion-politismou.gr
Είναι ένα έργο τέχνης του 340 - 320 π.Χ.
Καταλογίζεται στον (κακώς) διεθνώς λεγόμενο «Ζωγράφο του Ivy-Leaf» της Ομάδος της Απουλίας.
Πρόκειται για έναν εξαιρετικό ερυθρόμορφο κρατήρα, που δημιουργήθηκε στην ελληνική Καμπανία, ζωγραφισμένος καλά από κάθε πλευρά.
Η πλευρά "Α" δείχνει μια γυναίκα ενδεδυμένη με έναν ρέοντα χιτώνα, που κοσμείται από έναν κεκρύφαλο με 6 χάντρες – άρα πρόκειται για ιέρεια ή τουλάχιστον μια αριστοκράτισσα. Το ρούχο και η ζώνη αφήνουν να διαγραφεί το πλούσιο στήθος της. Έχει ένα «πτερό» στο αριστερό της χέρι και μια κίστη (ξύλινη κασετίνα / κιβώτιο) στο δεξί της, η οποία στεφανώνεται με 9 σφαιρίδια. Στέκεται με το αριστερό γόνατο λυγισμένο και το δεξί πόδι εκτεταμένο, σαν να κλίνει προς τ’ αριστερά. Έχει γυρισμένο το κεφάλι της και την προσοχή της προς την μεγάλη κίστη. Γιρλάντα 3 λουλουδιών καταρρέει από το δεξί της χέρι. Ένα άλλο ανθισμένο φυτό αναδύεται από το έδαφος στ’ αριστερά της.
Στην πλευρά "Β" υπάρχει ένας νεαρός, που στέκεται στραμμένος προς τ’ αριστερά, ενδεδυμένος με έναν μακρύ μανδύα. Κρατά μια ράβδο (βακτηρία / μπαστούνι) με το αριστερό του χέρι. Μια ροζέτα, ένα κλαδάκι φυλλώματος και δυο ορθογώνιες επίσης αινιγματικές κατασκευές, μας κάνουν να αναγνωρίζουμε την υπογραφή του ζωγράφου «Ivy-Leaf»…
Περαιτέρω εξωραϊσμός αυτού του εμβληματικού εικονογραφικού θέματος είναι θαυμάσια σχεδιαστικά στοιχεία, όπως μια συνεχής ζώνη φύλλων δάφνης, άρα ίσως το θέμα είναι σχετικό με τον Απόλλωνα, που κοσμούν την κάτω πλευρά του χείλους, και μια ζώνη επαναλαμβανόμενων κυματοειδών μοτίβων στο κάτω μέρος, που δείχνουν πως η όλη σκηνή εκτυλίσσεται πάνω στην θάλασσα.
Άρα ίσως το θέμα του να σχετίζεται με την Μεγάλη Κιστήνη, την Μεγίστη, τον νυν λεγόμενο Καστελλόριζο των Δωδεκανήσων, ιερό νησί του Απόλλωνος! «Από τους αρχαίους μας συγγραφείς το Καστελλόριζο αναφέρεται ως Κισθήνη[1]. Κατά την παράδοσή μας, η εξ Οφιονίδος κόρη Σαλακία[2], μετέφερε μέσα σε πατάρα (κίστη)[3] τα συμβολικά πέμματα (γλυκίσματα) σε σχήμα τόξου, βελών και λύρας, προς τιμήν του θεού Απόλλωνος. Η κόρη άφησε κάποια στιγμή την κίστη, χωρίς να την προσέχει, για ν’ αναπαυθεί στον δρόμο της. Την κίστη επήρε ο άνεμος και την έριξε στη θάλασσα. Η κόρη έφυγε κλαίγοντας κατά τον οίκο της. Τα κύματα εξέβρασαν την κίστη σε χερσόνησο, στην οποία υπήρχε πόλις, η οποία ονοματίσθηκε από την πατάρα, το θεϊκό σημάδι, Πάταρα και η νήσος πλησίον αυτής, από την κίστη, Κισθήνη. Κι επειδή τα πέμματα της πατάρας παρέπεμπαν στον Απόλλωνα, ελατρεύθηκε εκεί ο Απόλλων ο Παταρεύς, στον οποίο αφιερώθηκε όλη η χερσόνησος Το μαντείο αυτό του Απόλλωνος εθεωρείτο ισάξιο αυτού των Δελφών!» - βλ. Γ. Λεκάκη «Η Μεγίστη Κισθήνη, το Καστελλόριζο». Θυμίζω ότι ο Απόλλων ήταν η κύρια θεότης και στην Κύμη Ευβοίας, μητρόπολι της Κύμης Ιταλίας.
Τέτοιοι μεγάλοι καμπανόσχημοι κρατήρες χρησιμοποιήθηκαν για να αναμειγνύουν το κρασί με το νερό για τελετουργικές σε εορτές! Άρα είναι ένα ιερό των Ελλήνων σκεύος.
Αυτό το συγκεκριμένο έργο τέχνης δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Τα ερυθρόμορφα αγγεία της Λουκανίας της Καμπανίας και της Σικελίας» του A. D. Trendall (εκδ. Clarendon Press Oxford, 1967) - plate 194.
Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτε περισσότερο γι’ αυτό, διότι αυτός ο κρατήρας (28,9 Χ 30,5 εκατ.) - θαύμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης δημοπρατείται στις 15 Μαρτίου 2018 από την «Artemis Gallery» και θα ξανα-χαθεί από τα μάτια της επιστήμης και του κόσμου και πάλι…
Ο «ζωγράφος Ivy-Leaf»
Ο «ζωγράφος Ivy-Leaf», σύμφωνα με τον Trendall, ήταν ο πρώτος από τους καλλιτέχνες των Ελλήνων της Απουλίας. Ο Trendall δηλώνει ότι το έργο του ήταν «σχεδόν καθαρά απουλιακό, και κοντά στο στυλ του Ζωγράφου Lucera». Αρκετά από τα αγγεία του προέρχονται από την Canosa, όπου μπορεί να άρχισε την σταδιοδρομία του, άλλα έχουν προέλευση εκ Καμπανίας. Η χρήση του λευκού για την σάρκα των γυναικών αποτελεί ένδειξη αφομοίωσης στην τοπική πρακτική». (βλ. A.D. Trendall «Ερυθρόμορφα Αγγεία της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας», 1989, σελ. 170)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Στράβων (XIV,3,7), Αίλ. Ηρωδιανός, Θεόγνωστος.
Με το όνομα αυτό (Κισθήνη) ευρίσκουμε και όρος της Θράκης (Ισοκράτης «Πανηγυρικός», Αρποκρατίων, Λεξ. Σούδα, Φώτιος). Αλλά Κισθήνη (ή Κισθίνη) αναφέρεται και πόλις της Λιβύης ή της Αιθιοπίας, όπου κατοικούσαν οι Φορκίδες και οι Γοργόνες, θυγατέρες του Φόρκυνος (υιού του Πόντου και της Γης) και της αδελφής του, Κητούς. Ο Αισχύλος αναφέρει τα «γοργόνεια πεδία Κισθήνης ίνα αι Φορκίδες ναίουσι». Οι Φορκίδες ήσαν τρεις και κυκνόμορφες (= λευκές με μακρύ τράχηλο): Ενυώ, Πεφριδώ (ή Πεφρηδώ), Δεινώ. Είχαν ένα δόντι και ένα μάτι, που το ελάμβανε η καθεμιά όταν ήθελε και μετά το απέδιδε πίσω. Οι Γοργόνες ήσαν επίσης τρεις: Σθενώ, Ευρυάλεια και Μέδουσα, επίσης με έναν οφθαλμό. Αυτές ήσαν πτερωτές, είχαν δόντια κάπρου (χοίρου), χάλκινα χέρια και πτερά, και έφεραν τρίχωμα δράκου. Όποιος τις αντίκρυζε, ευθύς απέθαινε! (σχολ. Αισχύλου).
Επίσης, κατ’ άλλους, Κισθήνη είναι η αρχαία ονομασία των Κυδωνιών (νυν Αϊβαλί), πόλεως έναντι της Λέσβου. Άλλοι λεν ότι Αϊβαλί μετονομάσθη κατά παράφρασιν του τουρκικού «αϊβά» - που σημαίνει κυδώνι. Αλλά υπάρχει και η άποψις ότι Αϊβαλί ονομάσθηκε από το «αεί βάλλειν», λόγω της πολεμικότητος των κατοίκων του.
Από την περίοδο 357-352 π.Χ. έχει ευρεθεί αρχαίο αργυρό νόμισμα (τετράβολο) της Κισθήνης (της Μυσίας). Έχει διάμετρο 14 χλστ. και βάρος 2,73 γραμμ. - βλ. σχ. SΝR 60, (1981) Τr 63, pl. 88, 22.
[2] Το όνομά της είναι σχετικό με τον σάλακα. Ο σάλαξ ήταν το αγγείο όπου «κατακεραννύουσιν τον σίδηρο», δηλ. ένα κόσκινο μετάλλων (Θεόφραστος «Μεταλλικά», Αριστοτέλης, Πόλλουξ). Και η περιοχή έχει πολλά μέταλλα.
[3] πατάρα «μεθερμηνεύεσθαι ελληνιστί κίστην (= κιβώτιο)» (Στ. Βυζάντιος). «Κίστη» λέγεται το πλεκτό κιβώτιο, κατά τον Αμμώνιο. «Πατάρα» λένε στην Αίνο το άροτρο.
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου