Ο Μάρκος Μπότσαρης, ήταν ένας από πιο φωτισμένους και ανδρείους
αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Γνώρισε μεγάλες περιπέτειες στη σύντομη ζωή
του, αλλά και τρομερές περιπέτειες μετά θάνατον. Γεννημένος στο Σούλι, έζησε
από μικρό παιδί τις φοβερές διώξεις της οικογένειάς του. Μυήθηκε στη Φιλική
Εταιρεία και πήρε μέρος στον ξεσηκωμό του Γένους. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες,
όπου επιβεβαιώθηκαν τα αναμφισβήτητα στρατιωτικά του προσόντα. Γρήγορα όμως τον
συνάντησε ο θάνατος. Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823, ο Μπότσαρης
επιτέθηκε με τους 350 Σουλιώτες του κατά των δυνάμεων των Τούρκων στο
Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, πετυχαίνοντας τον στρατηγικό αιφνιδιασμό του.
Όμως, μέσα στη νύχτα ο Μάρκος Μπότσαρης τραυματίσθηκε αρχικά στην κοιλιά. Δεν
σταμάτησε όμως να διευθύνει τους άνδρες του στη μάχη και οι Σουλιώτες του
αιχμαλώτισαν τον Τούρκο πασά. Τότε ένας από τους Τούρκους στρατιώτες πυροβόλησε
τον Μπότσαρη και τον τραυμάτισε θανάσιμα στο μάτι.
Η σορός του Μπότσαρη
μεταφέρθηκε και ετάφη στο Μεσολόγγι, με κάθε δυνατή μεγαλοπρέπεια.
Η πρώτη βεβήλωση του τάφου, από Τούρκους…
Η πρώτη
ασέβεια κατά του νεκρού Μάρκου Μπότσαρη, σημειώθηκε το 1826 όταν το 1826 μετά
την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών, μπήκαν οι Τούρκοι στην πολιορκημένη πόλη.
Μια από τις πρώτες πράξεις τους ήταν να ανασκάψουν τον τάφο του ήρωα, ψάχνοντας
να βρουν τα… όπλα του! Βεβήλωση από τους εχθρούς…. Όταν αργότερα απελευθερώθηκε
η Ελλάδα, το νεοσύστατο κράτος θέλησε να τιμήσει τον ήρωα της Επανάστασης και
αρχικά το μνημείο του Μπότσαρη κατασκευάστηκε στο Ηρώο, στις 14 Οκτώβρη 1838.
Εδώ
υπεισέρχεται πλέον, ο Γάλλος γλύπτης David d’ Angers. Ας
αφήσουμε όμως τον ίδιο να αφηγηθεί πώς αποφάσισε να κατασκευάσει το περίφημο
γλυπτό, που κόσμησε τον τάφο του ήρωα. Η αφήγησή του περιλαμβάνεται στο βιβλίο
«An Englishman in Paris» και το
σχετικό απόσπασμα δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στα Ελληνικά στο περιοδικό
«Γράμματα» το 1911
. «Όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης στο Μεσολόγγι-
είχε πει ο γλύπτης- έβαλα στο νου μου, πως έπρεπε να στηθεί ένα μνημείο αντάξιο
του ηρωισμού του. Ήμουνα τότε αρκετά νέος για να έχω ενθουσιασμό κι αρκετά
φαντασμένος για να θαρρώ πως μπορούσα με την τέχνη μου να κάνω κάτι που είχε
γίνει πρωτύτερα».
Την λεπτή παιδούλα την οποία έχει επικρατήσει να την λέμε
«Ελληνοπούλα» αλλά είναι Γαλλίδα, η οποία φαίνεται επάνω στην ταφόπετρα του
μνημείου να προσπαθεί να διαβάσει τα γράμματα, που είναι χαραγμένα στο μάρμαρο,
ο γλύπτης τη συνάντησε αργότερα, στο κοιμητήριο του Pere- la- Chaise στο Παρίσι.
Ήταν σκυμμένη επάνω σε ένα τάφο και προσπαθούσε να διαβάσει τα γράμματα, που
ήταν χαραγμένα εκεί. Έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό του καλλιτέχνη η πρώτη εικόνα
του έργου.
Όμως η παιδούλα που είδε ο David d’ Angers δεν του
έκανε για μοντέλο. Ήταν παχουλή και καλοθρεμμένη και σε ηλικία 7-8 χρονών.
Αυτός όμως ήθελε μια κοπελίτσα γύρω στα 15-16 «και που να έδειχνε στο κορμί της
τον κόπο κάποιου ηθικού και σωματικού αγώνα» κατά την αφήγηση του καλλιτέχνη.
‘Έτσι άρχισε να ψάχνει ρωτώντας δεξιά και αριστερά, φίλους και γνωστούς, πού θα
βρει το κατάλληλο κορίτσι που έψαχνε. Πέρασαν κάποιοι μήνες, όταν ξαφνικά
συνάντησε στη μέση του δρόμου μια κοπέλα, ψηλή και αδύνατη, με ρούχα
κουρελιασμένα. Την έλεγαν Κλημεντίνη. Της έκανε την πρόταση και αυτή συμφώνησε
να ποζάρει στο εργαστήριό του. Την άλλη μέρα το πρωί, την έφερε η μάνα της, μια
γριά μπεκρού και ανάπηρη. Έρχονταν μαζί με την Κλημεντίνη για μερικές μέρες και
μετά βαρέθηκε, αφού ο γλύπτης δεν της έδινε και τίποτα να πιει και το κορίτσι
συνέχισε να έρχεται μοναχό του.
Στη εργαστήριο υπήρχε καδραρισμένος ένας μπρούντζινος Χριστός σε
σκούρο μετάξι και βαθύ βελούδο. Η γριά τον κοίταζε πολύ συχνά… Και όπως
εξομολογήθηκε αργότερα η Κλημεντίνη, η μάνα της σταμάτησε να έρχεται μαζί της
γιατί φοβόταν πως θα καταντούσε να κλέψει το Χριστό. «Θα ήθελα να τον έχουμε
στη σοφίτα που μένουμε, είπε η κοπέλα. Θα με παρηγορούσε. Αν θέλετε σας τον
αγοράζω. Αλλά επειδή δεν έχω χρήματα, να μου τα κόψετε από τα μεροκάματά μου
εδώ». Ο David d’ Angers σκέφθηκε
αμέσως πόσο καλό θα έκανε η παρουσία του Χριστού στη ζωή αυτών των δύο
γυναικών. Αμέσως κατέβασε το κάδρο και το χάρισε στην Κλημεντίνη. Έξι μήνες
κράτησε η εργασία, δεν χρειαζόταν πλέον το μοντέλο, η Κλημεντίνη ξεχάστηκε… και
το έργο εστάλη στην Ελλάδα! Είχε χρησιμοποιήσει μάρμαρο της Καρράρας. Για πρώτη
φορά, εξέθεσε το γλυπτό του το 1827, σε έκθεση των Παρισίων. Προκάλεσε μεγάλο
θαυμασμό. Επαίνους απέσπασε το έργο αυτό και επτά χρόνια αργότερα, το 1834,
όταν εκτέθηκε ξανά στους φιλότεχνους και στο ευρύ κοινό. Το γλυπτό αυτό εστάλη
με το γαλλικό πλοίο «Αχιλλεύς» στην Ελλάδα και ξεφορτώθηκε στο Ναύπλιο. Τελικά
τον Ιανουάριο του 1835, η «Ελληνοπούλα» που ήταν… Γαλλίδα μεταφέρθηκε στο
Μεσολόγγι. Εκεί παρέμεινε αρχικά προς φύλαξη στο σπίτι Μεσολογγίτισσας χήρας
. Θύμα επίθεσης ο γλύπτης Ας
ξαναγυρίσουμε πάλι στον Γάλλο γλύπτη. Λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση του έργου
του ο David d’ Angers υπήρξε θύμα
μιας επίθεσης. Κάποιοι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν μια νύχτα στην οδό Childebert. Τον
χτύπησαν σε δυο σημεία στο κεφάλι και τον άφησαν στο δρόμο μισοπεθαμένο.
Κάποιος εργάτης μέσα στο σκοτάδι, σκόνταψε επάνω του και τον πήρε στο σπίτι του
όπου τον συνέφερε! ‘Έτσι πέρασαν εφτά χρόνια, όταν έλαβε μια επιστολή, που τον
καλούσε να πάει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο κοντά στο νοσοκομείο Val- de- Grace. Ο γλύπτης
πήγε τελικά χωρίς να φοβηθεί. Και εκεί η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν συνάντησε
την Κλημεντίνη, η οποία του ζήτησε να φύγει αμέσως, εξηγώντας του ότι δεν ήξερε
πως περίμενε να έρθει ο γλύπτης. Αυτός έφυγε αλλά κρύφτηκε παραφυλάγοντας. Μετά
από δέκα λεπτά είδε έξι άνδρες να πηγαίνουν ένας- ένας στο σπίτι που βρίσκονταν
η Κλημεντίνη. Και ανάμεσά τους αναγνώρισε αυτόν που επιχείρησε κάποτε να τον
σκοτώσει!
Πέρασαν αρκετά χρόνια χωρίς να δει ο David d’ Angers ξανά την
Κλημεντίνη. Θα ήταν πλέον τέλη του 1846 ή αρχές του 1847 όταν ο γλύπτης
συνάντησε στον δρόμο τυχαία την Κλημεντίνη αλαμπρατσέτα με ένα κουτσαβάκη. Την
ακολούθησε, αλλά δεν είχε το κουράγιο να μπει στο υπόγειο που κατέβηκε εκείνη
με το φίλο της. Την τελευταία φορά που την είδε- πάντα κατά την αφήγησή του-
ήταν στα μέσα του 1847. Δεν τη γνώρισε αμέσως. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο
από πληγές που της έκαναν οι αγαπητικοί της. Του γύρεψε να την βοηθήσει και
εκείνος το έκανε. Αλλά μόλις εκείνος απομακρύνθηκε η αστυνομία την συνέλαβε. Ο
γλύπτης την ακολούθησε και προσπάθησε να την βγάλει από τη φυλακή, αλλά δεν τα
κατάφερε.
Λίγο καιρό αργότερα ο
Ναπολέων Γ΄ εξόρισε τον David d’ Angers από τη
Γαλλία. Εκείνος κατέφυγε στις Βρυξέλλες. Είχε όμως σφοδρή επιθυμία να δει τον
τάφο του Μπότσαρη και το έργο του, που το θεωρούσε το καλύτερό του. Έτσι
ξεκίνησε το ταξίδι του για το Μεσολόγγι. Ένα ταξίδι που του προκάλεσε αβάσταχτο
πόνο. Από εκεί είχε γράψει: «Πολύ πριν αράξει το καράβι κοντά στον τόπο που
πέθανε ο Byron ξεδιάκρινα τον τάφο το στημένο στα πόδια της τάπιας- τον τάφο που τιμά
τον Μπότσαρη και τους ηρωικούς του συντρόφους. Ξεχώριζε στα μαυράδι στον
ορίζοντα και στην κορφή του ολόασπρο σημάδι. Αμέσως το ένιωσα πως αυτό ήτανε το
άγαλμα της Ρωμηοπούλας και καρτερούσα και καρτερούσα όσο πήγαινε το καράβι και
μου φάνηκε σαν να ζωντανεύει το άγαλμα και να σίμωνε και κείνο ολοένα.
Καλύτερα
να μην είχα πάει πιο κοντά, καλύτερα να μην είχα βιαστεί να δω την αλήθεια. Η
καρδιά μου σκίστηκε και σαν παιδί έκλαψα όταν αντίκρυσα το χαλασμό που είχε
σακατέψει το έργο μου. Σπασμένο ήτανε το χέρι της κοπέλας που έδειχνε του
Μπότσαρη το όνομα. Της είχανε κάψε τα αυτιά και το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο
από τις μαχαιριές. Μου θύμισε το πρόσωπο της Κλημεντίνης, όπως την είδα την
τελευταία φορά. Ολάκερο το κορμί της ήταν σημαδεμένο από βόλια και στην πλάτη
είχανε μερικοί χαράξει τα ονόματά τους. Και έτσι τελειώνει η καλύτερη δόξα της
ζωής μου- το μοντέλο πεσμένο στην ύστερη εξαχρείωση, το έργο κολοβωμένο
αγνώριστα και αδιόρθωτα κι ο πλάστης στην εξορία». Τι είχε συμβεί; *Ο Μάρκος
Μπότσαρης Η δεύτερη βεβήλωση από Έλληνες… Το 1852, είχαν αρχίσει διαμάχες
μεταξύ των Ελλήνων για τον βασιλέα Όθωνα. Τα πάθη είχαν εξαφθεί. Ο γιος του
ήρωα, ο Δημήτριος Μάρκου Μπότσαρης, είχε τοποθετηθεί κατά την διάρκεια της
βασιλείας, υπασπιστής του Όθωνα. Ορισμένοι ανεγκέφαλοι αντιβασιλικοί στο
Μεσολόγγι, για να τον εκδικηθούν, επειδή τον θεωρούσαν βασιλικό, πήγαν στον
τάφο του πατέρα του και με ασυγκράτητη βιαιότητα και πρωτοφανή εμπάθεια, τον
ανέσκαψαν και σκόρπισαν τα οστά του. Ήταν η δεύτερη βεβήλωση, αυτή τη φορά
δυστυχώς, από Έλληνες!!! Και για να συμπληρώσουν τη βεβήλωσή τους, ξέσπασαν και
στο γλυπτό που είχε τοποθετηθεί στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη. Ο δημιουργός
όταν είδε τι συνέβη στο γλυπτό του αισθάνθηκε συντριβή και φρίκη. Δεν πρόλαβε
όμως να αποκαταστήσει τις φθορές του έργου του, γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα
υγείας που λίγα χρόνια μετά, τον οδήγησαν στο θάνατό του. Αργότερα το γλυπτό
μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου οι μαθητές του David d’ Angers, έκαναν τις
κατάλληλες επεμβάσεις για την αποκατάσταση των ζημιών και των φθορών. Τελικά το
άγαλμα επαναφέρθηκε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο,
ώστε να είναι προφυλαγμένο από πιθανή νέα βεβήλωση και από φθορά λόγω των
μεταβολών του καιρού.
Η Ελλάδα τίμησε, για τη δωρεά του, τον Δαβίδ από την
Αγγέρη, όπως εξελληνίσθηκε το όνομα του γλύπτη. Του απονεμήθηκε, τιμής ένεκεν,
ο αργυρούς σταυρός του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Τελικά ο διάσημος
γλύπτης πέθανε φτωχός, αλλά τιμημένος, το 1856. Πέρασαν κάποια χρόνια και με
χορηγία του Ελευθερίου Βενιζέλου αντίγραφο του περίφημου γλυπτού, τοποθετήθηκε
στο μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη στον Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι, το 1915. Το
αντίγραφο είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου. Για το άγαλμα αυτό ο μεγάλος
Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ είχε πει: «Είναι δύσκολο να δω τίποτα πιο όμορφο
στον κόσμο. Αυτό το άγαλμα ενώνεται με το μεγαλείο του Φειδία».
ΠΗΓΗ : Παντελής Στεφ.
Αθανασιάδης ,http://sitalkisking.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου