Ένα από τα πλέον αναγκαία ζητούμενα
στον πόλεμο είναι η επίτευξη αιφνιδιασμού. Πρόκειται για ένα από τα
βασικότερα δόγματα του πολέμου και τα παραδείγματα στην παγκόσμια
στρατιωτική ιστορία είναι πολλά: Η Γερμανία αιφνιδίασε τη Γαλλία τον
Μάιο του 1940 με αποτέλεσμα την κατάρρευση του Δυτικού Μετώπου μέσα σε
ένα μήνα. Τον Ιούνιο του 1941 ο Χίτλερ αιφνιδίασε τον Στάλιν και έφτασε
στις πύλες της Μόσχας. Τον Ιούνιο του 1967 το Ισραήλ αιφνιδίασε του
Άραβες και κατάφερε μεγάλη νίκη, για να αιφνιδιαστεί με τη σειρά του,
τον Οκτώβριο του 1973, από την
Αίγυπτο και τη Συρία.
Οι παράγοντες, που αποτρέπουν μια αιφνιδιαστική επίθεση είναι η ποιότητα και η ορθή αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, καθώς και η αντίληψη της ηγεσίας ως προς τις προθέσεις του αντιπάλου. Βέβαια οι υπηρεσίες πληροφοριών δεν είναι πάντοτες ικανές να αντιληφθούν και να προβλέψουν τα επερχόμενα γεγονότα. Έτσι υπάρχουν πολλά παραδείγματα αποτυχιών (αποτυχία πρόβλεψης της πτώσης του Ιρανού Σάχη το 1979, της ιρακινής εισβολή στο Κουβέιτ το 1990, των μεγάλων τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και μετά, την άνοδο του Ισλαμικού Χαλιφάτου κ.ά.).
Άρα ο αιφνιδιασμός είναι μια υπαρκτή υπόθεση εργασίας. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να αποτραπεί είναι ο πλήρης αιφνιδιασμός, ο οποίος συνήθως συνοδεύεται από την σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση του αμυνομένου. Παλαιότερα, όταν ο πόλεμος ήταν ποιο «αργός», ακόμα και ο πλήρης αιφνιδιασμός μπορούσε να απορροφηθεί εάν υπήρχε «στρατηγικό βάθος». Ότι δηλαδή έγινε στο Ανατολικό Μέτωπο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ ΠΠ). Ο πλήρης αιφνιδιασμός της Σοβιετικής Ένωσης πρακτικά απορροφήθηκε από τη μεγάλη έκταση της χώρας. Οι Σοβιετικοί αντάλλαξαν χρόνο με χώρο, μέχρι να απορροφήσουν τις μεγάλες απώλειες τους, να αναδιοργανωθούν και να εξαπολύσουν την αντεπίθεση τους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας αυτή η συνθήκη δεν ισχύει για πολιτικούς λόγους. Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Εδώ και δεκαετίες το ΝΑΤΟ (κυρίως οι ΗΠΑ) επεμβαίνουν πυροσβεστικά σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση, έτσι ώστε να μην γίνει πράξη η εκτίμηση ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα καταρρεύσει. Η γενικότερη εκτίμηση είναι ότι σε περίπτωση που τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο του ΝΑΤΟ και υπάρξει ελληνοτουρκικός πόλεμος, αυτός δεν θα ξεπεράσει σε διάρκεια τις 2-3 ημέρες, διότι με την έναρξη των εχθροπραξιών η Συμμαχία θα «πέσει» πάνω σε Ελλάδα και Τουρκία και να πιέσει ή θα επιβάλει την κατάπαυση του πυρός και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς.
Το ερώτημα είναι πως οι Έλληνες επιτελείς μπορούν να ελαττώσουν όσο το δυνατό το φαινόμενο του αιφνιδιασμού. Ένας ριζοσπαστικός τρόπος είναι η αλλαγή δόγματος. Σήμερα το ελληνικό δόγμα είναι αμυντικό. Δηλαδή η Ελλάδα θα αμυνθεί σε περίπτωση επίθεσης (άρα το πλεονέκτημα της έναρξης των εχθροπραξιών βρίσκεται στον αντίπαλο). Εάν το δόγμα μας αλλάξει και γίνει ποιο ευέλικτο, δηλαδή υιοθετηθεί το δόγμα των προληπτικών επιχειρήσεων, τότε η χώρας μας θα έχει το πλεονέκτημα του πρώτου πλήγματος, άρα της εξάλειψης του στοιχείου του αιφνιδιασμού από τον εχθρό. Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Άρα τη απομένει; Η βελτίωση της διαδικασίας συλλογής και ανάλυσης όλων των πληροφοριών με στόχο τη μείωση ή τουλάχιστον την ελαχιστοποίηση των σφαλμάτων που προκύπτουν κατά την διαδικασία της αξιολόγησης και της εκτίμησης του μεγέθους της απειλής. Για παράδειγμα, στον τομέα της αεροπορίας, αυτό μεταφράζεται στη διάθεση ενός πυκνού και σύγχρονου δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου ή, στον τομέα της παράκτιας άμυνας, της δημιουργίας ενός αντίστοιχου δικτύου επιτήρησης ακτών (φίλιων και εχθρικών).
Η ορθή εκτίμηση και πρόληψη μιας αιφνιδιαστικής επιθετικής ενέργειας είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, ιδιαίτερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία, όπως είπαμε, διατηρεί σε ισχύ αμυντικό δόγμα. Η δυσκολία ή το πρόβλημα δεν είναι στο πως θα συλλεχθούν περισσότερες ή έστω περισσότερο αξιόπιστες πληροφορίες, αλλά στο πως αυτές οι πληροφορίες θα αναλυθούν και θα αξιολογηθούν σε επιχειρησιακό επίπεδο. Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποκτήσει τα επιχειρησιακά σχέδια της Τουρκίας και γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η κύρια επιθετική προσπάθεια της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί στο βόρειο τμήμα των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο, τότε η πληροφορία αυτή δεν αξίζει τίποτα εάν δεν συνοδευτεί με έργα, δηλαδή με την κατάλληλη και αθόρυβη ενίσχυση του υπό απειλή μετώπου.
Η αδυναμία ορθής ανάλυσης πληροφοριών οδηγεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε αποτυχίες (π.χ. αδυναμία των ΗΠΑ να προβλέψουν την εισβολή της Βόρειας Κορέας και της Κίνας στη Νότιο Κορέα το 1950, αδυναμία της Ινδίας να προβλέψει την πακιστανική εισβολή το 1965, αδυναμία των αραβικών κρατών να προβλέψουν την ισραηλινή εισβολή του 1967 και του Ισραήλ να προβλέψει την συντονισμένη επίθεση της Αιγύπτου και της Συρίας το 1973 κ.ά.).
Αλλά δεν είναι μόνο οι πληροφορίες. Είναι και η αντίδραση μετά από κάθε αποτυχία. Μετά το 1923, και ιδιαίτερα μετά το 1945, Ελλάδα και Τουρκία έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με πολλές κρίσεις. Ωστόσο, από την επαύριον της κρίσης και μέχρι την επόμενη η Ελλάδα φαίνεται να μην προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να επιμένει μονότονα στο αμυντικό της δόγμα, την ίδια στιγμή που η Τουρκία όχι μόνο διατηρεί ένα άκρως επιθετικό δόγμα, αλλά προσαρμόζει τις ελληνοτουρκικές κρίσεις ανάλογα με τις επιδιώξεις της, όπως έγινε στην Κύπρο (το 1974) και στα Ίμια (το 1996). Μόνο στην περίπτωση της κρίσης του 1987 η Τουρκία οπισθοχώρησε μόλις η Ελλάδα κατέστησε σαφές ότι είναι πρόθυμη για γενικευμένο πόλεμο προκειμένου να υπερασπίσει τα εθνικά κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο.
Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο η εκτίμηση και πρόληψη μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Ο πόλεμος εμπεριέχει την ανάγκη συνεκτίμησης πολλών παραγόντων, διπλωματικών, πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών, κοινωνικών, ιδεολογικών κ.ά. Βέβαια, με δεδομένο ότι η συλλογή και η ανάλυση πληροφοριών είναι μια διαρκείς και αδιάκοπη διαδικασία, η επιτυχία σε μια χρονική στιγμή δεν εγγυάται και την επιτυχία σε ύστερο χρόνο. Για παράδειγμα, η ορθή αντίληψη και κρίση των ισραηλινών το 1967 και η επιτυχία στον Πόλεμο των Έξι Ημερών οδήγησε σε λανθασμένη αντίληψη και κρίση λίγα χρόνια αργότερα, το 1973 (Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ).
Σε γενικές γραμμές, οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θα έχουν στη διάθεση τους ακριβείς πληροφορίες μεγάλης αξιοπιστίας, θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, δεδομένου ότι θα μπορούν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια τις εχθρικές προθέσεις, άρα και μια αιφνιδιαστική επίθεση. Αλλά ποια είναι η πλέον ακριβής πληροφορία; Η ξεκάθαρη απειλή από τον εχθρό! Και σ’ αυτόν τον τομέα η Ελλάδα είναι «τυχερή» που έχει έναν τόσο φλύαρο και υπερφίαλο αντίπαλο, ο οποίος δεν κρύβει τις προθέσεις του. Έτσι η Ελλάδα γνωρίζει, με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, ότι η Τουρκία θα επιτεθεί στην χώρα μας εάν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια (Casus Belli) ή εάν προσπαθήσουμε να ελευθερώσουμε τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη. Βέβαια πάντα υπάρχει και το ενδεχόμενο της παραπλάνησης, αλλά στην ελληνοτουρκική περίπτωση οι δηλώσεις της Άγκυρας είναι πραγματικές.
Το ότι η Τουρκία διατηρεί εν ισχύ το Casus Belli στο Αιγαίο μπορεί να δείχνει τετελεσμένο, αλλά σε δεύτερη ανάλυση μπορεί να εξελιχθεί σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα, όχι μόνο να προλάβει μια τουρκική αιφνιδιαστική επίθεση, αλλά και να την αποτρέψει αποτελεσματικά. Με μια βασική προϋπόθεση: Την αλλαγή δόγματος!
Η Τουρκία έχει διαμηνύσει ότι η επέκτασης των εθνικών χωρικών υδάτων της Ελλάδας είναι αιτία πολέμου. Θα μπορούσαμε και εμείς να αντιτάξουμε τη θέση, στο πλαίσιο του δόγματος του ισοδύναμου τετελεσμένου που υποτίθεται ότι ισχύει μετά τα Ίμια: «Αφού εσείς θεωρείτε την άσκηση ενός διεθνούς αναγνωρισμένου κυριαρχικού μας δικαιώματος ως αιτία πολέμου και μας απειλείται, τότε και εμείς σας γνωστοποιούμε ότι όταν αποφασίσουμε να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια θα αμυνθούμε των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με προληπτικά πλήγματα εναντίων σας». Αλλά κάτι τέτοιο, όπως είπαμε, προϋποθέτει αποφασιστική ηγεσία, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και αλλαγή επιχειρησιακού δόγματος.
ΠΗΓΗ thinknews.gr
Αίγυπτο και τη Συρία.
Οι παράγοντες, που αποτρέπουν μια αιφνιδιαστική επίθεση είναι η ποιότητα και η ορθή αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, καθώς και η αντίληψη της ηγεσίας ως προς τις προθέσεις του αντιπάλου. Βέβαια οι υπηρεσίες πληροφοριών δεν είναι πάντοτες ικανές να αντιληφθούν και να προβλέψουν τα επερχόμενα γεγονότα. Έτσι υπάρχουν πολλά παραδείγματα αποτυχιών (αποτυχία πρόβλεψης της πτώσης του Ιρανού Σάχη το 1979, της ιρακινής εισβολή στο Κουβέιτ το 1990, των μεγάλων τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και μετά, την άνοδο του Ισλαμικού Χαλιφάτου κ.ά.).
Άρα ο αιφνιδιασμός είναι μια υπαρκτή υπόθεση εργασίας. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να αποτραπεί είναι ο πλήρης αιφνιδιασμός, ο οποίος συνήθως συνοδεύεται από την σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση του αμυνομένου. Παλαιότερα, όταν ο πόλεμος ήταν ποιο «αργός», ακόμα και ο πλήρης αιφνιδιασμός μπορούσε να απορροφηθεί εάν υπήρχε «στρατηγικό βάθος». Ότι δηλαδή έγινε στο Ανατολικό Μέτωπο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ ΠΠ). Ο πλήρης αιφνιδιασμός της Σοβιετικής Ένωσης πρακτικά απορροφήθηκε από τη μεγάλη έκταση της χώρας. Οι Σοβιετικοί αντάλλαξαν χρόνο με χώρο, μέχρι να απορροφήσουν τις μεγάλες απώλειες τους, να αναδιοργανωθούν και να εξαπολύσουν την αντεπίθεση τους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας αυτή η συνθήκη δεν ισχύει για πολιτικούς λόγους. Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Εδώ και δεκαετίες το ΝΑΤΟ (κυρίως οι ΗΠΑ) επεμβαίνουν πυροσβεστικά σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση, έτσι ώστε να μην γίνει πράξη η εκτίμηση ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα καταρρεύσει. Η γενικότερη εκτίμηση είναι ότι σε περίπτωση που τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο του ΝΑΤΟ και υπάρξει ελληνοτουρκικός πόλεμος, αυτός δεν θα ξεπεράσει σε διάρκεια τις 2-3 ημέρες, διότι με την έναρξη των εχθροπραξιών η Συμμαχία θα «πέσει» πάνω σε Ελλάδα και Τουρκία και να πιέσει ή θα επιβάλει την κατάπαυση του πυρός και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς.
Το ερώτημα είναι πως οι Έλληνες επιτελείς μπορούν να ελαττώσουν όσο το δυνατό το φαινόμενο του αιφνιδιασμού. Ένας ριζοσπαστικός τρόπος είναι η αλλαγή δόγματος. Σήμερα το ελληνικό δόγμα είναι αμυντικό. Δηλαδή η Ελλάδα θα αμυνθεί σε περίπτωση επίθεσης (άρα το πλεονέκτημα της έναρξης των εχθροπραξιών βρίσκεται στον αντίπαλο). Εάν το δόγμα μας αλλάξει και γίνει ποιο ευέλικτο, δηλαδή υιοθετηθεί το δόγμα των προληπτικών επιχειρήσεων, τότε η χώρας μας θα έχει το πλεονέκτημα του πρώτου πλήγματος, άρα της εξάλειψης του στοιχείου του αιφνιδιασμού από τον εχθρό. Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Άρα τη απομένει; Η βελτίωση της διαδικασίας συλλογής και ανάλυσης όλων των πληροφοριών με στόχο τη μείωση ή τουλάχιστον την ελαχιστοποίηση των σφαλμάτων που προκύπτουν κατά την διαδικασία της αξιολόγησης και της εκτίμησης του μεγέθους της απειλής. Για παράδειγμα, στον τομέα της αεροπορίας, αυτό μεταφράζεται στη διάθεση ενός πυκνού και σύγχρονου δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου ή, στον τομέα της παράκτιας άμυνας, της δημιουργίας ενός αντίστοιχου δικτύου επιτήρησης ακτών (φίλιων και εχθρικών).
Η ορθή εκτίμηση και πρόληψη μιας αιφνιδιαστικής επιθετικής ενέργειας είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, ιδιαίτερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία, όπως είπαμε, διατηρεί σε ισχύ αμυντικό δόγμα. Η δυσκολία ή το πρόβλημα δεν είναι στο πως θα συλλεχθούν περισσότερες ή έστω περισσότερο αξιόπιστες πληροφορίες, αλλά στο πως αυτές οι πληροφορίες θα αναλυθούν και θα αξιολογηθούν σε επιχειρησιακό επίπεδο. Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποκτήσει τα επιχειρησιακά σχέδια της Τουρκίας και γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η κύρια επιθετική προσπάθεια της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί στο βόρειο τμήμα των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο, τότε η πληροφορία αυτή δεν αξίζει τίποτα εάν δεν συνοδευτεί με έργα, δηλαδή με την κατάλληλη και αθόρυβη ενίσχυση του υπό απειλή μετώπου.
Η αδυναμία ορθής ανάλυσης πληροφοριών οδηγεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε αποτυχίες (π.χ. αδυναμία των ΗΠΑ να προβλέψουν την εισβολή της Βόρειας Κορέας και της Κίνας στη Νότιο Κορέα το 1950, αδυναμία της Ινδίας να προβλέψει την πακιστανική εισβολή το 1965, αδυναμία των αραβικών κρατών να προβλέψουν την ισραηλινή εισβολή του 1967 και του Ισραήλ να προβλέψει την συντονισμένη επίθεση της Αιγύπτου και της Συρίας το 1973 κ.ά.).
Αλλά δεν είναι μόνο οι πληροφορίες. Είναι και η αντίδραση μετά από κάθε αποτυχία. Μετά το 1923, και ιδιαίτερα μετά το 1945, Ελλάδα και Τουρκία έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με πολλές κρίσεις. Ωστόσο, από την επαύριον της κρίσης και μέχρι την επόμενη η Ελλάδα φαίνεται να μην προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να επιμένει μονότονα στο αμυντικό της δόγμα, την ίδια στιγμή που η Τουρκία όχι μόνο διατηρεί ένα άκρως επιθετικό δόγμα, αλλά προσαρμόζει τις ελληνοτουρκικές κρίσεις ανάλογα με τις επιδιώξεις της, όπως έγινε στην Κύπρο (το 1974) και στα Ίμια (το 1996). Μόνο στην περίπτωση της κρίσης του 1987 η Τουρκία οπισθοχώρησε μόλις η Ελλάδα κατέστησε σαφές ότι είναι πρόθυμη για γενικευμένο πόλεμο προκειμένου να υπερασπίσει τα εθνικά κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο.
Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο η εκτίμηση και πρόληψη μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Ο πόλεμος εμπεριέχει την ανάγκη συνεκτίμησης πολλών παραγόντων, διπλωματικών, πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών, κοινωνικών, ιδεολογικών κ.ά. Βέβαια, με δεδομένο ότι η συλλογή και η ανάλυση πληροφοριών είναι μια διαρκείς και αδιάκοπη διαδικασία, η επιτυχία σε μια χρονική στιγμή δεν εγγυάται και την επιτυχία σε ύστερο χρόνο. Για παράδειγμα, η ορθή αντίληψη και κρίση των ισραηλινών το 1967 και η επιτυχία στον Πόλεμο των Έξι Ημερών οδήγησε σε λανθασμένη αντίληψη και κρίση λίγα χρόνια αργότερα, το 1973 (Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ).
Σε γενικές γραμμές, οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θα έχουν στη διάθεση τους ακριβείς πληροφορίες μεγάλης αξιοπιστίας, θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, δεδομένου ότι θα μπορούν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια τις εχθρικές προθέσεις, άρα και μια αιφνιδιαστική επίθεση. Αλλά ποια είναι η πλέον ακριβής πληροφορία; Η ξεκάθαρη απειλή από τον εχθρό! Και σ’ αυτόν τον τομέα η Ελλάδα είναι «τυχερή» που έχει έναν τόσο φλύαρο και υπερφίαλο αντίπαλο, ο οποίος δεν κρύβει τις προθέσεις του. Έτσι η Ελλάδα γνωρίζει, με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, ότι η Τουρκία θα επιτεθεί στην χώρα μας εάν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια (Casus Belli) ή εάν προσπαθήσουμε να ελευθερώσουμε τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη. Βέβαια πάντα υπάρχει και το ενδεχόμενο της παραπλάνησης, αλλά στην ελληνοτουρκική περίπτωση οι δηλώσεις της Άγκυρας είναι πραγματικές.
Το ότι η Τουρκία διατηρεί εν ισχύ το Casus Belli στο Αιγαίο μπορεί να δείχνει τετελεσμένο, αλλά σε δεύτερη ανάλυση μπορεί να εξελιχθεί σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα, όχι μόνο να προλάβει μια τουρκική αιφνιδιαστική επίθεση, αλλά και να την αποτρέψει αποτελεσματικά. Με μια βασική προϋπόθεση: Την αλλαγή δόγματος!
Η Τουρκία έχει διαμηνύσει ότι η επέκτασης των εθνικών χωρικών υδάτων της Ελλάδας είναι αιτία πολέμου. Θα μπορούσαμε και εμείς να αντιτάξουμε τη θέση, στο πλαίσιο του δόγματος του ισοδύναμου τετελεσμένου που υποτίθεται ότι ισχύει μετά τα Ίμια: «Αφού εσείς θεωρείτε την άσκηση ενός διεθνούς αναγνωρισμένου κυριαρχικού μας δικαιώματος ως αιτία πολέμου και μας απειλείται, τότε και εμείς σας γνωστοποιούμε ότι όταν αποφασίσουμε να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια θα αμυνθούμε των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με προληπτικά πλήγματα εναντίων σας». Αλλά κάτι τέτοιο, όπως είπαμε, προϋποθέτει αποφασιστική ηγεσία, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και αλλαγή επιχειρησιακού δόγματος.
ΠΗΓΗ thinknews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου