Είναι αρχές του του 1936, σε ένα χωριό
της Μεσσηνίας. Ο χειμώνας είναι βαρύς αυτή την χρονιά και έχει αναγκάσει
τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού να έχουν κλειστεί στα σπίτια τους,
κοντά στην γλυκιά ζεστασιά που φέρνουν τα αναμμένα ξύλα από το τζάκι. Η
μόνη έξοδος που θα μπορούσαν να έχουν είναι, στην πρωινή κυριακάτικη
λειτουργία. Οι άντρες που και που μαζεύονται στο καφενείο της πλατείας
και οι γυναίκες, συνήθως, έμεναν στο σπίτι για να ασχοληθούν με το
νοικοκυριό.
Κοντά στην εκκλησία του χωριού υπήρχε ένα
όμορφο διώροφο σπίτι, με γκρίζα πέτρα και μεγάλες ξύλινες βεράντες.
Είχε έναν μεγάλο κήπο που το καλοκαίρι, μόσχο μύριζε ο τόπος όλος από το
γλυκό άρωμα των λουλουδιών του. Τώρα ήταν γυμνός από χρώματα και το
μόνο του στολίδι ήταν ένα πηγάδι που η πέτρα του ήταν τόσο παλιά, που
είχε αποτυπωμένη επάνω της όλη την ιστορία των οικογενειών που πέρασαν
από το όμορφο, επιβλητικό, αρχοντικό σπίτι.
Στο σπίτι κατοικούσε μια όμορφη νεαρή
κοπέλα, η Αλεξία. Ήταν ορφανή από τα έξι της και την μεγάλωσε η γιαγιά
της, από την πλευρά της μητέρας της, σε αυτό το μεγάλο αρχοντικό, σαν
παιδί της και ακόμη καλύτερα έως ότου η νεαρή κοπέλα κλείσει τα
δεκαεννέα, όπου η γριά γυναίκα έφυγε από την ζωή και την άφησε μόνη της.
Με αυτό το σπίτι και μεγάλη περιουσία στο
όνομα της, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα, ούτε και την ομορφιά της νιότης
μιας και η ίδια ήταν η ομορφότερη κοπέλα της περιοχής. Ψηλή, μελαχρινή,
με μεγάλα καστανά, εκφραστικά, αμυγδαλωτά ματιά και γλυκό χαμόγελο. Όλα
αυτά, μαζί με την μεγάλη περιουσία που είχε, την έκαναν την πιο
περιζήτητη νύφη της περιοχής. Η ίδια όμως είχε είδη αναγνωρίσει από
μικρή ηλικία, ποιος θα είναι αυτός που θα ήθελε να συνεχίσει την ζωή
της, μαζί του. Ο Γιάννης, ένα παλικάρι του χωριού, είκοσιδυο χρόνων, που
του είχε χαρίσει την καρδιά της κρυφά, ένα καλοκαίρι που η ίδια ήταν
μόλις δώδεκα χρόνων και τον είδε στο ποτάμι να ξεπλένει από το πρόσωπό
τον ιδρώτα που δημιουργούσε η ζέστη του καλοκαιριού. Ήταν ψιλός για την
ηλικία του, με σπαστά ξανθά μαλλιά και όμορφα καλοσυνάτα γαλάζια ματιά,
αυτά που πρωτοείδε και της έκλεψαν την καρδιά. Τα χρόνια πέρασαν και
τώρα που ήταν σε ηλικία γάμου οι δύο νέοι, άρχισαν να εκδηλώνουν το
ενδιαφέρον τους.
Αυτά σκεφτόταν η Αλεξία καθώς καθόταν και
κοίταζε έξω από το παράθυρο του δωματίου της, τον αέρα που χτύπαγε με
μανία τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού και την έκαναν να τρομοκρατείται,
αγριεμένη όπως ήταν στην μοναξιά του μεγάλου αρχοντικού.
Ξαφνικά έξω από την καγκελόπορτα του
κήπου, νόμιζε ότι είδε κάποιον να κοιτάει προς το μέρος της, αμέσως
κρύφτηκε πίσω από την δαντελωτή κουρτίνα γιατί πίστεψε πως ο άγνωστος,
δεν ήταν άλλος από τον Γιώργη, έναν νέο άντρα από το γειτονικό χωριό, ο
οποίος την ζητούσε έντονα σε γάμο εδώ και μήνες. Η ίδια φοβόταν να του
αρνηθεί γιατί είχε άσχημη φήμη αλλά ήλπιζε ότι μετά τον αρραβώνα με τον
Γιάννη, δεν θα την ξαναενοχλούσε.
Πέρασαν λίγες στιγμές ώσπου να ηρεμήσει.
Κάποια στιγμή που ήταν περασμένη η ώρα αποφάσισε να ξαπλώσει. Πήγε και
άναψε την λάμπα πετρελαίου, στο τραπεζάκι που είχε τις εικόνες των αγίων
και τις φωτογραφίες της οικογένειάς της, εκεί που έκαιγε το καντηλάκι.
Την ώρα που πήγε να ξαπλώσει, άκουσε την
πόρτα του σπιτιού να τρίζει, σαν κάποιος να προσπαθεί να ανοίξει. Αμέσως
μετά την άκουσε να ανοίγει και να κλείνει απαλά και τις βαριές μπότες
ενός άντρα να ανεβαίνουν αργά προς τα δωμάτια. Η ίδια ένιωσε να παγώνει η
καρδιά της και τρέμοντας με βαριά πόδια, έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από
τα βαριά σκεπάσματα του κρεβατιού της. Προσπάθησε να ηρεμήσει την
αναπνοή της για να μπορέσει να ακούσει. Για λίγο δεν άκουγε τίποτα αλλά
ξαφνικά άκουσε τα βαριά βήματα του άνδρα να πλησιάζουν την πόρτα και να
την ανοίγουν. Κοίταξε κρυφά αλλά δεν έβλεπε καθαρά και το μόνο που έκανε
ήταν να τον νιώθει να περιφέρεται στο δωμάτιο. Ξαφνικά ο άγνωστος
άντρας πλησίασε το τραπέζι με το καντηλάκι και την λάμπα. Την έσβησε,
αφήνοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι και την μικρή φλόγα στο καντηλάκι να
σιγοκαίει. Η Αλεξία περίμενε με κομμένη την ανάσα την επόμενη κίνηση του
άγνωστου εισβολέα και εκεί που δεν το περίμενε τον ένιωσε να ξαπλώνει
δίπλα της , κάτω από τα σκεπάσματα. Κατά έναν περίεργο τρόπο ο φόβος
έφυγε, από την καρδιά της και ένιωσε μια γλυκιά ζεστασιά να φωλιάζει
μέσα της, σαν να ήταν γνωστή η μυρωδιά του αγνώστου, σαν να ξάπλωναν
μαζί κάθε βράδυ. Έτσι σιγά σιγά η ήρεμη αναπνοή του άντρα, την έκαναν να
βυθιστεί σε έναν όμορφο γλυκό ύπνο.
Το ξημέρωμα ήρθε, τα πουλιά είχαν είδη
αρχίσει από νωρίς το τραγούδι τους, ο καιρός ήταν ήρεμος και ο χθεσινό
βραδινός άγριος αέρας, ήταν πια ανάμνηση. Οι καμινάδες των σπιτιών είχαν
αρχίσει σιγά σιγά να καπνίζουν και οι κάτοικοι του χωριού να πηγαίνουν
στις δουλειές τους.
Όπως κάθε πρωί έτσι έκανε και ο γέρο
Γιάννης. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το πρωινό φως, σηκώθηκε αργά,
πλησίασε το παράθυρο, παραμέρισε τις δαντελωτές κουρτίνες και άνοιξε τα
παράθυρα για να μπει το καθαρό πρωινό αεράκι. Γύρισε αργά και
ετοιμάστηκε για τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες. Του είχαν πέσει
πολλά εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που είχε αναλάβει και τα κτήματα
της γυναίκας του εκτός από τα δικά του. Γύρισε χαμογελαστός και κοίταξε
στο τραπέζι με τις παλιές φωτογραφίες, εκεί που εχθές το βράδυ έκαιγε το
καντηλάκι. Έστειλε ένα φιλί στην φωτογραφία της γυναίκας του. «Θα τα
πούμε το βράδυ γλυκιά μου», της είπε και ξεκίνησε την μέρα του με την
σκέψη της. Είχε συνηθίσει εδώ και πολλά χρόνια να πλαγιάζει κάθε βράδυ
δίπλα στο φάντασμα της νεκρής συζύγου του. Της αγαπημένης του Αλεξίας.
ΠΗΓΗ https://storiesfromthegrave.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου