Ο Δον Μαρτίνι, ιερέας ενορίας του Λαριάνο στην Κεντρική Ιταλία,
διεξήγαγε κοπιώδη αγώνα εναντίον του μοναχικού φαντάσματος, το οποίο
σύχναζε στο κοινοτικό νεκροταφείο της μικρής πόλης.
Ο Δον Μαρτίνι είχε απογοητευθεί από τους ενορίτες του, διότι το φάντασμα συγκέντρωνε περισσότερους πιστούς από τον ίδιο. Έτσι, βάλθηκε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με τρόπο αποφασιστικό.
Πράγματι, ενώ τις λειτουργίες της εκκλησίας του τις παρακολουθούσαν ελάχιστοι πιστοί, το εκκλησίασμα, το οποίο συναθροιζόταν τις νύχτες έξω από το κοιμητήριο, αριθμούσε εκατοντάδες ανθρώπους.
Το φάντασμα ήταν ένα και μοναδικό, καθώς δεν ήταν εξ αρχής δυνατόν να υπάρχουν άλλα, διότι το νεκροταφείο είχε ανοίξει μόλις τον προηγούμενο μήνα και διέθετε μονάχα έναν τάφο.
Πολλοί, όμως, κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονταν ότι, τη νύχτα, αφού οι πύλες του κοιμητηρίου έκλειναν, έβλεπαν μια μαυροφορεμένη γυναίκα να πασχίζει να βγει από το μνήμα.
Μάλιστα, ο φύλακας του νεκροταφείου έλεγε:
“Πολλοί περίοικοι έρχονται το βράδυ και στέκονται για ώρες, ενίοτε δε, έως την αυγή, μπροστά στο νεκροταφείο, ελπίζοντας να δουν το φάντασμα με τα ίδια τους τα μάτια. Προ ολίγων ημερών, όταν πέρασα από την μπροστινή πύλη με το ποδήλατό μου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, υπήρχαν εκατοντάδες άτομα, που κοίταζαν εναγωνίως μέσα από τα κάγκελα”.
Ο πρώτος, που κατέφθανε πάντα σε εκείνη την ιδιότυπη αγρυπνία, ήταν πάντοτε ο Ρικάρντο Καντίνι, χήρος της νεκρής Εύας, η οποία ήταν θαμμένη στον μοναδικό τάφο του νεκροταφείου.
Ο Ρικάρντο Καντίνι πίστευε ότι η σύζυγός του στενοχωριόταν στο κοιμητήριο, επειδή ήταν ολομόναχη και δεν υπήρχαν άλλοι νεκροί τριγύρω, ώστε να τη συντροφεύουν στο αιώνιο ταξίδι της ψυχής. Γι’ αυτό, το πνεύμα της αγωνιζόταν να αποδράσει από εκείνον τον έρημο τόπο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”, στις 21/01/1974…
Ο Δον Μαρτίνι είχε απογοητευθεί από τους ενορίτες του, διότι το φάντασμα συγκέντρωνε περισσότερους πιστούς από τον ίδιο. Έτσι, βάλθηκε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με τρόπο αποφασιστικό.
Πράγματι, ενώ τις λειτουργίες της εκκλησίας του τις παρακολουθούσαν ελάχιστοι πιστοί, το εκκλησίασμα, το οποίο συναθροιζόταν τις νύχτες έξω από το κοιμητήριο, αριθμούσε εκατοντάδες ανθρώπους.
Το φάντασμα ήταν ένα και μοναδικό, καθώς δεν ήταν εξ αρχής δυνατόν να υπάρχουν άλλα, διότι το νεκροταφείο είχε ανοίξει μόλις τον προηγούμενο μήνα και διέθετε μονάχα έναν τάφο.
Πολλοί, όμως, κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονταν ότι, τη νύχτα, αφού οι πύλες του κοιμητηρίου έκλειναν, έβλεπαν μια μαυροφορεμένη γυναίκα να πασχίζει να βγει από το μνήμα.
Μάλιστα, ο φύλακας του νεκροταφείου έλεγε:
“Πολλοί περίοικοι έρχονται το βράδυ και στέκονται για ώρες, ενίοτε δε, έως την αυγή, μπροστά στο νεκροταφείο, ελπίζοντας να δουν το φάντασμα με τα ίδια τους τα μάτια. Προ ολίγων ημερών, όταν πέρασα από την μπροστινή πύλη με το ποδήλατό μου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, υπήρχαν εκατοντάδες άτομα, που κοίταζαν εναγωνίως μέσα από τα κάγκελα”.
Ο πρώτος, που κατέφθανε πάντα σε εκείνη την ιδιότυπη αγρυπνία, ήταν πάντοτε ο Ρικάρντο Καντίνι, χήρος της νεκρής Εύας, η οποία ήταν θαμμένη στον μοναδικό τάφο του νεκροταφείου.
Ο Ρικάρντο Καντίνι πίστευε ότι η σύζυγός του στενοχωριόταν στο κοιμητήριο, επειδή ήταν ολομόναχη και δεν υπήρχαν άλλοι νεκροί τριγύρω, ώστε να τη συντροφεύουν στο αιώνιο ταξίδι της ψυχής. Γι’ αυτό, το πνεύμα της αγωνιζόταν να αποδράσει από εκείνον τον έρημο τόπο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”, στις 21/01/1974…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου