Ένας
Γερμανός Ιεραπόστολος και γιατρός, ο πατήρ Φραντς Άϊχινγκερ,
περιπλανήθηκε για πάνω από 13 χρόνια στα όρη του Θιβέτ, αναζητώντας τον
περίφημο “χιονάνθρωπο”.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Φραντς Άϊχινγκερ, είδε για πρώτη φορά τον Χιονάνθρωπο στις ορεινές περιοχές του Θιβέτ, κοντά στο χωριό των νομάδων Σαουρόγκ, οι οποίοι τον φιλοξενούσαν μαζί με τις δυο Κινέζες νοσοκόμες του. Πολλοί κάτοικοι από τις γύρω περιοχές περπατούσαν χιλιόμετρα σε πολύ κακές καιρικές συνθήκες, για να συναντήσουν τον ξένο αυτόν γιατρό και να τον συμβουλευθούν για τα άρρωστα παιδιά τους.
Ένα πρωί, ο πατήρ Φραντς ενημερώθηκε πως είχε έρθει ο χιονάνθρωπος και έμενε σε μια μικρή, μαύρη σκηνή, σαν κι εκείνες που έστηναν οι νοσοκόμες για τους φιλοξενούμενούς τους. Η σκηνή είχε στηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας στη μέση του χωριού, σχεδόν δίπλα από τη σκηνή του βασιλιά και πολύ κοντά στη δική του. Στο εσωτερικό της υπήρχε μόνο μια σιδερένια τσαγιέρα κι ένα φλιτζάνι. Δεν υπήρχε κρεβάτι, ούτε καν τα πρωτόγονα σκεύη των νομάδων. Καταγής, βρισκόταν ένας ψόφιος αετός κι ένα μισοτελειωμένο, χωματένιο αγαλματάκι.
Ο χιονάνθρωπος εξήγησε στον Γερμανό περιηγητή πως σκάλιζε ένα γυναικείο αγαλματίδιο, επειδή ο αετός του είχε πεθάνει και χρειαζόταν αλλού να βρει τη μαγική δύναμη, που του ήταν απαραίτητη. Φορούσε μόνο ένα μαύρο “νταγκάτς”, που ήταν ένα είδος κινέζικου πανωφοριού από λεπτό, σχεδόν διάφανο ύφασμα. Ουσιαστικά, ήταν εντελώς απροστάτευτος στους 22 βαθμούς υπό το μηδέν, σ’ ένα υψίπεδο 3.200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου η μέση θερμοκρασία τον χειμώνα έπεφτε στους μείον 40 βαθμούς.
Ο πατήρ Φραντς ρώτησε τον χιονάνθρωπο πώς άντεχε το κρύο, ντυμένος τόσο ελαφριά κι εκείνος τον αποστόμωσε λέγοντάς του: “Όταν είναι κανείς ολόγυμνος, αντέχει πολύ καλά το κρύο. Όταν όμως ντυθεί, η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στα σκεπασμένα και ασκέπαστα μέλη του, μπορεί να τον σκοτώσει”. Ο χιονάνθρωπος παραδέχτηκε πως κυκλοφορούσε ολόγυμνος στα βουνά και έριχνε πάνω του ένα “νταγκάτς”, μόνο όταν επισκεπτόταν το χωριό. Γι’ αυτό, οι άνθρωποι του βουνού τον έλεγαν: “το γυμνό λάμα”.
Παρά τις επίμονες προσπάθειες του ιεραποστόλου να πείσει τον χιονάνθρωπο να του επιτρέψει να τον φωτογραφήσει, εκείνος αρνήθηκε αποφασιστικά.
Μετά από λίγο καιρό, ο χιονάνθρωπος είχε καταλάβει πως η ιεραποστολική ομάδα του γιατρού βοηθούσε τα παιδιά, τα γλίτωνε από αρρώστιες, όπως εκείνες που προκαλούσαν οιδήματα. Την επόμενη ημέρα, εξήγησε στο γιατρό πως κι εκείνος ασχολούνταν με τη θεραπεία των άρρωστων παιδιών, αλλά δε μπορούσε να θεραπεύσει τα οιδήματα κι έτσι, παρακάλεσε να του δώσει ο Φραντς Άϊχινγκερ κάποια σύγχρονα φάρμακα, που θα του ήταν χρήσιμα.
Με αυτή την ευκαιρία, ο γιατρός του ζήτησε την άδεια να τον φωτογραφίσει. Τελικά, δέχτηκε, με τον όρο ότι δε θα φωτογράφιζε τα μάτια του, αιτιολογώντας πως τα μάτια του υπήρχαν αποκλειστικά για να ατενίζουν τον ουρανό και για να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των ασθενών. Όπως εξήγησε ο πατήρ Φραντς, το βλέμμα του ήταν γλυκό, διεισδυτικό και ζωηρό.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός, οι νομάδες του χωριού άρχισαν να δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τον χιονάνθρωπο.
Ο γιος του αρχηγού της φυλής είχε επιστρέψει στο χωριό, μετά από 4 χρόνια σπουδών στην Κίνα. Διηγήθηκε στον ιεραπόστολο – γιατρό πως μια μέρα είχε πάει να κυνηγήσει, συνοδευόμενος από έναν ηλικιωμένο νομάδα. Τότε, ο νεαρός είδε τον χιονάνθρωπο για πρώτη φορά και παραλίγο να τον σκοτώσει με μια ντουφεκιά, περνώντας τον για αγρίμι. Ο σύντροφός του όμως αναγνώρισε “το γυμνό λάμα”.
Πολλοί νομάδες συμβούλεψαν τον πατέρα Φραντς να βιαστεί να φωτογραφίσει τον χιονάνθρωπο, γιατί πίστευαν πως δε θα έμενε για πολύ ακόμη στο χωριό τους. Συνήθιζε να εξαφανίζεται απροειδοποίητα και έλειπε για όσον καιρό επιθυμούσε.
Εντέλει, στις 5 Νοεμβρίου, ο Γερμανός γιατρός αποφάσισε πως ήταν πια η κατάλληλη στιγμή να φωτογραφίσει το θρυλικό αυτό πλάσμα. Μόλις μπήκε στη σκηνή του χιονάνθρωπου, ήταν μία η ώρα το μεσημέρι και ενώ ο καιρός είχε αγριέψει απότομα, το φως της ατμόσφαιρας επέτρεπε να τραβηχτεί μια αξιοπρεπής φωτογραφία, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής.
Ο πατήρ Φραντς Άϊχινγκερ τον βρήκε γονατισμένο στο παγωμένο έδαφος, κοιτώντας με προσήλωση τον νεκρό αετό του. Ήταν ασάλευτος, ατάραχος, με ανάσα που μόλις ακουγόταν. Ο γιατρός συνειδητοποίησε πως “το γυμνό λάμα” βρισκόταν σε έκσταση.
Μετά από τρεις ώρες, ο χιονάνθρωπος βγήκε απ’ τη σκηνή του κι άφησε τον γιατρό να τον φωτογραφίσει. Είχε σφραγίσει τα βλέφαρά του, αλλά η φωτογραφία δε βγήκε όπως την περίμενε ο Φραντς. Εξαιτίας του ενθουσιασμού του, δε φωτογράφισε ολόκληρο το πλάσμα, παρά μονάχα την προτομή του. Παρόλο που προσπάθησε να τραβήξει μία ακόμα στα κρυφά, ο χιονάνθρωπος το αντιλήφθηκε και πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του.
Το επόμενο πρωί, η σκηνή του ήταν άδεια. Είχε φύγει, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Οι νομάδες έλυσαν τη σκηνή του και πήραν την τσαγιέρα και το σκαμνί που του είχαν δανείσει. Ο χιονάνθρωπος είχε πάρει μαζί του τον αετό του και το χωματένιο αγαλματάκι του.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 15/01/1959…
Σύμφωνα με την αφήγηση του Φραντς Άϊχινγκερ, είδε για πρώτη φορά τον Χιονάνθρωπο στις ορεινές περιοχές του Θιβέτ, κοντά στο χωριό των νομάδων Σαουρόγκ, οι οποίοι τον φιλοξενούσαν μαζί με τις δυο Κινέζες νοσοκόμες του. Πολλοί κάτοικοι από τις γύρω περιοχές περπατούσαν χιλιόμετρα σε πολύ κακές καιρικές συνθήκες, για να συναντήσουν τον ξένο αυτόν γιατρό και να τον συμβουλευθούν για τα άρρωστα παιδιά τους.
Ένα πρωί, ο πατήρ Φραντς ενημερώθηκε πως είχε έρθει ο χιονάνθρωπος και έμενε σε μια μικρή, μαύρη σκηνή, σαν κι εκείνες που έστηναν οι νοσοκόμες για τους φιλοξενούμενούς τους. Η σκηνή είχε στηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας στη μέση του χωριού, σχεδόν δίπλα από τη σκηνή του βασιλιά και πολύ κοντά στη δική του. Στο εσωτερικό της υπήρχε μόνο μια σιδερένια τσαγιέρα κι ένα φλιτζάνι. Δεν υπήρχε κρεβάτι, ούτε καν τα πρωτόγονα σκεύη των νομάδων. Καταγής, βρισκόταν ένας ψόφιος αετός κι ένα μισοτελειωμένο, χωματένιο αγαλματάκι.
Ο χιονάνθρωπος εξήγησε στον Γερμανό περιηγητή πως σκάλιζε ένα γυναικείο αγαλματίδιο, επειδή ο αετός του είχε πεθάνει και χρειαζόταν αλλού να βρει τη μαγική δύναμη, που του ήταν απαραίτητη. Φορούσε μόνο ένα μαύρο “νταγκάτς”, που ήταν ένα είδος κινέζικου πανωφοριού από λεπτό, σχεδόν διάφανο ύφασμα. Ουσιαστικά, ήταν εντελώς απροστάτευτος στους 22 βαθμούς υπό το μηδέν, σ’ ένα υψίπεδο 3.200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου η μέση θερμοκρασία τον χειμώνα έπεφτε στους μείον 40 βαθμούς.
Ο πατήρ Φραντς ρώτησε τον χιονάνθρωπο πώς άντεχε το κρύο, ντυμένος τόσο ελαφριά κι εκείνος τον αποστόμωσε λέγοντάς του: “Όταν είναι κανείς ολόγυμνος, αντέχει πολύ καλά το κρύο. Όταν όμως ντυθεί, η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στα σκεπασμένα και ασκέπαστα μέλη του, μπορεί να τον σκοτώσει”. Ο χιονάνθρωπος παραδέχτηκε πως κυκλοφορούσε ολόγυμνος στα βουνά και έριχνε πάνω του ένα “νταγκάτς”, μόνο όταν επισκεπτόταν το χωριό. Γι’ αυτό, οι άνθρωποι του βουνού τον έλεγαν: “το γυμνό λάμα”.
Παρά τις επίμονες προσπάθειες του ιεραποστόλου να πείσει τον χιονάνθρωπο να του επιτρέψει να τον φωτογραφήσει, εκείνος αρνήθηκε αποφασιστικά.
Μετά από λίγο καιρό, ο χιονάνθρωπος είχε καταλάβει πως η ιεραποστολική ομάδα του γιατρού βοηθούσε τα παιδιά, τα γλίτωνε από αρρώστιες, όπως εκείνες που προκαλούσαν οιδήματα. Την επόμενη ημέρα, εξήγησε στο γιατρό πως κι εκείνος ασχολούνταν με τη θεραπεία των άρρωστων παιδιών, αλλά δε μπορούσε να θεραπεύσει τα οιδήματα κι έτσι, παρακάλεσε να του δώσει ο Φραντς Άϊχινγκερ κάποια σύγχρονα φάρμακα, που θα του ήταν χρήσιμα.
Με αυτή την ευκαιρία, ο γιατρός του ζήτησε την άδεια να τον φωτογραφίσει. Τελικά, δέχτηκε, με τον όρο ότι δε θα φωτογράφιζε τα μάτια του, αιτιολογώντας πως τα μάτια του υπήρχαν αποκλειστικά για να ατενίζουν τον ουρανό και για να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των ασθενών. Όπως εξήγησε ο πατήρ Φραντς, το βλέμμα του ήταν γλυκό, διεισδυτικό και ζωηρό.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός, οι νομάδες του χωριού άρχισαν να δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τον χιονάνθρωπο.
Ο γιος του αρχηγού της φυλής είχε επιστρέψει στο χωριό, μετά από 4 χρόνια σπουδών στην Κίνα. Διηγήθηκε στον ιεραπόστολο – γιατρό πως μια μέρα είχε πάει να κυνηγήσει, συνοδευόμενος από έναν ηλικιωμένο νομάδα. Τότε, ο νεαρός είδε τον χιονάνθρωπο για πρώτη φορά και παραλίγο να τον σκοτώσει με μια ντουφεκιά, περνώντας τον για αγρίμι. Ο σύντροφός του όμως αναγνώρισε “το γυμνό λάμα”.
Πολλοί νομάδες συμβούλεψαν τον πατέρα Φραντς να βιαστεί να φωτογραφίσει τον χιονάνθρωπο, γιατί πίστευαν πως δε θα έμενε για πολύ ακόμη στο χωριό τους. Συνήθιζε να εξαφανίζεται απροειδοποίητα και έλειπε για όσον καιρό επιθυμούσε.
Εντέλει, στις 5 Νοεμβρίου, ο Γερμανός γιατρός αποφάσισε πως ήταν πια η κατάλληλη στιγμή να φωτογραφίσει το θρυλικό αυτό πλάσμα. Μόλις μπήκε στη σκηνή του χιονάνθρωπου, ήταν μία η ώρα το μεσημέρι και ενώ ο καιρός είχε αγριέψει απότομα, το φως της ατμόσφαιρας επέτρεπε να τραβηχτεί μια αξιοπρεπής φωτογραφία, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής.
Ο πατήρ Φραντς Άϊχινγκερ τον βρήκε γονατισμένο στο παγωμένο έδαφος, κοιτώντας με προσήλωση τον νεκρό αετό του. Ήταν ασάλευτος, ατάραχος, με ανάσα που μόλις ακουγόταν. Ο γιατρός συνειδητοποίησε πως “το γυμνό λάμα” βρισκόταν σε έκσταση.
Μετά από τρεις ώρες, ο χιονάνθρωπος βγήκε απ’ τη σκηνή του κι άφησε τον γιατρό να τον φωτογραφίσει. Είχε σφραγίσει τα βλέφαρά του, αλλά η φωτογραφία δε βγήκε όπως την περίμενε ο Φραντς. Εξαιτίας του ενθουσιασμού του, δε φωτογράφισε ολόκληρο το πλάσμα, παρά μονάχα την προτομή του. Παρόλο που προσπάθησε να τραβήξει μία ακόμα στα κρυφά, ο χιονάνθρωπος το αντιλήφθηκε και πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του.
Το επόμενο πρωί, η σκηνή του ήταν άδεια. Είχε φύγει, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Οι νομάδες έλυσαν τη σκηνή του και πήραν την τσαγιέρα και το σκαμνί που του είχαν δανείσει. Ο χιονάνθρωπος είχε πάρει μαζί του τον αετό του και το χωματένιο αγαλματάκι του.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 15/01/1959…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου