Οι κάτοικοι ενός τμήματος της Σκωτίας και ολόκληρης της Ιρλανδίας
παραδέχονταν ως αναμφισβήτητη την ύπαρξη ενός πνεύματος από το
Υπερπέραν, το οποίο παρουσιαζόταν σε διάφορους ανθρώπους και τους
προειδοποιούσε, είτε για επικείμενες συμφορές που επρόκειτο να τους
χτυπήσουν, είτε για τον προσεχή θάνατό τους. Τα πνεύματα αυτά με τη
μυστηριώδη αποστολή τα ονόμαζαν Κέινε (Caoineadh).
Τα Κέινε εκδήλωναν την παρουσία τους με πολλούς και απροσδόκητους τρόπους. Ιδού η περιγραφή μιας εμφάνισης Κέινε, όπως είχε δημοσιευθεί στην “Εφημερίδα του Δουβλίνου”:
“Εδώ και μερικές εβδομάδες, έπαιρνα το τσάι μου παρέα με έναν συνταξιούχο δικαστή, την αδελφή του και την ανιψιά του, όταν σε λίγο προστέθηκε στη συντροφιά μας ένας διακεκριμένος Ιρλανδός ιατρός και η γυναίκα του.
Κουβεντιάζαμε φιλικά, όταν ξαφνικά, μέσα στο δωμάτιο, αντήχησε ένας παρατεταμένος και πένθιμος θρήνος, όμοιος με τους αναστεναγμούς του ανέμου.
Ο γοερός θρήνος διήρκησε αρκετή ώρα και φαινόταν να στριφογυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Τα λόγια μου είναι λιγοστά και ανεπαρκή, για να περιγράψουν την αγωνία μας. Προπάντων, οι Ιρλανδοί επισκέπτες είχαν ολότελα αναστατωθεί, καθώς εξέλαβαν τον απόκοσμο θρήνο ως ένα δυσοίωνο προμήνυμα γι’ αυτούς. Κι επειδή όλοι είχαμε χάσει πλέον τη γαλήνη μας, αποχαιρετήσαμε τους οικοδεσπότες και αποχωρήσαμε προβληματισμένοι και κατατρομαγμένοι.
Την επόμενη ημέρα, πληροφορηθήκαμε ότι η κόρη του Ιρλανδού ιατρού είχε πεθάνει ακριβώς τη στιγμή, που εμείς ακούγαμε τους μυστηριώδεις θρήνους. Άλλωστε, οι ολοφυρμοί ήταν τόσο δυνατοί, ώστε τους άκουσε από την κουζίνα κι ο υπηρέτης του σπιτιού κι έτρεξε ανήσυχος στο σαλόνι, για να δει μήπως μας είχε συμβεί κάποιο τραγικό δυστύχημα.
Τι ήταν, όμως, αυτή η ανεξήγητη θρηνωδία; Απλούστατα, ένα Κέινε μάς φανέρωνε με τον κλαυθμό του την παρουσία του και μας προειδοποιούσε για τη συμφορά, που επρόκειτο να χτυπήσει κάποιον από μας”.
Πάντως, οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι θεωρούνται ως πιο ευαίσθητοι ψυχικώς στις εκδηλώσεις του Άλλου Κόσμου. Πραγματικά, όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια ευαισθησία σε αυτά τα θέματα. Μα, η επιθυμία του να πληροφορείται κανείς για την ημερομηνία του θανάτου του, υπάρχει σχεδόν σε όλες τις χώρες.
Μάλιστα, οι χωρικοί της Προβηγκίας είχαν μια ειδική προσευχή και πίστευαν ότι αν την έλεγαν για έναν ολόκληρο χρόνο, κάθε πρωί, θα ήταν σε θέση να γνωρίζουν την ακριβή ημέρα του θανάτου τους. Σημειωτέον, αυτή η προειδοποίηση του θανάτου θεωρούνταν ως μια μεγάλη εύνοια για πολλές οικογένειες των γαλλικών επαρχιών και εκδηλωνόταν με τους πιο διαφορετικούς τρόπους.
Μερικοί άκουγαν μια παράξενη ορχήστρα να αντιβουίζει στον αέρα και να πλημμυρίζει με τους ήχους της το σπίτι, στο οποίο επρόκειτο να σημειωθεί κάποιο θανατικό. Και το πιο περίεργο ήταν ότι η ορχήστρα δεν ακουγόταν μόνο από αυτούς που θα πέθαιναν ή από τους συγγενείς τους, αλλά κι από ξένα πρόσωπα, που βρίσκονταν στο σπίτι ή που τύχαινε να περνούν, πράγμα που αποδείκνυε περίτρανα ότι δεν επρόκειτο για ομαδική αυθυποβολή.
Φυσικά, η πιο συνηθισμένη μορφή προειδοποίησης ενός επικείμενου θανάτου είναι μια οπτασία. Αυτός που έχει έρθει η ώρα του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, βλέπει να του παρουσιάζεται κάποιος από τους νεκρούς προγόνους του ή βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό με μια πολύ λυπημένη έκφραση και με μάτια δακρυσμένα.
Σε μια ανάλογη περίπτωση, η σύζυγος ενός βιομηχάνου, μια νέα γυναίκα τριάντα ετών, καθόταν ένα βράδυ στο σαλόνι της και περίμενε τον άντρα της να επιστρέψει από στιγμή σε στιγμή, γιατί της είχε υποσχεθεί ότι θα την πήγαινε στο θέατρο.
Έξαφνα, ακούστηκαν βήματα στον διάδρομο και η νέα γυναίκα, νομίζοντας πως κατέφτασε ο σύζυγός της, έτρεξε χαρούμενη στην πόρτα, για να τον προϋπαντήσει. Μα, μόλις άνοιξε την πόρτα, τραβήχτηκε πίσω κατάχλομη και έντρομη.
Αντί του συζύγου της, είδε να μπαίνει μες στο σπίτι της η μητέρα της, η οποία είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα. Το φάντασμα της πεθαμένης είχε τα μάτια της δακρυσμένα, την έκφρασή της περίλυπη κι έκανε μια χειρονομία, σαν να ήθελε να προστατέψει την κόρη της. Κατόπιν, εξαφανίστηκε, λες και διαλύθηκε στον κρύο αέρα.
Η νέα γυναίκα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και μετά βίας κατόρθωσε να μη λιποθυμήσει.
Σε λίγο, έφτασε ο σύζυγός της, στον οποίο διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την αλλόκοσμη περιπέτειά της. Εκείνος, όμως, αστειεύτηκε μαζί της, απέδωσε το γεγονός σε παραίσθηση και ζήτησε από τη γυναίκα του να ετοιμαστεί για το θέατρο. Εκείνη δεν έφερε καμιά αντίρρηση, γιατί ένιωθε την ανάγκη να διασκεδάσει και να ξεχαστεί.
Στην επιστροφή από το θέατρο, είχε πιάσει ραγδαία βροχή και το αυτοκίνητό τους ξέφυγε από την πορεία του και καρφώθηκε με σφοδρότητα πάνω σε ένα σιδερένιο στύλο. Ο σοφέρ και ο βιομήχανος δεν έπαθαν το παραμικρό. Δυστυχώς, όμως, η σύζυγός του ξεψύχησε επί τόπου.
Γενικά, οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι πίστευαν πως αν κάποιος επιθυμούσε να μάθει πότε θα πεθάνει, θα έπρεπε να επικαλεστεί τα πνεύματα Κέινε, όντας ολομόναχος στην εξοχή, μια νύχτα με πανσέληνο.
Εκεί, θα έπρεπε να επικαλεστεί τρεις φορές ένα Κέινε. Αν δε λάμβανε καμιά απάντηση, αυτό σήμαινε ότι η μέρα του θανάτου του ήταν ακόμα μακριά.
Αλλά, τύχαινε συχνά να σχηματιστεί μέσα στις αχτίδες του φεγγαριού μια μικρή, μελαγχολική μορφή, η οποία κοίταζε τον άνθρωπο με τα μεγάλα της μάτια, γεμάτα θλίψη. Όποιος, λοιπόν, έβλεπε στο φως του φεγγαριού τη μορφή αυτή, ήταν βέβαιος πως ζύγωνε η ώρα του θανάτου του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 17/09/1936…
Τα Κέινε εκδήλωναν την παρουσία τους με πολλούς και απροσδόκητους τρόπους. Ιδού η περιγραφή μιας εμφάνισης Κέινε, όπως είχε δημοσιευθεί στην “Εφημερίδα του Δουβλίνου”:
“Εδώ και μερικές εβδομάδες, έπαιρνα το τσάι μου παρέα με έναν συνταξιούχο δικαστή, την αδελφή του και την ανιψιά του, όταν σε λίγο προστέθηκε στη συντροφιά μας ένας διακεκριμένος Ιρλανδός ιατρός και η γυναίκα του.
Κουβεντιάζαμε φιλικά, όταν ξαφνικά, μέσα στο δωμάτιο, αντήχησε ένας παρατεταμένος και πένθιμος θρήνος, όμοιος με τους αναστεναγμούς του ανέμου.
Ο γοερός θρήνος διήρκησε αρκετή ώρα και φαινόταν να στριφογυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Τα λόγια μου είναι λιγοστά και ανεπαρκή, για να περιγράψουν την αγωνία μας. Προπάντων, οι Ιρλανδοί επισκέπτες είχαν ολότελα αναστατωθεί, καθώς εξέλαβαν τον απόκοσμο θρήνο ως ένα δυσοίωνο προμήνυμα γι’ αυτούς. Κι επειδή όλοι είχαμε χάσει πλέον τη γαλήνη μας, αποχαιρετήσαμε τους οικοδεσπότες και αποχωρήσαμε προβληματισμένοι και κατατρομαγμένοι.
Την επόμενη ημέρα, πληροφορηθήκαμε ότι η κόρη του Ιρλανδού ιατρού είχε πεθάνει ακριβώς τη στιγμή, που εμείς ακούγαμε τους μυστηριώδεις θρήνους. Άλλωστε, οι ολοφυρμοί ήταν τόσο δυνατοί, ώστε τους άκουσε από την κουζίνα κι ο υπηρέτης του σπιτιού κι έτρεξε ανήσυχος στο σαλόνι, για να δει μήπως μας είχε συμβεί κάποιο τραγικό δυστύχημα.
Τι ήταν, όμως, αυτή η ανεξήγητη θρηνωδία; Απλούστατα, ένα Κέινε μάς φανέρωνε με τον κλαυθμό του την παρουσία του και μας προειδοποιούσε για τη συμφορά, που επρόκειτο να χτυπήσει κάποιον από μας”.
Πάντως, οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι θεωρούνται ως πιο ευαίσθητοι ψυχικώς στις εκδηλώσεις του Άλλου Κόσμου. Πραγματικά, όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια ευαισθησία σε αυτά τα θέματα. Μα, η επιθυμία του να πληροφορείται κανείς για την ημερομηνία του θανάτου του, υπάρχει σχεδόν σε όλες τις χώρες.
Μάλιστα, οι χωρικοί της Προβηγκίας είχαν μια ειδική προσευχή και πίστευαν ότι αν την έλεγαν για έναν ολόκληρο χρόνο, κάθε πρωί, θα ήταν σε θέση να γνωρίζουν την ακριβή ημέρα του θανάτου τους. Σημειωτέον, αυτή η προειδοποίηση του θανάτου θεωρούνταν ως μια μεγάλη εύνοια για πολλές οικογένειες των γαλλικών επαρχιών και εκδηλωνόταν με τους πιο διαφορετικούς τρόπους.
Μερικοί άκουγαν μια παράξενη ορχήστρα να αντιβουίζει στον αέρα και να πλημμυρίζει με τους ήχους της το σπίτι, στο οποίο επρόκειτο να σημειωθεί κάποιο θανατικό. Και το πιο περίεργο ήταν ότι η ορχήστρα δεν ακουγόταν μόνο από αυτούς που θα πέθαιναν ή από τους συγγενείς τους, αλλά κι από ξένα πρόσωπα, που βρίσκονταν στο σπίτι ή που τύχαινε να περνούν, πράγμα που αποδείκνυε περίτρανα ότι δεν επρόκειτο για ομαδική αυθυποβολή.
Φυσικά, η πιο συνηθισμένη μορφή προειδοποίησης ενός επικείμενου θανάτου είναι μια οπτασία. Αυτός που έχει έρθει η ώρα του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, βλέπει να του παρουσιάζεται κάποιος από τους νεκρούς προγόνους του ή βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό με μια πολύ λυπημένη έκφραση και με μάτια δακρυσμένα.
Σε μια ανάλογη περίπτωση, η σύζυγος ενός βιομηχάνου, μια νέα γυναίκα τριάντα ετών, καθόταν ένα βράδυ στο σαλόνι της και περίμενε τον άντρα της να επιστρέψει από στιγμή σε στιγμή, γιατί της είχε υποσχεθεί ότι θα την πήγαινε στο θέατρο.
Έξαφνα, ακούστηκαν βήματα στον διάδρομο και η νέα γυναίκα, νομίζοντας πως κατέφτασε ο σύζυγός της, έτρεξε χαρούμενη στην πόρτα, για να τον προϋπαντήσει. Μα, μόλις άνοιξε την πόρτα, τραβήχτηκε πίσω κατάχλομη και έντρομη.
Αντί του συζύγου της, είδε να μπαίνει μες στο σπίτι της η μητέρα της, η οποία είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα. Το φάντασμα της πεθαμένης είχε τα μάτια της δακρυσμένα, την έκφρασή της περίλυπη κι έκανε μια χειρονομία, σαν να ήθελε να προστατέψει την κόρη της. Κατόπιν, εξαφανίστηκε, λες και διαλύθηκε στον κρύο αέρα.
Η νέα γυναίκα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και μετά βίας κατόρθωσε να μη λιποθυμήσει.
Σε λίγο, έφτασε ο σύζυγός της, στον οποίο διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την αλλόκοσμη περιπέτειά της. Εκείνος, όμως, αστειεύτηκε μαζί της, απέδωσε το γεγονός σε παραίσθηση και ζήτησε από τη γυναίκα του να ετοιμαστεί για το θέατρο. Εκείνη δεν έφερε καμιά αντίρρηση, γιατί ένιωθε την ανάγκη να διασκεδάσει και να ξεχαστεί.
Στην επιστροφή από το θέατρο, είχε πιάσει ραγδαία βροχή και το αυτοκίνητό τους ξέφυγε από την πορεία του και καρφώθηκε με σφοδρότητα πάνω σε ένα σιδερένιο στύλο. Ο σοφέρ και ο βιομήχανος δεν έπαθαν το παραμικρό. Δυστυχώς, όμως, η σύζυγός του ξεψύχησε επί τόπου.
Γενικά, οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι πίστευαν πως αν κάποιος επιθυμούσε να μάθει πότε θα πεθάνει, θα έπρεπε να επικαλεστεί τα πνεύματα Κέινε, όντας ολομόναχος στην εξοχή, μια νύχτα με πανσέληνο.
Εκεί, θα έπρεπε να επικαλεστεί τρεις φορές ένα Κέινε. Αν δε λάμβανε καμιά απάντηση, αυτό σήμαινε ότι η μέρα του θανάτου του ήταν ακόμα μακριά.
Αλλά, τύχαινε συχνά να σχηματιστεί μέσα στις αχτίδες του φεγγαριού μια μικρή, μελαγχολική μορφή, η οποία κοίταζε τον άνθρωπο με τα μεγάλα της μάτια, γεμάτα θλίψη. Όποιος, λοιπόν, έβλεπε στο φως του φεγγαριού τη μορφή αυτή, ήταν βέβαιος πως ζύγωνε η ώρα του θανάτου του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 17/09/1936…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου