Ήταν ένα ήσυχο και ζεστό απόγευμα του Αυγούστου του 1925. Η Edna
Bradford καθόταν στο δωμάτιό της σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και
περνούσε την ώρα της διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα.
Ξαφνικά και δίχως να ξέρει το γιατί, ένιωσε μέσα της μια επιτακτική διάθεση να πετάξει το βιβλίο μακριά της. Με απόλυτη φυσικότητα, τίναξε τα χέρια της και πραγματικά πέταξε το μυθιστόρημα σε μια γωνιά, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου για αυτή την εξωφρενική και παράλογη χειρονομία της.
Κατόπιν, έσπρωξε την καρέκλα της πίσω, έκανε να σηκωθεί και το βλέμμα της έπεσε τυχαία στο πορτρέτο της γιαγιάς της, όπου έμεινε εκστατική και κυριολεκτικά, καθηλωμένη. Το πορτρέτο, που ήταν απλώς μια συνηθισμένη ελαιογραφία, της φάνηκε εκείνη τη στιγμή ως ένα μυστηριώδες αριστούργημα, άγνωστο γιατί… Μάλιστα, απόρησε με τον εαυτό της.
Έτσι, ξανακάθισε στη θέση της, αδυνατώντας να κάνει κάτι άλλο, και έμεινε να κοιτάζει με επιμονή το πορτρέτο της γιαγιάς της, σαν να την είχε μαγνητίσει. Ξαφνικά, της ήρθε κάτι σαν θάμπωμα, σαν ζάλη. Τα χρώματα του πίνακα της φάνηκαν ότι έλιωναν σαν κερί μπροστά στη φλόγα και πως πήγαιναν να χυθούν έξω από το πλαίσιο. Το πορτρέτο άρχισε να χάνει την προηγούμενη μορφή του, να εμψυχώνεται αλλόκοτα και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του – μάτια, μύτη, στόμα κλπ – να χορεύουν έναν μεθυστικό και γρήγορο χορό πάνω στο πανί.
Εντελώς αναπάντεχα, μια παράξενη ανδρική μορφή εμφανίστηκε εκεί ακριβώς που ήταν πρότερα η απεικόνιση της γιαγιάς της, αφήνοντας την Edna κατάπληκτη και σαστισμένη. Ο αλλόκοτος αυτός άντρας φαινόταν μάλλον γηραιός. Είχε λευκά και μακριά γένια και φορούσε κάτι που έμοιαζε σαν ράσο, σκούρου μπλε χρώματος. Για λίγες μόνο στιγμές, το βλέμμα του βυθίστηκε επίμονα στο βλέμμα της Edna.
Εκείνη, όλως παραδόξως, ούτε τρόμαξε, ούτε ένιωσε κάποια δυσφορία. Αντιθέτως, έντονο ενδιαφέρον και φλογερή λαχτάρα κατέκλυσαν την ψυχή της για να δει πού θα κατέληγαν όλα εκείνα τα ανορθόδοξα, που της συνέβαιναν.
Έξαφνα, η ανδρική μορφή έσβησε από μπροστά της και μια άλλη τη διαδέχτηκε αμέσως. Η καινούρια μορφή ήταν μιας νεαρής γυναίκας, συγκλονιστικής ομορφιάς και με αγγελικό χαμόγελο. Κοίταξε την Edna διεισδυτικά και αίφνης, εξαφανίστηκε.
Πολλές μορφές εμφανίστηκαν και χάθηκαν στο ίδιο εκείνο μαγικό κάδρο, διαδέχοντας η μια την άλλη, με μεθυστική ταχύτητα, πάνω στη μορφή της γιαγιάς της.
Η Edna παρατήρησε πως όσες μορφές χαμογελούσαν με μακαριότητα και έκφραση ευτυχίας, ήταν κάπως αμυδρές, κάπως αόριστες, σαν να κρύβονταν πίσω από αχνά πέπλα καταχνιάς. Ενώ, όσες ήταν σοβαρές, προβληματισμένες και έδειχναν πως τυραννιόνταν, φαίνονταν ζωηρότατες και με έντονα σκιαγραφημένα τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά των προσώπων τους.
Όσο διαρκούσε η κινηματογραφική, σχεδόν, εμφάνιση κι εξαφάνιση αυτών των απόκοσμων μορφών, ένας εκτυφλωτικός φωσφορισμός φώτιζε τον τοίχο, πάνω στον οποίο κρεμόταν για χρόνια το πορτρέτο της γιαγιάς. Επίσης, συχνά η Edna έβλεπε και ξαναέβλεπε πάλι το ίδιο πρόσωπο να μορφάζει με κόπο, σαν να προσπαθούσε να παραμείνει στη θέση του, ενώ οι άλλες μορφές το πίεζαν να φύγει, να παραμερίσει επιτέλους, ώστε να κάνουν κι εκείνες τη δική τους εμφάνιση στον κόσμο των ανθρώπων.
Δυο ολόκληρες ώρες διήρκεσε η υπερφυσική και πρωτοφανής παρέλαση. Είχε πια νυχτώσει και το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από το μυστηριώδες φωσφορίζον φως, που εξέπεμπε ο σαγηνευτικός πίνακας. Όταν η αινιγματική φωταψία άρχισε πια να χάνει τη δύναμή της, οι μορφές έπαψαν να παρουσιάζονται μπροστά στην Edna, η οποία αισθάνθηκε ξαφνικά μια απερίγραπτη εξάντληση, που την σώριασε μισολιπόθυμη στην πολυθρόνα του γραφείου της.
Σκούπισε τον ιδρώτα της και πάσχισε να θυμηθεί λεπτομερώς τα όσα απίθανα είχαν διαδραματιστεί μπροστά στα μάτια της. Μα, τη στιγμή εκείνη, ένιωσε, κάπως αόριστα, την παρουσία κάποιας έμψυχης οντότητας πλάι της. Έστρεψε το χλωμό πρόσωπό της προς τα εκεί, αλλά δεν είδε τίποτε. Ξάφνου, μια ισχυρή φωτοχυσία απλώθηκε στο δωμάτιό της. Αμέσως, είδε όρθιο στο πλάι της έναν νεαρό και χαμογελαστό στρατιώτη, ο οποίος φορούσε μια παράξενη στολή περασμένων χρόνων και εποχών, χαμένων στα βάθη των αιώνων.
Η στολή αυτή ήταν μαύρη και έσφιγγε εφαρμοστά όλο του κορμί, ενώ φορούσε ένα περίεργο καπέλο, σαν χάλκινο απλωτό πιάτο, που στεκόταν στην κορυφή του κεφαλιού του.
“Ζωγράφισέ με!”, της είπε, με φωνή ανάλαφρη σαν το θρόισμα των φύλλων, ο νεαρός στρατιώτης, που είχε καταφτάσει από το ανομολόγητο υπερπέραν.
Έτσι, η Edna, που είχε να πιάσει κραγιόνι στα χέρια της από την εποχή που ήταν ακόμα παιδούλα, δίχως να διστάσει καθόλου και δίχως να τρομάξει ούτε για μια στιγμή από τον επισκέπτη – φάντασμα, βούτηξε τον κονδυλοφόρο μέσα στο μελάνι και έκανε το σκίτσο του, με την επιδεξιότητα και την άνεση έμπειρου καλλιτέχνη.
“Θαυμάσια δουλειά έκανες!”, της ψέλλισε ικανοποιημένος ο απόκοσμος επισκέπτης, που της ζήτησε να πραγματοποιήσει, επίσης, και το σκίτσο της αδερφής του, μιας πανέμορφης νεαρής με μακριά, ξέπλεκα μαλλιά.
Μόλις έσβησε η οπτασία, η Edna κυλίστηκε αναίσθητη και εκμηδενισμένη στο παγερό πάτωμα. Την επομένη το πρωί, η μητέρα της, ανήσυχη που δεν είχε κατεβεί η κόρη της στο δείπνο το προηγούμενο βράδυ, πήγε και την βρήκε λιπόθυμη ακόμη.
Τα σκίτσα της ήταν πάνω στο γραφείο της, αλλά ο κονδυλοφόρος της ήταν παντελώς ακηλίδωτος από μελάνι και το μελανοδοχείο της ήταν κι εκείνο ολότελα άδειο και ολοκάθαρο, ωσάν φρεσκοπλυμένο.
Ποτέ κατόπιν στο μέλλον, η Edna Bradford δεν ξαναείδε παρόμοιες οπτασίες…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 12/12/1935…
Ξαφνικά και δίχως να ξέρει το γιατί, ένιωσε μέσα της μια επιτακτική διάθεση να πετάξει το βιβλίο μακριά της. Με απόλυτη φυσικότητα, τίναξε τα χέρια της και πραγματικά πέταξε το μυθιστόρημα σε μια γωνιά, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου για αυτή την εξωφρενική και παράλογη χειρονομία της.
Κατόπιν, έσπρωξε την καρέκλα της πίσω, έκανε να σηκωθεί και το βλέμμα της έπεσε τυχαία στο πορτρέτο της γιαγιάς της, όπου έμεινε εκστατική και κυριολεκτικά, καθηλωμένη. Το πορτρέτο, που ήταν απλώς μια συνηθισμένη ελαιογραφία, της φάνηκε εκείνη τη στιγμή ως ένα μυστηριώδες αριστούργημα, άγνωστο γιατί… Μάλιστα, απόρησε με τον εαυτό της.
Έτσι, ξανακάθισε στη θέση της, αδυνατώντας να κάνει κάτι άλλο, και έμεινε να κοιτάζει με επιμονή το πορτρέτο της γιαγιάς της, σαν να την είχε μαγνητίσει. Ξαφνικά, της ήρθε κάτι σαν θάμπωμα, σαν ζάλη. Τα χρώματα του πίνακα της φάνηκαν ότι έλιωναν σαν κερί μπροστά στη φλόγα και πως πήγαιναν να χυθούν έξω από το πλαίσιο. Το πορτρέτο άρχισε να χάνει την προηγούμενη μορφή του, να εμψυχώνεται αλλόκοτα και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του – μάτια, μύτη, στόμα κλπ – να χορεύουν έναν μεθυστικό και γρήγορο χορό πάνω στο πανί.
Εντελώς αναπάντεχα, μια παράξενη ανδρική μορφή εμφανίστηκε εκεί ακριβώς που ήταν πρότερα η απεικόνιση της γιαγιάς της, αφήνοντας την Edna κατάπληκτη και σαστισμένη. Ο αλλόκοτος αυτός άντρας φαινόταν μάλλον γηραιός. Είχε λευκά και μακριά γένια και φορούσε κάτι που έμοιαζε σαν ράσο, σκούρου μπλε χρώματος. Για λίγες μόνο στιγμές, το βλέμμα του βυθίστηκε επίμονα στο βλέμμα της Edna.
Εκείνη, όλως παραδόξως, ούτε τρόμαξε, ούτε ένιωσε κάποια δυσφορία. Αντιθέτως, έντονο ενδιαφέρον και φλογερή λαχτάρα κατέκλυσαν την ψυχή της για να δει πού θα κατέληγαν όλα εκείνα τα ανορθόδοξα, που της συνέβαιναν.
Έξαφνα, η ανδρική μορφή έσβησε από μπροστά της και μια άλλη τη διαδέχτηκε αμέσως. Η καινούρια μορφή ήταν μιας νεαρής γυναίκας, συγκλονιστικής ομορφιάς και με αγγελικό χαμόγελο. Κοίταξε την Edna διεισδυτικά και αίφνης, εξαφανίστηκε.
Πολλές μορφές εμφανίστηκαν και χάθηκαν στο ίδιο εκείνο μαγικό κάδρο, διαδέχοντας η μια την άλλη, με μεθυστική ταχύτητα, πάνω στη μορφή της γιαγιάς της.
Η Edna παρατήρησε πως όσες μορφές χαμογελούσαν με μακαριότητα και έκφραση ευτυχίας, ήταν κάπως αμυδρές, κάπως αόριστες, σαν να κρύβονταν πίσω από αχνά πέπλα καταχνιάς. Ενώ, όσες ήταν σοβαρές, προβληματισμένες και έδειχναν πως τυραννιόνταν, φαίνονταν ζωηρότατες και με έντονα σκιαγραφημένα τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά των προσώπων τους.
Όσο διαρκούσε η κινηματογραφική, σχεδόν, εμφάνιση κι εξαφάνιση αυτών των απόκοσμων μορφών, ένας εκτυφλωτικός φωσφορισμός φώτιζε τον τοίχο, πάνω στον οποίο κρεμόταν για χρόνια το πορτρέτο της γιαγιάς. Επίσης, συχνά η Edna έβλεπε και ξαναέβλεπε πάλι το ίδιο πρόσωπο να μορφάζει με κόπο, σαν να προσπαθούσε να παραμείνει στη θέση του, ενώ οι άλλες μορφές το πίεζαν να φύγει, να παραμερίσει επιτέλους, ώστε να κάνουν κι εκείνες τη δική τους εμφάνιση στον κόσμο των ανθρώπων.
Δυο ολόκληρες ώρες διήρκεσε η υπερφυσική και πρωτοφανής παρέλαση. Είχε πια νυχτώσει και το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από το μυστηριώδες φωσφορίζον φως, που εξέπεμπε ο σαγηνευτικός πίνακας. Όταν η αινιγματική φωταψία άρχισε πια να χάνει τη δύναμή της, οι μορφές έπαψαν να παρουσιάζονται μπροστά στην Edna, η οποία αισθάνθηκε ξαφνικά μια απερίγραπτη εξάντληση, που την σώριασε μισολιπόθυμη στην πολυθρόνα του γραφείου της.
Σκούπισε τον ιδρώτα της και πάσχισε να θυμηθεί λεπτομερώς τα όσα απίθανα είχαν διαδραματιστεί μπροστά στα μάτια της. Μα, τη στιγμή εκείνη, ένιωσε, κάπως αόριστα, την παρουσία κάποιας έμψυχης οντότητας πλάι της. Έστρεψε το χλωμό πρόσωπό της προς τα εκεί, αλλά δεν είδε τίποτε. Ξάφνου, μια ισχυρή φωτοχυσία απλώθηκε στο δωμάτιό της. Αμέσως, είδε όρθιο στο πλάι της έναν νεαρό και χαμογελαστό στρατιώτη, ο οποίος φορούσε μια παράξενη στολή περασμένων χρόνων και εποχών, χαμένων στα βάθη των αιώνων.
Η στολή αυτή ήταν μαύρη και έσφιγγε εφαρμοστά όλο του κορμί, ενώ φορούσε ένα περίεργο καπέλο, σαν χάλκινο απλωτό πιάτο, που στεκόταν στην κορυφή του κεφαλιού του.
“Ζωγράφισέ με!”, της είπε, με φωνή ανάλαφρη σαν το θρόισμα των φύλλων, ο νεαρός στρατιώτης, που είχε καταφτάσει από το ανομολόγητο υπερπέραν.
Έτσι, η Edna, που είχε να πιάσει κραγιόνι στα χέρια της από την εποχή που ήταν ακόμα παιδούλα, δίχως να διστάσει καθόλου και δίχως να τρομάξει ούτε για μια στιγμή από τον επισκέπτη – φάντασμα, βούτηξε τον κονδυλοφόρο μέσα στο μελάνι και έκανε το σκίτσο του, με την επιδεξιότητα και την άνεση έμπειρου καλλιτέχνη.
“Θαυμάσια δουλειά έκανες!”, της ψέλλισε ικανοποιημένος ο απόκοσμος επισκέπτης, που της ζήτησε να πραγματοποιήσει, επίσης, και το σκίτσο της αδερφής του, μιας πανέμορφης νεαρής με μακριά, ξέπλεκα μαλλιά.
Μόλις έσβησε η οπτασία, η Edna κυλίστηκε αναίσθητη και εκμηδενισμένη στο παγερό πάτωμα. Την επομένη το πρωί, η μητέρα της, ανήσυχη που δεν είχε κατεβεί η κόρη της στο δείπνο το προηγούμενο βράδυ, πήγε και την βρήκε λιπόθυμη ακόμη.
Τα σκίτσα της ήταν πάνω στο γραφείο της, αλλά ο κονδυλοφόρος της ήταν παντελώς ακηλίδωτος από μελάνι και το μελανοδοχείο της ήταν κι εκείνο ολότελα άδειο και ολοκάθαρο, ωσάν φρεσκοπλυμένο.
Ποτέ κατόπιν στο μέλλον, η Edna Bradford δεν ξαναείδε παρόμοιες οπτασίες…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 12/12/1935…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου