Ένας έμπορος, ο κύριος Φολτάνσον, είχε πάει στην πόλη Bramberg της
Αυστρίας για τις υποθέσεις του, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του είχαν
παραμείνει στο σπίτι τους.
Δυο μέρες αργότερα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενώ ο έμπορος είχε αποσυρθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του για να κοιμηθεί, άκουσε ξαφνικά το τηλέφωνο να χτυπά γύρω στα μεσάνυχτα. Σήκωσε αμέσως το ακουστικό και με μεγάλη του έκπληξη, άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να του λέει:
“Γύρισε γρήγορα πίσω, γιατί τα παιδιά μας σε χρειάζονται. Κλαίνε πάνω στον τάφο μου!”
Ο έμπορος νόμισε στην αρχή ότι επρόκειτο για κάποια κακόγουστη φάρσα και εξαιρετικά θυμωμένος, κρέμασε με δύναμη το ακουστικό πάνω στον γάντζο του. Σε λίγο, όμως, άρχισε να ανησυχεί σοβαρά. Ήταν απολύτως σίγουρος ότι η φωνή, που είχε ακούσει, ανήκε με βεβαιότητα στη σύζυγό του. Δεν ήταν δυνατόν να γελάστηκε…
Για να αναπαύσει κάπως τη συνείδησή του, ζήτησε από το τηλεφωνικό κέντρο να καλέσουν στην οικία του. Όμως, ήταν αδύνατη η τηλεφωνική σύνδεση έπειτα από τις οκτώ το βράδυ και ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
Ο έμπορος ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος για να μπορέσει να κοιμηθεί. Έτσι, μόλις χάραξε το πρώτο φως του ήλιου, νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και κίνησε για το σπίτι του.
Όταν έφτασε εκεί, βρήκε τα παιδιά του με μάτια κατακόκκινα από τα κλάματα να θρηνούν μπροστά στη σορό της νεκρής μητέρας τους. Το μεγαλύτερο σε ηλικία στράφηκε στον καταρρακωμένο πατέρα του και του είπε:
“Η μαμά πέθανε από συγκοπή χθες το βράδυ, στις δώδεκα παρά τέταρτο. Δεν μπορέσαμε να σε ειδοποιήσουμε, γιατί το τηλεφωνικό κέντρο ήταν κλειστό”.
Μετά την κηδεία της γυναίκας του, ο έμπορος κατήγγειλε το γεγονός του τηλεφωνήματος στις Αστυνομικές Αρχές και διενεργήθηκαν οι σχετικές έρευνες. Οι Αστυνομικοί, τότε, διαπίστωσαν ότι το τηλέφωνο δεν λειτούργησε καθόλου μετά τις οκτώ το βράδυ. Άλλωστε, ούτε στο Bramberg, αλλά ούτε και σε κάποια γειτονική πόλη δεν είχε ζητηθεί τηλεφωνική σύνδεση από κανέναν τόσο αργά τη νύχτα.
Ποιος, λοιπόν, τηλεφώνησε; Ποιος ενημέρωσε τον έμπορο για το κακό που είχε συμβεί;
Ο δυστυχής έμπορος ήταν σίγουρος πως η ψυχή της αγαπημένης του συζύγου τον ειδοποίησε, επειδή δεν άντεχε να αφήσει μόνα τους τα παιδιά της. Ποιος ξέρει;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 10/11/1927…
Δυο μέρες αργότερα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενώ ο έμπορος είχε αποσυρθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του για να κοιμηθεί, άκουσε ξαφνικά το τηλέφωνο να χτυπά γύρω στα μεσάνυχτα. Σήκωσε αμέσως το ακουστικό και με μεγάλη του έκπληξη, άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να του λέει:
“Γύρισε γρήγορα πίσω, γιατί τα παιδιά μας σε χρειάζονται. Κλαίνε πάνω στον τάφο μου!”
Ο έμπορος νόμισε στην αρχή ότι επρόκειτο για κάποια κακόγουστη φάρσα και εξαιρετικά θυμωμένος, κρέμασε με δύναμη το ακουστικό πάνω στον γάντζο του. Σε λίγο, όμως, άρχισε να ανησυχεί σοβαρά. Ήταν απολύτως σίγουρος ότι η φωνή, που είχε ακούσει, ανήκε με βεβαιότητα στη σύζυγό του. Δεν ήταν δυνατόν να γελάστηκε…
Για να αναπαύσει κάπως τη συνείδησή του, ζήτησε από το τηλεφωνικό κέντρο να καλέσουν στην οικία του. Όμως, ήταν αδύνατη η τηλεφωνική σύνδεση έπειτα από τις οκτώ το βράδυ και ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
Ο έμπορος ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος για να μπορέσει να κοιμηθεί. Έτσι, μόλις χάραξε το πρώτο φως του ήλιου, νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και κίνησε για το σπίτι του.
Όταν έφτασε εκεί, βρήκε τα παιδιά του με μάτια κατακόκκινα από τα κλάματα να θρηνούν μπροστά στη σορό της νεκρής μητέρας τους. Το μεγαλύτερο σε ηλικία στράφηκε στον καταρρακωμένο πατέρα του και του είπε:
“Η μαμά πέθανε από συγκοπή χθες το βράδυ, στις δώδεκα παρά τέταρτο. Δεν μπορέσαμε να σε ειδοποιήσουμε, γιατί το τηλεφωνικό κέντρο ήταν κλειστό”.
Μετά την κηδεία της γυναίκας του, ο έμπορος κατήγγειλε το γεγονός του τηλεφωνήματος στις Αστυνομικές Αρχές και διενεργήθηκαν οι σχετικές έρευνες. Οι Αστυνομικοί, τότε, διαπίστωσαν ότι το τηλέφωνο δεν λειτούργησε καθόλου μετά τις οκτώ το βράδυ. Άλλωστε, ούτε στο Bramberg, αλλά ούτε και σε κάποια γειτονική πόλη δεν είχε ζητηθεί τηλεφωνική σύνδεση από κανέναν τόσο αργά τη νύχτα.
Ποιος, λοιπόν, τηλεφώνησε; Ποιος ενημέρωσε τον έμπορο για το κακό που είχε συμβεί;
Ο δυστυχής έμπορος ήταν σίγουρος πως η ψυχή της αγαπημένης του συζύγου τον ειδοποίησε, επειδή δεν άντεχε να αφήσει μόνα τους τα παιδιά της. Ποιος ξέρει;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 10/11/1927…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου