Αυτές, λοιπόν, είναι όσες πληροφορίες σώθηκαν από τους
πρώτους ιστορικούς χρόνους για…εκείνες τις περιοχές που βρίσκονται στην
ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από την Αττική και τη Μεγαρίδα, για
τις οποίες θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε παρακάτω. Έτσι, αφού
κατεβήκαμε από τον Όλυμπο μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο, τώρα, ακολουθώντας
τον αντίθετο δρόμο, θα ανέβουμε από τον Κορινθιακό μέχρι τα Κεραύνια
όρη.
Θα περάσουμε από όλες τις περιοχές της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας, δηλαδή την Αιτωλία, την Ακαρνανία, την Ήπειρο. Οι αναφορές μας σε αυτές στις περιοχές θα είναι σύντομες, καθώς τα έθνη που κατοικούσαν εκεί για πολύ καιρό δεν μετείχαν στην κοινή ελληνική ιστορία.Από το σημείο της Πίνδου από όπου διακλαδίζονται προς την ανατολή η Οίτη και ο ορεινός όγκος που περιλαμβάνει τον Παρνασσό, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, ξεπετάγεται και μια άλλη οροσειρά, η οποία, καθώς εκτείνεται νοτιοδυτικά, έχει διαδοχικά ποικίλα ονόματα: Αράκυνθος, Κούριον, Κόραξ και Ταφιασσός.
Ένα τμήμα της περνά μέσα από την Αιτωλία, ενώ ένα άλλο σχηματίζει τα ανατολικά σύνορά της προς τους Οζόλες Λοκρούς και φτάνει μέχρι το Αντίρριο, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού, απέναντι από το Ρίο που βρίσκεται στην ακτή της Πελοποννήσου. Ο Αχελώος, ο σημερινός Άσπρος ή Ασπροπόταμος, πηγάζει από την Πίνδο και είναι ο μεγαλύτερος ελληνικός ποταμός – γι’ αυτό και ο Όμηρος τον ονομάζει κρείων, δηλαδή βασιλιά των ποταμών. Το κάτω τμήμα του αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στην Αιτωλία και την Ακαρνανία, και ο ποταμός, αφού διαγράψει μια μακριά πορεία και ποτίσει πολλές και μεγάλες πεδιάδες, εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος. Άλλος ποταμός, ο Εύηνος, ο σημερινός Φίδαρης, πηγάζει από την Οίτη και, αφού διασχίσει την Αιτωλία, εκβάλλει 23 χιλιόμετρα δυτικά από το Αντίρριο.
Ο Εύηνος χωρίζει τις αιτωλικές περιοχές της Πλευρώνας και της Καλυδώνας, οι οποίες μπορεί να ήταν φημισμένες στους ηρωικούς χρόνους, αλλά αναδείχθηκαν πολύ περισσότερο ένδοξες στην εποχή μας, γιατί εκεί, γύρω από την Πλευρώνα, βρίσκεται το ηρωικό προπύργιο του νεότερου ελληνισμού, το Μεσολόγγι. Και επειδή μερικές αιτωλικές φυλές έφταναν μέχρι τις έρημες κορυφές της Οίτης, όπου είχαν γείτονες τους Δωριείς και τους Μαλιείς, η Ακαρνανία συνόρευε από ολόκληρη την ανατολική της πλευρά με την Αιτωλία, έχοντας νοτιοδυτικά το Ιόνιο πέλαγος και βόρεια τη μεγάλη χώρα της Ηπείρου, η οποία βόρεια έφτανε μέχρι τα Κεραύνια όρη, στα δυτικά μέχρι το Ιόνιο πέλαγος και στα ανατολικά χωριζόταν από τη Θεσσαλία από την οροσειρά της Πίνδου.
Οι Αιτωλοί που, όπως είναι γνωστό, ήταν χωρισμένοι σε πολλές και ποικίλες φυλές, ήταν ξακουστοί στα ηρωικά χρόνια, συμμετείχαν στην Κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, αλλά στους ιστορικούς χρόνους υπήρξαν αφανείς και χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τους άλλους Έλληνες, τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εμφανίστηκαν και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο τον 3ο αιώνα π.Χ.
Οι Αιτωλοί διακρίθηκαν σε όλη την πορεία τους για τη βαρβαρότητα των
ηθών τους. Μάλιστα, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή στο
τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., ο Θουκυδίδης λέει γι’ αυτούς ότι δεν
κατοικούσαν σε πόλεις αλλά σε μεγάλα ατείχιστα χωριά. Για πολλούς από
αυτούς πρόσθετε ότι ήταν «αγνωστότατοι την γλώσσαν και ωμοφάγοι»,
δηλαδή, ότι μιλούσαν μια ακατάληπτη γλώσσα και έτρωγαν ωμό κρέας.
Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι οι Αιτωλοί είχαν πάντα -και πριν από την τελευταία τους ακμή- ελληνικό πολίτευμα, για το οποίο έγραψε και ο Αριστοτέλης στο σπουδαίο έργο του για τα πολιτεύματα. Δυστυχώς, επειδή αυτό το σύγγραμμα χάθηκε, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για εκείνη την πολιτεία, για τα χρόνια πριν από τον 3ο αιώνα π.Χ., εκτός από την πληροφορία ότι οι συγκεντρώσεις τους και οι κοινές θρησκευτικές τους γιορτές τελούνταν στο Θέρμο, πόλη που βρίσκεται στα ανατολικά της λίμνης Τριχωνίδας -σήμερα [1890]- η λίμνη Ζυγού ή λίμνη Βραχωρίου.
Οι Ακαρνάνες δεν κατονομάζονται από τον Όμηρο και στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο παρέμειναν μακριά, όπως και οι Αιτωλοί, από την ελληνική πραγματικότητα. Ήταν όμως πάντα Έλληνες και ως τέτοιοι γίνονταν δεκτοί στους πανελλήνιους αγώνες, στους οποίους μόνο Έλληνες επιτρεπόταν να αγωνίζονται. Ωστόσο, και αυτοί ήταν ενωμένοι σε ομοσπονδία, γιατί είχαν κοινό δικαστήριο στις Όλπες και τελούσαν στο Άκτιο αγώνα με έπαθλο ένα στεφάνι. Μάλιστα ο Αριστοτέλης είχε γράψει για το πολίτευμά τους.
Την Ήπειρο την κατοικούσαν διάφορες φυλές, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν οι Χάονες, οι Θεσπρωτοί, οι Κασσωπαίοι και οι Μολοσσοί. Από τη μία ο Ηρόδοτος αποκαλεί τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς Έλληνες, ενώ ο Θουκυδίδης τους θεωρεί βάρβαρους. Ωστόσο και ο γεωγράφος Στράβωνας, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., αποκαλεί βάρβαρους τους Αθαμάνες, μια άλλη φυλή της Ηπείρου, την οποία ο Πλάτωνας, τον 4ο αιώνα π.Χ., συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στις ελληνικές.
Οι διαφορετικές απόψεις αυτών των συγγραφέων μπορούν εύκολα να ερμηνευτούν. Το γεγονός ότι την Ήπειρο κατοικούσαν φυλές που είχαν την ίδια γλώσσα, καταγωγή και θρησκεία με τους υπόλοιπους Έλληνες είναι αναμφισβήτητο. Για τον Αριστοτέλη, η περιοχή γύρω από τη Δωδώνη ήταν το λίκνο της ελληνικής φυλής γιατί, σύμφωνα με όσα λέει, χωρίς να αποκαλύπτει τις πηγές του, έφερε πριν από κάθε άλλη περιοχή το όνομα Ελλάς. Το βασιλικό γένος των Μολοσσών καυχιόταν πως κατάγεται από τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο.
Οι Θεσσαλοί ήρθαν, σύμφωνα με την παράδοση, από την Ήπειρο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στη Δωδώνη υπήρχε το πιο αρχαίο μαντείο της Ελλάδας, το οποίο ήδη την εποχή του Ομήρου ήταν πανελλήνια γνωστό, ενώ και στους ιστορικούς χρόνους το τιμούσαν ιδιαίτερα οι Έλληνες. Σε αυτό ο Δίας δημοσιοποιούσε τις αποφάσεις του αμέσως και όχι μέσω του Απόλλωνα, όπως συνέβαινε στους Δελφούς. Η θέληση του Δία αποκαλυπτόταν είτε με το θόρυβο που προκαλούσαν τα κλαδιά της ιερής βελανιδιάς είτε με τον κρότο που έκανε ένα μεταλλικό αγγείο, κάθε φορά που το χτυπούσε ένα μαστίγιο που ήταν στερεωμένο στο χέρι μικρού αγάλματος που ήταν τοποθετημένο απέναντι. Το μικρό άγαλμα το κουνούσε ο αέρας που φυσούσε.
Η ερμηνεία όλων αυτών των σημείων γινόταν από δυο τρεις γριές, τις πελειάδες, ή από ιερείς που ονομάζονταν Τομούροι, ή, τέλος, από τους Σελλούς, τους ερμηνευτές, που αναφέρει και ο Όμηρος. Μπορεί η φήμη του μαντείου να δέχτηκε πλήγμα εξαιτίας της φήμης που απέκτησε το μαντείο των Δελφών, αλλά εξακολουθούσαν και πολύ αργότερα να το επισκέπτονται και να ζητούν χρησμό όχι μόνο οι Ηπειρώτες, οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί, αλλά ακόμη και οι Αθηναίοι, και μάλιστα σε όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Έτσι, ακόμα και αν αφήσουμε κατά μέρος τις υπόλοιπες παραδόσεις και μαρτυρίες, δεν είναι δυνατόν να μη θεωρήσουμε ελληνική τη χώρα στην οποία έδρευε ένας από τους πιο ιερούς θεσμούς του ελληνικού έθνους. Επιπλέον, όλες οι πόλεις της Ηπείρου έφεραν ελληνικότατα ονόματα, όπως Χίμαιρα, Φοινίκη, Πειώδης λιμένας, Πάνορμος, Ελίκρανον, Σύβοτα, Ευρυμεναί, Εφύρα, Κασσώπη, Χαλκίς, Χαράδρα, Τετραφυλλία, Κραννών, Ηράκλεια κ.λπ.
Είναι αλήθεια ότι οι Ηπειρώτες, επειδή δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τους νοτιότερους κατοίκους της Ελλάδας, στους πρώτους ιστορικούς χρόνους, αλλά και επειδή η σχέση τους με τους Ιλλυριούς και τους Μακεδόνες ήταν στενή, δεν παρουσίασαν ανάλογη πρόοδο με τους υπόλοιπους Έλληνες στον τομέα της κοινωνικής εξέλιξης και γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις εξομοιώνονταν με τους βόρειους γείτονές τους. Δεν είναι λίγες φορές που στη διάρκεια του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. ονομάζονταν βάρβαροι.
Ωστόσο, ύστερα από τον 4ο αιώνα π.Χ. οι ηγεμόνες της Ηπείρου άρχισαν να ωφελούνται περισσότερο από τον ελληνικό πολιτισμό, με αποτέλεσμα η χώρα αυτή, στα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας, να εμφανίζεται και πάλι απόλυτα ελληνική, ενώ στη διάρκεια του Μεσαίωνα και στα νεότερα χρόνια αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές εστίες του ελληνισμού.
Όταν δηλαδή οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, στην αρχή του 13ου αιώνα, ξεκινώντας από την Ήπειρο ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός ίδρυσε το κράτος, μέσω του οποίου διασώθηκε το ελληνικό έθνος στην Ευρώπη. Ο ηγεμόνας του έφερε τον τίτλο Δεσπότης της Ελλάδας. Επίσης, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στην Ήπειρο εξεγέρθηκαν οι ήρωες του Σουλίου και στην Ήπειρο γεννήθηκαν οι πιο σημαντικοί ευεργέτες των ελληνικών γραμμάτων.
Θα περάσουμε από όλες τις περιοχές της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας, δηλαδή την Αιτωλία, την Ακαρνανία, την Ήπειρο. Οι αναφορές μας σε αυτές στις περιοχές θα είναι σύντομες, καθώς τα έθνη που κατοικούσαν εκεί για πολύ καιρό δεν μετείχαν στην κοινή ελληνική ιστορία.Από το σημείο της Πίνδου από όπου διακλαδίζονται προς την ανατολή η Οίτη και ο ορεινός όγκος που περιλαμβάνει τον Παρνασσό, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, ξεπετάγεται και μια άλλη οροσειρά, η οποία, καθώς εκτείνεται νοτιοδυτικά, έχει διαδοχικά ποικίλα ονόματα: Αράκυνθος, Κούριον, Κόραξ και Ταφιασσός.
Ένα τμήμα της περνά μέσα από την Αιτωλία, ενώ ένα άλλο σχηματίζει τα ανατολικά σύνορά της προς τους Οζόλες Λοκρούς και φτάνει μέχρι το Αντίρριο, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού, απέναντι από το Ρίο που βρίσκεται στην ακτή της Πελοποννήσου. Ο Αχελώος, ο σημερινός Άσπρος ή Ασπροπόταμος, πηγάζει από την Πίνδο και είναι ο μεγαλύτερος ελληνικός ποταμός – γι’ αυτό και ο Όμηρος τον ονομάζει κρείων, δηλαδή βασιλιά των ποταμών. Το κάτω τμήμα του αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στην Αιτωλία και την Ακαρνανία, και ο ποταμός, αφού διαγράψει μια μακριά πορεία και ποτίσει πολλές και μεγάλες πεδιάδες, εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος. Άλλος ποταμός, ο Εύηνος, ο σημερινός Φίδαρης, πηγάζει από την Οίτη και, αφού διασχίσει την Αιτωλία, εκβάλλει 23 χιλιόμετρα δυτικά από το Αντίρριο.
Ο Εύηνος χωρίζει τις αιτωλικές περιοχές της Πλευρώνας και της Καλυδώνας, οι οποίες μπορεί να ήταν φημισμένες στους ηρωικούς χρόνους, αλλά αναδείχθηκαν πολύ περισσότερο ένδοξες στην εποχή μας, γιατί εκεί, γύρω από την Πλευρώνα, βρίσκεται το ηρωικό προπύργιο του νεότερου ελληνισμού, το Μεσολόγγι. Και επειδή μερικές αιτωλικές φυλές έφταναν μέχρι τις έρημες κορυφές της Οίτης, όπου είχαν γείτονες τους Δωριείς και τους Μαλιείς, η Ακαρνανία συνόρευε από ολόκληρη την ανατολική της πλευρά με την Αιτωλία, έχοντας νοτιοδυτικά το Ιόνιο πέλαγος και βόρεια τη μεγάλη χώρα της Ηπείρου, η οποία βόρεια έφτανε μέχρι τα Κεραύνια όρη, στα δυτικά μέχρι το Ιόνιο πέλαγος και στα ανατολικά χωριζόταν από τη Θεσσαλία από την οροσειρά της Πίνδου.
Οι Αιτωλοί που, όπως είναι γνωστό, ήταν χωρισμένοι σε πολλές και ποικίλες φυλές, ήταν ξακουστοί στα ηρωικά χρόνια, συμμετείχαν στην Κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, αλλά στους ιστορικούς χρόνους υπήρξαν αφανείς και χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τους άλλους Έλληνες, τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εμφανίστηκαν και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο τον 3ο αιώνα π.Χ.
Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι οι Αιτωλοί είχαν πάντα -και πριν από την τελευταία τους ακμή- ελληνικό πολίτευμα, για το οποίο έγραψε και ο Αριστοτέλης στο σπουδαίο έργο του για τα πολιτεύματα. Δυστυχώς, επειδή αυτό το σύγγραμμα χάθηκε, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για εκείνη την πολιτεία, για τα χρόνια πριν από τον 3ο αιώνα π.Χ., εκτός από την πληροφορία ότι οι συγκεντρώσεις τους και οι κοινές θρησκευτικές τους γιορτές τελούνταν στο Θέρμο, πόλη που βρίσκεται στα ανατολικά της λίμνης Τριχωνίδας -σήμερα [1890]- η λίμνη Ζυγού ή λίμνη Βραχωρίου.
Οι Ακαρνάνες δεν κατονομάζονται από τον Όμηρο και στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο παρέμειναν μακριά, όπως και οι Αιτωλοί, από την ελληνική πραγματικότητα. Ήταν όμως πάντα Έλληνες και ως τέτοιοι γίνονταν δεκτοί στους πανελλήνιους αγώνες, στους οποίους μόνο Έλληνες επιτρεπόταν να αγωνίζονται. Ωστόσο, και αυτοί ήταν ενωμένοι σε ομοσπονδία, γιατί είχαν κοινό δικαστήριο στις Όλπες και τελούσαν στο Άκτιο αγώνα με έπαθλο ένα στεφάνι. Μάλιστα ο Αριστοτέλης είχε γράψει για το πολίτευμά τους.
Την Ήπειρο την κατοικούσαν διάφορες φυλές, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν οι Χάονες, οι Θεσπρωτοί, οι Κασσωπαίοι και οι Μολοσσοί. Από τη μία ο Ηρόδοτος αποκαλεί τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς Έλληνες, ενώ ο Θουκυδίδης τους θεωρεί βάρβαρους. Ωστόσο και ο γεωγράφος Στράβωνας, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., αποκαλεί βάρβαρους τους Αθαμάνες, μια άλλη φυλή της Ηπείρου, την οποία ο Πλάτωνας, τον 4ο αιώνα π.Χ., συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στις ελληνικές.
Οι διαφορετικές απόψεις αυτών των συγγραφέων μπορούν εύκολα να ερμηνευτούν. Το γεγονός ότι την Ήπειρο κατοικούσαν φυλές που είχαν την ίδια γλώσσα, καταγωγή και θρησκεία με τους υπόλοιπους Έλληνες είναι αναμφισβήτητο. Για τον Αριστοτέλη, η περιοχή γύρω από τη Δωδώνη ήταν το λίκνο της ελληνικής φυλής γιατί, σύμφωνα με όσα λέει, χωρίς να αποκαλύπτει τις πηγές του, έφερε πριν από κάθε άλλη περιοχή το όνομα Ελλάς. Το βασιλικό γένος των Μολοσσών καυχιόταν πως κατάγεται από τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο.
Οι Θεσσαλοί ήρθαν, σύμφωνα με την παράδοση, από την Ήπειρο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στη Δωδώνη υπήρχε το πιο αρχαίο μαντείο της Ελλάδας, το οποίο ήδη την εποχή του Ομήρου ήταν πανελλήνια γνωστό, ενώ και στους ιστορικούς χρόνους το τιμούσαν ιδιαίτερα οι Έλληνες. Σε αυτό ο Δίας δημοσιοποιούσε τις αποφάσεις του αμέσως και όχι μέσω του Απόλλωνα, όπως συνέβαινε στους Δελφούς. Η θέληση του Δία αποκαλυπτόταν είτε με το θόρυβο που προκαλούσαν τα κλαδιά της ιερής βελανιδιάς είτε με τον κρότο που έκανε ένα μεταλλικό αγγείο, κάθε φορά που το χτυπούσε ένα μαστίγιο που ήταν στερεωμένο στο χέρι μικρού αγάλματος που ήταν τοποθετημένο απέναντι. Το μικρό άγαλμα το κουνούσε ο αέρας που φυσούσε.
Η ερμηνεία όλων αυτών των σημείων γινόταν από δυο τρεις γριές, τις πελειάδες, ή από ιερείς που ονομάζονταν Τομούροι, ή, τέλος, από τους Σελλούς, τους ερμηνευτές, που αναφέρει και ο Όμηρος. Μπορεί η φήμη του μαντείου να δέχτηκε πλήγμα εξαιτίας της φήμης που απέκτησε το μαντείο των Δελφών, αλλά εξακολουθούσαν και πολύ αργότερα να το επισκέπτονται και να ζητούν χρησμό όχι μόνο οι Ηπειρώτες, οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί, αλλά ακόμη και οι Αθηναίοι, και μάλιστα σε όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Έτσι, ακόμα και αν αφήσουμε κατά μέρος τις υπόλοιπες παραδόσεις και μαρτυρίες, δεν είναι δυνατόν να μη θεωρήσουμε ελληνική τη χώρα στην οποία έδρευε ένας από τους πιο ιερούς θεσμούς του ελληνικού έθνους. Επιπλέον, όλες οι πόλεις της Ηπείρου έφεραν ελληνικότατα ονόματα, όπως Χίμαιρα, Φοινίκη, Πειώδης λιμένας, Πάνορμος, Ελίκρανον, Σύβοτα, Ευρυμεναί, Εφύρα, Κασσώπη, Χαλκίς, Χαράδρα, Τετραφυλλία, Κραννών, Ηράκλεια κ.λπ.
Είναι αλήθεια ότι οι Ηπειρώτες, επειδή δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τους νοτιότερους κατοίκους της Ελλάδας, στους πρώτους ιστορικούς χρόνους, αλλά και επειδή η σχέση τους με τους Ιλλυριούς και τους Μακεδόνες ήταν στενή, δεν παρουσίασαν ανάλογη πρόοδο με τους υπόλοιπους Έλληνες στον τομέα της κοινωνικής εξέλιξης και γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις εξομοιώνονταν με τους βόρειους γείτονές τους. Δεν είναι λίγες φορές που στη διάρκεια του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. ονομάζονταν βάρβαροι.
Ωστόσο, ύστερα από τον 4ο αιώνα π.Χ. οι ηγεμόνες της Ηπείρου άρχισαν να ωφελούνται περισσότερο από τον ελληνικό πολιτισμό, με αποτέλεσμα η χώρα αυτή, στα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας, να εμφανίζεται και πάλι απόλυτα ελληνική, ενώ στη διάρκεια του Μεσαίωνα και στα νεότερα χρόνια αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές εστίες του ελληνισμού.
Όταν δηλαδή οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, στην αρχή του 13ου αιώνα, ξεκινώντας από την Ήπειρο ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός ίδρυσε το κράτος, μέσω του οποίου διασώθηκε το ελληνικό έθνος στην Ευρώπη. Ο ηγεμόνας του έφερε τον τίτλο Δεσπότης της Ελλάδας. Επίσης, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στην Ήπειρο εξεγέρθηκαν οι ήρωες του Σουλίου και στην Ήπειρο γεννήθηκαν οι πιο σημαντικοί ευεργέτες των ελληνικών γραμμάτων.
Ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από την οικία του Φαύνου στην Πομπηία (περ. 100 π.Χ.).
Η αρχαία Ήπειρος είναι μία από τις ελληνικές περιοχές στις οποίες
διασώθηκε ο βασιλικός θεσμός στους ιστορικούς χρόνους. Οι Χάονες και οι
Θεσπρωτοί μπορεί να ονομάζονται από τον Θουκυδίδη αβασίλευτοι, γιατί, αν
και είχαν προνομιούχο βασιλικό γένος, ωστόσο όσοι κατάγονταν από αυτό
ηγούνταν των φυλών τους για ένα χρόνο μόνο, «επετησίω προστατεία», που
σημαίνει ότι εκλέγονταν κάθε χρόνο. Αντίθετα οι Μολοσσοί είχαν
βασιλιάδες που, σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από το φημισμένο
γένος των Αιακιδών.
Αυτοί οι βασιλιάδες, τον 5ο αιώνα π.Χ., ζούσαν πολύ απλά και ο
Άδμητος, προς τον οποίο κατέφυγε ο Αθηναίος Θεμιστοκλής, ζούσε ως
επικεφαλής κωμόπολης παρά ως άρχοντας σημαντικού κράτους. Αλλά ο γιος ή ο
εγγονός του, ο Αρρύβας, που ανατράφηκε στην Αθήνα, εισήγαγε στην
πατρίδα του ένα καλύτερο πολίτευμα και οι διάδοχοί του επέκτειναν το
κράτος τους στο μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, ενώ, τέλος, ο Πύρρος, ο
οποίος έδρασε τον 3ο αιώνα π.Χ., αφού κυρίευσε την Αμβρακία, ελληνική
πόλη, την έκανε πρωτεύουσά του και το κράτος του απόλυτα ελληνικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου