Πιο
συγκεκριμένα, η επιστημονική ομάδα που έκανε τις έρευνες κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι οι πληθυσμοί κροκοδείλων της δυτικής και κεντρικής
Αφρικής δεν ανήκαν όλοι στο ίδιο είδος (Mecistops cataphractus)
αλλά οι πληθυσμοί της κεντρικής Αφρικής (Κονγκό, Τανζανία)
διαφοροποιήθηκαν πριν αρκετές χιλιάδες χρόνια, δημιουργώντας ουσιαστικά
ένα καινούργιο είδος (Mecistops leptorhynchus).
Ο διαχωρισμός προήλθε σχεδόν πριν από 8 εκατομμύρια χρόνια εξαιτίας της ηφαιστειακής δραστηριότητας στην περιοχή του σημερινού Καμερούν, όταν η ηφαιστειακή τέφρα σε συνδυασμό με τις μεγάλες γεωλογικές αλλαγές, προκάλεσε την δημιουργία ορεινών όγκων, που διαχώρισαν τους υπάρχοντες πληθυσμούς, με αποτέλεσμα η εξελικτική τους πορεία να είναι αρκετά διαφορετική. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη ο γενετικός κώδικας των δύο ειδών διαφέρει περισσότερο από 5% μεταξύ τους, ποσοστό που είναι αρκετό για να λογίζεται πλέον ως ξεχωριστό είδος.
Μάλιστα, η ανακάλυψη αυτή έχει σημαντικότατες επιπτώσεις, καθώς μειώνει ακόμα περισσότερο τον ήδη μικρό πληθυσμό των «κατάφρακτων κροκόδειλων», που πλέον συγκαταλέγονται στα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση τα προσεχή χρόνια, καθώς υπολογίζεται πως μόνο 500 άτομα ζουν ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον.
Το νέο είδος κροκόδειλων ονομάστηκε Mecistops leptorhynchus κι εμφανίζει αρκετές διαφορές με τον κοντινό του «ξάδερφο» της δυτικής Αφρικής, όπως το μαλακότερο δέρμα, το μακρύτερο ρύγχος και οι διαφορετικές διατροφικές συνήθειες, ενώ το μήκος των ενήλικων αρσενικών μπορεί να φτάσει ως και τα τρία μέτρα, σαφώς μικρότερο από τους τεράστιους συγγενείς του στο Νείλο, την Ωκεανία και την Λατινική Αμερική.
Τέλος, να σημειωθεί πως πρόκειται για το πρώτο νέο είδος κροκόδειλου που καταγράφεται λεπτομερώς και με ξεχωριστό όνομα από το 1935, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο ΄ένα νέο κεφάλαιο στην μελέτη και την προστασία των επιβλητικών ερπετών.
Πληροφορίες: National Geographic
Ο διαχωρισμός προήλθε σχεδόν πριν από 8 εκατομμύρια χρόνια εξαιτίας της ηφαιστειακής δραστηριότητας στην περιοχή του σημερινού Καμερούν, όταν η ηφαιστειακή τέφρα σε συνδυασμό με τις μεγάλες γεωλογικές αλλαγές, προκάλεσε την δημιουργία ορεινών όγκων, που διαχώρισαν τους υπάρχοντες πληθυσμούς, με αποτέλεσμα η εξελικτική τους πορεία να είναι αρκετά διαφορετική. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη ο γενετικός κώδικας των δύο ειδών διαφέρει περισσότερο από 5% μεταξύ τους, ποσοστό που είναι αρκετό για να λογίζεται πλέον ως ξεχωριστό είδος.
Μάλιστα, η ανακάλυψη αυτή έχει σημαντικότατες επιπτώσεις, καθώς μειώνει ακόμα περισσότερο τον ήδη μικρό πληθυσμό των «κατάφρακτων κροκόδειλων», που πλέον συγκαταλέγονται στα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση τα προσεχή χρόνια, καθώς υπολογίζεται πως μόνο 500 άτομα ζουν ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον.
Το νέο είδος κροκόδειλων ονομάστηκε Mecistops leptorhynchus κι εμφανίζει αρκετές διαφορές με τον κοντινό του «ξάδερφο» της δυτικής Αφρικής, όπως το μαλακότερο δέρμα, το μακρύτερο ρύγχος και οι διαφορετικές διατροφικές συνήθειες, ενώ το μήκος των ενήλικων αρσενικών μπορεί να φτάσει ως και τα τρία μέτρα, σαφώς μικρότερο από τους τεράστιους συγγενείς του στο Νείλο, την Ωκεανία και την Λατινική Αμερική.
Τέλος, να σημειωθεί πως πρόκειται για το πρώτο νέο είδος κροκόδειλου που καταγράφεται λεπτομερώς και με ξεχωριστό όνομα από το 1935, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο ΄ένα νέο κεφάλαιο στην μελέτη και την προστασία των επιβλητικών ερπετών.
Πληροφορίες: National Geographic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου