Το βαρύ ύδωρ είναι νερό που αντί για δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου, έχει δύο άτομα ενός ισότοπου του υδρογόνου, του δευτερίου, και ένα άτομο οξυγόνου. Λέγεται αλλιώς οξείδιο του δευτερίου και ο χημικός του τύπος είναι D2O, ή και 2H2O.
Το βαρύ ύδωρ είναι υγρό, άχρωμο και άοσμο και βρίσκεται αναμειγμένο με το κοινό νερό σε αναλογία 1 προς 6.760 μέρη νερού. Έχει σημείο βρασμού 101,4οC, σημείο πήξης 3,8 οC. Επίσης η πυκνότητά του είναι μεγαλύτερη από εκείνη του κοινού νερού έχοντας μοριακό βάρος 20. Λαμβάνεται από το κοινό νερό με ηλεκτρόλυση.
Το αέριο που παράγεται στην κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση είναι ελαφρό υδρογόνο ενώ το νερό που παραμένει στη συσκευή είναι περισσότερο εμπλουτισμένο με D2O. Αν η ηλεκτρόλυση παραταθεί με εκατοντάδες λίτρα νερού μέχρι που να μείνουν στη συσκευή κάποια κυβικά εκατοστά υγρού υπολείμματος πρακτικά αυτό θα είναι βαρύ ύδωρ. Για πρώτη φορά παρασκευάστηκε από τον καθηγητή Τέυλορ, σύμφωνα με τον οποίο 5.000 μέρη κοινού νερού περιέχουν ένα μέρος οξειδίου του δευτερίου που όμως δεν ήταν ακριβές.
Μετά από διάφορα πειράματα που έχουν γίνει, διαπιστώθηκε ότι το βαρύ ύδωρ επηρεάζει την ανάπτυξη των ζωικών οργανισμών μέσα σ'αυτό, μόνο ως προς το ότι επιβραδύνει το ρυθμό της. Οι ίδιοι οργανισμοί δηλαδή αναπτύσσονται με μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στο κοινό νερό παρά μέσα στο βαρύ ύδωρ.
Λόγω της σπουδαίας ιδιότητας που έχει το βαρύ ύδωρ να μειώνει την ενέργεια των νετρονίων, σήμερα η παραγωγή του έχει μεταφερθεί σε βιομηχανική κλίμακα όπου και χρησιμοποιείται κυρίως στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ως επιβραδυντής. Για το λόγο αυτό η σε μεγάλες ποσότητες διακίνησή του είναι ελεγχόμενη, σε αντίθεση με μικροποσότητες που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στα εργαστήρια ως ιχνηθέτης στη παρακολούθηση του μηχανισμού διαφόρων χημικών ή και βιοχημικών φαινομένων.
Τέλος σημειώνεται ότι μεταξύ του βαρέος ύδατος και του νερού διακρίνεται το ημιβαρές ύδωρ.
Το βαρύ ύδωρ είναι υγρό, άχρωμο και άοσμο και βρίσκεται αναμειγμένο με το κοινό νερό σε αναλογία 1 προς 6.760 μέρη νερού. Έχει σημείο βρασμού 101,4οC, σημείο πήξης 3,8 οC. Επίσης η πυκνότητά του είναι μεγαλύτερη από εκείνη του κοινού νερού έχοντας μοριακό βάρος 20. Λαμβάνεται από το κοινό νερό με ηλεκτρόλυση.
Το αέριο που παράγεται στην κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση είναι ελαφρό υδρογόνο ενώ το νερό που παραμένει στη συσκευή είναι περισσότερο εμπλουτισμένο με D2O. Αν η ηλεκτρόλυση παραταθεί με εκατοντάδες λίτρα νερού μέχρι που να μείνουν στη συσκευή κάποια κυβικά εκατοστά υγρού υπολείμματος πρακτικά αυτό θα είναι βαρύ ύδωρ. Για πρώτη φορά παρασκευάστηκε από τον καθηγητή Τέυλορ, σύμφωνα με τον οποίο 5.000 μέρη κοινού νερού περιέχουν ένα μέρος οξειδίου του δευτερίου που όμως δεν ήταν ακριβές.
Μετά από διάφορα πειράματα που έχουν γίνει, διαπιστώθηκε ότι το βαρύ ύδωρ επηρεάζει την ανάπτυξη των ζωικών οργανισμών μέσα σ'αυτό, μόνο ως προς το ότι επιβραδύνει το ρυθμό της. Οι ίδιοι οργανισμοί δηλαδή αναπτύσσονται με μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στο κοινό νερό παρά μέσα στο βαρύ ύδωρ.
Λόγω της σπουδαίας ιδιότητας που έχει το βαρύ ύδωρ να μειώνει την ενέργεια των νετρονίων, σήμερα η παραγωγή του έχει μεταφερθεί σε βιομηχανική κλίμακα όπου και χρησιμοποιείται κυρίως στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ως επιβραδυντής. Για το λόγο αυτό η σε μεγάλες ποσότητες διακίνησή του είναι ελεγχόμενη, σε αντίθεση με μικροποσότητες που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στα εργαστήρια ως ιχνηθέτης στη παρακολούθηση του μηχανισμού διαφόρων χημικών ή και βιοχημικών φαινομένων.
Τέλος σημειώνεται ότι μεταξύ του βαρέος ύδατος και του νερού διακρίνεται το ημιβαρές ύδωρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου