Το Δεσποτικό είναι ένα ακατοίκητο σύμπλεγμα νησίδων και βρίσκεται
νοτιοδυτικά της Αντιπάρου. Στο ίδιο σύμπλεγμα ανήκουν επίσης τα νησάκια
Τσιμιντήρι και Στρογγυλό. Το Δεσποτικό σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα
και τον ιστοριογράφο Πλίνιο, στην αρχαιότητα ονομάζονταν Πρεπέσινθος,
ενώ σήμερα ονομάζεται και Επισκοπή. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, οι
κάτοικοι της αρχαίας Πάρου ίδρυσαν εκεί λαμπρό ιερό του Απόλλωνα ως
απάντηση στην αθηναϊκή κυριαρχία της Δήλου. Με αυτό τον τρόπο θέλησαν να
εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο, αλλά γρήγορα βρέθηκαν στο
στόχαστρο των αντιπάλων τους.
Οι ενδείξεις ότι το μικρό νησάκι ήταν κέντρο εμπορίου, αλλά και λατρευτικός χώρος στην αρχαιότητα, οδήγησαν τους αρχαιολόγους σε ανασκαφές, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Χρήστο Τσούντα. Οι πρώτες έρευνες του Τσούντα, αλλά και οι μετέπειτα προσπάθειες του Ν. Ζαφειρόπουλου το 1959, έφεραν στο φως περισσότερους από 50 πρωτοκυκλαδικούς τάφους, γεγονός που αποδεικνύει ότι παλαιότερα το νησί κατοικείτο. Εκτός από τους τάφους, ο Ζαφειρόπουλος ανακάλυψε και τμήματα ενός δωρικού ναού που χρονολογήθηκαν περίπου στο 500 π.Χ.
Στο Δεσποτικό λειτούργησε ένα μεγάλο και οργανωμένο αρχαϊκό ιερό με φήμη και πλούτο. Το έχτισαν οι κάτοικοι της αρχαίας Πάρου για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο. Η ακμή του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η λατρευτική θεότητα του Δεσποτικού ήταν ο Θεός Απόλλωνας, ενώ η τοποθεσία του το μετέτρεψε σε σημαντικό αγκυροβόλιο στο παρελθόν.
Το νησάκι λεηλατήθηκε και ερήμωσε περίπου το 1675 όταν δέχτηκε επίθεση από Γάλλους πειρατές. Αρχηγός τους ήταν ο Υγκό ντε Κρεβαλιέ, ο οποίος ήθελε να εκδικηθεί τους κατοίκους του Δεσποτικού, επειδή είχαν «προδώσει» στις οθωμανικές αρχές τον πειρατή Ντανιέλ, που είχε γίνει κυρίαρχος στη ευρύτερη περιοχή.
Παρόλο που το Δεσποτικό από τότε δεν ξανακατοικήθηκε, κρύβει μια πλούσια ιστορία την οποία μαρτυρούν τα ευρήματα που έρχονται συνεχώς στο φως από τους αρχαιολόγους. Από το 1997 επικεφαλής των ανασκαφών είναι ο αρχαιολόγος Γιάννος Κουράγιος.
Η Πάρος και η Νάξος προσπαθούσαν έντονα την αρχαϊκή περίοδο να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο κόντρα στην αθηναϊκή ηγεμονία. Οι Αθηναίοι όμως επικράτησαν με κέντρο την Δήλο όπου έγινε κέντρο λατρείας και εμπορίου. Η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε στους Πάριους που επιχείρησαν να δημιουργήσουν το δικό τους ιερό νησί, επιλέγοντας το Δεσποτικό. Εκεί ανήγειραν μεγάλο ιερό το οποίο οι αρχαιολόγοι σήμερα ανασκάπτουν.
Το εντυπωσιακό είναι ότι μετά από δύο δεκαετίες ερευνών στο ιερό δεν εντοπίστηκαν επιγραφές. Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι αυτό συνέβη επειδή οι Αθηναίοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος για πολιτικούς λόγους. Ο Γ.Κουράγιος είχε δώσει εξήγηση παλαιότερα στην Καθημερινή:
«Οι Αθηναίοι δεν θέλησαν να τιμωρήσουν τους Πάριους επειδή πήγαν με τους Πέρσες (μήδισαν), αλλά εξαιτίας του πλούτου που είχε το νησί λόγω του μαρμάρου της».
Ο ανασκαφέας του Δεσποτικού Γιάννος Κουράγιος (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), αναφέρει ότι «πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση ιερό μετά απ’ αυτό της Δήλου».
Έως σήμερα έχει έρθει στο φως ένα εκτεταμένο αρχαϊκό ιερό, η ακμή του οποίου χρονολογείται στον 6ο αι.π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στον 9ο και 8ο αι. π. Χ. στη γεωμετρική εποχή. Το κέντρο της λατρείας ήταν ένα προστατευμένο με περίβολο τέμενος, στο οποίο δέσποζε ο μαρμάρινος πρόστυλος ναός και δίπλα σε αυτόν το τελετουργικό εστιατόριο και άλλα δυο μαρμάρινα οικοδομήματα λατρευτικού χαρακτήρα. Στο κέντρο βρισκόταν ο μεγάλος μαρμάρινος ημικυκλικός βωμός, ενώ μπροστά από το ναό ο βωμός της Εστίας Ισθμίας.
Η κατεξοχήν λατρευόµενη θεότητα στο ιερό κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο ήταν ο Απόλλωνας, ενώ στην κλασική περίοδο λατρευόταν και η θεά Εστία µε το επίθετο «Ισθµία».
Στις πρόσφατες έρευνες αποκαλύφθηκε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα συνολικών διαστάσεων 35 Χ 15μ., το οποίο βρίσκεται στην νότια πλευρά του αρχαϊκού τεμένους δίπλα στη νότια είσοδο του ιερού. Από τα πολυπληθή ευρήματα προκύπτει ότι το νέο συγκρότημα, το οποίο ανήκει στην αρχαϊκή περίοδο (εποχή ίδρυσης του ιερού), γνώρισε διάφορες οικοδομικές φάσεις με επεκτάσεις και προσθήκες δωματίων, κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο.
Tμήμα του κτηριακού συγκροτήματος αυτού περιλαμβάνει οικοδόμημα ορθογώνιας κάτοψης, διαστάσεων 20Χ12μ., που αποτελείται από πέντε δωμάτια με εισόδους στη νότια πλευρά που επικοινωνούν με μεγάλο ανοικτό αίθριο και επιβλητική είσοδο. Τα δωμάτια φέρουν πλακόστρωτα δάπεδα και διάφορες κατασκευές στο εσωτερικό τους, μάλλον για τελετουργική χρήση.
Δυτικά του κτιριακού συγκροτήματος αυτού αποκαλύφθηκε ακόμη ένα μεγάλο κτίριο αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια, ενώ σε ένα από αυτά βρέθηκε κτιστός τετράγωνος βωμός από σχιστολιθικές πλάκες. Αποκαλύφθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και περισσότερα από είκοσι θραύσματα αγγείων με εγχάρακτες επιγραφές του ονόματος του Απόλλωνα, που επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την λατρεία του θεού στη συγκεκριμένη θέση.
Η αποκάλυψή των παραπάνω κτιρίων αποτελεί μαρτυρία για τη συνέχιση της λειτουργίας του ιερού και στους κλασικούς-ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και για τη μεγάλη έκτασή και πολύπλοκη χωροταξική οργάνωσή του, που αντανακλούν τη μεγάλη φήμη και επισκεψιμότητα του έως και τον 3ο αι.π.Χ.
Επιπλέον, ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν και στο Κτίριο Ζ, που βρίσκεται έξω από τον λατρευτικό περίβολο του τεμένους, όπου αποκαλύφθηκαν ακόμη δύο δωμάτια του και μεγάλη ποσότητα εισηγμένης γραπτής αττικής κεραμικής κλασικών χρόνων. Επίσης, αποκαλύφθηκε τοίχος μεγάλων διαστάσεων κατά μήκος της οδού που θα έπαιρναν οι πιστοί από το αρχαίο λιμάνι προς το τέμενος, που είχε οχυρωματικό χαρακτήρα για να προστατεύσει τα κτίρια, που εκτείνονταν στη χερσόνησο του Δεσποτικού, εκτός του λατρευτικού περιβόλου.
Στα πολυάριθμα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας συγκαταλέγονται θραύσμα από την κνήμη ποδιού αρχαϊκού κούρου, τρία θραύσματα κάτω άκρων κούρων – που έρχονται να προστεθούν στα 65 ήδη αποκαλυφθέντα θραύσματα μαρμάρινων αρχαϊκών κούρων- καθώς και τμήμα μιας ιδιαίτερης μαρμάρινης αρχαϊκής βάσης αγάλματος με την πλίνθο της, η οποία φέρει την επιγραφή (Α)ΝΕΘΗ(ΚΕ), ακέραιο πήλινο ακροκέραμο, θραύσματα ερυθρόμορφου κρατήρα με παράσταση του θεού Διόνυσου, περισσότερα από είκοσι μελαμβαφή λυχνάρια, 33 ενεπίγραφα θραύσματα σκύφων και κυλίκων με το όνομα του Απόλλωνα (Α, ΑΠ, ΑΠΟΛ), θραύσματα μηλιακών-παριανών αγγείων και θραύσματα μελανόμορφων αγγείων αττικής προέλευσης (τέλη 6ου αι. π. Χ), πήλινη αρχαϊκή λεκάνη με περίτεχνες λαβές, πήλινα ειδώλια και χάλκινα αντικείμενα.
Οι εργασίες αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και του εστιατορίου έχουν αποκτήσει πρωταρχική σημασία, αφού στοχεύουν στην συμπλήρωση της κάτοψης των μνημείων και στην υποδήλωση της τρίτης διάστασης, ώστε να γίνει το μνημείο κατανοητό στον επισκέπτη.
Η ολοκλήρωσή του έργου αναστήλωσης και συντήρησης έχει ως απώτερο σκοπό την οργάνωση και ανάδειξη του χώρου σε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο στις Κυκλάδες, με εποπτικό ενημερωτικό υλικό και διαδρομές περιήγησης, σε όλο το νησί, αφού πρόκειται για ένα από τα μοναδικά ακατοίκητα νησιά στις Κυκλάδες, με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος.
Οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν χάρη στις ευγενικές χορηγίες των Ιδρυμάτων Α.Γ.Λεβέντη, Α&Π Κανελλοπούλου,των Αθανασίου και Μαρίνας Μαρτίνου, του ΔΙ.ΚΕ.ΜΕΣ (πρόεδρος Αλέξης Φυλακτόπουλος), των Αλίκης και Αταλάντας Γουλανδρή, της Μαρίας Εμπειρίκου, του Γιάννη Φούφα, ενώ σημαντική υπήρξε και η συμβολή του Δήμου Αντιπάρου και της Κοινοπραξίας Φεριμπότ Αντιπάρου στη διαμονή και μετακίνηση των μελών της ανασκαφής.
Οι ενδείξεις ότι το μικρό νησάκι ήταν κέντρο εμπορίου, αλλά και λατρευτικός χώρος στην αρχαιότητα, οδήγησαν τους αρχαιολόγους σε ανασκαφές, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Χρήστο Τσούντα. Οι πρώτες έρευνες του Τσούντα, αλλά και οι μετέπειτα προσπάθειες του Ν. Ζαφειρόπουλου το 1959, έφεραν στο φως περισσότερους από 50 πρωτοκυκλαδικούς τάφους, γεγονός που αποδεικνύει ότι παλαιότερα το νησί κατοικείτο. Εκτός από τους τάφους, ο Ζαφειρόπουλος ανακάλυψε και τμήματα ενός δωρικού ναού που χρονολογήθηκαν περίπου στο 500 π.Χ.
Στο Δεσποτικό λειτούργησε ένα μεγάλο και οργανωμένο αρχαϊκό ιερό με φήμη και πλούτο. Το έχτισαν οι κάτοικοι της αρχαίας Πάρου για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο. Η ακμή του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η λατρευτική θεότητα του Δεσποτικού ήταν ο Θεός Απόλλωνας, ενώ η τοποθεσία του το μετέτρεψε σε σημαντικό αγκυροβόλιο στο παρελθόν.
Το νησάκι λεηλατήθηκε και ερήμωσε περίπου το 1675 όταν δέχτηκε επίθεση από Γάλλους πειρατές. Αρχηγός τους ήταν ο Υγκό ντε Κρεβαλιέ, ο οποίος ήθελε να εκδικηθεί τους κατοίκους του Δεσποτικού, επειδή είχαν «προδώσει» στις οθωμανικές αρχές τον πειρατή Ντανιέλ, που είχε γίνει κυρίαρχος στη ευρύτερη περιοχή.
Παρόλο που το Δεσποτικό από τότε δεν ξανακατοικήθηκε, κρύβει μια πλούσια ιστορία την οποία μαρτυρούν τα ευρήματα που έρχονται συνεχώς στο φως από τους αρχαιολόγους. Από το 1997 επικεφαλής των ανασκαφών είναι ο αρχαιολόγος Γιάννος Κουράγιος.
Η Πάρος και η Νάξος προσπαθούσαν έντονα την αρχαϊκή περίοδο να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο κόντρα στην αθηναϊκή ηγεμονία. Οι Αθηναίοι όμως επικράτησαν με κέντρο την Δήλο όπου έγινε κέντρο λατρείας και εμπορίου. Η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε στους Πάριους που επιχείρησαν να δημιουργήσουν το δικό τους ιερό νησί, επιλέγοντας το Δεσποτικό. Εκεί ανήγειραν μεγάλο ιερό το οποίο οι αρχαιολόγοι σήμερα ανασκάπτουν.
Το εντυπωσιακό είναι ότι μετά από δύο δεκαετίες ερευνών στο ιερό δεν εντοπίστηκαν επιγραφές. Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι αυτό συνέβη επειδή οι Αθηναίοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος για πολιτικούς λόγους. Ο Γ.Κουράγιος είχε δώσει εξήγηση παλαιότερα στην Καθημερινή:
«Οι Αθηναίοι δεν θέλησαν να τιμωρήσουν τους Πάριους επειδή πήγαν με τους Πέρσες (μήδισαν), αλλά εξαιτίας του πλούτου που είχε το νησί λόγω του μαρμάρου της».
Ο ανασκαφέας του Δεσποτικού Γιάννος Κουράγιος (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), αναφέρει ότι «πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση ιερό μετά απ’ αυτό της Δήλου».
Οι ανασκαφές
Έως σήμερα έχει έρθει στο φως ένα εκτεταμένο αρχαϊκό ιερό, η ακμή του οποίου χρονολογείται στον 6ο αι.π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στον 9ο και 8ο αι. π. Χ. στη γεωμετρική εποχή. Το κέντρο της λατρείας ήταν ένα προστατευμένο με περίβολο τέμενος, στο οποίο δέσποζε ο μαρμάρινος πρόστυλος ναός και δίπλα σε αυτόν το τελετουργικό εστιατόριο και άλλα δυο μαρμάρινα οικοδομήματα λατρευτικού χαρακτήρα. Στο κέντρο βρισκόταν ο μεγάλος μαρμάρινος ημικυκλικός βωμός, ενώ μπροστά από το ναό ο βωμός της Εστίας Ισθμίας.
Η κατεξοχήν λατρευόµενη θεότητα στο ιερό κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο ήταν ο Απόλλωνας, ενώ στην κλασική περίοδο λατρευόταν και η θεά Εστία µε το επίθετο «Ισθµία».
Στις πρόσφατες έρευνες αποκαλύφθηκε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα συνολικών διαστάσεων 35 Χ 15μ., το οποίο βρίσκεται στην νότια πλευρά του αρχαϊκού τεμένους δίπλα στη νότια είσοδο του ιερού. Από τα πολυπληθή ευρήματα προκύπτει ότι το νέο συγκρότημα, το οποίο ανήκει στην αρχαϊκή περίοδο (εποχή ίδρυσης του ιερού), γνώρισε διάφορες οικοδομικές φάσεις με επεκτάσεις και προσθήκες δωματίων, κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο.
Tμήμα του κτηριακού συγκροτήματος αυτού περιλαμβάνει οικοδόμημα ορθογώνιας κάτοψης, διαστάσεων 20Χ12μ., που αποτελείται από πέντε δωμάτια με εισόδους στη νότια πλευρά που επικοινωνούν με μεγάλο ανοικτό αίθριο και επιβλητική είσοδο. Τα δωμάτια φέρουν πλακόστρωτα δάπεδα και διάφορες κατασκευές στο εσωτερικό τους, μάλλον για τελετουργική χρήση.
Δυτικά του κτιριακού συγκροτήματος αυτού αποκαλύφθηκε ακόμη ένα μεγάλο κτίριο αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια, ενώ σε ένα από αυτά βρέθηκε κτιστός τετράγωνος βωμός από σχιστολιθικές πλάκες. Αποκαλύφθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και περισσότερα από είκοσι θραύσματα αγγείων με εγχάρακτες επιγραφές του ονόματος του Απόλλωνα, που επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την λατρεία του θεού στη συγκεκριμένη θέση.
Η αποκάλυψή των παραπάνω κτιρίων αποτελεί μαρτυρία για τη συνέχιση της λειτουργίας του ιερού και στους κλασικούς-ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και για τη μεγάλη έκτασή και πολύπλοκη χωροταξική οργάνωσή του, που αντανακλούν τη μεγάλη φήμη και επισκεψιμότητα του έως και τον 3ο αι.π.Χ.
Επιπλέον, ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν και στο Κτίριο Ζ, που βρίσκεται έξω από τον λατρευτικό περίβολο του τεμένους, όπου αποκαλύφθηκαν ακόμη δύο δωμάτια του και μεγάλη ποσότητα εισηγμένης γραπτής αττικής κεραμικής κλασικών χρόνων. Επίσης, αποκαλύφθηκε τοίχος μεγάλων διαστάσεων κατά μήκος της οδού που θα έπαιρναν οι πιστοί από το αρχαίο λιμάνι προς το τέμενος, που είχε οχυρωματικό χαρακτήρα για να προστατεύσει τα κτίρια, που εκτείνονταν στη χερσόνησο του Δεσποτικού, εκτός του λατρευτικού περιβόλου.
Στα πολυάριθμα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας συγκαταλέγονται θραύσμα από την κνήμη ποδιού αρχαϊκού κούρου, τρία θραύσματα κάτω άκρων κούρων – που έρχονται να προστεθούν στα 65 ήδη αποκαλυφθέντα θραύσματα μαρμάρινων αρχαϊκών κούρων- καθώς και τμήμα μιας ιδιαίτερης μαρμάρινης αρχαϊκής βάσης αγάλματος με την πλίνθο της, η οποία φέρει την επιγραφή (Α)ΝΕΘΗ(ΚΕ), ακέραιο πήλινο ακροκέραμο, θραύσματα ερυθρόμορφου κρατήρα με παράσταση του θεού Διόνυσου, περισσότερα από είκοσι μελαμβαφή λυχνάρια, 33 ενεπίγραφα θραύσματα σκύφων και κυλίκων με το όνομα του Απόλλωνα (Α, ΑΠ, ΑΠΟΛ), θραύσματα μηλιακών-παριανών αγγείων και θραύσματα μελανόμορφων αγγείων αττικής προέλευσης (τέλη 6ου αι. π. Χ), πήλινη αρχαϊκή λεκάνη με περίτεχνες λαβές, πήλινα ειδώλια και χάλκινα αντικείμενα.
Οι εργασίες αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και του εστιατορίου έχουν αποκτήσει πρωταρχική σημασία, αφού στοχεύουν στην συμπλήρωση της κάτοψης των μνημείων και στην υποδήλωση της τρίτης διάστασης, ώστε να γίνει το μνημείο κατανοητό στον επισκέπτη.
Η ολοκλήρωσή του έργου αναστήλωσης και συντήρησης έχει ως απώτερο σκοπό την οργάνωση και ανάδειξη του χώρου σε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο στις Κυκλάδες, με εποπτικό ενημερωτικό υλικό και διαδρομές περιήγησης, σε όλο το νησί, αφού πρόκειται για ένα από τα μοναδικά ακατοίκητα νησιά στις Κυκλάδες, με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος.
Οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν χάρη στις ευγενικές χορηγίες των Ιδρυμάτων Α.Γ.Λεβέντη, Α&Π Κανελλοπούλου,των Αθανασίου και Μαρίνας Μαρτίνου, του ΔΙ.ΚΕ.ΜΕΣ (πρόεδρος Αλέξης Φυλακτόπουλος), των Αλίκης και Αταλάντας Γουλανδρή, της Μαρίας Εμπειρίκου, του Γιάννη Φούφα, ενώ σημαντική υπήρξε και η συμβολή του Δήμου Αντιπάρου και της Κοινοπραξίας Φεριμπότ Αντιπάρου στη διαμονή και μετακίνηση των μελών της ανασκαφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου