Η Κρήτη
βρίσκεται στο μέσο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, επάνω στο
σταυροδρόμι των αεροπορικών και θαλάσσιων συγκοινωνιών από τα ανατολικά
προς τα δυτικά και από τα βόρεια προς τα νότια ή και αντίστροφα. Για το
λόγο αυτό αποτελεί εξαίρετη βάση αεροναυτικών επιχειρήσεων προς κάθε
κατεύθυνση και εξασφαλίζει σε αυτόν που την κατέχει τον έλεγχο όλων των
συγκοινωνιών στη Μεσόγειο. Τα χαρακτηριστικά αυτά της προσδίδουν
ιδιαίτερη στρατηγική σημασία. απόρροια της οποίας, ήταν να βρεθεί η
Κρήτη, από τις αρχές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος τόσο των Βρετανών, όσο και του Χίτλερ.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, τη
Διοίκηση των Βρετανικών και Ελληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο
Διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φρέϊμπεργκ. Η
συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά από ενίσχυσή της και από
δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν περίπου
σε 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς. Μειονεκτούσε όμως, σοβαρά σε
θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια
βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας. Καθόσον οι Βρετανοί δεν
υλοποίησαν την υπόσχεσή τους περί παροχής ατομικού και βαρέως οπλισμού.
Πέρα απ' αυτό, αεροπορία στη νήσο δεν υπήρχε, ενώ τα διατιθέμενα
πυροβόλα και άρματα κρίνονταν τελείως ανεπαρκή.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων που
θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση κατά της Κρήτης ανερχόταν σε 22.750
άνδρες, 1.370 αεροπλάνα και 70 πλοία. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και
μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα
ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα
αποβιβαζόταν από τη Δωδεκάνησο στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η
ενέργεια αυτή, τελικά, πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της
νήσου είχε ήδη κριθεί.