Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Κοντά στην ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της γυναίκας του Μ. Αλεξάνδρου

 

 Μπροστά σε μια μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη πιθανόν να βρίσκονται τα συνεργεία της ΚΗ’ Εφορείας Κλασσικών Αρχαιοτήτων Σερρών.

Μετά από έρευνες ετών και αξιοποιώντας την ιστοριογραφία και τις προφορικές παραδόσεις της περιοχής, οι αρχαιολόγοι κατέληξαν σε μία «τούμπα» σε αγροτική περιοχή του Δήμου Αμφίπολης. Το μεγάλο μυστικό που κρύβεται στο εσωτερικό της αφορά στον εντοπισμό των τάφων της συζύγου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ρωξάνης, και του υιού τους, Αλέξανδρου Δ’.

Οι προσπάθειες για ανασκαφές στην «τούμπα» ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια τον Ιούλιο του 2009, ωστόσο σταμάτησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το φετινό καλοκαίρι, οι προσπάθειες εντάθηκαν κι εδώ και δύο μήνες οι ενδείξεις είναι σοβαρές για την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της συζύγου και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η Αθήνα εγινε σαν σήμερα, το 1834, πρωτεύουσα της Ελλάδας




Όταν το 1834 η Αθήνα ανακηρύχθηκε επίσημα πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό 7.000 κατοίκων, απλωμένο γύρω από το βράχο της Ακρόπολης. Έμοιαζε τότε η Αθήνα με «αρχαιολογικό κήπο» ερειπίων όπου χαλασμένα και ερειπωμένα αρχαία, βυζαντινά και μεσαιωνικά κτίρια βρίσκονταν δίπλα σε τρισάθλιες καλύβες, όπου ζούσαν οι πάμφτωχοι, τότε, Αθηναίοι.
Η απόφαση για τον ορισμό της μελλοντικής ελληνικής πρωτεύουσας, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Προσωπικότητες της εποχής, πολιτικοί, αλλά και εξειδικευμένοι επιστήμονες (αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι κ.α.) πήραν μέρος στη συζήτηση, προσπαθώντας να επηρεάσουν τις εξελίξεις και την τελική απόφαση. Οι πόλεις που προτάθηκαν ήταν, μεταξύ άλλων, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, ο Πειραιάς, το Άργος, καθώς και το Ναύπλιο - η μέχρι τότε πρωτεύουσα της χώρας.
Τελικά, η πλάστιγγα έγειρε προς την Αθήνα, η οποία το Σεπτέμβριο του 1834 ανακηρύχθηκε επίσημα σε «Βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα». Οι λόγοι που οδήγησαν στο να πάρει τελικά η Αθήνα το «χρίσμα», έχουν να κάνουν με την ένδοξη ιστορία της ως λίκνο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (την απόφαση πιθανότατα επηρέασε ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, ο οποίος ήταν γνωστός αρχαιολάτρης).