Μια παράξενη σκιά, λένε για ένα φάντασμα, που τριγυρνά τα βράδια στις απόκρυμνες ακτές των Πυλών της Καρπάθου. Δεν το αντάμωσα, όσες φορές πέρασα από τον αμαξωτό δρόμο πλάϊ στη θάλασσα δεν το βρήκα.
Ποτέ όμως δε κατέβηκα παρακάτω, για να ακούσω τις κραυγές και τα κλάματα του. Εκείνοι που το γνωρίζουν κρύβουν τα λόγια τους, δεν θέλουν να λένε πολλά για κείνο το ξεχασμένο τρομερό φονικό.
Ήταν χειμώνας, εκατό χρόνια πίσω. Το βλέπω μπροστά, σα νάναι τώρα, άγριος καιρός, κανείς δεν έβγαινε, κανένας δε ξεμυτούσε από τα γιατάκια του. Μοναχά ο αθεόφοβος, ο Γιώργης της Μαμής, ο γνωστός πειρατής με το παρατσούκλι Φανάρης, μαζί με τη γυναίκα του και τον συνέταιρο του, το Σφακιανό, είχαν λύσει κάβους από τη Κρήτη και κατέβαιναν μέσα στη φουρτούνα για τη Κάρπαθο.
Εκεί στις πίσω ακτές του νησιού, θα κάναν τη μοιρασιά από τη λεία τους. Ότι είχαν κονομήσει από τα κοντραμπάντα και τις αρπαγές, ήταν η ώρα να τα χωρίσουν και να περάσουν το χειμώνα αραχτοί, ξεκοκκαλίζοντας το χρήμα.