Ο Απίκιος μας δίνει την εικόνα της πραγματικής ρωμαϊκής κουζίνας, μια εικόνα μέτρου και εκλεπτυσμένου γούστου, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τα οργιαστικά συμπόσια που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες.
Μέσα στον κόσμο της αρχαιοελληνικής γαστρονομίας υπήρξε και κάποιος
που έγραψε τη δική του ιστορία, αν και δεν ήταν Ελληνας. Πρόκειται για
τον Ρωμαίο Απίκιο. Ο Marcus Gavius Apicius γεννήθηκε περί το 25 μ.Χ. επί
αυτοκράτορα Τιβέριου και ήταν γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας. Οι
πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν μας τον παρουσιάζουν ως έναν καλοφαγά
που σε όλη τη ζωή του ασχολήθηκε αδιάκοπα με τη μαγειρική, δημιούργησε
εξαίσια πιάτα κι έδωσε το όνομά του σε πολλά φαγητά και γλυκά. Στον
Απίκιο αποδίδεται το βιβλίο «De re coquinaria» (Περί μαγειρικής), το
οποίο είναι το πρώτο βιβλίο μαγειρικής της ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Περιλαμβάνει περισσότερες από 450 συνταγές, οι οποίες είναι γραμμένες με
πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι σημερινές.
Είναι σύντομες πρακτικές οδηγίες, χωρίς επεξηγήσεις, που προϋποθέτουν πως ο μάγειρας που τις διάβαζε ήταν εξοικειωμένος με όλες τις βασικές τεχνικές της τότε μαγειρικής τέχνης. Οι λίστες των υλικών είναι χωρίς ποσότητες και συχνά παραλείπει να αναφέρει αν τα υλικά προορίζονται για ψήσιμο ή βράσιμο. Οι περισσότερες συνταγές του είναι απλές. Οι πληροφορίες που μας μεταφέρει είναι πολύ σημαντικές, γιατί αναφέρεται στην εποχή της ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μας δίνει την εικόνα της πραγματικής ρωμαϊκής κουζίνας, μια εικόνα μέτρου και εκλεπτυσμένου γούστου, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τα οργιαστικά συμπόσια που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες.
Ο Αθήναιος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί» λέει: «Στα χρόνια του Τιβέριου ζούσε κάποιος που ονομαζόταν Απίκιος. Ηταν πολύ πλούσιος και έδωσε σε πολλά είδη γλυκών το όνομά του, τα Απίκια.
Αυτός, αφού ξόδεψε πολλά χρήματα για το φαγητό, ζούσε σε μια πόλη της Καμπανίας, τρώγοντας κυρίως μεγάλες γαρίδες, τις οποίες πλήρωνε ακριβά. Στον τόπο αυτό γίνονταν πολύ πιο μεγάλες απ’ ό,τι στη Σμύρνη και πιο μεγάλες από τους αστακούς της Αλεξάνδρειας. Οταν άκουσε λοιπόν ότι στη Λιβύη οι γαρίδες είναι πάρα πολύ μεγάλες, πήρε το καράβι και ξεκίνησε αμέσως, χωρίς να χάσει ούτε μία μέρα. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, γεμάτο ταλαιπωρίες, και ενώ πλησίαζε το πλοίο στην ακτή -καθώς είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη της άφιξής του στη Λιβύη-, πλησίασαν οι ψαράδες με τις βάρκες τους και του έδειχναν τις γαρίδες. Οταν τις είδε, ρώτησε αν έχουν μεγαλύτερες και, όταν του απάντησαν πως οι μεγαλύτερες είναι αυτές που του δείχνουν, ο Απίκιος, χωρίς καν να αποβιβαστεί στη στεριά, διέταξε τον καπετάνιο του πλοίου να γυρίσει πίσω στην Ιταλία».
Ο Απίκιος ξόδεψε εκατομμύρια σηστέρτιους σε πολυδάπανα συμπόσια, ώσπου μια μέρα, πιεζόμενος από χρέη, αναγκάστηκε να δει τα οικονομικά του. Μόλις διαπίστωσε πως του είχαν απομείνει «μόνο» δέκα εκατομμύρια σηστέρτιοι και νομίζοντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, προτίμησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο.
Οι σύγχρονοι ειδικοί πιστεύουν πως το βιβλίο του είναι μια συλλογή μαγειρικών συνταγών που συγκεντρώθηκαν και εμπλουτίστηκαν από κάποιον Καίλιο Απίκιο τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος χρησιμοποίησε το όνομα του ήδη διάσημου καλοφαγά.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Είναι σύντομες πρακτικές οδηγίες, χωρίς επεξηγήσεις, που προϋποθέτουν πως ο μάγειρας που τις διάβαζε ήταν εξοικειωμένος με όλες τις βασικές τεχνικές της τότε μαγειρικής τέχνης. Οι λίστες των υλικών είναι χωρίς ποσότητες και συχνά παραλείπει να αναφέρει αν τα υλικά προορίζονται για ψήσιμο ή βράσιμο. Οι περισσότερες συνταγές του είναι απλές. Οι πληροφορίες που μας μεταφέρει είναι πολύ σημαντικές, γιατί αναφέρεται στην εποχή της ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μας δίνει την εικόνα της πραγματικής ρωμαϊκής κουζίνας, μια εικόνα μέτρου και εκλεπτυσμένου γούστου, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τα οργιαστικά συμπόσια που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες.
Ο Αθήναιος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί» λέει: «Στα χρόνια του Τιβέριου ζούσε κάποιος που ονομαζόταν Απίκιος. Ηταν πολύ πλούσιος και έδωσε σε πολλά είδη γλυκών το όνομά του, τα Απίκια.
Αυτός, αφού ξόδεψε πολλά χρήματα για το φαγητό, ζούσε σε μια πόλη της Καμπανίας, τρώγοντας κυρίως μεγάλες γαρίδες, τις οποίες πλήρωνε ακριβά. Στον τόπο αυτό γίνονταν πολύ πιο μεγάλες απ’ ό,τι στη Σμύρνη και πιο μεγάλες από τους αστακούς της Αλεξάνδρειας. Οταν άκουσε λοιπόν ότι στη Λιβύη οι γαρίδες είναι πάρα πολύ μεγάλες, πήρε το καράβι και ξεκίνησε αμέσως, χωρίς να χάσει ούτε μία μέρα. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, γεμάτο ταλαιπωρίες, και ενώ πλησίαζε το πλοίο στην ακτή -καθώς είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη της άφιξής του στη Λιβύη-, πλησίασαν οι ψαράδες με τις βάρκες τους και του έδειχναν τις γαρίδες. Οταν τις είδε, ρώτησε αν έχουν μεγαλύτερες και, όταν του απάντησαν πως οι μεγαλύτερες είναι αυτές που του δείχνουν, ο Απίκιος, χωρίς καν να αποβιβαστεί στη στεριά, διέταξε τον καπετάνιο του πλοίου να γυρίσει πίσω στην Ιταλία».
Ο Απίκιος ξόδεψε εκατομμύρια σηστέρτιους σε πολυδάπανα συμπόσια, ώσπου μια μέρα, πιεζόμενος από χρέη, αναγκάστηκε να δει τα οικονομικά του. Μόλις διαπίστωσε πως του είχαν απομείνει «μόνο» δέκα εκατομμύρια σηστέρτιοι και νομίζοντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, προτίμησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο.
Οι σύγχρονοι ειδικοί πιστεύουν πως το βιβλίο του είναι μια συλλογή μαγειρικών συνταγών που συγκεντρώθηκαν και εμπλουτίστηκαν από κάποιον Καίλιο Απίκιο τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος χρησιμοποίησε το όνομα του ήδη διάσημου καλοφαγά.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου