Μπορεί ο τάφος του Δύτη να βρίσκεται στο Μουσείο της Ποσειδωνίας (Paestum, το λατινικό της όνομα), αλλά το σκέπασμα του τάφου φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Ο τάφος του δύτη ή του βουτηχτή, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα ελληνικής ζωγραφικής και αξιόλογο αρχαιολογικό μνημείο της κλασσικής περιόδου, που χτίστηκε γύρω στο 480 π.Χ. Βρέθηκε από τον Ιταλό αρχαιολόγο Mario Napoli στις 3 Ιουνίου του 1968, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής μιας μικρής νεκρόπολης περίπου 1,5 χλμ. νότια της ελληνικής πόλης της Ποσειδωνίας (Paestum) στην Μεγάλη Ελλάδα (Magna Graecia), τη σημερινή νότια Ιταλία.
Ο τάφος είναι εκτεθειμένος στο αμφίβολης αρχιτεκτονικής δημιούργημα, σύμφωνα με τους Ιταλούς, Μουσείο της Ποσειδωνίας. Τον αποτελούσαν πέντε ασβεστολιθικές πλάκες που προέρχονταν από την περιοχή, οι οποίες σχηματίζουν τα τέσσερα πλευρικά τοιχώματα και την οροφή, ενώ ολόκληρος ο τάφος βρισκόταν πάνω σε πέτρινο έδαφος. Οι πέντε πλάκες, ενώνονταν μεταξύ τους με γύψο, και σχημάτιζαν έναν θάλαμο μεγέθους περίπου 215 × 100 × 80 εκ. Όλες οι πλάκες που σχηματίζουν το μνημείο ήταν ζωγραφισμένες στις εσωτερικές τους πλευρές χρησιμοποιώντας την τεχνική της νωπογραφίας.
Οι πίνακες στους τέσσερις τοίχους απεικονίζουν σκηνές από ένα συμπόσιο, ενώ η πλάκα κάλυψης του τάφου παρουσιάζει την διάσημη σκηνή που δίνει στον τάφο το όνομά του, δηλαδή έναν νεαρό άνδρα σε πορεία κατάδυσης. Όταν ο τάφος ανακαλύφθηκε, αυτές οι εκπληκτικές τοιχογραφίες αποκάλυψαν τη σημασία του, καθώς φαίνεται να είναι το μόνο παράδειγμα ελληνικής ζωγραφικής με πολυπρόσωπες σκηνές που χρονολογούνται από την Αρχαϊκή ή Κλασσική περίοδο. Ανάμεσα στους χιλιάδες τάφους των Ελλήνων, γνωστών από αυτό το χρονικό διάστημα (περίπου 700 – 400 π.Χ.), ο συγκεκριμένος είναι ο μόνος που έχει διακοσμηθεί με τοιχογραφίες των ανθρώπων, προφανώς εμπνευσμένος από τους πολλούς ετρουσκικούς ζωγραφισμένους τάφους.
Η Αρχαία Ποσειδωνία (Paestum) βρισκόταν εκείνη την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα της ελληνικής και ετρουσκικής ζώνης επιρροής, στον σημερινό ποταμό Σέλε, που κάποτε ονομαζόταν Σίλαρος. Παρεμφερείς τοιχογραφίες σε άλλους τύπους αρχιτεκτονικών δομών ήταν κάτι το συνηθισμένο στον ελληνικό κόσμο, αλλά ο αριθμός εκείνων που επιβίωσαν, είναι εξαιρετικά σπάνιες. Οι κάτοικοι της περιοχής της Καμπανίας, οι οποίοι είχαν πάρει τον έλεγχο της Ποσειδωνίας από το 400 π.Χ., περίπου, άφησαν πολλούς ζωγραφισμένους τάφους, με ζωγραφιές που ως επί το πλείστον δείχνουν μια εμμονή με τα άλογα και τα αθλήματα με αυτά, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Ποσειδωνίας.
Στο εσωτερικό του τάφου, μόνο μερικά αντικείμενα βρέθηκαν. Κοντά στο πτώμα, που γενικώς πιστεύεται ότι ανήκει σε ένα νεαρό άνδρα παρά τη βαριά επιδείνωση της κατάστασης του σκελετού, βρίσκονταν ένα κέλυφος χελώνας, δύο αρύβαλλοι και μια αττική λήκυθος. Η αρύβαλλος ήταν συνήθως μια μικρή σφαιρική φιάλη με στενό λαιμό την οποία χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελλάδα για να αποθηκεύσουν αρώματα ή λάδι, ενώ λήκυθος είναι τύπος ελληνικής αγγειοπλαστικής η οποία χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιόλαδου, που αποτελείται από ένα στενό σώμα, ένα λεπτό και μακρύ λαιμό και μια λαβή που συνδέει το λαιμό με το σώμα. Χρησίμευε κυρίως για την τοποθέτηση ελαιόλαδου στον τάφο ανύπανδρων νεκρών. Αυτό το τελευταίο αντικείμενο, σε μελανόμορφη τεχνική βοήθησε τους άλλους μελετητές να ορίσουν χρονικά τον συγκεκριμένο τάφο (Tomba del Tuffatore) περίπου στα 480-470 π.Χ.
Η προσεκτική εξέταση των έργων ζωγραφικής μέσα στον τάφο, δείχνει και τον τρόπο που δούλευαν οι καλλιτέχνες, με τεχνική παρεμφερή με των Ετρούσκων ζωγράφων της συγκεκριμένης περιόδου.
Έτσι, λοιπόν, αν ο δύτης μπορεί να κάνει βουτιά στο άγνωστο τη στιγμή του θανάτου, το συμπόσιο μπορεί να έχει σκοπό να δημιουργήσει μια φιλόξενη σκηνή που θα περιβάλλει τον νεκρό στον τάφο, κι η δημιουργία αυτών των τοιχογραφιών μπορεί να οφείλεται περισσότερο στην πρωτοβουλία αποκλειστικά των ζωγράφων, παρά να βασίζονται σε οποιεσδήποτε περιπλοκές φιλοσοφικών θεωριών και θεμάτων. Σήμερα, πάντως, πιστεύεται ότι με την κίνηση αυτή του δύτη και την κατάδυσή του στη θάλασσα, συμβολίζεται το πέρασμα από ετούτο τον κόσμο στο θάνατο, η οποία θεωρείται ότι είναι συμβολική, μια αναπαράσταση της στιγμής του θανάτου, όταν η ψυχή βουτάει από τη ζωή στη θάλασσα της αιωνιότητας.
Ο τάφος του δύτη, όμως, αν προσέξει κάποιος προσεκτικά, έχει μερικές από τις ωραιότερες σκηνές της ελληνικής ομοφυλοφιλίας. Οι δύο μεγάλες πλευρές του τάφου δείχνουν σκηνές από ένα συμπόσιο που στην πραγματικότητα είναι πόσιμη γιορτή. Παρατηρώντας το ζευγάρι των ομοφυλόφιλων, βλέπουμε τον μεγαλύτερο άντρα να έχει γενειάδα και τον μικρότερο να κρατά μια λύρα, αλλά να χαϊδεύει ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο άντρα στο στήθος.
Στο κέντρο της σκηνής στο ανάκλιντρο, βρίσκονται άλλοι δύο άντρες, ο ένας να παρατηρεί επιδοκιμαστικά την ομοφυλοφιλική σκηνή, ενώ ο άλλος παίζει το παιχνίδι του κότταβου, ένα άχαρο ελληνικό παιχνίδι που ήταν πολύ της μόδας και στο οποίο έριχναν τα κατακάθια του κρασιού τους από ένα ρηχό κύπελλο που έπιναν ή από το στόμα τους σε ένα στόχο. Τελείως αριστερά, βρίσκεται άλλος ένας άντρας ο οποίος μάλλον ετοιμάζεται να παίξει το ίδιο ανόητο παιχνίδι. Η σκηνή στην άλλη μακριά πλευρά του τάφου, είναι και πάλι ένα συμπόσιο με εμφανή την έννοια της ομοφυλοφιλίας.
Στα δεξιά απεικονίζεται πάλι ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι. Ο νεότερος, χωρίς γένια, διασκεδάζει τον μεγαλύτερο άντρα με το μούσι, παίζοντας τον διπλό αυλό. Παρατηρώντας το ζευγάρι στο κέντρο της σκηνής, βλέπουμε ότι και οι δύο κρατούν κύπελλα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια με αγάπη. Ο άνθρωπος προς τα αριστερά έχει μια λύρα στο δεξί του χέρι και ένα αυγό στο αριστερό του χέρι, ένα πολύ γνωστό σύμβολο του σεξ εκείνες τις εποχές, ενώ για κάποιους άλλους ίσως είναι ένα αντικείμενο, μια πένα με την οποία πρόκειται να παίξει τη λύρα του.
Υπάρχουν επίσης, όπως είπαμε, δύο μικρότερες πλάκες. Στη μια βλέπουμε τη μικρή φιγούρα μιας γυναίκας, ντυμένη στα λευκά να παίζει τη φλογέρα, η μόνη γυναίκα που απεικονίζεται στον τάφο. Στο κέντρο της εικόνας βρίσκεται ένας αθλητικός γυμνός άντρας, τον οποίο ακολουθεί ένας ηλικιωμένος άντρας που στηρίζεται σ’ ένα μπαστούνι.
Στην άλλη πλευρά του τάφου, βρίσκεται η μορφή ενός νέου που φαίνεται να κρατά ένα φλιτζάνι με ποτό στο χέρι του, ενώ πίσω του βρίσκεται ένα μεγάλο δοχείο στο οποίο γινόταν η ανάμιξη του κρασιού με το νερό, γιατί ως γνωστόν οι αρχαίοι Έλληνες πάντα έπιναν το κρασί τους αναμιγμένο με νερό και μόνο οι βάρβαροι το έπιναν σκέτο.
Πολυάριθμοι άλλοι τάφοι του πέμπτου αιώνα, όπως είπαμε, έχουν ανασκαφεί γύρω από την Ποσειδωνία, αλλά ο παραπάνω Τάφος του Δύτη είναι ο μόνος ζωγραφισμένος με τέτοιο περιεχόμενο. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, ήταν σχετικά απλοί τάφοι με λίγα κτερίσματα, γεγονός που υπαινίσσεται μια αρκετά δημοκρατική κοινωνία. Μερικές από αυτές τις ζωγραφιές που φιλοξενούνται σήμερα στο Μουσείο της Ποσειδωνίας, παρατηρούμε αμέσως παρακάτω. Σκηνές που έχουν να κάνουν και αφορούν καθημερινές αγροτικές ασχολίες των αρχαίων Ελλήνων, συμπόσια, κι ακόμα πολεμικές απεικονίσεις και μάχες με άμαξες, άλογα και αρκετά πολεμικά εξαρτήματα που έφεραν στις συχνές μάχες που έδιναν με όσους απειλούσαν την πόλη τους και επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία τους.
Κάποια στιγμή, η πόλη δεν άντεξε και γύρω στο 400 π.Χ., η Paestum ή μάλλον η Ποσειδωνία, κατακτήθηκε από τους γηγενείς Λουκανούς. Η Ποσειδωνία, παρέμεινε έτσι μέχρι το 273 π.Χ., περίπου, οπότε κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και έγινε ρωμαϊκή αποικία. Η περίοδος που η Ποσειδωνία βρισκόταν κάτω από τους Λουκανούς, είναι περισσότερο γνωστή από τον σημαντικό αριθμό των τάφων που βρέθηκαν στις γύρω περιοχές, συχνά με περίτεχνες τοιχογραφίες. Οι καλύτερες σήμερα από αυτές βρίσκονται σε επίδειξη στο προαναφερόμενο Μουσείο της Ποσειδωνίας.
Σκηνές από πολεμικές απεικονίσεις και μάχες με εχθρούς, ήταν επίσης συχνές στους τάφους των κατοίκων της Ποσειδωνίας εκείνη την εποχή.
ΠΗΓΗ presspublica.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου