Ο Ιγνάτιος Λογιόλα και το όραμά του
Ο Ιγνάτιος Λογιόλα, ευγενής από τη Χώρα των Βάσκων στην Ισπανία και πρώην στρατιωτικός, είναι ο εμπνευστής και ο ιδρυτής της Εταιρείας του Ιησού.Ο Λογιόλα, που υπηρέτησε στην αρχή σαν στρατιωτικός τον Ισπανό βασιλιά και εγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία αργότερα, εξαιτίας σοβαρού τραυματισμού κατά τη διάρκεια μιας μάχης, αφιερώθηκε στη μελέτη των βίων των αγίων, στους διαλογισμούς σχετικά με τον Θεό, και μέσα σε ένα περιβάλλον λιτότητας και πενίας, μέσα σε συνεχείς προσευχές και γονυκλισίες, απομονωμένος σε μια σπηλιά κοντά στην ισπανική πόλη Μανρέσα, ήρθε σε επικοινωνία με τον Θεό, οραματίστηκε την Παρθένο Μαρία και τον απόστολο Παύλο, και αποφάσισε να θέσει τη ζωή του στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Εμπνεόμενος από τον άγιο Δομίνικο και τον άγιο Φραγκίσκο —τους ιδρυτές των δύο κύριων μέχρι τότε θρησκευτικών ταγμάτων— αποφάσισε, όπως γράφει στα Απομνημονεύματά του, να ακολουθήσει το δρόμο τους και να πετύχει ό,τι πέτυχαν και αυτοί. Αποφασίζει καταρχήν να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους για να βοηθήσει να μεταστραφούν στο καθολικισμό, οι άπιστοι εκείνων των χωρών. Το ταξίδι όμως δεν διήρκεσε πολύ, γιατί οι Φραγκισκανοί της περιοχής υποχρέωσαν όλους τους προσκυνητές να φύγουν γιατί δεν μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια της ζωής τους.
Ο Λογιόλα αποφάσισε τότε να σπουδάσει για να μπορέσει να ανταποκριθεί καλύτερα στα θεολογικά ζητήματα και μετά να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του Πάπα. Έτσι πέρασε μια περίοδο περίπου 11 χρόνων σπουδάζοντας, ώσπου το 1534, στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και με την υποστήριξη και συμμετοχή έξι ακόμα συμφοιτητών του, που συμμερίστηκαν το όραμά του, ίδρυσαν, ανεπίσημα στην αρχή, την Εταιρεία του Ιησού, παίρνοντας στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους σε μια εκκλησία του Παρισιού όρκους αγνότητας, πενίας και υποταγής.
Η ίδρυση της Εταιρείας του Ιησού
Και πράγματι ο Πάπας Παύλος ο Γ΄ με τη βούλλα Regimini militantis ecclesiae, που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1540, τους αναγνώρισε σαν επίσημο θρησκευτικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο προηγούμενος τίτλος «Η Εταιρεία του Ιησού», που είχε διαλέξει ο Λογιόλα, εκλατινίστηκε σε αυτό το διάταγμα σε Societas Jesu. Το όνομα Εταιρεία του Ιησού κατοχυρώθηκε επίσημα επί πάπα Γρηγόριου ΙΓ΄ το 1594. Το 1541 ο Λογιόλα εκπόνησε τον Καταστατικό Χάρτη της Εταιρείας και επίσης εκλέχτηκε πρώτος γενικός αρχηγός του τάγματος. Το 1550 ο χάρτης εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του τάγματος και από τον Πάπα Ιούλιο τον Γ΄. Για να εκπληρώσουν τους σκοπούς του τάγματός τους, οι Ιησουίτες καταρχήν επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες δραστηριότητες:
Πρώτη και κύρια, η ίδρυση σχολείων σε όλη την Ευρώπη. Οι Ιησουίτες δάσκαλοι εκπαιδεύονταν και στις κλασικές σπουδές και στη θεολογία.
Δεύτερη δραστηριότητά τους η ίδρυση ιεραποστολών σε όλο τον κόσμο για τη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος σε όλον το μη χριστιανικό κόσμο.
Tρίτον, η ανάσχεση της εξάπλωσης του προτεσταντισμού και η πρόσδεση των χριστιανών στον καθολικισμό και στη Ρώμη.
Η εξάπλωση του τάγματος
Στα μέσα του 18ου αιώνα οι διώξεις των Ιησουιτών αυξήθηκαν. Ήδη στη Γαλλία των Βουρβόνων, οι μονάρχες έδιωξαν τους Ιησουίτες από τα βασίλειά τους, ενώ πίεζαν τους πάπες να καταργήσουν το τάγμα. Τελικά ο Πάπας Κλήμης ο ΙΔ΄, με το διάταγμα της 17ης Ιουλίου του 1773 κατάργησε την Εταιρεία. Παρ' όλα αυτά η Εταιρεία δεν διαλύθηκε παντού, και κυρίως στη Πρωσία, όπου ο Φρειδερίκος ο Β΄ και στη Ρωσία η Μεγάλη Αικατερίνη δεν δημοσίευσαν το διάταγμα και έτσι αυτό δεν απέκτησε ισχύ. Τελικά το τάγμα συνέχισε να υπάρχει και το 1814 ο πάπας Πίος ο Ζ΄ με τη βούλλα Solicitudo Omnium Ecclesiarum το αποκατέστησε.
Στη συνέχεια οι Ιησουίτες διώχνονταν συχνά από διάφορα κράτη όπως από τη Βενετία το 1866, τη Γερμανία το 1872, τη Γαλλία το 1880, την Ισπανία το 1854 και αλλού, αλλά τελικά πάντα επανέκαμπταν. Το 1960 στην Ινδία βρίσκονταν 10 κλιμάκια ιεραποστολών με γύρω στους 2.000 Ιησουίτες, ενώ ο συνολικός αριθμός τους ανερχόταν σε 35.000 μέλη, και οι δραστηριότητές τους κάλυψαν τους καινούργιους τομείς της κοινωνικής μέριμνας, της επικοινωνίας, της πολιτικής κλπ.
Σήμερα (2013) τα μέλη ανέρχονται σε περίπου 18.000, και δραστηριοποιούνται σε 112 κράτη, με τα περισσότερα μέλη να βρίσκονται στην Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκπαιδευτικά ιδρύματα
Μέσα σε ένα χρόνο, λόγω της μεγάλης ζήτησης, το σχολείο μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Το 1553 μετρούσε ήδη 250 αποφοίτους. Το 1556 ο Πάπας Παύλος ο Δ΄ αναβάθμισε το Κολέγιο σε Πανεπιστήμιο, δίνοντάς του το δικαίωμα να απονέμει διπλώματα στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Στα επόμενα χρόνια, δίπλα στις έδρες των λατινικών, των ελληνικών και των εβραϊκών, δημιούργησε και έδρα αραβικών, καθώς και Ηθικής της φιλοσοφίας. Το Πανεπιστήμιο αναπτυσσόταν συνεχώς, μεταφερόμενο σε όλο και πιο μεγάλα κτίρια, συγκεντρώνοντας όλο και πιο πολλούς φοιτητές, δημιουργώντας συνεχώς νέες έδρες, μέχρι που ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ το ανέλαβε υπό την αιγίδα του και μετονομάστηκε σε Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που υιοθετήθηκε αργότερα από όλο τον κόσμο, αναπτύχθηκε από έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου, τον Ιησουίτη Γερμανό Κρίστοφερ Κλάβιους. Ανάμεσα στους απόφοιτους του θεολογικού αυτού πανεπιστημίου υπάρχουν 17 πάπες και 72 άγιοι ή μπεάτοι (ευλογημένοι) της Καθολικής Εκκλησίας. Φυσικά το πανεπιστήμιο τροφοδοτεί από τότε όλη την ανώτερη και ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία.
Σε λίγο σχετικά χρονικό διάστημα όλη η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση της Ευρώπης είχε περιέλθει στα χέρια Ιησουιτών, αφού θεωρούνταν άτομα με εξαιρετική μόρφωση και κοφτερό πνεύμα. Σύντομα έγιναν εξομολόγοι των Καθολικών βασιλέων και ευγενών της Ευρώπης, αποκομίζοντας και πολιτική εξουσία. Οι Ιησουίτες ήταν το μεγάλο όπλο της Καθολικής Εκκλησίας: ποτέ δεν παραφέρονταν, δεν προχωρούσαν σε φραστικές ή σωματικές επιθέσεις, αλλά απαντούσαν πάντα με φιλικό, μειλίχιο τρόπο, κάτι που τους προσέδωσε για πάντα την κατηγορία των υποκριτών, όπως φανερώνεται και απο τη γνωστή λαϊκή έκφραση, που έχει περάσει στη γλώσσα μας.
|
Με τη βοήθεια των Ιησουιτών ιδρύθηκε το 1577 στη Ρώμη το Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου. Το κολέγιο, που υπάρχει μέχρι σήμερα, εποπτεύεται από πέντε καρδιναλίους και έχει σκοπό να προσφέρει ανώτερη παιδεία στα Ελληνόπουλα. Φιλοξενεί μαθητές από προσηλυτισμένες στον ρωμαιοκαθολικισμό οικογένειες των νησιών του Αιγαίου και την Κρήτη αλλά και ορθόδοξα ελληνόπουλα της Κωνσταντινούπολης. Το προσηλυτιστικό έργο του κολεγίου αυτού είναι τεράστιο, αφού στα επόμενα χρόνια πολλοί Έλληνες λόγιοι που ήρθαν να διδάξουν στην Ελλάδα ήταν απόφοιτοι του κολεγίου αυτού, και προσηλυτισμένοι Καθολικοί, όπως ο Αντρέας Ρέντιος, ο Ξαβέριος Δαβιάνος, ο Γεώργιος Σταυρινός, ο Μιχαήλ Νευρίδας, ο Πέτρος Αρκούδιος, ο Ιωάννης Ματθαίος Καρυόφυλλας, ο διάσημος Λέων Αλλάτιος, κ.ά.
Στην Ελλάδα
Οι πρώτοι Ιησουίτες ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες σαν πνευματικοί των ναυτών μέσα στα δυτικά καράβια που έρχονταν στα ελληνικά νερά και στάθμευαν στα νησιά ήδη από το 1560. Η πρώτη αποστολή έγινε το 1583, όταν 5 Γάλλοι και 3 Ιταλοί Ιησουίτες εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο θάνατος των τριών από πανούκλα διέκοψε το ιεραποστολικό έργο τους το 1586, τρία χρόνια αφότου είχαν αρχίσει. Παρ' όλα αυτά σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσαν να οργανώσουν τη βιβλιοθήκη τους δίπλα στο ναό του Αγίου Βενέδικτου (η επίσημη ονομασία της εκκλησίας ήταν La Madonna della Cisterna) και να δημιουργήσουν κύκλους μαθημάτων ξένων γλωσσών και γραμματικής, αλλά και να προκαλέσουν δημόσιες συζητήσεις πάνω σε θρησκευτικά θέματα με Ορθόδοξους ιερωμένους. Οι Ιησουΐτες έδωσαν έμφαση στην ίδρυση σχολείων σε μεγάλο μέρος της ελληνόφωνης επικράτειας, αποσκοπώντας και στην περαιτέρω διάδοση του ρωμαιοκαθολικού δόγματος.Το 1609 έφτασε στην Ανατολή η δεύτερη αποστολή με αρχηγό τον Γάλλο ιερωμένο Φρανσουά ντε Κανιγιάκ (Canillac). Οι Ιησουίτες αυτοί βρίσκονταν κάτω από την προσωπική προστασία του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου του Δ΄. Ο Κανιγιάκ είχε σκοπό να ιδρύσει, με τη γαλλική προστασία, ιεραποστολικούς σταθμούς και στις τρεις άλλες πόλεις που υπήρχαν ορθόδοξα Πατριαρχεία (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Ιεροσόλυμα), με σκοπό να κερδίσει Έλληνες ιερωμένους στο σκοπό της ένωσης των εκκλησιών. Σε περίπτωση χηρείας επίσης στους πατριαρχικούς θρόνους η πίεση του λαού και των ιερωμένων θα ανέβαζε ενωτικούς πατριάρχες. Με τις επιτυχίες τους στην εκπαίδευση των νέων και στη θρησκευτική προπαγάνδα ανάμεσα στους ορθόδοξους, οι Ιησουίτες δεν άργησαν να προκαλέσουν τη δυσπιστία των Τούρκων και την έντονη αντίδραση του ορθόδοξου κλήρου. Αφού κατηγορήθηκαν επανειλημμένα για κατασκοπεία και ανατρεπτική δράση για λογαριασμό του πάπα και της Ισπανίας, καταδιώχθηκαν το 1610 και απελάθηκαν, αλλά έπειτα από λίγο επέστρεψαν στη Κωνσταντινούπολη
Έτσι, ξεκινώντας με την Κωνσταντινούπολη κατά την εγκατάστασή τους, ίδρυσαν σχολεία στην Χίο (1627), στη Σμύρνη και την Νάξο (1628), στη Σαντορίνη το 1642, στη Σύρο και την Άνδρο (1657), στο Ναύπλιο (1656), στην Αθήνα (1657), στη Μήλο (1661) και σε άλλα μέρη. Με την ίδρυση γαλλικού προξενείου στα Ιεροσόλυμα το 1621, και το διάβημα των γαλλικών αρχών για αποστολή Καθολικών ιερωμένων για τις πνευματικές ανάγκες των Γάλλων υπηκόων εκεί, στάλθηκαν Ιησουίτες στα Ιεροσόλυμα, καθώς και στη Ναζαρέτ. Το 1623 δημιούργησαν ιεραποστολικό σταθμό στη Σμύρνη και άρχισαν να παραδίδουν μαθήματα ξένων γλωσσών, κάτι που προσέλκυσε μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων. Με την άδεια του ορθόδοξου μητροπολίτη Σμύρνης Ιακώβου πήραν την άδεια να κηρύττουν μέσα σε ορθόδοξες εκκλησίες και εννέα χρόνια αργότερα ο ίδιος ιεράρχης εγκωμίασε με επιστολή του στον Γάλλο βασιλιά, τις αρετές των Ιησουιτών. Παρόλο που ο Γάλλος πρέσβυς στη Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να αποκτήσει μια γενική και μακράς διαρκείας άδεια από τη οθωμανική κυβέρνηση για ελεύθερη εγκατάσταση των Ιησουιτών στο έδαφός του, δεν τα κατάφερε. Αποσπούσε από τον Σουλτάνο τοπικές άδεις για εγκατάστασή τους στις επαρχίες. Έτσι το 1625 πήρε την άδεια για την εγκατάσταση τους στη Σόφια και τη Φιλιππούπολη, το 1626 στο Χαλέπι, και το 1627 στη Νάξο. Το 1588 στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης ίδρυσαν σχολείο και μονή. Αλλά και εκεί το 1606 διέκοψαν τη λειτουργία τους, επειδή Βενετία είχε εξορίσει τους Ιησουίτες από όλα τα εδάφη της. Η εξορία των Ιησουιτών από όλα τα ενετοκρατούμενα εδάφη Ανατολής και Δύσης κράτησε μέχρι το 1657 και δυσκόλεψε πολύ το έργο τους.
Επίσης ίδρυσαν σχολείο και μέσα στο Άγιο Όρος, στις Καρυές, το 1635 για να μορφώνονται οι ορθόδοξοι μοναχοί. Η σχολή ιδρύθηκε ύστερα από αίτημα του ηγούμενου της Μονής Βατοπεδίου Ιγνατίου προς τον πάπα το 1628. Το 1641 το σχολείο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και αυτό όχι εξαιτίας της αντίδρασης των μοναχών αλλά εξαιτίας της τουρκικής κυβέρνησης, που έβλεπε με δυσπιστία τη διείσδυση των Δυτικών στον Άθωνα. Το πρώτο σταθερό ίδρυμα των Ιησουιτών στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκε το 1594 στην τουρκοκρατούμενη Χίο. ΄Ηταν η Μονή του Αγίου Αντωνίου του Εξωμερίτη στη πόλη της Χίου. Στον επόμενο αιώνα η σχολή της μονής αναπτύχθηκε αρκετά, καθώς μάλιστα φοιτούσαν εκεί 250 φοιτητές κάθε χρόνο, αλλά τερμάτισε τη δραστηριότητά της το 1695, όταν από μια σύντομη βενετική επιδρομή οι Τούρκοι την ξανακατέλαβαν.
Πιστοί στον τρόπο λειτουργίας του τάγματος προκειμένου να επιτύχουν τους προσηλυτιστικούς σκοπούς τους, οι Ιησουΐτες πλησίαζαν και εξοικειώνονταν με τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα και τις συνήθειες κάθε τόπου. Ο ίδιος ο αρχηγός της αποστολής τους στη Κωνσταντινούπολη πατέρας Φραγκίσκος ντε Κανιγιάκ γράφει σε ένα γράμμα του το 1610 ότι «Για να μας αισθάνονται κοντά τους οι Έλληνες και οι Αρμένιοι αφήσαμε γενειάδα. Φορέσαμε ράσο χωρίς κολάρο και με μακριά μανίκια, σαν αυτό που φέρουν οι παπάδες». Έτσι στη Νάξο ο πατήρ Ρενέ De Saint-Cosme μελοποίησε το «Πάτερ ημών» για να το ψάλλουν οι πιστοί στα ελληνικά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στη Χίο. Οι νεοαφιχθέντες Ιησουίτες επιδίδονταν στην περιφορά θαυματουργών εικόνων σαν αυτή της Παναγίας του ευαγγελιστή Λουκά, που κατά τον πατέρα Δομήνικο Μαυρίκιο απάλλαξε το νησί από την ανομβρία το 1595. Στην Αθήνα το 1642 ο πατέρας Bleseau ζήτησε από τους προϊστάμενους του στη Κωνσταντινούπολη να του στείλουν ελληνικά βιβλία, σταυρούς και εικόνες αγίων της ορθόδοξης εκκλησίας, και μαζί με αυτά και βιβλία αστρονομίας, φυσικής, γεωγραφίας και μαθηματικών σαν τα προσφορότερα μέσα για να πλησιάσουν τους Τούρκους. Ορθόδοξοι μητροπολίτες έδιναν την άδεια σε Ιησουίτες να κηρύττουν μέσα στις ελληνικές εκκλησίες, να κοινωνούν και να εξομολογούν τους πιστούς τους. Οι μεταστροφές κληρικών στον ρωμαιοκαθολικισμό ήταν συχνές, όπως του μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ιωσαφάτ, του μητροπολίτη της Αίγινας Καλλίνικου με αρκετούς μοναχούς του το 1727, του ηγούμενου μονής στην Ύδρα πάλι το 1727, έξι Ελλήνων επισκόπων στις Κυκλάδες το 1662, του μητροπολίτη Ρόδου Μελέτιου (1645-1651), της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Πάτμο το 1681, κ.ά.
Με την απαγόρευση του Τάγματος από το 1773 έως το 1814 οι Ιησουίτες στα νησιά του Αιγαίου συνέχισαν το έργο τους. Για μεγαλύτερη ασφάλεια τους, το 1790 οι εναπομείναντες στον ελληνικό χώρο Ιησουίτες ενώθηκαν με το ρωσικό τμήμα της Εταιρείας του Ιησού, που είχε συνεχίσει τη λειτουργία του, αφού στη Ρωσία η Μεγάλη Αικατερίνη δεν είχε δημοσιεύσει το διάταγμα του πάπα για τη κατάργηση του τάγματος, και έτσι αυτό δεν ίσχυε. Μάλιστα Έλληνες Ιησουίτες εργάστηκαν στη Λευκορωσία.
Με τη δραστηριοποίηση των μονών Σύρου και Τήνου το 1814 και την ίδρυση της Μονής Αθηνών το 1915 συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας το έργο τους. Το περιοδικό που εκδίδουν οι Έλληνες Ιησουίτες ονομάζεται Ανοιχτοί Ορίζοντες.
Πηγές
- Campbell, Thomas J. The Jesuits 1534–1921: A History of the Society of Jesus from Its Foundation to the Present Time. Νέα Υόρκη: The Encyclopedia Press, 1921.
- Cusack, M.F. The Black Pope: A History of the Jesuits. Λονδίνο: Marshall, Russell and Co, 1896.
- Rose, Stewart. St. Ignatius Loyola and the Early Jesuits. Λονδίνο: Longmans, Green, 1891.
- Γιανναράς, Χρήστος. Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα. Αθήνα: Δόμος, 1992.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου