Ο Εδουάρδος Μέισον (Edward Mason) (1799-1873) είναι ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Ήταν Σκώτος φιλέλληνας εκδότης, διανοούμενος και εκπαιδευτικός, αλλά και νομομαθής που υπηρέτησε ως ο πρώτος Εισαγγελέας του νεοσύστατου ελληνικού κρατιδίου.
Ο Μέισον έφτασε στην Ελλάδα το 1824, έλαβε μέρος στην Ελληνική επανάσταση του 1821 και τα τελευταία έτη του Αγώνα διετέλεσε γραμματέας του διοικητή του ελληνικού επαναστατικού στόλου («Ελληνική Στολαρχία») λόρδου Κόχραν. Για τις υπηρεσίες του βραβεύτηκε από την ελληνική κυβέρνηση με το Αριστείο του Αγώνα και έλαβε τιμητικά τον βαθμό του «Λοχαγού της Φάλαγγας». Χάρις στην εξαιρετική φιλομάθειά του κατόρθωσε εντός τεσσάρων μηνών να μάθει τέλεια την ελληνική γλώσσα (ομιλία-γραφή) και διορίσθηκε καθηγητής φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας και θεολογίας στο «Αλληλοδιδακτικό Σχολείο» του Ναυπλίου. Συνεργάσθηκε στενά με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη.
Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια ο Μέισον τοποθετήθηκε ως μέλος του «Θαλασσίου Δικαστηρίου» και εν συνεχεία εργάσθηκε ως δικηγόρος. Ήταν ο συνήγορος του (ενός εκ των δυο δολοφόνων του Κυβερνήτη) Γεωργίου Μαυρομιχάλη. Επί Αντιβασιλείας πριν την ενηλικίωση του βασιλιά Όθωνα, ο Μέισον προήχθη σε γενικό εισαγγελέα και κλήθηκε να οργανώσει την νεότευκτη αυτή δικαστική υπηρεσία. Ήταν ο δημόσιος κατήγορος στη δίκη των αγωνιστών Θεόδ. Κολοκοτρώνη και Δημ. Πλαπούτα, ζητώντας τη θανατική τους καταδίκη για έσχατη προδοσία. Πήρε επίσης μέρος στη δίκη της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» που έγινε στην Αθήνα με κατηγορούμενους τους Νικηταρά, Γεώργιο Καποδίστρια και Ν. Ρενιέρη, ως συνήγορος υπεράσπισης. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1840 προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο ακροατήριο με τις αλλοπρόσαλλες αγορεύσεις του και λόγω της γενικής κατακραυγής που ξεσηκώθηκε σε βάρος του, φυγαδεύτηκε αφού πρώτα ένας φοιτητής της Νομικής ονόματι Κίμων Δάλας πυροβόλησε δυο φορές εναντίον του χωρίς να τον τραυματίσει.
Εν συνεχεία ο Μέισον θήτευσε σαν Αρεοπαγίτης, αλλά παραιτήθηκε γρήγορα από το αξίωμά του και μετέβη στην Ιρλανδία, όπου έγινε καθηγητής της «Ελληνικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας», ενώ εξέδωσε στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα την εφημερίδα «Ελληνική Σημαία». Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1865 και εξέδωσε το περιοδικό «Μνήμων», για να πεθάνει τελικά στην αφάνεια οκτώ χρόνια αργότερα και σε ηλικία 74 ετών. Η κόρη του Μπέτυ Μέισον υπήρξε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Πλάκας, ιδιοκτησίας της θείας της, Κ. Χιλλ.
Ο Μέισον έφτασε στην Ελλάδα το 1824, έλαβε μέρος στην Ελληνική επανάσταση του 1821 και τα τελευταία έτη του Αγώνα διετέλεσε γραμματέας του διοικητή του ελληνικού επαναστατικού στόλου («Ελληνική Στολαρχία») λόρδου Κόχραν. Για τις υπηρεσίες του βραβεύτηκε από την ελληνική κυβέρνηση με το Αριστείο του Αγώνα και έλαβε τιμητικά τον βαθμό του «Λοχαγού της Φάλαγγας». Χάρις στην εξαιρετική φιλομάθειά του κατόρθωσε εντός τεσσάρων μηνών να μάθει τέλεια την ελληνική γλώσσα (ομιλία-γραφή) και διορίσθηκε καθηγητής φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας και θεολογίας στο «Αλληλοδιδακτικό Σχολείο» του Ναυπλίου. Συνεργάσθηκε στενά με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη.
Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια ο Μέισον τοποθετήθηκε ως μέλος του «Θαλασσίου Δικαστηρίου» και εν συνεχεία εργάσθηκε ως δικηγόρος. Ήταν ο συνήγορος του (ενός εκ των δυο δολοφόνων του Κυβερνήτη) Γεωργίου Μαυρομιχάλη. Επί Αντιβασιλείας πριν την ενηλικίωση του βασιλιά Όθωνα, ο Μέισον προήχθη σε γενικό εισαγγελέα και κλήθηκε να οργανώσει την νεότευκτη αυτή δικαστική υπηρεσία. Ήταν ο δημόσιος κατήγορος στη δίκη των αγωνιστών Θεόδ. Κολοκοτρώνη και Δημ. Πλαπούτα, ζητώντας τη θανατική τους καταδίκη για έσχατη προδοσία. Πήρε επίσης μέρος στη δίκη της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» που έγινε στην Αθήνα με κατηγορούμενους τους Νικηταρά, Γεώργιο Καποδίστρια και Ν. Ρενιέρη, ως συνήγορος υπεράσπισης. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1840 προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο ακροατήριο με τις αλλοπρόσαλλες αγορεύσεις του και λόγω της γενικής κατακραυγής που ξεσηκώθηκε σε βάρος του, φυγαδεύτηκε αφού πρώτα ένας φοιτητής της Νομικής ονόματι Κίμων Δάλας πυροβόλησε δυο φορές εναντίον του χωρίς να τον τραυματίσει.
Εν συνεχεία ο Μέισον θήτευσε σαν Αρεοπαγίτης, αλλά παραιτήθηκε γρήγορα από το αξίωμά του και μετέβη στην Ιρλανδία, όπου έγινε καθηγητής της «Ελληνικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας», ενώ εξέδωσε στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα την εφημερίδα «Ελληνική Σημαία». Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1865 και εξέδωσε το περιοδικό «Μνήμων», για να πεθάνει τελικά στην αφάνεια οκτώ χρόνια αργότερα και σε ηλικία 74 ετών. Η κόρη του Μπέτυ Μέισον υπήρξε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Πλάκας, ιδιοκτησίας της θείας της, Κ. Χιλλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου