Στις 10 το βράδυ της Κυριακής, 20ης Μαρτίου
1994, στην οδό Θουκυδίδη της Αγλαντζιάς, πληρωμένος πράκτορας των
μυστικών υπηρεσιών του τουρκικού κράτους, δολοφόνησε, με πέντε
πυροβολισμούς πιστολιού 9 χιλιοστών, τον εκπρόσωπο της Επιτροπής
Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν ΘΕΟΦΙΛΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, στο χώρο στάθμευσης του
αυτοκινήτου του, έξω από το σπίτι του.
Στο σπίτι τον περίμεναν να επιστρέψει, η αγαπημένη του σύζυγος, η Ελένη και τα τρία ανήλικα παιδιά τους. Ο Χαράλαμπος, ο Χρίστος κι ο ενός χρονού Θοδωρής.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ επέστρεφε από ταξίδι στη Λάρνακα. Από το εκεί αεροδρόμιο είχε παραλάβει τον αφιχθέντα εκείνο το βράδυ, νέο απεσταλμένο του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν (ERNK), το νεαρό Γιάτο Ρός. Τον είχε αφήσει στα γραφεία της Επιτροπής στην οδό Δοϊράνης της Λευκωσίας και γύριζε σπίτι.
ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ, όπου έπεσε δολοφονημένος ο Θεόφιλος, οι αστυνομικοί, που ερεύνησαν τη σκηνή του εγκλήματος, βρήκαν, βαμμένο από το αίμα του παλληκαριού, το τελευταίο, μέχρις εκείνη τη μέρα, τεύχος του περιοδικού ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΟΥΡΔΙΣΤΑΝ, βασικός συντελεστής της έκδοσης του οποίου ήταν ο δολοφονημένος αγωνιστής. Το κρατούσε μαζί με τα κλειδιά του τη στιγμή που κατέβαινε από το αυτοκίνητο και τον πυροβολούσε ο δολοφόνος.
ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ νωρίτερα, το πρωί εκείνης της Κυριακής, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης έγραψε και παρέδωσε ένα χειρόγραφο άρθρο του, στον δημοσιογράφο Γιώργο Σπανό, για να δημοσιευτεί την επόμενη μέρα στην εφημερίδα «Χαραυγή» της Λευκωσίας, με την ευκαιρία της κουρδικής γιορτής του ΝΕΒΡΟΖ της 21ης Μαρτίου.
ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ εκείνο άρθρο του ο Θεόφιλος αποκάλυπτε ξανά τον τρομοκρατικό και δολοφονικό χαρακτήρα του φασιστικού τουρκικού κράτους. Έγραφε για τις πρωτοφανείς διώξεις που είχαν υποστεί, λίγες μέρες νωρίτερα, στην Τουρκία, οι έξι συλληφθέντες Κούρδοι βουλευτές του τότε Κόμματος Δημοκρατίας (DEP), ο Χατίπ Ντίτσλε, ο Ορχάν Ντογάν, η Λεϊλά Ζανά, ο Αχμέτ Τουρκ, ο Σιρρί Σακίκ και ο Σελίμ Σαττάκ.
«ΥΠΗΡΞΕ ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ διεθνιστής και θυσιάστηκε αγωνιζόμενος διεθνιστής, γιατί ήταν πρώτα – πρώτα σκληροτράχηλος πατριώτης εθνιστής Έλλην Κύπριος, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης. Γιατί, ως Έλλην πατριώτης αντιλαμβανόταν την ελευθερία ως υπέρτατη επιδίωξη, ακέραιη και αρτιμελή, για κάθε σκλαβωμένο λαό. Και γιατί, πρώτα και κύρια, ο αρνητής της και σφαγέας της δικής μας ελευθερίας, είναι το ίδιο τουρκικό αποικιοκρατικό, επεκτατικό και κατακτητικό, ρατσιστικό κράτος και γι’ αυτό, συνεπώς, η ελληνο-κουρδική συμμαχία είναι επιτακτική αναγκαιότητα ύψιστης προτεραιότητας, την οποία ο ίδιος υπέγραψε με τον οκτάχρονο αγώνα του [1987-1994] και με το αίμα του.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γεωργιάδης δεν υπήρξε καν αριστερός προτού βρεθεί πλάι στο μαρξιστικό [τότε] Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν ΡΚΚ. Η έμπρακτη διεθνιστική του αλληλεγγύη και στράτευση, δεν προερχόταν από τις υπαγορεύσεις κάποιων κιτρινισμένων μπροσούρων ή τις βαρύγδουπες πομφόλυγες της ξύλινης γλώσσας κάποιου κόμματος.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ για την ένταξη του Θεόφιλου Γεωργιάδη στον κουρδικό αγώνα, βρίσκεται στην υπέρτατη θέληση και τον ασίγαστο πόθο του για πολιτική και αγώνα ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. «Κι αφού εμείς στην Κύπρο δεν αξιωθήκαμε ν’ αγωνιζόμαστε για την ελευθερία μας, τουλάχιστον να βοηθήσουμε πρέπει εκείνους που αγωνίζονται και για μας εναντίον του τουρκικού κράτους, τους Κούρδους αγωνιστές», έλεγε, έγραφε, διαλαλούσε και παρακινούσε ο ίδιος, έργοις τε και λόγοις, μέχρι την τελευταία του πνοή.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ είχε τη δύναμη, παρ’ ότι δημόσιος υπάλληλος, ένα όροφο κάτω απ’ το γραφείο του κυβερνητικού εκπροσώπου [το 1994 του κ. Γ. Κασουλίδη], να δηλώνει, με τόλμη και παρρησία δημοσίως, τη ριζική εναντίωσή του στην πολιτική της εθνικής υποταγής και του επαίσχυντου και καταστροφικού συμβιβασμού [ΔΔΟ], που ακολουθούν ή σύρονται σε αυτή, με διάφορες ταχύτητες, οι πολιτικές ηγεσίες στη Λευκωσία και στην Αθήνα από το 1974 και εντεύθεν.
ΥΠΗΡΞΕ σφόδρα αντίθετος και το διακήρυττε, με την πολιτική των λεγόμενων διακοινοτικών συνομιλιών. Υπήρξε κατήγορος του ενδοτισμού και της ηττοπάθειας. Κατήγορος της πολιτικής των «Νταβός» και των ακατάσχετων «Ιδεών» Κουεγιάρ και Γκάλι, των ούτω καλούμενων «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» και του 20χρονου κατήφορου των υποχωρήσεων που ισοδυναμούν με εθνική μειοδοσία.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γεωργιάδης υπήρξε ακριβώς αυτό: Η καθημερινή δραστήρια συμμετοχή στην υπηρεσία του απελευθερωτικού αγώνα. Σε μια εποχή όπου ακόμη κι η αναφορά στον αγώνα της απελευθέρωσης, χλευάζεται, κατηγορείται κι απομονώνεται από τους κρατούντες ως επικίνδυνη συμπεριφορά.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ επέστρεφε από ταξίδι στη Λάρνακα. Από το εκεί αεροδρόμιο είχε παραλάβει τον αφιχθέντα εκείνο το βράδυ, νέο απεσταλμένο του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν (ERNK), το νεαρό Γιάτο Ρός. Τον είχε αφήσει στα γραφεία της Επιτροπής στην οδό Δοϊράνης της Λευκωσίας και γύριζε σπίτι.
ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ, όπου έπεσε δολοφονημένος ο Θεόφιλος, οι αστυνομικοί, που ερεύνησαν τη σκηνή του εγκλήματος, βρήκαν, βαμμένο από το αίμα του παλληκαριού, το τελευταίο, μέχρις εκείνη τη μέρα, τεύχος του περιοδικού ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΟΥΡΔΙΣΤΑΝ, βασικός συντελεστής της έκδοσης του οποίου ήταν ο δολοφονημένος αγωνιστής. Το κρατούσε μαζί με τα κλειδιά του τη στιγμή που κατέβαινε από το αυτοκίνητο και τον πυροβολούσε ο δολοφόνος.
ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ νωρίτερα, το πρωί εκείνης της Κυριακής, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης έγραψε και παρέδωσε ένα χειρόγραφο άρθρο του, στον δημοσιογράφο Γιώργο Σπανό, για να δημοσιευτεί την επόμενη μέρα στην εφημερίδα «Χαραυγή» της Λευκωσίας, με την ευκαιρία της κουρδικής γιορτής του ΝΕΒΡΟΖ της 21ης Μαρτίου.
ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ εκείνο άρθρο του ο Θεόφιλος αποκάλυπτε ξανά τον τρομοκρατικό και δολοφονικό χαρακτήρα του φασιστικού τουρκικού κράτους. Έγραφε για τις πρωτοφανείς διώξεις που είχαν υποστεί, λίγες μέρες νωρίτερα, στην Τουρκία, οι έξι συλληφθέντες Κούρδοι βουλευτές του τότε Κόμματος Δημοκρατίας (DEP), ο Χατίπ Ντίτσλε, ο Ορχάν Ντογάν, η Λεϊλά Ζανά, ο Αχμέτ Τουρκ, ο Σιρρί Σακίκ και ο Σελίμ Σαττάκ.
«ΥΠΗΡΞΕ ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ διεθνιστής και θυσιάστηκε αγωνιζόμενος διεθνιστής, γιατί ήταν πρώτα – πρώτα σκληροτράχηλος πατριώτης εθνιστής Έλλην Κύπριος, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης. Γιατί, ως Έλλην πατριώτης αντιλαμβανόταν την ελευθερία ως υπέρτατη επιδίωξη, ακέραιη και αρτιμελή, για κάθε σκλαβωμένο λαό. Και γιατί, πρώτα και κύρια, ο αρνητής της και σφαγέας της δικής μας ελευθερίας, είναι το ίδιο τουρκικό αποικιοκρατικό, επεκτατικό και κατακτητικό, ρατσιστικό κράτος και γι’ αυτό, συνεπώς, η ελληνο-κουρδική συμμαχία είναι επιτακτική αναγκαιότητα ύψιστης προτεραιότητας, την οποία ο ίδιος υπέγραψε με τον οκτάχρονο αγώνα του [1987-1994] και με το αίμα του.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γεωργιάδης δεν υπήρξε καν αριστερός προτού βρεθεί πλάι στο μαρξιστικό [τότε] Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν ΡΚΚ. Η έμπρακτη διεθνιστική του αλληλεγγύη και στράτευση, δεν προερχόταν από τις υπαγορεύσεις κάποιων κιτρινισμένων μπροσούρων ή τις βαρύγδουπες πομφόλυγες της ξύλινης γλώσσας κάποιου κόμματος.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ για την ένταξη του Θεόφιλου Γεωργιάδη στον κουρδικό αγώνα, βρίσκεται στην υπέρτατη θέληση και τον ασίγαστο πόθο του για πολιτική και αγώνα ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. «Κι αφού εμείς στην Κύπρο δεν αξιωθήκαμε ν’ αγωνιζόμαστε για την ελευθερία μας, τουλάχιστον να βοηθήσουμε πρέπει εκείνους που αγωνίζονται και για μας εναντίον του τουρκικού κράτους, τους Κούρδους αγωνιστές», έλεγε, έγραφε, διαλαλούσε και παρακινούσε ο ίδιος, έργοις τε και λόγοις, μέχρι την τελευταία του πνοή.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ είχε τη δύναμη, παρ’ ότι δημόσιος υπάλληλος, ένα όροφο κάτω απ’ το γραφείο του κυβερνητικού εκπροσώπου [το 1994 του κ. Γ. Κασουλίδη], να δηλώνει, με τόλμη και παρρησία δημοσίως, τη ριζική εναντίωσή του στην πολιτική της εθνικής υποταγής και του επαίσχυντου και καταστροφικού συμβιβασμού [ΔΔΟ], που ακολουθούν ή σύρονται σε αυτή, με διάφορες ταχύτητες, οι πολιτικές ηγεσίες στη Λευκωσία και στην Αθήνα από το 1974 και εντεύθεν.
ΥΠΗΡΞΕ σφόδρα αντίθετος και το διακήρυττε, με την πολιτική των λεγόμενων διακοινοτικών συνομιλιών. Υπήρξε κατήγορος του ενδοτισμού και της ηττοπάθειας. Κατήγορος της πολιτικής των «Νταβός» και των ακατάσχετων «Ιδεών» Κουεγιάρ και Γκάλι, των ούτω καλούμενων «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» και του 20χρονου κατήφορου των υποχωρήσεων που ισοδυναμούν με εθνική μειοδοσία.
Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γεωργιάδης υπήρξε ακριβώς αυτό: Η καθημερινή δραστήρια συμμετοχή στην υπηρεσία του απελευθερωτικού αγώνα. Σε μια εποχή όπου ακόμη κι η αναφορά στον αγώνα της απελευθέρωσης, χλευάζεται, κατηγορείται κι απομονώνεται από τους κρατούντες ως επικίνδυνη συμπεριφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου