Η αρχαία μας μυθολογία είναι μοναδικά ωραία, αλλά και γόνιμη, σαν την
πιο εύφορη γη. Πάντα, σ’ όλες τις εποχές, ήταν και παραμένει μια
θαυμαστή και παραγωγική συντροφιά για τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.
Περισσότερο ακόμα για τον σημερινό, κουρασμένο άνθρωπο από τους γρήγορους ρυθμούς και την καταιγιστική τεχνολογία, που τον ξεμακραίνει διαρκώς από τις ρίζες του, η μυθολογία εξακολουθεί να είναι ένα ονειρικό θέλγητρο, ενώ η μαγεία, που ασκεί στην αποκαμωμένη ψυχή, είναι κάτι το ασύλληπτο.
Ειδικά για εμάς τους Έλληνες, που αναπνέουμε ακόμα τον ίδιο αέρα και περιβαλλόμαστε από την ίδια σαγηνευτική θάλασσα, αισθανόμαστε πως κάθε μύθος μάς είναι οικείος, αγαπητός, προγονικός, μάς ανήκει κάθε τμήμα του, ρέει στις φλέβες μας.
Επομένως, η ψυχή μας ευφραίνεται να παρακολουθεί αυτόν τον ατελείωτο χορό των θεών και των ηρώων, που η φαντασία των προγόνων μας δημιούργησε, ώστε να αποδώσουν τον κόσμο με μορφές, αλλά και με μια συμπαγή ολότητα, από τον Όλυμπο ως τα Τάρταρα και από τον Ουρανό και τη Γη ως την πολυκύμαντη θάλασσα και τους αχανείς βυθούς της.
Επιπλέον, ένα σωρό θρυλικές οικογένειες, με τα παθήματα τους, αλλά και με τη φριχτή και ανελέητή τους μοίρα, δίδαξαν τους Έλληνες -και όχι μόνο- τον άριστο τρόπο ζωής, την ηθική, την αρετή και τις αξίες.
Από τους πιο τραγικούς κύκλους της αρχαιότητας προέρχονται οι παραδόσεις, που σχετίζονται με την πολύπαθη οικογένεια των Ατρειδών. Οι συμφορές και τα δεινοπαθήματα τους, τα μαρτύρια που υπέφεραν, οι αγωνίες και οι φόβοι τους, έγιναν θέμα ποιητικό, που συγκλόνισε με την αδυσώπητη κι άτεγκτη Μοίρα, που κράδαινε το δρεπάνι της πάνω από τα κεφάλια των μελών της.
Μια οικογένεια, που το δράμα της άρχισε σχεδόν από την Αρχαία Αυλίδα, για να καταλήξει σε απρόσμενες λύσεις κι απίθανες ατραπούς. Όλοι αυτοί οι θρύλοι, στα αριστουργηματικά δράματα των μεγάλων τραγικών ποιητών μας, έδεσαν κι εμάς με την ίδια κόκκινη κλωστή. Μας έδεσαν με τις μορφές τους, με τα πεπρωμένα και τους τόπους τους κι έτσι, μας είναι απίστευτα γνώριμοι και οικείοι. Μας γεμίζει με δέος και συγκίνηση η πολυταλάντευτη ζωή τους.
Τα τελευταία χρόνια, οι συνεχείς ανασκαφές μάς χάρισαν τη χαρά να γνωρίσουμε από κοντά, χειροπιαστά, μέρη και χώρους, όπου κινήθηκαν και έδρασαν οι τραγικοί ήρωες των μύθων μας, που για κάποιους απ’ αυτούς θεωρούνταν αμφίβολη η ιστορική ύπαρξή τους.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Αρχαία Αυλίδα. Την ξέραμε από τον Όμηρο σαν τόπο συγκέντρωσης των Αχαιών, πριν αναχωρήσουν για τη μακρόχρονη πολιορκία της Τροίας. Εκείνη ακριβώς την καίρια στιγμή, παρουσιάστηκε ένα τέρας φοβερό, αλάνθαστο σημάδι των θεών. Ένας πελώριος δράκος πέταξε πάνω από τον βωμό και κατασπάραξε οκτώ νεογνά σπουργιτάκια, που φώλιαζαν στα φυλλώματα ενός αγέρωχου πλάτανου. Αφού ξέκανε και το ένατο πουλί, τη μάνα των μικρών, πέτρωσε, έπειτα από βουλή του Δία. Μήνυμα δύσκολο και γεμάτο σημασία για τους Αχαιούς, που ζήτησαν από τον μάντη Κάλχα να τους το ερμηνεύσει.
Εννιά χρόνους θα πολεμούσαν οι Αχαιοί, για να μπορέσουν να κυριεύσουν την άπαρτη Τροία. Τον δέκατο χρόνο μονάχα θα έμπαιναν μέσα και θα έμενε δοξασμένο το όνομά τους στους αιώνες, αποφάνθηκε ο σοφός μάντης.
Ο Ευριπίδης, στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, συμπλήρωσε την εικόνα του τόπου: ένας τόπος γεμάτος ζωή και κίνηση, καθώς χίλια καράβια ελληνικά είχαν μαζευτεί στα γραφικά λιμάνια της Αυλίδας. Ο Αρχιστράτηγος Αγαμέμνων περνούσε φριχτή δοκιμασία κι έπρεπε να τιμωρηθεί, καθώς είχε σκοτώσει το ιερό ελάφι της θεάς του κυνηγιού. Τα πλοία δε μπορούσαν να ξεκινήσουν. Οι άνεμοι δεν ήταν ευνοϊκοί για τα πανιά των πλοίων τους.
Για να κατευναστεί η θεά Άρτεμις, που είχε εκεί το Ιερό της, οι Αχαιοί έπρεπε να θυσιάσουν στον βωμό της την κόρη του Αρχιστράτηγου, την Ιφιγένεια. Η ύβρις και η νέμεσις, σε μια σύμπνοια απόλυτη.
Οι πάντες ανέμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσουν επιτέλους για την Τροία. Οι μήνες κυλούσαν βουβά και αδειανά. Οι αρχηγοί του ελληνικού στρατού ξόδευαν τον καιρό τους με κάθε λογής ασχολίες: Ο Αχιλλέας παρέβγαινε πεζός στο τρέξιμο ένα τέθριππο άρμα. Ο Διομήδης έριχνε τον δίσκο. Ο Παλαμήδης κι ο Πρωτεσίλαος έπαιζαν ζάρια, ενώ ο Οδυσσέας κι ο Μηριόνης περιφέρονταν άσκοπα. Η ανούσια αυτή απραξία έπρεπε να σταματήσει.
Το δράμα βάδιζε προς τη λύση του. Η γελασμένη Ιφιγένεια, που την είχαν φέρει εκεί με το πρόσχημα πως θα την πάντρευαν με τον Αχιλλέα, μόνη της προσφέρθηκε να θυσιαστεί, για να σώσει την πατρίδα της. Όμως, η θεά Άρτεμις λυπήθηκε την αγαθή και γενναία κόρη. Την έσωσε την τελευταία στιγμή κι έβαλε στη θέση της ένα ελάφι πάνω στον βωμό, για να εξευμενιστούν οι άνεμοι και να καλυτερεύσουν οι οιωνοί για το πολυπόθητο ταξίδι των Αχαιών στη χώρα του Πριάμου.
Όταν τον 2ο αιώνα μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Παυσανίας έφερε τα βήματά του στην Αυλίδα, είδε τον ναό της θεάς Άρτεμις, όμορφα στολισμένο με μαρμάρινα αγάλματα. Είδε, ακόμα, τα ίχνη του ιερού πλατανιού, που αφού ξεράθηκε με τα χρόνια, τοποθέτησαν τον κορμό του μέσα στο Ιερό, σαν πολύτιμο κουφάρι.
Μιλούσε, επίσης, για την κρήνη, που πλάι της κάποτε στεκόταν υπερήφανα το ιερό εκείνο δέντρο. Την εποχή του Παυσανία, φοινικιές ήταν φυτρωμένες μπροστά από το Ιερό, ενώ λίγοι κάτοικοι είχαν απομείνει στην περιοχή, αγγειοπλάστες οι περισσότεροι. Πάνω σ’ έναν κοντινό λόφο, μάλιστα, ξεχώριζε, καλά διατηρημένο, το μπρούτζινο κατώφλι της μεγαλοπρεπούς σκηνής του Αγαμέμνονα.
Το 1941, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, καθώς πλάταιναν τον δρόμο προς το Βαθύ, βρέθηκε ένα κομμάτι από τοίχο αρχαίου κτιρίου κι ένα ακέφαλο ρωμαϊκό άγαλμα. Τότε, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο αρχαιολόγος Ιωάννης Θρεψιάδης ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας την άδεια να τελέσει μια δοκιμαστική ανασκαφή στην περιοχή, παρά τις αρνητικές συγκυρίες.
Αποκάλυψε ένα μέρος λουτρού του 5ου αιώνα π.Χ., που είχε χτιστεί πάνω σε παλαιότερο οικοδόμημα. Στους τοίχους του λουτρού βρέθηκαν δύο ρωμαϊκά αγάλματα. Μια πέτρα, όμως, του παλαιότερου οικοδομήματος είχε χαραγμένη τη λέξη “ΙΑΡΟΣ”, που στη βοιωτική διάλεκτο σήμαινε ιερός. Ένα μικρό κολοβωμένο γυναικείο άγαλμα βοήθησε τον ανασκαφέα να υποθέσει ότι επρόκειτο για άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος.
Δυστυχώς, η ανασκαφή σταμάτησε λόγω πολέμου, μα τα πρώτα πορίσματα είχαν κιόλας βγει. Όταν το 1956, με δαπάνες πια της Αρχαιολογικής Εταιρίας, ο Ιωάννης Θρεψιάδης είχε τη σπάνια τύχη να ανακαλύψει το Ιερό, έλαβε συγχρόνως την ικανοποίηση ότι επιβεβαιώθηκαν οι αρχικοί ισχυρισμοί του.
Έτσι, η αρχαιολογική σκαπάνη ενός επίμονου Έλληνα έφερε στο φως έναν χώρο σπουδαίο, άρρηκτα συνυφασμένο με την αρχαία ποίηση και με τις συγκλονιστικότερες παραδόσεις των προγόνων μας. Η πνοή του μύθου μετουσιώθηκε σε άγγιγμα ιστορίας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 23/11/1958…
Περισσότερο ακόμα για τον σημερινό, κουρασμένο άνθρωπο από τους γρήγορους ρυθμούς και την καταιγιστική τεχνολογία, που τον ξεμακραίνει διαρκώς από τις ρίζες του, η μυθολογία εξακολουθεί να είναι ένα ονειρικό θέλγητρο, ενώ η μαγεία, που ασκεί στην αποκαμωμένη ψυχή, είναι κάτι το ασύλληπτο.
Ειδικά για εμάς τους Έλληνες, που αναπνέουμε ακόμα τον ίδιο αέρα και περιβαλλόμαστε από την ίδια σαγηνευτική θάλασσα, αισθανόμαστε πως κάθε μύθος μάς είναι οικείος, αγαπητός, προγονικός, μάς ανήκει κάθε τμήμα του, ρέει στις φλέβες μας.
Επομένως, η ψυχή μας ευφραίνεται να παρακολουθεί αυτόν τον ατελείωτο χορό των θεών και των ηρώων, που η φαντασία των προγόνων μας δημιούργησε, ώστε να αποδώσουν τον κόσμο με μορφές, αλλά και με μια συμπαγή ολότητα, από τον Όλυμπο ως τα Τάρταρα και από τον Ουρανό και τη Γη ως την πολυκύμαντη θάλασσα και τους αχανείς βυθούς της.
Επιπλέον, ένα σωρό θρυλικές οικογένειες, με τα παθήματα τους, αλλά και με τη φριχτή και ανελέητή τους μοίρα, δίδαξαν τους Έλληνες -και όχι μόνο- τον άριστο τρόπο ζωής, την ηθική, την αρετή και τις αξίες.
Από τους πιο τραγικούς κύκλους της αρχαιότητας προέρχονται οι παραδόσεις, που σχετίζονται με την πολύπαθη οικογένεια των Ατρειδών. Οι συμφορές και τα δεινοπαθήματα τους, τα μαρτύρια που υπέφεραν, οι αγωνίες και οι φόβοι τους, έγιναν θέμα ποιητικό, που συγκλόνισε με την αδυσώπητη κι άτεγκτη Μοίρα, που κράδαινε το δρεπάνι της πάνω από τα κεφάλια των μελών της.
Μια οικογένεια, που το δράμα της άρχισε σχεδόν από την Αρχαία Αυλίδα, για να καταλήξει σε απρόσμενες λύσεις κι απίθανες ατραπούς. Όλοι αυτοί οι θρύλοι, στα αριστουργηματικά δράματα των μεγάλων τραγικών ποιητών μας, έδεσαν κι εμάς με την ίδια κόκκινη κλωστή. Μας έδεσαν με τις μορφές τους, με τα πεπρωμένα και τους τόπους τους κι έτσι, μας είναι απίστευτα γνώριμοι και οικείοι. Μας γεμίζει με δέος και συγκίνηση η πολυταλάντευτη ζωή τους.
Τα τελευταία χρόνια, οι συνεχείς ανασκαφές μάς χάρισαν τη χαρά να γνωρίσουμε από κοντά, χειροπιαστά, μέρη και χώρους, όπου κινήθηκαν και έδρασαν οι τραγικοί ήρωες των μύθων μας, που για κάποιους απ’ αυτούς θεωρούνταν αμφίβολη η ιστορική ύπαρξή τους.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Αρχαία Αυλίδα. Την ξέραμε από τον Όμηρο σαν τόπο συγκέντρωσης των Αχαιών, πριν αναχωρήσουν για τη μακρόχρονη πολιορκία της Τροίας. Εκείνη ακριβώς την καίρια στιγμή, παρουσιάστηκε ένα τέρας φοβερό, αλάνθαστο σημάδι των θεών. Ένας πελώριος δράκος πέταξε πάνω από τον βωμό και κατασπάραξε οκτώ νεογνά σπουργιτάκια, που φώλιαζαν στα φυλλώματα ενός αγέρωχου πλάτανου. Αφού ξέκανε και το ένατο πουλί, τη μάνα των μικρών, πέτρωσε, έπειτα από βουλή του Δία. Μήνυμα δύσκολο και γεμάτο σημασία για τους Αχαιούς, που ζήτησαν από τον μάντη Κάλχα να τους το ερμηνεύσει.
Εννιά χρόνους θα πολεμούσαν οι Αχαιοί, για να μπορέσουν να κυριεύσουν την άπαρτη Τροία. Τον δέκατο χρόνο μονάχα θα έμπαιναν μέσα και θα έμενε δοξασμένο το όνομά τους στους αιώνες, αποφάνθηκε ο σοφός μάντης.
Ο Ευριπίδης, στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, συμπλήρωσε την εικόνα του τόπου: ένας τόπος γεμάτος ζωή και κίνηση, καθώς χίλια καράβια ελληνικά είχαν μαζευτεί στα γραφικά λιμάνια της Αυλίδας. Ο Αρχιστράτηγος Αγαμέμνων περνούσε φριχτή δοκιμασία κι έπρεπε να τιμωρηθεί, καθώς είχε σκοτώσει το ιερό ελάφι της θεάς του κυνηγιού. Τα πλοία δε μπορούσαν να ξεκινήσουν. Οι άνεμοι δεν ήταν ευνοϊκοί για τα πανιά των πλοίων τους.
Για να κατευναστεί η θεά Άρτεμις, που είχε εκεί το Ιερό της, οι Αχαιοί έπρεπε να θυσιάσουν στον βωμό της την κόρη του Αρχιστράτηγου, την Ιφιγένεια. Η ύβρις και η νέμεσις, σε μια σύμπνοια απόλυτη.
Οι πάντες ανέμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσουν επιτέλους για την Τροία. Οι μήνες κυλούσαν βουβά και αδειανά. Οι αρχηγοί του ελληνικού στρατού ξόδευαν τον καιρό τους με κάθε λογής ασχολίες: Ο Αχιλλέας παρέβγαινε πεζός στο τρέξιμο ένα τέθριππο άρμα. Ο Διομήδης έριχνε τον δίσκο. Ο Παλαμήδης κι ο Πρωτεσίλαος έπαιζαν ζάρια, ενώ ο Οδυσσέας κι ο Μηριόνης περιφέρονταν άσκοπα. Η ανούσια αυτή απραξία έπρεπε να σταματήσει.
Το δράμα βάδιζε προς τη λύση του. Η γελασμένη Ιφιγένεια, που την είχαν φέρει εκεί με το πρόσχημα πως θα την πάντρευαν με τον Αχιλλέα, μόνη της προσφέρθηκε να θυσιαστεί, για να σώσει την πατρίδα της. Όμως, η θεά Άρτεμις λυπήθηκε την αγαθή και γενναία κόρη. Την έσωσε την τελευταία στιγμή κι έβαλε στη θέση της ένα ελάφι πάνω στον βωμό, για να εξευμενιστούν οι άνεμοι και να καλυτερεύσουν οι οιωνοί για το πολυπόθητο ταξίδι των Αχαιών στη χώρα του Πριάμου.
Όταν τον 2ο αιώνα μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Παυσανίας έφερε τα βήματά του στην Αυλίδα, είδε τον ναό της θεάς Άρτεμις, όμορφα στολισμένο με μαρμάρινα αγάλματα. Είδε, ακόμα, τα ίχνη του ιερού πλατανιού, που αφού ξεράθηκε με τα χρόνια, τοποθέτησαν τον κορμό του μέσα στο Ιερό, σαν πολύτιμο κουφάρι.
Μιλούσε, επίσης, για την κρήνη, που πλάι της κάποτε στεκόταν υπερήφανα το ιερό εκείνο δέντρο. Την εποχή του Παυσανία, φοινικιές ήταν φυτρωμένες μπροστά από το Ιερό, ενώ λίγοι κάτοικοι είχαν απομείνει στην περιοχή, αγγειοπλάστες οι περισσότεροι. Πάνω σ’ έναν κοντινό λόφο, μάλιστα, ξεχώριζε, καλά διατηρημένο, το μπρούτζινο κατώφλι της μεγαλοπρεπούς σκηνής του Αγαμέμνονα.
Το 1941, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, καθώς πλάταιναν τον δρόμο προς το Βαθύ, βρέθηκε ένα κομμάτι από τοίχο αρχαίου κτιρίου κι ένα ακέφαλο ρωμαϊκό άγαλμα. Τότε, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο αρχαιολόγος Ιωάννης Θρεψιάδης ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας την άδεια να τελέσει μια δοκιμαστική ανασκαφή στην περιοχή, παρά τις αρνητικές συγκυρίες.
Αποκάλυψε ένα μέρος λουτρού του 5ου αιώνα π.Χ., που είχε χτιστεί πάνω σε παλαιότερο οικοδόμημα. Στους τοίχους του λουτρού βρέθηκαν δύο ρωμαϊκά αγάλματα. Μια πέτρα, όμως, του παλαιότερου οικοδομήματος είχε χαραγμένη τη λέξη “ΙΑΡΟΣ”, που στη βοιωτική διάλεκτο σήμαινε ιερός. Ένα μικρό κολοβωμένο γυναικείο άγαλμα βοήθησε τον ανασκαφέα να υποθέσει ότι επρόκειτο για άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος.
Δυστυχώς, η ανασκαφή σταμάτησε λόγω πολέμου, μα τα πρώτα πορίσματα είχαν κιόλας βγει. Όταν το 1956, με δαπάνες πια της Αρχαιολογικής Εταιρίας, ο Ιωάννης Θρεψιάδης είχε τη σπάνια τύχη να ανακαλύψει το Ιερό, έλαβε συγχρόνως την ικανοποίηση ότι επιβεβαιώθηκαν οι αρχικοί ισχυρισμοί του.
Έτσι, η αρχαιολογική σκαπάνη ενός επίμονου Έλληνα έφερε στο φως έναν χώρο σπουδαίο, άρρηκτα συνυφασμένο με την αρχαία ποίηση και με τις συγκλονιστικότερες παραδόσεις των προγόνων μας. Η πνοή του μύθου μετουσιώθηκε σε άγγιγμα ιστορίας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 23/11/1958…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου