Μια από τις μεγαλύτερες δίκες μαγείας του 17ου αιώνα, η οποία
παραδόξως παρέμεινε ελάχιστα γνωστή, ήταν η τραγική “Υπόθεση των Εραστών
του Διαβόλου”, μια σκοτεινή και μυστηριώδης ιστορία, που στην εποχή
εκείνη είχε δημιουργήσει ένα συνταρακτικό σκάνδαλο.
Το 1606, στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων της Μασσαλίας, έγινε δεκτή ως νεοφώτιστη μια ωραιότατη κοπέλα 13 ετών, η Madeleine de Demandolx, που ανήκε σε οικογένεια σπουδαίων ευγενών, από τους οποίους σαράντα ήταν ιππότες του Τάγματος της Μάλτας. Η Madeleine, από την πρώτη στιγμή, παραξένεψε τις μοναχές με την αλλόκοτη ζωή της.
Η γοητευτικότατη νεαρή, που είχε κάτι σατανικό στην εκπληκτική ομορφιά της, είχε μια εντελώς παράξενη συνήθεια. Κάθε πρωί κατέβαινε στον ολάνθιστο κήπο του μοναστηριού και ρήμαζε κυριολεκτικώς τα λουλούδια. Με τα κρίνα και τα τριαντάφυλλα στόλιζε το κρεβάτι της, επάνω στο οποίο ξάπλωνε έπειτα, πέφτοντας σ’ ένα είδος παραισθήσεως, μεθυσμένη από το δυνατό άρωμα των λουλουδιών. Η κοπέλα, τότε, μέσα στα αδιάκοπα παραληρήματά της, ανέφερε τα ονόματα διαφόρων συγγενών της και ιδιαιτέρως, το όνομα του ετεροθαλούς αδελφού της, του Rolan, μιλώντας γι’ αυτόν με απαράμιλλη τρυφερότητα.
Έπειτα, όταν συνερχόταν και μάθαινε από τις υπόλοιπες μοναχές τις αποκαλύψεις, που έκανε όση ώρα παρέμενε βυθισμένη στον περίεργο λήθαργό της, την κυρίευε πανικός κι άρχιζε να μαστιγώνει το σώμα της, να φοράει ένα τρίχινο ράσο και να υποβάλλεται μόνη της σε νηστείες και σκληρά βασανιστήρια. Αποτέλεσμα αυτής της μαρτυρικής ζωής ήταν να αρρωστήσει βαριά η όμορφη Madeleine και να αρχίζει να χάνει τη σπάνια γοητεία της. Ο ιατρός του μοναστηριού, όταν την εξέτασε, αποφάνθηκε ότι δε θα ζούσε περισσότερο από έναν χρόνο και γι’ αυτό, οι μοναχές αποφάσισαν να τη στείλουν πίσω στην οικογένειά της.
Μα, η ωραία Madeleine έβγαλε τη χρονιά, δίχως να πεθάνει. Πέρασε, λοιπόν, τον χειμώνα στον Πύργο των Ιπποτών Demandolx, ξαναβρίσκοντας την όρεξη για ζωή και τη σατανική ομορφιά της. Αυτό το θαύμα δε συντελέστηκε από μόνο του, αλλά συνέδραμε σ’ αυτό ο ικανότατος γιος ενός βοσκού της Προβηγκίας, ο ιερέας Louis Gaufridi, ο οποίος είχε ξεχωριστή θέση στον κλήρο της Μασσαλίας. Ο ιερωμένος ήταν ένας γλυκομίλητος ιεροκήρυκας, που ασκούσε μια ακατανίκητη σαγήνη σ’ όλες τις γυναίκες της Νότιας Γαλλίας. Όμως, καμιά δεν τον ενδιέφερε περισσότερο από τη Madeleine de Demandolx.
Από την ημέρα, λοιπόν, που πάτησε στο πόδι του στον οικογενειακό πύργο της, η άρρωστη κοπέλα άρχισε να καλυτερεύει και να νιώθει μέσα της έναν απερίγραπτο πόθο για τη χαρά της ζωής.
Πριν περάσει ένας μήνας, η Madeleine είχε αναρρώσει πλήρως. Ο ιερέας Louis Gaufridi υπέδειξε στους δικούς της ότι ήρθε η στιγμή να την παντρέψουν και ο ίδιος, άλλωστε, μίλησε για το θέμα αυτό μαζί της. Εκείνη, όμως, με μια παράξενη επιμονή, που τον σκανδάλισε, αρνήθηκε να τον εισακούσει κι έτσι, όταν οι μοναχές Ουρσουλίνες την κάλεσαν πάλι στο μοναστήρι, δέχτηκε πρόθυμα να επιστρέψει στην παλιά ζωή της. Η πανέμορφη Madeleine, που δεν ήταν τόσο αθώα, όσο πίστευαν, μιας και πριν μπει στο μοναστήρι, είχε κιόλας μια ερωτική περιπέτεια με τον ετεροθαλή αδελφό της, ήταν ολόψυχα ερωτευμένη με τον ιερέα.
Έτσι, επέστρεψε στις Ουρσουλίνες μ’ ένα βαρύ μυστικό στην καρδιά της. Η Ηγουμένη Catherine de Gaumer, που ήταν κι αυτή ερωτευμένη με τον ιερέα Louis Gaufridi, δεν άργησε να μαντέψει τον κρυφό έρωτα της νεαρής κοπέλας και για να βεβαιωθεί ότι οι υποψίες της ήταν αληθινές, κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Madeleine και να μάθει όλα της τα μυστικά.
Τρελή από ζήλεια η Ηγουμένη, έκλεισε α’ ένα σκοτεινό κελί την όμορφη νεοφώτιστη κι άρχισε να την υποβάλει σε αφάνταστα βασανιστήρια, για να εκμαιεύσει κάθε λεπτομέρεια της σχέσης της με τον ιερωμένο. Εκείνη, εξαντλημένη από τις σκληρές νηστείες και τα άγρια μαστιγώματα, όχι μόνο δεν αρνιόταν τον έρωτά της, αλλά εκστόμιζε ένα σωρό φανταστικές ιστορίες, για να κάνει την Ηγουμένη να ζηλεύει ακόμη περισσότερο.
Η Ηγουμένη Catherine de Gaumer, τότε, δεν ήξερε πια πώς να εκδικηθεί τη Madeleine. Τη μαστίγωνε όλη τη νύχτα, την άφηνε νηστική για μέρες και κάθε τόσο τη ρωτούσε για τον Louis Gaufridi. Τη φοβέριζε πως αν δεν έπαυε να τον αγαπά, θα την εγκατέλειπε να πεθάνει από την πείνα μέσα στο σκοτεινό κελί της.
Μα, η ερωτευμένη δεν άργησε να ξαναρρωστήσει από τα μαρτύρια και να περιπέσει πάλι σ’ εκείνον τον παλιό της λήθαργο με τα ερωτικά παραληρήματα. Έτσι, οι μοναχές πείστηκαν ότι ήταν δαιμονόπληκτη και καθημερινά, την εξόρκιζαν και κρεμούσαν πάνω της τα άγια λείψανα του μοναστηριού. Η Madeleine συμπεριφερόταν πλέον σαν παρανοϊκή. Ποδοπατούσε τον Εσταυρωμένο, ξέσχιζε τα ράσα των μοναχών κι ορμούσε να πνίξει την Ηγουμένη, κάθε φορά που παρουσιαζόταν ενώπιόν της. Τέλος, ομολόγησε μια μέρα πως μπροστά σ’ ένα ομοίωμα του Διαβόλου είχε παντρευτεί τον λατρεμένο της ιερωμένο Louis Gaufridi.
Οι Ουρσουλίνες, σοκαρισμένες από τις τρομερές αποκαλύψεις, δεν μπόρεσαν να τις κρατήσουν κρυφές κι έτσι, σε λίγο, το μέγα σκάνδαλο των “Εραστών του Διαβόλου” έγινε πασίγνωστο και αναστάτωσε συθέμελα την Προβηγκία.
Επομένως, ο τρανός και άτεγκτος Ιεροεξεταστής Sebastien Michaelis αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή τη ζοφερή υπόθεση. Κάλεσε, λοιπόν, τον ιερωμένο Louis Gaufridi να φανερώσει την αλήθεια.
Τότε, εκείνος, τρέμοντας από τις φοβερές κατηγορίες, αρνήθηκε ότι είχε κρυφές σχέσεις με γυναίκες και ότι είχε παντρευτεί τη Madeleine de Demandolx. Μα, ο Ιεροεξεταστής έφερε μπροστά του την Ηγουμένη του μοναστηριού, η οποία, για να τον εκδικηθεί, βεβαίωσε ως αληθινές όλες τις φανταστικές ιστορίες της όμορφης νεοφώτιστης.
Τελικά, οι “Εραστές του Διαβόλου” κρίθηκαν ένοχοι από την πρόχειρη αυτή ανάκριση και παραδόθηκαν στους δικαστές, για να υποβληθούν σε ανομολόγητα βασανιστήρια και για να παραδεχτούν τους κρυφούς τους έρωτες.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, άλλωστε, καρφώνοντας μια μεγάλη βελόνα στο δεξί πέλμα της Madeleine, είπε πως είδε καθαρά ένα σημάδι του Βεελζεβούλ στο μέτωπό της. Ένα άλλο τέτοιο σημάδι ήταν πάνω στον αριστερό μαστό της και προς το μέρος της καρδιάς. Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι είχε μέσα της τον Διάβολο. Τα ίδια μαρτύρια τράβηξε και ο Louis Gaufridi και βρέθηκαν και σ’ αυτόν τρία σατανικά σημάδια, καθώς σε οποίο από αυτά κάρφωναν τη μεγάλη βελόνα, ο ιερέας δεν αισθανόταν καθόλου πόνο.
Ο “εραστής” της Madeleine πετάχτηκε σ’ ένα αφώτιστο και υγρό κελί, όπου κάθε ημέρα δύο καλόγεροι τον μαστίγωναν μέρα και νύχτα, για να τον αναγκάσουν να ομολογήσει ότι είχε νυμφευτεί μπροστά στο ομοίωμα του Διαβόλου την πανέμορφη νεοφώτιστη των Ουρσουλίνων. Τέλος, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1611, ο ιερέας, μην μπορώντας να υπομένει άλλο τα ατέρμονα βασανιστήρια, υποχρεώθηκε να παραδεχτεί τον “σατανικό του γάμο”.
Ωστόσο, η νεαρή κοπέλα, νομίζοντας ότι θα κατάφερνε στο τέλος να σώσει τον πολυαγαπημένο της Louis Gaufridi, παρά τα βασανιστήρια, εξακολουθούσε να αρνείται όσα την προσήπταν και επέμενε να κατηγορεί την Ηγουμένη των Ουρσουλίνων ως μάγισσα. Τότε, ο δικαστής άρχισε να την εξορκίζει με τα Άγια Λείψανα της Μητρόπολης κι επειδή ούτε κι έτσι της απέσπασε ομολογία, διέταξε να ξεθάψουν απ’ το νεκροταφείο ένα κρανίο και να τον δέσουν επάνω στο πρόσωπό της. Η δυστυχισμένη Madeleine, τότε, για να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριό της, χτυπούσε το κεφάλι της με μανία στους τοίχους του κελιού της, για να αυτοκτονήσει. Μα, ο δικαστής ήθελε να την παραδώσει ζωντανή στον δήμιό της και γι’ αυτό διέταξε τους φρουρούς της να την κρεμάσουν από τα χέρια στον χαλκά μιας δοκού, που στεκόταν καταμεσής της αίθουσας βασανιστηρίων.
Ο ιερωμένος Louis Gaufridi, από την ημέρα που ομολόγησε τον σατανικό του γάμο, θεωρήθηκε ως μάγος και καταδικάστηκε να διαμελιστεί πρώτα και κατόπιν, να καεί στην πυρά, που θα στηνόταν στην πλατεία της Μητρόπολης.
Ο δήμιος έδεσε στα πόδια του Gaufridi ένα βάρος διακοσίων κιλών και ύστερα τον κρέμασε απ’ τα χέρια στην οροφή της αίθουσας της Ιεράς Εξέτασης. Το σχοινί, όμως, κόπηκε απ’ το μεγάλο βάρος κι ο ιερωμένος, προτού διαμελιστεί, σωριάστηκε καταγής. Το απάνθρωπο αυτό μαρτύριο επαναλήφθηκε ακόμη δύο φορές, ώσπου στο τέλος, ο δύσμοιρος Gaufridi διαμελίστηκε, ενώ το αιμόφυρτο κορμί του μεταφέρθηκε ευθύς στην πλατεία, όπου το πέταξαν μέσα στην πυρά.
Η Madeleine, όμως, δεν παραδέχτηκε ποτέ τη διαβολική ενοχή της. Έτσι, ο Ιεροεξεταστής Sebastien Michaelis διέταξε να την κλείσουν ισοβίως στο αυστηρότατο μοναστήρι του Aix, που ήταν ένα είδος φυλακής για τις αμαρτωλές μοναχές, όπου και πέθανε το 1653.
Η διαβόητη δίκη των “Εραστών του Διαβόλου”, που είχε διαρκέσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, θεωρήθηκε το μεγαλύτερο σκάνδαλο του 17ου αιώνα, αναστατώνοντας τη Γαλλία, αλλά κι ολόκληρη την Ευρώπη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 23/07/1933…
Το 1606, στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων της Μασσαλίας, έγινε δεκτή ως νεοφώτιστη μια ωραιότατη κοπέλα 13 ετών, η Madeleine de Demandolx, που ανήκε σε οικογένεια σπουδαίων ευγενών, από τους οποίους σαράντα ήταν ιππότες του Τάγματος της Μάλτας. Η Madeleine, από την πρώτη στιγμή, παραξένεψε τις μοναχές με την αλλόκοτη ζωή της.
Η γοητευτικότατη νεαρή, που είχε κάτι σατανικό στην εκπληκτική ομορφιά της, είχε μια εντελώς παράξενη συνήθεια. Κάθε πρωί κατέβαινε στον ολάνθιστο κήπο του μοναστηριού και ρήμαζε κυριολεκτικώς τα λουλούδια. Με τα κρίνα και τα τριαντάφυλλα στόλιζε το κρεβάτι της, επάνω στο οποίο ξάπλωνε έπειτα, πέφτοντας σ’ ένα είδος παραισθήσεως, μεθυσμένη από το δυνατό άρωμα των λουλουδιών. Η κοπέλα, τότε, μέσα στα αδιάκοπα παραληρήματά της, ανέφερε τα ονόματα διαφόρων συγγενών της και ιδιαιτέρως, το όνομα του ετεροθαλούς αδελφού της, του Rolan, μιλώντας γι’ αυτόν με απαράμιλλη τρυφερότητα.
Έπειτα, όταν συνερχόταν και μάθαινε από τις υπόλοιπες μοναχές τις αποκαλύψεις, που έκανε όση ώρα παρέμενε βυθισμένη στον περίεργο λήθαργό της, την κυρίευε πανικός κι άρχιζε να μαστιγώνει το σώμα της, να φοράει ένα τρίχινο ράσο και να υποβάλλεται μόνη της σε νηστείες και σκληρά βασανιστήρια. Αποτέλεσμα αυτής της μαρτυρικής ζωής ήταν να αρρωστήσει βαριά η όμορφη Madeleine και να αρχίζει να χάνει τη σπάνια γοητεία της. Ο ιατρός του μοναστηριού, όταν την εξέτασε, αποφάνθηκε ότι δε θα ζούσε περισσότερο από έναν χρόνο και γι’ αυτό, οι μοναχές αποφάσισαν να τη στείλουν πίσω στην οικογένειά της.
Μα, η ωραία Madeleine έβγαλε τη χρονιά, δίχως να πεθάνει. Πέρασε, λοιπόν, τον χειμώνα στον Πύργο των Ιπποτών Demandolx, ξαναβρίσκοντας την όρεξη για ζωή και τη σατανική ομορφιά της. Αυτό το θαύμα δε συντελέστηκε από μόνο του, αλλά συνέδραμε σ’ αυτό ο ικανότατος γιος ενός βοσκού της Προβηγκίας, ο ιερέας Louis Gaufridi, ο οποίος είχε ξεχωριστή θέση στον κλήρο της Μασσαλίας. Ο ιερωμένος ήταν ένας γλυκομίλητος ιεροκήρυκας, που ασκούσε μια ακατανίκητη σαγήνη σ’ όλες τις γυναίκες της Νότιας Γαλλίας. Όμως, καμιά δεν τον ενδιέφερε περισσότερο από τη Madeleine de Demandolx.
Από την ημέρα, λοιπόν, που πάτησε στο πόδι του στον οικογενειακό πύργο της, η άρρωστη κοπέλα άρχισε να καλυτερεύει και να νιώθει μέσα της έναν απερίγραπτο πόθο για τη χαρά της ζωής.
Πριν περάσει ένας μήνας, η Madeleine είχε αναρρώσει πλήρως. Ο ιερέας Louis Gaufridi υπέδειξε στους δικούς της ότι ήρθε η στιγμή να την παντρέψουν και ο ίδιος, άλλωστε, μίλησε για το θέμα αυτό μαζί της. Εκείνη, όμως, με μια παράξενη επιμονή, που τον σκανδάλισε, αρνήθηκε να τον εισακούσει κι έτσι, όταν οι μοναχές Ουρσουλίνες την κάλεσαν πάλι στο μοναστήρι, δέχτηκε πρόθυμα να επιστρέψει στην παλιά ζωή της. Η πανέμορφη Madeleine, που δεν ήταν τόσο αθώα, όσο πίστευαν, μιας και πριν μπει στο μοναστήρι, είχε κιόλας μια ερωτική περιπέτεια με τον ετεροθαλή αδελφό της, ήταν ολόψυχα ερωτευμένη με τον ιερέα.
Έτσι, επέστρεψε στις Ουρσουλίνες μ’ ένα βαρύ μυστικό στην καρδιά της. Η Ηγουμένη Catherine de Gaumer, που ήταν κι αυτή ερωτευμένη με τον ιερέα Louis Gaufridi, δεν άργησε να μαντέψει τον κρυφό έρωτα της νεαρής κοπέλας και για να βεβαιωθεί ότι οι υποψίες της ήταν αληθινές, κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Madeleine και να μάθει όλα της τα μυστικά.
Τρελή από ζήλεια η Ηγουμένη, έκλεισε α’ ένα σκοτεινό κελί την όμορφη νεοφώτιστη κι άρχισε να την υποβάλει σε αφάνταστα βασανιστήρια, για να εκμαιεύσει κάθε λεπτομέρεια της σχέσης της με τον ιερωμένο. Εκείνη, εξαντλημένη από τις σκληρές νηστείες και τα άγρια μαστιγώματα, όχι μόνο δεν αρνιόταν τον έρωτά της, αλλά εκστόμιζε ένα σωρό φανταστικές ιστορίες, για να κάνει την Ηγουμένη να ζηλεύει ακόμη περισσότερο.
Η Ηγουμένη Catherine de Gaumer, τότε, δεν ήξερε πια πώς να εκδικηθεί τη Madeleine. Τη μαστίγωνε όλη τη νύχτα, την άφηνε νηστική για μέρες και κάθε τόσο τη ρωτούσε για τον Louis Gaufridi. Τη φοβέριζε πως αν δεν έπαυε να τον αγαπά, θα την εγκατέλειπε να πεθάνει από την πείνα μέσα στο σκοτεινό κελί της.
Μα, η ερωτευμένη δεν άργησε να ξαναρρωστήσει από τα μαρτύρια και να περιπέσει πάλι σ’ εκείνον τον παλιό της λήθαργο με τα ερωτικά παραληρήματα. Έτσι, οι μοναχές πείστηκαν ότι ήταν δαιμονόπληκτη και καθημερινά, την εξόρκιζαν και κρεμούσαν πάνω της τα άγια λείψανα του μοναστηριού. Η Madeleine συμπεριφερόταν πλέον σαν παρανοϊκή. Ποδοπατούσε τον Εσταυρωμένο, ξέσχιζε τα ράσα των μοναχών κι ορμούσε να πνίξει την Ηγουμένη, κάθε φορά που παρουσιαζόταν ενώπιόν της. Τέλος, ομολόγησε μια μέρα πως μπροστά σ’ ένα ομοίωμα του Διαβόλου είχε παντρευτεί τον λατρεμένο της ιερωμένο Louis Gaufridi.
Οι Ουρσουλίνες, σοκαρισμένες από τις τρομερές αποκαλύψεις, δεν μπόρεσαν να τις κρατήσουν κρυφές κι έτσι, σε λίγο, το μέγα σκάνδαλο των “Εραστών του Διαβόλου” έγινε πασίγνωστο και αναστάτωσε συθέμελα την Προβηγκία.
Επομένως, ο τρανός και άτεγκτος Ιεροεξεταστής Sebastien Michaelis αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή τη ζοφερή υπόθεση. Κάλεσε, λοιπόν, τον ιερωμένο Louis Gaufridi να φανερώσει την αλήθεια.
Τότε, εκείνος, τρέμοντας από τις φοβερές κατηγορίες, αρνήθηκε ότι είχε κρυφές σχέσεις με γυναίκες και ότι είχε παντρευτεί τη Madeleine de Demandolx. Μα, ο Ιεροεξεταστής έφερε μπροστά του την Ηγουμένη του μοναστηριού, η οποία, για να τον εκδικηθεί, βεβαίωσε ως αληθινές όλες τις φανταστικές ιστορίες της όμορφης νεοφώτιστης.
Τελικά, οι “Εραστές του Διαβόλου” κρίθηκαν ένοχοι από την πρόχειρη αυτή ανάκριση και παραδόθηκαν στους δικαστές, για να υποβληθούν σε ανομολόγητα βασανιστήρια και για να παραδεχτούν τους κρυφούς τους έρωτες.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, άλλωστε, καρφώνοντας μια μεγάλη βελόνα στο δεξί πέλμα της Madeleine, είπε πως είδε καθαρά ένα σημάδι του Βεελζεβούλ στο μέτωπό της. Ένα άλλο τέτοιο σημάδι ήταν πάνω στον αριστερό μαστό της και προς το μέρος της καρδιάς. Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι είχε μέσα της τον Διάβολο. Τα ίδια μαρτύρια τράβηξε και ο Louis Gaufridi και βρέθηκαν και σ’ αυτόν τρία σατανικά σημάδια, καθώς σε οποίο από αυτά κάρφωναν τη μεγάλη βελόνα, ο ιερέας δεν αισθανόταν καθόλου πόνο.
Ο “εραστής” της Madeleine πετάχτηκε σ’ ένα αφώτιστο και υγρό κελί, όπου κάθε ημέρα δύο καλόγεροι τον μαστίγωναν μέρα και νύχτα, για να τον αναγκάσουν να ομολογήσει ότι είχε νυμφευτεί μπροστά στο ομοίωμα του Διαβόλου την πανέμορφη νεοφώτιστη των Ουρσουλίνων. Τέλος, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1611, ο ιερέας, μην μπορώντας να υπομένει άλλο τα ατέρμονα βασανιστήρια, υποχρεώθηκε να παραδεχτεί τον “σατανικό του γάμο”.
Ωστόσο, η νεαρή κοπέλα, νομίζοντας ότι θα κατάφερνε στο τέλος να σώσει τον πολυαγαπημένο της Louis Gaufridi, παρά τα βασανιστήρια, εξακολουθούσε να αρνείται όσα την προσήπταν και επέμενε να κατηγορεί την Ηγουμένη των Ουρσουλίνων ως μάγισσα. Τότε, ο δικαστής άρχισε να την εξορκίζει με τα Άγια Λείψανα της Μητρόπολης κι επειδή ούτε κι έτσι της απέσπασε ομολογία, διέταξε να ξεθάψουν απ’ το νεκροταφείο ένα κρανίο και να τον δέσουν επάνω στο πρόσωπό της. Η δυστυχισμένη Madeleine, τότε, για να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριό της, χτυπούσε το κεφάλι της με μανία στους τοίχους του κελιού της, για να αυτοκτονήσει. Μα, ο δικαστής ήθελε να την παραδώσει ζωντανή στον δήμιό της και γι’ αυτό διέταξε τους φρουρούς της να την κρεμάσουν από τα χέρια στον χαλκά μιας δοκού, που στεκόταν καταμεσής της αίθουσας βασανιστηρίων.
Ο ιερωμένος Louis Gaufridi, από την ημέρα που ομολόγησε τον σατανικό του γάμο, θεωρήθηκε ως μάγος και καταδικάστηκε να διαμελιστεί πρώτα και κατόπιν, να καεί στην πυρά, που θα στηνόταν στην πλατεία της Μητρόπολης.
Ο δήμιος έδεσε στα πόδια του Gaufridi ένα βάρος διακοσίων κιλών και ύστερα τον κρέμασε απ’ τα χέρια στην οροφή της αίθουσας της Ιεράς Εξέτασης. Το σχοινί, όμως, κόπηκε απ’ το μεγάλο βάρος κι ο ιερωμένος, προτού διαμελιστεί, σωριάστηκε καταγής. Το απάνθρωπο αυτό μαρτύριο επαναλήφθηκε ακόμη δύο φορές, ώσπου στο τέλος, ο δύσμοιρος Gaufridi διαμελίστηκε, ενώ το αιμόφυρτο κορμί του μεταφέρθηκε ευθύς στην πλατεία, όπου το πέταξαν μέσα στην πυρά.
Η Madeleine, όμως, δεν παραδέχτηκε ποτέ τη διαβολική ενοχή της. Έτσι, ο Ιεροεξεταστής Sebastien Michaelis διέταξε να την κλείσουν ισοβίως στο αυστηρότατο μοναστήρι του Aix, που ήταν ένα είδος φυλακής για τις αμαρτωλές μοναχές, όπου και πέθανε το 1653.
Η διαβόητη δίκη των “Εραστών του Διαβόλου”, που είχε διαρκέσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, θεωρήθηκε το μεγαλύτερο σκάνδαλο του 17ου αιώνα, αναστατώνοντας τη Γαλλία, αλλά κι ολόκληρη την Ευρώπη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 23/07/1933…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου