Παρόλο που η πίστη στη μαγεία κάθε άλλο παρά άγνωστη ήταν
κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στην Ευρώπη, ωστόσο δεν είχε
προσλάβει ποτέ ξανά τις διαστάσεις επικίνδυνης υστερίας όπως εκείνης
πριν το τέλος της Μεταρρύθμισης τον 16ο αιώνα. Γυναίκες βασανίζονταν και
καίγονταν ζωντανές ως όργανα του Σατανά.
Η πίστη στην ύπαρξη των μαγισσών ήταν άμεση συνέπεια της πίστης στον Σατανά, η οποία είχε κατακλύσει τη σκέψη των Μεταρρυθμιστών. Συνηθιζόταν, δε, οι σχολές θεολόγων να αποδίδουν όλες τις νίκες των αντιπάλων της στις δυνάμεις του Πρίγκηπα του Σκότους.
Από τα τέλη του Μεσαίωνα, όπως αναφέρει ο Ν.Ε. Καραπιδάκης, ο διάβολος είχε πάρει «τη μορφή του τρομερού άρχοντα (αυτή η λέξη έχει σημασία, αφού είναι μια έννοια της πολιτικής) του σκότους. Εικόνα κατασκευασμένη ιδεολογικά από μια Εκκλησία που θριάμβευε και χρειαζόταν ένα αντίπαλον δέος που θα βοηθούσε να ενοποιηθούν οι κανονιστικές συμπεριφορές, αυτές που απαιτούσε ένας θεός–τιμωρός».
Άρχοντας, διότι, «η εικόνα του αρνητικού άρχοντα, εκείνου δηλαδή που βασίλευε στο σκότος, αποτελούσε και την ανεστραμμένη εικόνα της βασιλικής εξουσίας που αυτήν την εποχή είχε αρχίσει να επιβάλλεται στις φυγόκεντρες αρχοντικές και ανατρεπτικές δυνάμεις».
Επρόκειτο ουσιαστικά, υπογραμμίζει ο Ν.Ε. Καραπιδάκης, για «μια αρνητική εικόνα κτήνους που καταβροχθίζει καταδικασμένους. Την εικόνα του θα συμπληρώσουν πολλά ζωομορφικά δάνεια όπως του τράγου, της γάτας, της μύγας που ‘εγκαταλείπει το σώμα της μάγισσας την ώρα της πυράς’». Σταδιακά όμως «διαχυνόταν όλο και περισσότερο η ιδέα πως ο διάβολος κατοικεί μέσα στους ανθρώπους ή, τουλάχιστον, μπορούσε να μπει μέσα τους από τα λιγότερο ευγενή μέρη του σώματός τους».
Τον 16ο αιώνα, οι διώξεις πήραν τη χειρότερή τους μορφή σε εκείνες της χώρς όπου η θρησκευτική διαμάχη ήταν πιο έντονη, δηλαδή στη Γερμανία και στη Γαλλία, στο πλαίσιο πάντα της Θρησκευτικής ή Προτεστατνικής Μεταρρύθμισης. Με τις «διαβολικές» δοξασίες να κυριαρχούν στους θρησκευτικούς ηγέτες, δεν ήταν περίεργο που η μάζα των οπαδών τους καλλιεργούσε και η ίδια τέτοιες αποκρουστικές αντιλήψεις.
Η πεποίθηση ότι ο διάβολος ήταν ισχυρότερος από τον Θεό δυνάμωνε. Πιστευόταν μάλιστα ότι δεν έθετε απλώς τους θνητούς στον πειρασμό αλλά τους ανάγκαζε και να αμαρτήσουν, θέτοντας σε κίνδυνο τις πιθανότητες σωτηρίας τους.
Οι θεολόγοι της εποχής όριζαν τη μαγεία ως την πώληση της ψυχής στο διάβολο με αντάλλαγμα την απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων. Μία γυναίκα που είχε συνάψει μία τέτοια συμφωνία ήταν ικανή να κάνει κάθε είδους κακό εναντίον των γειτόνων της. Πάντως, οι πολυτιμότερες ικανότητες με τις οποίες θεωρείτο ότι τις προίκιζε ο Σατανάς ήταν να κάνουν τους άντρες να αντιλαμβάνονται πότε οι γυναίκες τους απατούν ή να κάνουν τις γυναίκες να γεννούν ηλίθια ή παραμορφωμένα παιδιά.
Παρά την σημερινή στερεοτυπική εικόνα της άσχημης και τρομακτικής γριάς μάγισσας, οι συγγραφείς της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Αγγλίας, την περιέγραφαν ως μια ωραία και κακιά γυναίκα. Εξάλλου, ένα μεγάλο ποσοστό εκείνων που θανατώθηκαν στη Γερμανία και στη Γαλλία ήταν νεαρά κορίτσια και γυναίκες κάτω των 30 ετών.
Οι πρώτοι διωγμοί «μαγισσών» εγκαινιάστηκαν από τον Πάπα Ιννοκέντιος Η΄ το 1484. Ωστόσο, μόνον ύστερα από την έναρξη της Προτεσταντικής Επανάστασης πήραν τερατώδεις διαστάσεις. Ο Λούθηρος ο ίδιος ήταν εν μέρει υπεύθυνος γι’ αυτό, καθώς συνιστούσε οι μάγισσες να θανατώνονται με λιγότερο οίκτο από τους κοινούς εγκληματίες. Σύντομα, άλλοι μεταρρυθμιστές ακολούθησαν το παράδειγμα του Λούθηρου και οι διωγμοί απλώθηκαν σαν επιδημία.
Γυναίκες, νεαρά κορίτσια, ακόμη και μικρά παιδιά υποβάλλονταν σε βασανιστήρια. Έχωναν βελόνες κάτω από τα νύχια τους, έκαιγαν τα πόδια τους στη φωτιά, συνέθλιβαν τα πόδια τους κάτω από τεράστια βάρη προκειμένου να «ομολογήσουν» τρομερά όργια με δαίμονες.
Όπως επισημαίνει ο Ν.Ε. Καραπιδάκης, «ο γενικευμένος πόλεμος της Εκκλησίας εναντίον κάθε παραβατικότητας μετά τον 16ο αιώνα θα προσδιορίσει κι έναν πειρασμό πίσω από κάθε αμαρτία, συγκεντρώνοντας στη φυσιογνωμία της μάγισσας, και άρα της γυναίκας, όλους τους ανδρικούς φόβους της εποχής.Τη συμφωνία με τον διάβολο –συνήθως με ερωτική συνεύρεση– που σφραγιζόταν μ’ ένα σημάδι».
«Είχε προηγηθεί η ταύτιση κάθε αιρετικής συμπεριφοράς με τον διάβολο και η συστηματική δίωξη των θρησκευτικά παραβατικών συμπεριφορών με την κατηγορία της συμμετοχής σε τελετές του Σαββάθ, καθαρής εκκλησιαστικής επινόησης, αυτές που ουδεμία σχέση είχαν με τη λατρεία του διαβόλου, αλλά διευκόλυναν τους μηχανισμούς καταστολής αμαγαλματοποιώντας αίρεση και διαβολική συμπεριφορά».
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων δεν θα γίνει ποτέ γνωστός. Στη δεκαετία του 1620, έκαιγαν κατά μέσο όρο χίλιους ανθρώπους στις γερμανικές πόλεις Βυρτσβούργη και Βαμβέργη, ενώ περίπου την ίδια περίοδο η πλατεία της Βολφενμπύττελ έμοιαζε με μικρός δάσος, τόσοι πολλοί ήταν οι πάσσαλοι, στους οποίους ανασκολόπιζαν τις «μάγισσες».
Η πίστη στην ύπαρξη των μαγισσών ήταν άμεση συνέπεια της πίστης στον Σατανά, η οποία είχε κατακλύσει τη σκέψη των Μεταρρυθμιστών. Συνηθιζόταν, δε, οι σχολές θεολόγων να αποδίδουν όλες τις νίκες των αντιπάλων της στις δυνάμεις του Πρίγκηπα του Σκότους.
Από τα τέλη του Μεσαίωνα, όπως αναφέρει ο Ν.Ε. Καραπιδάκης, ο διάβολος είχε πάρει «τη μορφή του τρομερού άρχοντα (αυτή η λέξη έχει σημασία, αφού είναι μια έννοια της πολιτικής) του σκότους. Εικόνα κατασκευασμένη ιδεολογικά από μια Εκκλησία που θριάμβευε και χρειαζόταν ένα αντίπαλον δέος που θα βοηθούσε να ενοποιηθούν οι κανονιστικές συμπεριφορές, αυτές που απαιτούσε ένας θεός–τιμωρός».
Άρχοντας, διότι, «η εικόνα του αρνητικού άρχοντα, εκείνου δηλαδή που βασίλευε στο σκότος, αποτελούσε και την ανεστραμμένη εικόνα της βασιλικής εξουσίας που αυτήν την εποχή είχε αρχίσει να επιβάλλεται στις φυγόκεντρες αρχοντικές και ανατρεπτικές δυνάμεις».
Επρόκειτο ουσιαστικά, υπογραμμίζει ο Ν.Ε. Καραπιδάκης, για «μια αρνητική εικόνα κτήνους που καταβροχθίζει καταδικασμένους. Την εικόνα του θα συμπληρώσουν πολλά ζωομορφικά δάνεια όπως του τράγου, της γάτας, της μύγας που ‘εγκαταλείπει το σώμα της μάγισσας την ώρα της πυράς’». Σταδιακά όμως «διαχυνόταν όλο και περισσότερο η ιδέα πως ο διάβολος κατοικεί μέσα στους ανθρώπους ή, τουλάχιστον, μπορούσε να μπει μέσα τους από τα λιγότερο ευγενή μέρη του σώματός τους».
Τον 16ο αιώνα, οι διώξεις πήραν τη χειρότερή τους μορφή σε εκείνες της χώρς όπου η θρησκευτική διαμάχη ήταν πιο έντονη, δηλαδή στη Γερμανία και στη Γαλλία, στο πλαίσιο πάντα της Θρησκευτικής ή Προτεστατνικής Μεταρρύθμισης. Με τις «διαβολικές» δοξασίες να κυριαρχούν στους θρησκευτικούς ηγέτες, δεν ήταν περίεργο που η μάζα των οπαδών τους καλλιεργούσε και η ίδια τέτοιες αποκρουστικές αντιλήψεις.
Η πεποίθηση ότι ο διάβολος ήταν ισχυρότερος από τον Θεό δυνάμωνε. Πιστευόταν μάλιστα ότι δεν έθετε απλώς τους θνητούς στον πειρασμό αλλά τους ανάγκαζε και να αμαρτήσουν, θέτοντας σε κίνδυνο τις πιθανότητες σωτηρίας τους.
Οι θεολόγοι της εποχής όριζαν τη μαγεία ως την πώληση της ψυχής στο διάβολο με αντάλλαγμα την απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων. Μία γυναίκα που είχε συνάψει μία τέτοια συμφωνία ήταν ικανή να κάνει κάθε είδους κακό εναντίον των γειτόνων της. Πάντως, οι πολυτιμότερες ικανότητες με τις οποίες θεωρείτο ότι τις προίκιζε ο Σατανάς ήταν να κάνουν τους άντρες να αντιλαμβάνονται πότε οι γυναίκες τους απατούν ή να κάνουν τις γυναίκες να γεννούν ηλίθια ή παραμορφωμένα παιδιά.
Παρά την σημερινή στερεοτυπική εικόνα της άσχημης και τρομακτικής γριάς μάγισσας, οι συγγραφείς της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Αγγλίας, την περιέγραφαν ως μια ωραία και κακιά γυναίκα. Εξάλλου, ένα μεγάλο ποσοστό εκείνων που θανατώθηκαν στη Γερμανία και στη Γαλλία ήταν νεαρά κορίτσια και γυναίκες κάτω των 30 ετών.
Οι πρώτοι διωγμοί «μαγισσών» εγκαινιάστηκαν από τον Πάπα Ιννοκέντιος Η΄ το 1484. Ωστόσο, μόνον ύστερα από την έναρξη της Προτεσταντικής Επανάστασης πήραν τερατώδεις διαστάσεις. Ο Λούθηρος ο ίδιος ήταν εν μέρει υπεύθυνος γι’ αυτό, καθώς συνιστούσε οι μάγισσες να θανατώνονται με λιγότερο οίκτο από τους κοινούς εγκληματίες. Σύντομα, άλλοι μεταρρυθμιστές ακολούθησαν το παράδειγμα του Λούθηρου και οι διωγμοί απλώθηκαν σαν επιδημία.
Γυναίκες, νεαρά κορίτσια, ακόμη και μικρά παιδιά υποβάλλονταν σε βασανιστήρια. Έχωναν βελόνες κάτω από τα νύχια τους, έκαιγαν τα πόδια τους στη φωτιά, συνέθλιβαν τα πόδια τους κάτω από τεράστια βάρη προκειμένου να «ομολογήσουν» τρομερά όργια με δαίμονες.
Όπως επισημαίνει ο Ν.Ε. Καραπιδάκης, «ο γενικευμένος πόλεμος της Εκκλησίας εναντίον κάθε παραβατικότητας μετά τον 16ο αιώνα θα προσδιορίσει κι έναν πειρασμό πίσω από κάθε αμαρτία, συγκεντρώνοντας στη φυσιογνωμία της μάγισσας, και άρα της γυναίκας, όλους τους ανδρικούς φόβους της εποχής.Τη συμφωνία με τον διάβολο –συνήθως με ερωτική συνεύρεση– που σφραγιζόταν μ’ ένα σημάδι».
«Είχε προηγηθεί η ταύτιση κάθε αιρετικής συμπεριφοράς με τον διάβολο και η συστηματική δίωξη των θρησκευτικά παραβατικών συμπεριφορών με την κατηγορία της συμμετοχής σε τελετές του Σαββάθ, καθαρής εκκλησιαστικής επινόησης, αυτές που ουδεμία σχέση είχαν με τη λατρεία του διαβόλου, αλλά διευκόλυναν τους μηχανισμούς καταστολής αμαγαλματοποιώντας αίρεση και διαβολική συμπεριφορά».
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων δεν θα γίνει ποτέ γνωστός. Στη δεκαετία του 1620, έκαιγαν κατά μέσο όρο χίλιους ανθρώπους στις γερμανικές πόλεις Βυρτσβούργη και Βαμβέργη, ενώ περίπου την ίδια περίοδο η πλατεία της Βολφενμπύττελ έμοιαζε με μικρός δάσος, τόσοι πολλοί ήταν οι πάσσαλοι, στους οποίους ανασκολόπιζαν τις «μάγισσες».
1 σχόλιο:
Εξαιρετικο αρθρο..Πολλα συγχαρητηρια...στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ενα βιβλιου Γερμανου συγγραφεα αναφεροταν περιπου στις 700.000 γυναικες στην πυρα
Δημοσίευση σχολίου