Πέτρινο
μοναστήρι, σε υψόμετρο χίλια μέτρα, μέσα στους δασωμένους όγκους των
Τζουμερκιώτικων βουνών. Κτισμένο σ’ ένα «σιάδι», ένα ίσιωμα σαν φυσική
πλατεία στο χείλος του γκρεμού, και από κάτω, απ’ το φαράγγι, έρχεται το
βουητό από τρία ποτάμια, όπως κυλάνε ξέχωρα μέχρι να ενωθούν στην κοίτη
του Αράχθου.
Το αυτοκίνητο σταματά στο Ματσούκι,
ένα από τα μεγάλα βλαχόφωνα χωριά της νότιας Πίνδου- λίγο πριν τα πρώτα
σπίτια, στα αριστερά του δρόμου ξεκινάει το μονοπάτι, ενάμιση χιλιόμετρο
μέχρι την Ιερά Μονή της Βύλιζας. Αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της
Θεοτόκου, από το έμπα του μονοπατιού φαινόταν να αστραφτοκοπάει. «Κάστρο Βύλιζα»
ονοματίζει την μεταβυζαντινή Μονή μια τοπική λαϊκή ρήση- και υπάρχουν
αλήθεια πολεμίστρες στα «τείχη» της και, ακόμα, ιστορίες (παραμυθίες της
παράδοσης) για επαναστατημένους κλέφτες που βρίσκαν καταφύγιο εκεί στα
χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας.
Δεν είναι όμως η
αρχιτεκτονική της, ούτε το κάδρο του τοπίου ή οι θρύλοι που καθιστούν
την Βύλιζα τόσο αξιοπρόσεκτη, σπάνια ή μοναδική. Σ’ αυτό το
απομακρυσμένο, άλλοτε εξαιρετικά δυσπρόσιτο μοναστήρι, δεν
βρέθηκαν λείψανα αγίων αλλά απομεινάρια και σπαράγματα μιας πλούσιας
βιβλιοθήκης- 14 χειρόγραφα της Βύλιζας φυλάσσονται στην Εθνική
Βιβλιοθήκη. Και στο μουσείο του Ματσουκίου, ο επισκέπτης μάλλον
αιφνιδιάζεται ευχάριστα- σε ένα χωριό μες στα έλατα, σε μια αίθουσα
περιτριγυρισμένη από πέτρινα σπίτια,εκτίθενται 58 μεταβυζαντινές εικόνες
από τον 15ο αι. και δώθε, έργα σπουδαίων ζωγράφων της Κρητικής και
Επτανησιακής Σχολής, αλλά και ανώνυμων, λαϊκών αγιογράφων της Ηπείρου.
Το ίδιο το μοναστήρι είναι άδειο από καλογέρους αλλά ανοιχτό, φιλόξενο σε προσκυνητές και επισκέπτες-
ο ξενώνας του είναι καταπληκτικός. Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα,
τόσο φροντισμένα. Το μοναστήρι από τότε που ερήμωσε από καλογέρους στα
τέλη του 19ου αι, το κρατούσαν ανοιχτό βοσκοί, τους το παραχωρούσε η
κοινότητα για να μην εγκαταλειφθεί τελείως. Τα κελιά του όμως είχαν
γίνει στάβλοι, γκρεμίζονταν απ’ τον χρόνο. Οι αγιογραφίες είχαν
σκεπαστεί από την αιθάλη των κεριών απανωτών αιώνων, τα χειρόγραφα είχαν
καταντήσει προσανάμματα των καντηλιών.
Περπατάμε
στο μονοπάτι προς το μοναστήρι μαζί με μια παρέα Ματσουκιωτών, μέλη της
Επιτροπής της Βύλιζας- «Άγιοι Πατέρες» είναι το παρατσούκλι τους στο
χωριό. Ακριβοδίκαιο προσωνύμιο: αυτοί οι άνθρωποι πρωτοστάτησαν ώστε, με
τη συνδρομή των συγχωριανών τους, να αποτελεί σήμερα η Βύλιζα ένα
υπόδειγμα πολιτισμικής διαχείρισης. Μόνο για την πλακόστρωση του παλιού,
χωμάτινου μονοπατιού, με το χάος να καραδοκεί στην άκρια του,
κατατέθηκε- διπλή προσφορά, στην Παναγιά και την ιστορία του τόπου τους-
μεγάλος ανθρώπινος κάματος. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήτανε περιπέτεια να φτάσεις στη Βύλιζα, τώρα είναι πεζοπορική εκδρομή.
Στο
πλάτωμα του μοναστηριού, άνεμος και ουρανός πανταχόθεν- θείο
αγνανταριό. Η εσωτερική αυλή του, αίθριος τόπος από τον χρόνο απόρθητος.
Περιμετρικά της, τα κελιά και η τράπεζα των μοναχών, στον πάνω όροφο το
αρχονταρίκι (ή οντάς) και το «χειμωνιάτικο» δωμάτιο με το τζάκι. Ο ναός
συντηρημένος μέσα κι έξω, ολοπέτρινος, λάμπει καθάριος- επτάκαμάρες
μπροστά και η κορυφογραμμή της Κακαρδίτσας στα 2.400 μέτρα, φόντο του.
«Για
να ’χεις ένα τέτοιο μοναστήρι εδώ πάνω, χρειάζεσαι χρήματα. Ο θησαυρός
των εικόνων και των βιβλίων του μοναστηριού δεν εμφανίζεται στα βουνά
χωρίς την παρουσία των εμπόρων», λέει ο Χρήστος Μεράντζας, επίκουρος
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, όπου διδάσκει ιστορία των πολιτισμών.
Τζουμερκιώτης στην καταγωγή και συγγραφέας του βραβευμένου από το ΕΜΠ
βιβλίου «Οι πολιτισμικές συνιστώσες του “τόπου της αγιότητας”_ Η συλλογή
εικόνων της Μονής Βύλιζας Ματσουκίου», ο Χ. Μεράντζας έχει πολυδιάστατα
προσφέρει στην επιστημονική έρευνα για το μοναστήρι και τον τόπο. «Θα
μπορούσα να φυτέψω δέκα δέντρα, ή να γίνω αγρότης- αλλά ο καθένας με τα
εργαλεία του... Προσπαθούμε να φωτίσουμε ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας
αυτής της περιοχής- ψηφιοποιήσαμε την Βύλιζα, δημιουργήσαμε ένα
ερευνητικό πρόγραμμα, οργανώσαμε θερινό σχολείο και επιστημονικό
συνέδριο. Δεν πρέπει, όμως, η Βύλιζα να γίνει μια τρισδιάστατη
μοντελοποίηση για να την βλέπουμε από μακριά, πρέπει να είναι μια
βιωμένη σχέση».
«Δεν θα ήθελα ποτέ να δω
την Βύλιζα αποσυνδεδεμένη από αυτό που ήταν, μακάρι να μπορούσε να
επαναλειτουργήσει και ως μοναστήρι», συνεχίζει ο ίδιος. «Είναι τόπος
αγιότητας- δεν είναι ο πολιτισμός απεξαρτημένος απ’ το θείο. Αλλά ο
καλόγερος να είναι ανοιχτό πνεύμα, σαν τον παπά του χωριού- μην το
κλειδώσει το μοναστήρι και το αποκόψει. Η Βύλιζα πρέπει να παραμείνει
στα χέρια της κοινότητας, γιατί αυτοί οι άνθρωποι την διαχείρισή της
μονής την αντιλαμβάνονται βιωματικά, είναι κομμάτι της ψυχής τους η
Βύλιζα κι αυτός ο τόπος».
Αυτός ο τόπος είναι το Ματσούκι, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες;
Ναι.
Κι αν θες να καταλάβεις την ιστορία αυτών των ορεινών οικισμών πρέπει
να έχει πάντα στο μυαλό σου δυο βασικές παραμέτρους: την κτηνοτροφία και
το μαλλί.
Και κατ’ επέκταση το εμπόριο αυτών;
Ακριβώς.
Επειδή υπήρχε διαθέσιμη πρώτη ύλη σε μεγάλες ποσότητες- μαλλί, δέρματα,
βούτυρο, τυρί- οι άνθρωποι, οικογένεις ολόκληρες από αυτά τα χωριά,
μετανάστευσαν, άνοιξαν εμπορικούς οίκους και διοχέτευαν αυτά τα προϊόντα
στην απέναντι ακτή του Ιονίου, στην Ιταλία. Όλα αυτά τα θρησκευτικά
έργα τέχνης αγοράστηκαν στα Επτάνησα, αρκετά βιβλία είναι τυπωμένα στην
Βενετία. Ήρθαν με τα μουλάρια μέσα απ’ τα βουνά εδώ πάνω, ως δωρεά των
ανθρώπων προς το μοναστήρι- για τη σωτηρία των ψυχών τους.
Σκληρή η ζωή τότε, ειδικά σε μέρη σαν τα Τζουμέρκα...
Από
τη σκοπιά της δικής μας, σημερινής ζωής δεν μπορούμε να αντιληφθούμε
πόση τραγική στέρηση υπήρχε στο παρελθόν. Η ζωή στα βουνά ήταν πάρα πολύ
σκληρή- μέχρι πριν μερικά χρόνια μαστίζονταν από ασθένειες, χολέρα,
τύφο. Οι ληστές σε ρήμαζαν. Και επειδή δεν υπήρχε ελπίδα σε τίποτα, μόνη
σωτηρία- και τόπος ασφάλειας- ήταν η Εκκλησία. Η Εκκλησία λειτουργούσε
ως αντίβαρο στη δυσανεξία της ζωής.
«Ο 16ος αι.
ήταν ειρηνικός, μια περίοδος σχετικής ευημερίας. Από τον 17ο αι. η
φορολογία γίνεται δυσβάστακτη και πολλοί προσπαθούν να βρουν καταφύγιο
στα βουνά. Οι κάτοικοι των χωριών σ’ αυτή την περιοχή των Τζουμέρκων
αντιπροσώπευαν επακριβώς την περιγραφή του Λιούμπομιρ Στογιάνοβιτς
για τον «ορθόδοξο Βαλκάνιο έμπορο- “κατακτητή” που ζει στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία, κάνει εμπόριο, κρατά τον πλούτο στα χέρια του και μπορεί
να συντηρεί τη γλώσσα και την πίστη του, την ταυτότητα του τελικά, μέσα
από την Εκκλησία».
Πότε τοποθετείς την ίδρυση του μοναστηριού;
Αν
κρίνουμε από την τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του νάρθηκα, περίπου στα
τέλη του 17ου αι., 1680- 1690. Στο παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννη του
Προδρόμου η ζωγραφική είναι του 1737. Πιθανότατα προϋπήρχε ασκητική
παράδοση, ερημίτες που μόναζαν σε σπηλιές των βράχων, αν κρίνουμε από
απομεινάρια ξύλινων παραπηγμάτων που έχουν βρεθεί.
Σήμερα;
Σήμερα κυριαρχεί η Ελλάδα του lifestyle- τα πλήθη των τουριστών, παντού, θέλουν να καταναλώσουν, θέλουν ατραξιόν και events.
Ευτυχώς στη Βύλιζα η αναστήλωση έχει γίνει πολύ σωστά από τους
Ματσουκιώτες- δεν σου επιτρέπει και ο τόπος να την κάνεις Ντίσνεϋλαντ.
«Δεν
θέλαμε να αλλοιώσουμε την Βύλιζα. Τσιμεντένιες, μεταγενέστερες καμάρες
(του ’70) τις γκρεμίσαμε και τις κτίσαμε ξανά πέτρινες», λέει ο Θανάσης
Μακρής, ψυχή και κινητήριος μοχλός της αναστήλωσης της Βύλιζας.
«Συνολικά έχουν κτιστεί επτά χιλιάδες τετραγωνικά πλάκα και όλη η σκεπή,
600 τετραγωνικά μέτρα, έχει αντικατασταθεί με καστανιά από το Άγιο
Όρος. Έχει γίνει στερέωση περιμετρικά και πολλά έργα που δεν τα βλέπεις.
Και δεν φαίνεται πουθενά τσιμέντο, προσέξαμε πάρα πολύ».
Φαίνεται όντως υποδειγματική η αναστήλωση. Πότε ξεκίνησε;
Το
’81. Αφορμή ήταν τα κελιά- με το σεισμό του ’67 έπαθε ζημιές το
μοναστήρι. Τα κελιά ήταν θολωτά, χαμηλοτάβανα- όταν ήμουν δάσκαλος στους
Καλαρρύτες και είδα που τα γκρέμιζαν μου κακοφάνηκε τόσο πολύ που
μάλωσα με τον,τότε, παπά του χωριού. «Καλά ρε παπά», του λέω... «Δε μπορούσαν να αναστηλωθούν; Έπρεπε να τα γκρεμίσετε;». Εκνευρίστηκε, «αναλαμβάνεις εσύ;» μου απάντησε. «Ναι, αναλαμβάνω»,
του είπα. «Γιατί; Με φοβερίζεις;». Αλλά δεν μπορούσα να αναλάβω μόνος
μου ένα τέτοιο έργο, ήθελα να σχηματιστεί μια ομάδα ανθρώπων που να
μπορούμε να συνεργαστούμε. Κι έτσι ξεκίνησε η Επιτροπή την αναστήλωση
του μοναστηριού, 37 χρόνια πριν. Βοήθησε πολύ όλο το χωριό, η
Αρχαιολογία, η Περιφέρεια Ηπείρου, η Μητρόπολη Άρτας.
Ο
ζωγραφικός διάκοσμος της Μονής είναι πλέον συντηρημένος, παραστάσεις
και μορφές, αρκετές εκ των οποίων κοσμικού χαρακτήρα άρα και
διαφωτιστικές για τη ζωή εκείνων των χρόνων, φαίνονται ολοζώντανες,
καθηλωτικές- καθεμιά τους ένα ταξίδι στον χρόνο. Το μοναστήρι είναι ένας
περιτειχισμένος μικρόκοσμος γαλήνης και πολιτισμού. Όποιος όμως
επισκεφθεί τη Βύλιζα δεν πρέπει να φύγει χωρίς να δει τον μικρό θησαυρό
του μουσείου της στο Ματσούκι. Αμέσως αισθάνεσαι πως πολλά από τα
εκθέματά του θα μπορούσαν να εκτίθενται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό
Μουσείο της Αθήνας. Σε μια ευρύτερη περιοχή που μαστίζεται από
αρχαιοκαπηλία η συντήρηση και η φύλαξη των ιερών εικόνων και των
χειρογράφων της Βύλιζας ήταν επιβεβλημένη.
«Σύμφωνα με τους ερευνητές υπάρχουν εικόνες του 15ου και 16ου αι., οριακά μεταβυζαντινές», μου λέει ο Θανάσης Μακρής. «Υπάρχουν εικόνες από μεγάλους αγιογραφικούς οίκους, κυρίως της Κρητικής Σχολής».
Τα βιβλία;
Το παλαιότερο χειρόγραφο χρονολογείται περίπου στο 1350-
έχει γραφτεί στη Μονή Ιβήρων, 1.100 σελίδες τόμος. Είναι πατερικό
βιβλίο αλλά περιέχει και φιλοσοφικά κείμενα, μοναδικά κατά την εκτίμηση
των ειδικών που τα έχουν μελετήσει. Απόρησαν οι ερευνητές πως ένα τόσο
μικρό μοναστηράκι είχε μια τόσο πλούσια βιβλιοθήκη- και ποιοι καλόγεροι
εδώ πάνω μπορούσαν να διαβάσουν δυσνόητα έργα φιλοσόφων...
Μετά
την επίσκεψη στη Βύλιζα, στην Αθήνα πλέον, διαβάζω τα δύο εξαιρετικά
βιβλία του Δημήτριου Καλούσιου για την Ιερά Μονή της Βύλιζας και τα
χειρόγραφά της. Στις σελίδες τους, πολλές σημειώσεις των μοναχών και
ιερέων που έζησαν στο μοναστήρι. Ο Δ. Καλούσιος εντρύφησε πραγματικά σε
αυτά τα δυσανάγνωστα γραπτά και διέσωσε πολύτιμα θραύσματα ενός
συναρπαστικού χρονογραφήματος αιώνων. Πολλά σημεία των ενθυμήσεων
εκείνων των παλιών ανθρώπων είναι πολύ ενδιαφέροντα, μπορεί και
συγκινητικά.
Παραθέτω τα εξής:
1817.
Γενάρης, φλεβάρης καλοκαίρι. Μάρτης, απρίλης, χειμώνας κακός... έως
-17. Κάθε μέρα χιόνι και πάγος αψύς... εψόφησαν πράματα πολλά, γελάδια
και καματερά. Και ακρίβεια φοβερή που ποτέ δεν ξανάγινε.. ο κόσμος από
την πείνα και από τα λάχανα, επρασίνησαν τα μάτια τους και αρτήθηκαν...
Κι εγώ, ελάχιστος, Δημήτριος Πρωτόπαπας και πνευματικός, γράφω εις θύμιση.
1821. ιουλίου 9 ημέρα σάβατο εχαλασαν ε καλαριτες κ(αι) το συρακου απο τους τουρκους.
1832. γήνηκε φτήνια εις όλον τον κόσμον... κε εχόρτασαν ο κόσμος ούλος κε πλούσηει κε φτοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου