Το χειρόγραφο Βόινιτς είναι ένα μυστηριώδες εικονογραφημένο βιβλίο
με ακατανόητο περιεχόμενο. Θεωρείται ότι γράφτηκε πριν από αιώνες (400
έως 800 χρόνια περίπου) από κάποιον άγνωστο συγγραφέα, που χρησιμοποίησε
ένα άγνωστο σύστημα γραφής και ακατανόητη γλώσσα.
Κατά τη διάρκεια της γνωστής ιστορίας του το χειρόγραφο αποτέλεσε αντικείμενο εντατικής μελέτης από πολλούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες κρυπταναλυτές, μεταξύ των οποίων μερικοί από τους κορυφαίους Αμερικανούς και Βρετανούς αποκωδικοποιητές του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, κανείς τους όμως δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει έστω και μια λέξη. Αυτές οι επανειλημμένες αποτυχίες έχουν κάνει το χειρόγραφο Βόινιτς ξακουστό στην ιστορία της κρυπτογραφίας, έδωσαν όμως βάση και στην άποψη ότι το βιβλίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια περίτεχνη απάτη, μια δίχως νόημα εναλλαγή τυχαίων χαρακτήρων.
Το βιβλίο είναι γνωστό με το όνομα του Πολωνοαμερικανού παλαιοπώλη βιβλίων Βίλφριντ Βόινιτς (Wilfrid Voynich), που το αγόρασε το 1912. Σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Γέιλ καταλογογραφημένο ως αντικείμενο MS408 της Βιβλιοθήκης Σπανίων και Χειρογράφων «Beinecke». Η πρώτη αναπαραγωγή του κυκλοφόρησε το 2005.
Το κείμενο περιέχει πάνω από 170.000 διακριτές γλυφές, που συνήθως διαχωρίζονται από μικρά κενά. Οι περισσότερες γλυφές έχουν γραφεί με μια ή δυο κινήσεις της πένας. Αν και υπάρχει κάποια διαφωνία για το κατά πόσο οι γλυφές είναι διακριτές ή όχι, ένα «αλφάβητο» με 20-30 σύμβολα θα αρκούσε για να γραφεί όλο το κείμενο, με εξαίρεση ορισμένους «περίεργους» χαρακτήρες που εμφανίζονται μόνο μια ή δυο φορές.
Μεγαλύτερα κενά χωρίζουν το κείμενο σε περίπου 35.000 «λέξεις» που ποικίλλουν σε μέγεθος. Οι λέξεις μοιάζουν να ακολουθούν κάποιους φωνητικούς και ορθογραφικούς κανόνες. Για παράδειγμα, κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν σε όλες τις λέξεις (όπως τα φωνήεντα στα ελληνικά), κάποιοι χαρακτήρες ποτέ δεν γράφονται μετά από κάποιους άλλους, μερικοί μπορεί να είναι διπλοί ενώ άλλοι όχι.
Η στατιστική ανάλυση των λέξεων του κειμένου έδειξε ότι ακολουθούν την κατανομή μιας φυσικής γλώσσας. Για παράδειγμα, η συχνότητα των λέξεων ακολουθεί το νόμο του Ζιπφ και η εντροπία (περίπου 10 bits ανά λέξη) είναι παρόμοια με αυτή της αγγλικής ή της λατινικής γλώσσας. Μερικές λέξεις απαντώνται μόνο σε συγκεκριμένες ενότητες, ενώ άλλες σε ολόκληρο το χειρόγραφο. Υπάρχουν ελάχιστες επαναλήψεις στις «λεζάντες» που συνοδεύουν τις εικόνες. Στη "βοτανική" ενότητα, η πρώτη λέξη κάθε σελίδας συναντάται μόνο στη συγκεκριμένη σελίδα και μπορεί να είναι το όνομα του φυτού.
Από την άλλη, η «γλώσσα» του χειρόγραφου έχει αρκετές διαφορές με τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν λέξεις με περισσότερα από δέκα «γράμματα», ενώ υπάρχουν λίγες λέξεις με ένα ή δυο γράμματα. Η κατανομή των γραμμάτων μέσα στις λέξεις είναι επίσης κάπως περίεργη: κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν μόνο στην αρχή των λέξεων, κάποιοι μόνο στο τέλος, και άλλοι μόνο στη μέση-μια κατανομή που απαντάται στα αραβικά, αλλά όχι στο Ρωμαϊκό, Ελληνικό ή Κυριλλικό αλφάβητο (πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το (τελικό) σίγμα γράφεται στα ελληνικά με διαφορετική μορφή όταν είναι στο τέλος μιας λέξης. Όμοια, ακόμα και στα αγγλικά τα κεφαλαία γράμματα, που συνήθως βρίσκονται μόνο στην αρχή των λέξεων, μπορεί να διαφέρουν δραματικά από τα αντίστοιχα μικρά).
Οι επαναλήψεις των λέξεων φαίνονται πιο συχνές απ' ό,τι στις ευρωπαϊκές γλώσσες: υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια λέξη εμφανίζεται μέχρι και τρεις φορές στη σειρά. Λέξεις που διαφέρουν μόνο κατά ένα γράμμα, επίσης, επαναλαμβάνονται με ασυνήθιστη συχνότητα.
Υπάρχουν μόνο λίγες λέξεις στο χειρόγραφο γραμμένες σε κάτι που μοιάζει με Λατινική γραφή. Στην τελευταία σελίδα υπάρχουν τέσσερις γραμμές κειμένου, γραμμένες με (κάπως παραμορφωμένα) λατινικά γράμματα, εκτός από δυο λέξεις που είναι στην γραφή του υπόλοιπου κειμένου. Το κείμενο των γραμμών αυτών μοιάζει με τα Ευρωπαϊκά αλφάβητα του 15ου αιώνα, αλλά οι λέξεις δε βγάζουν νόημα σε καμία γλώσσα . Επίσης, σε μια σειρά διαγραμμάτων στην «αστρονομική» ενότητα τα ονόματα δέκα μηνών (Μάρτη έως Δεκέμβρη) είναι γραμμένα στο Λατινικό σύστημα, με ορθογραφία που παραπέμπει στις μεσαιωνικές γλώσσες της Γαλλίας ή της Ιβηρικής χερσονήσου. Όμως δεν είναι γνωστό αν αυτά τα ψίχουλα Λατινικής γραφής ήταν μέρος του αρχικού κειμένου ή προστέθηκαν αργότερα.
Ο πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης του χειρόγραφου ήταν ο Γκέοργκ Μπάρες (Georg Baresch), ένας αλχημιστής που έζησε στην Πράγα στις αρχές του 17ου αιώνα και για τον οποίο λίγα πράγματα είναι γνωστά. Ο Μπάρες κατά πάσα πιθανότητα ήταν το ίδιο μπερδεμένος όσο και εμείς για τη φύση του βιβλίου. Όταν έμαθε ότι ο Αθανάσιος Κίρχερ, ένας Ιησουίτης λόγιος από το Κολλέτζιο Ρομάνο της Ρώμης είχε εκδώσει ένα λεξικό της Κοπτικής γλώσσας (Αιθιοπικά) και είχε "αποκρυπτογραφήσει" τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά, του έστειλε (δυο φορές) ένα μικρό αντιγραμμένο τμήμα του χειρόγραφου ρωτώντας τον τη γνώμη του. Το γράμμα του 1639 προς τον Κίρχερ, που εντοπίστηκε πρόσφατα, είναι η πιο παλιά αναφορά στο χειρόγραφο που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.
Δεν είναι γνωστό αν ο Κίρχερ απάντησε στο ερώτημα του Μπάρες, αλλά κατά τα φαινόμενα ενδιαφέρθηκε αρκετά, ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει το βιβλίο, το οποίο ο Μπάρες αρνήθηκε να του δώσει. Όταν ο Μπάρες πέθανε, το χειρόγραφο πέρασε στην κατοχή του φίλου του Γιάν Μάρτσι, τότε πρύτανη του πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Αυτός με τη σειρά του έστειλε το βιβλίο στον Κίρχερ, με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη φιλική σχέση και αλληλογραφία. Το γράμμα του Μάρτσι που συνόδευε το χειρόγραφο αποτελεί ακόμα και τώρα μέρος του βιβλίου.
Τα ίχνη του βιβλίου χάνονται για τα επόμενα 200 χρόνια, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διατηρήθηκε, μαζί με την αλληλογραφία του Κίρχερ, στη βιβλιοθήκη του Κολέτζιο Ρομάνο. Μάλλον έμεινε εκεί μέχρις ότου τα στρατεύματα του Βίκτωρα Εμμανουήλ κυρίευσαν τη Ρώμη το 1870 και την προσάρτησαν στο ιταλικό βασίλειο. Η νέα ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να δημεύσει αρκετά περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας, ανάμεσα στα οποία και τη βιβλιοθήκη του Κολεγίου. Σύμφωνα με τις έρευνες του Χαβιέ Τσεκάλντι και άλλων, λίγο πριν να συμβεί αυτό πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου μεταφέρθηκαν στις προσωπικές βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών, που εξαιρούνταν από τη δήμευση. Η αλληλογραφία του Κίρχερ ήταν ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία και προφανώς και το χειρόγραφο Βόινιτς, καθώς ακόμα φέρει τον αριθμό καταλόγου της βιβλιοθήκης του Πίετερ Μπεξ (Pieter Beckx), επικεφαλής των Ιησουιτών και πρύτανη του Πανεπιστήμιου εκείνη την εποχή.
Η προσωπική βιβλιοθήκη του Μπεξ μεταφέρθηκε στη Βίλλα Φρασκάτι, μια μεγάλη αγροικία κοντά στη Ρώμη που είχαν αγοράσει οι Ιησουίτες το 1866 και στέγαζε τη διοίκηση του Ιησουιτικού Κολλέτζιο Γκισλέρι.
Γύρω στα 1912 το Κολλέτζιο Ρομάνο είχε οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να πουλήσει (κάτω από άκρα μυστικότητα) μερικά από τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Βίλφριντ Βόινιτς αγόρασε 30 χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και εκείνο που σήμερα είναι γνωστό με το όνομά του. Το 1930, μετά τον θάνατό του, το χειρόγραφο κληρονόμησε η χήρα του, συγγραφέας Έθελ Λίλιαν Βόινιτς. Εκείνη πέθανε το 1960, αφήνοντας το χειρόγραφο στη φίλη της Αν Νιλ. Το 1961 η Νιλ πούλησε το βιβλίο στον παλαιοπώλη βιβλίων Χανς Κράους, ο οποίος, μη μπορώντας να βρει αγοραστή, δώρισε το χειρόγραφο στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1969.
Αν και ο Μάρτσι είχε επιφυλάξεις ως προς τον ισχυρισμό αυτό, ο Βόινιτς πίστεψε ότι ήταν βάσιμος και έκανε ότι μπορούσε για να τον επιβεβαιώσει. Η πεποίθησή του αυτή επηρέασε τις περισσότερες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης για τα επόμενα 80 χρόνια. Ωστόσο, μελετητές που έχουν εξετάσει το χειρόγραφο και είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Μπέικον έχουν ρητά απορρίψει αυτή την πιθανότητα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Μνισόβσκι πέθανε το 1644, και η αγορά στην οποία αναφέρεται πρέπει αναγκαστικά να έγινε πριν την εκδίωξη του Ροδόλφου το 1611, τουλάχιστον 55 χρόνια πριν από το γράμμα του Μάρτσι.
Όμως, ο γραφικός χαρακτήρας της επιγραφής δε μοιάζει με την υπογραφή του Γιάκομπους, που βρέθηκε πρόσφατα σε ένα έγγραφο. Έτσι, είναι επίσης πιθανό ότι η επιγραφή στη σελίδα f1r προστέθηκε από έναν μεταγενέστερο ιδιοκτήτη ή βιβλιοθηκάριο, και εκφράζει μόνο την άποψη αυτού του προσώπου για την πατρότητα του βιβλίου (στα Ιησουιτικά βιβλία ιστορίας που ήταν διαθέσιμα στον Κίρχερ, ο μορφωμένος από Ιησουίτες Γιάκομπους είναι ο μόνος αλχημιστής-γιατρός από την αυλή του Ροδόλφου που κρίνεται άξιος μιας σελίδας κειμένου, ενώ για παράδειγμα για τον Τύχο Μπράχε υπάρχει μια απλή αναφορά). Επιπλέον, τα χημικά που χρησιμοποίησε ο Βόινιτς κατέστρεψαν τον πάπυρο, έτσι ώστε μόνο ένα ίχνος της υπογραφής φαίνεται σήμερα· αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υφίσταται η υποψία πως η υπογραφή προστέθηκε από τον Βόινιτς προκειμένου να ενισχύσει τη θεωρία της προέλευσης του κειμένου από τον Ρότζερ Μπέικον.
Η προσωπικότητα και οι γνώσεις του Μάρτσι φαίνονται ικανές για αυτή την ενέργεια· και ο Κίρχερ, ένα είδος "παντογνώστη" της εποχής, που σήμερα είναι γνωστός περισσότερο για τα χονδροειδή σφάλματά του παρά για τα επιτεύγματά του, ήταν εύκολος στόχος. Πράγματι, το γράμμα του Μπάρες έχει κάποια ομοιότητα με μια φάρσα που ο Αντρέας Μέλλερ κάποτε σκάρωσε στον Κίρχερ. Κατασκεύασε ένα χειρόγραφο με ακατανόητο περιεχόμενο και το έστειλε στον Κίρχερ, υποστηρίζοντας ότι προέρχεται από την Αίγυπτο. Ζήτησε από τον Κίρχερ να το μεταφράσει, κάτι που ο τελευταίος, σύμφωνα με αναφορές, έκανε αμέσως.
Είναι άξιο αναφοράς ότι η μόνη απόδειξη για την ύπαρξη του Μπάρες είναι τα τρία γράμματα που στάλθηκαν στον Κίρχερ: ένα από τον ίδιο (1639) και δυο από τον Μάρτσι (περίπου ένα χρόνο αργότερα). Είναι επίσης περίεργο το γεγονός ότι η αλληλογραφία μεταξύ Μάρτσι και Κίρχερ τελείωσε το 1665, ακριβώς όταν στάλθηκε το γράμμα που σήμερα συνοδεύει το χειρόγραφο Βόινιτς. Όμως, η κρυφή έχθρα του Μάρτσι κατά των Ιησουιτών είναι απλή εκτίμηση: όντας πιστός Καθολικός, μελέτησε ώστε να γίνει Ιησουίτης, και λίγο πριν το θάνατό του το 1667 έγινε επίτιμο μέλος του Τάγματος.
Αυτή ήταν και η υπόθεση εργασίας για τις περισσότερες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης που έγιναν κατά τον εικοστό αιώνα, μια από τις οποίες από (ανεπίσημη) ομάδα μελών του NSA υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ Φρίντμαν στις αρχές της δεκαετίας του '50. Οι απλοί κώδικες αντικατάστασης μπορούν να αποκλειστούν, επειδή είναι πολύ εύκολο να σπάσουν. Έτσι οι προσπάθειες κρυπτανάλυσης επικεντρώθηκαν στους πολυαλφαβητικούς κώδικες, που επινοήθηκαν από τον Λεόνε Μπατίστα Αλμπέρτι στα 1460. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο περίφημος κώδικας Βιτζενέρε, που θα μπορούσε να είχε ενισχυθεί με τη χρήση τυφλών ή/και ισοδύναμων συμβόλων, αναγραμματισμών, παραπειστικών διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις κ.α. Κάποιοι υπέθεσαν ότι τα φωνήεντα σβήστηκαν πριν κρυπτογραφηθεί το κείμενο. Πολλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν γίνει, αλλά καμία δεν έγινε πλατιά δεκτή, κυρίως επειδή οι προτεινόμενοι αλγόριθμοι κρυπτογράφησης εξαρτώνται από τόσες πολλές υποθέσεις από την πλευρά του χρήστη, που θα μπορούσε να εξαχθεί κατανοητό κείμενο από οποιαδήποτε τυχαία σειρά χαρακτήρων.
Το κύριο επιχείρημα αυτής της θεωρίας είναι ότι η χρήση ενός περίεργου αλφάβητου από έναν Ευρωπαίο συγγραφέα δεν εξηγείται παρά μόνο ως προσπάθεια να αποκρυφτούν οι πληροφορίες. Πράγματι, ο Ρότζερ Μπέικον είχε κρυπτογραφικές γνώσεις, και η εκτιμώμενη ημερομηνία δημιουργίας του εγγράφου συμπίπτει χοντρικά με την γέννηση της κρυπτογραφίας ως συστηματική επιστήμη. Εναντίον αυτής της θεωρίας υπάρχει το επιχείρημα ότι η χρήση ενός πολυαλφαβητικού κώδικα θα κατέστρεφε τα "φυσιολογικά" στατιστικά χαρακτηριστικά του χειρογράφου, όπως το ότι ακολουθεί το Νόμο του Ζιπφ. Επίσης, αν και οι πολυαλφαβητικοί κώδικες αντικατάστασης εφευρέθηκαν γύρω στο 1467, οι παραλλαγές τους έγιναν δημοφιλείς τον 16ο αιώνα, κάπως αργά σε σχέση με την εκτιμώμενη χρονολογία δημιουργίας του βιβλίου.
Παρόλα αυτά, ο Τζον Μάνλυ του Πανεπιστημίου του Σικάγο επεσήμανε σημαντικές αδυναμίες σε αυτή τη θεωρία. Κάθε στενογραφικός χαρακτήρας μπορούσε να έχει πολλές ερμηνείες, χωρίς να υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να καθοριστεί ποια από αυτές ίσχυε κάθε φορά. Επίσης, η μέθοδος του Νιούμπολντ απαιτούσε την αναδιάταξη των γραμμάτων κατά βούληση μέχρις ότου παράγονταν κατανοητά Λατινικά. Αυτοί και μόνο οι παράγοντες έδιναν στο σύστημα τόση ελαστικότητα, ώστε σχεδόν οτιδήποτε θα μπορούσε να "διαβαστεί" στα μικροσκοπικά σύμβολα, που έτσι κι αλλιώς ήταν από μόνα τους παραπλανητικά. Αν και υπάρχει μια εβραϊκή παράδοση στη μικρογραφία, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο τόσο πολύπλοκη και συμπυκνωμένη όσο υποστήριξε ο Νιούμπολντ. Με μια κοντινότερη ματιά, οι "χαρακτήρες" φαίνονται να είναι απλό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το μελάνι ραγίζει καθώς στεγνώνει πάνω στην περγαμηνή. Χάρη στην πλήρη κατάρριψη της θεωρίας από τον Μάνλυ, το ενδεχόμενο της μικρογραφίας σήμερα θεωρείται εκτός συζήτησης.
Κάποιοι πρότειναν ότι το κατανοητό κείμενο θα μπορούσε να κρύβεται στο μήκος ή το σχήμα ορισμένων σημαδιών της πένας. Υπάρχουν πράγματι παραδείγματα στεγανογραφίας από εκείνη την εποχή που χρησιμοποιούν το σχήμα των γραμμάτων (πλάγια γραφή αντί για κανονική) για να κρύψουν πληροφορία. Όμως, όταν εξεταστούν σε μεγάλη μεγέθυνση, οι χαρακτήρες του χειρόγραφου φαίνονται σχετικά φυσικοί, απλά κάπως επηρεασμένοι από την ανώμαλη επιφάνεια της περγαμηνής.
Η θεωρία έχει κάποια ιστορική βάση. Αν και αυτές οι γλώσσες κατά κύριο λόγο είχαν δικά τους συστήματα γραφής, αυτά ήταν πολύ δύσκολα για τους Δυτικούς επισκέπτες. Αυτό οδήγησε στην επινόηση πολλών φωνητικών αλφαβήτων, κυρίως με Λατινικά γράμματα, μερικές όμως φορές και με τεχνητά. Αν και τα γνωστά παραδείγματα χρονολογούνται πολύ αργότερα από το χειρόγραφο Βόινιτς, υπάρχουν αναφορές για εκατοντάδες εξερευνητές και ιεραπόστολους που θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι τέτοιο-ακόμα και πριν το ταξίδι του Μάρκο Πόλο τον 13ο αιώνα, αλλά ειδικά μετά την ανακάλυψη του δρόμου προς την Ανατολή από τον Βάσκο ντα Γκάμα το 1499. Ο συγγραφέας του χειρόγραφου θα μπορούσε επίσης να είναι κάποιος ιθαγενής από την ανατολική Ασία που ζούσε στην Ευρώπη, ή που μορφώθηκε σε κάποια Ευρωπαϊκή αποστολή.
Το κύριο επιχείρημα υπέρ της θεωρίας είναι ότι συνάδει με όλα τα στατιστικά χαρακτηριστικά του χειρόγραφου που έχουν ελεγχθεί μέχρι τώρα, συμπεριλαμβανομένων και των διπλών και τριπλών λέξεων (που σε Κινεζικά και Βιετναμέζικα κείμενα απαντώνται με περίπου την ίδια συχνότητα που υπάρχουν και στο χειρόγραφο Βόινιτς). Εξηγεί επίσης την έλλειψη αριθμών και Δυτικών συντακτικών χαρακτηριστικών (όπως τα άρθρα και τα επιρρήματα) και το ακατανόητο των εικονογραφήσεων. Ένα άλλο πιθανό στοιχείο είναι δύο μεγάλα κόκκινα σύμβολα στην πρώτη σελίδα, που έχουν παρομοιαστεί με τίτλο βιβλίου σε Κινέζικο στυλ, ανάποδα και κακογραμμένα. Επίσης, η φαινομενική διαίρεση του χρόνου σε 360 υποδιαιρέσεις (αντί για 365), σε ομάδες των 15 που ξεκινούν από τους Ιχθύες, είναι χαρακτηριστικό του Κινέζικου αγροτικού ημερολογίου (jie q`i). Το κύριο επιχείρημα κατά της θεωρίας είναι ότι κανείς (συμπεριλαμβανομένων επιστημόνων της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών του Πεκίνου) δεν μπόρεσε να διακρίνει κάποια ξεκάθαρα δείγματα Ασιατικού συμβολισμού ή Ασιατικής επιστήμης στις εικονογραφήσεις.
ΠΗΓΗ : wikipedia.org , kathimeri.gr , Πρακτορειο ΑΠΕ
Κατά τη διάρκεια της γνωστής ιστορίας του το χειρόγραφο αποτέλεσε αντικείμενο εντατικής μελέτης από πολλούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες κρυπταναλυτές, μεταξύ των οποίων μερικοί από τους κορυφαίους Αμερικανούς και Βρετανούς αποκωδικοποιητές του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, κανείς τους όμως δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει έστω και μια λέξη. Αυτές οι επανειλημμένες αποτυχίες έχουν κάνει το χειρόγραφο Βόινιτς ξακουστό στην ιστορία της κρυπτογραφίας, έδωσαν όμως βάση και στην άποψη ότι το βιβλίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια περίτεχνη απάτη, μια δίχως νόημα εναλλαγή τυχαίων χαρακτήρων.
Το βιβλίο είναι γνωστό με το όνομα του Πολωνοαμερικανού παλαιοπώλη βιβλίων Βίλφριντ Βόινιτς (Wilfrid Voynich), που το αγόρασε το 1912. Σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Γέιλ καταλογογραφημένο ως αντικείμενο MS408 της Βιβλιοθήκης Σπανίων και Χειρογράφων «Beinecke». Η πρώτη αναπαραγωγή του κυκλοφόρησε το 2005.
Περιγραφή
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, το βιβλίο αρχικά αποτελείτο από 272 σελίδες περγαμηνής δεμένες σε 17 16σέλιδα. Σήμερα σώζονται γύρω στις 240 σελίδες, και ορισμένα κενά στην αρίθμησή τους (που έγινε μεταγενέστερα από τη συγγραφή του) δείχνουν ότι αρκετές σελίδες ήδη έλειπαν, όταν το απόκτησε ο Βόινιτς. Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις ότι σε κάποια στιγμή οι σελίδες του χειρογράφου αναδιευθετήθηκαν. Για τη δημιουργία του κειμένου και των εικόνων χρησιμοποιήθηκε πένα από φτερό και οι εικόνες χρωματίστηκαν με μπογιά (με κάπως άτεχνο τρόπο), πιθανώς αργότερα από τη δημιουργία τους.Εικόνες
Οι εικόνες του βιβλίου δε βοηθούν ιδιαίτερα στην κατανόηση του περιεχομένου, δείχνουν όμως ότι αποτελείται από έξι «ενότητες» με διαφορετικό αντικείμενο και στυλ. Εκτός από την τελευταία ενότητα, που αποτελείται μόνο από κείμενο, σχεδόν κάθε σελίδα του βιβλίου περιέχει τουλάχιστον μια εικονογράφηση. Οι ενότητες, και τα ονόματα που τους έχουν αποδοθεί, είναι:- Βοτανική: κάθε σελίδα απεικονίζει ένα φυτό (δύο σε μερικές περιπτώσεις), μαζί με λίγες παραγράφους κειμένου, όπως γινόταν στα ευρωπαϊκά βοτανολόγια της εποχής. Κάποια μέρη των εικόνων της ενότητας είναι μεγαλύτερα και πιο ευκρινή αντίγραφα σχεδίων που υπάρχουν στη "φαρμακευτική" ενότητα (βλ. παρακάτω). Συνολικά υπάρχουν 113 εικόνες φυτών.
- Αστρονομική: περιέχει κυκλικά διαγράμματα, μερικά από τα οποία απεικονίζουν ήλιους, φεγγάρια και αστέρια, που παραπέμπουν στην αστρονομία ή την αστρολογία. Ένα σετ 12 συμβόλων βασίζεται στα γνωστά ζωδιακά σύμβολα για τους αστερισμούς (δυο ψάρια για τους Ιχθείς, ένας στρατιώτης με τόξο για τον Τοξότη κλπ). Κάθε σύμβολο περιστοιχίζεται από ακριβώς τριάντα μικροσκοπικές γυναικείες φιγούρες, οι περισσότερες από τις οποίες γυμνές, που καθεμιά τους κρατάει ένα αστέρι. Οι δυο τελευταίες σελίδες της ενότητας (Υδροχόος και Αιγόκερως) έχουν χαθεί, ενώ ο Κριός και ο Ταύρος αποτελούνται από τέσσερα διαγράμματα με 15 αστέρια το καθένα. Μερικά από αυτά τα διαγράμματα ξετυλίγονται προς τα έξω.
- Βιολογική: πυκνό συνεχές κείμενο περιστοιχιζόμενο από μορφές, που κυρίως απεικονίζουν μικροσκοπικές γυμνές γυναίκες οι οποίες τσαλαβουτούν σε λίμνες ή μπανιέρες. Οι λίμνες συνδέονται μεταξύ τους με ένα περίπλοκο δίκτυο σωλήνων, που θυμίζουν όργανα του σώματος. Μερικές από τις γυναίκες φορούν κορώνες.
- Κοσμολογική: άλλα κυκλικά διαγράμματα, άγνωστης όμως φύσης. Κι αυτή η ενότητα περιλαμβάνει σελίδες που ξετυλίγονται: μια από αυτές έχει μήκος έξι σελίδων και περιέχει κάποιο είδος χάρτη ή διαγράμματος, με εννιά "νησιά" που συνδέονται με γέφυρες, κάστρα και πιθανόν ένα ηφαίστειο.
- Φαρμακευτική: πολλές εικόνες μεμονωμένων μερών φυτών (ρίζες, φύλλα κ.λπ.) με λεζάντες, καθώς και αντικειμένων που θυμίζουν αποθηκευτικά βάζα, και μερικές παράγραφοι κειμένου.
- Συνταγές: πολλές σύντομοι παράγραφοι, που κάθε μια σημαδεύεται από μια κουκκίδα σε σχήμα άνθους ή άστρου.
Το κείμενο
Το κείμενο έχει προφανώς γραφτεί από τα αριστερά προς τα δεξιά, με ένα κάπως ατημέλητο δεξί περιθώριο. Οι μεγάλες ενότητες χωρίζονται σε παραγράφους, που μερικές φορές σημαδεύονται από κουκκίδα στο αριστερό περιθώριο. Δεν υπάρχει εμφανής στίξη. Η σύνθεση ductus (λατ. ρημ. duco + carmen π.χ συνθέτω ποίημα) (η ταχύτητα, επιμέλεια και απόσταση των χαρακτήρων) ρέει στρωτά, όπως συμβαίνει όταν ο συγγραφέας καταλαβαίνει τι γράφει· το χειρόγραφο δίνει την εντύπωση ότι κάθε χαρακτήρας αποτυπώθηκε με τρόπο φυσικό, χωρίς προηγούμενη σκέψη.Το κείμενο περιέχει πάνω από 170.000 διακριτές γλυφές, που συνήθως διαχωρίζονται από μικρά κενά. Οι περισσότερες γλυφές έχουν γραφεί με μια ή δυο κινήσεις της πένας. Αν και υπάρχει κάποια διαφωνία για το κατά πόσο οι γλυφές είναι διακριτές ή όχι, ένα «αλφάβητο» με 20-30 σύμβολα θα αρκούσε για να γραφεί όλο το κείμενο, με εξαίρεση ορισμένους «περίεργους» χαρακτήρες που εμφανίζονται μόνο μια ή δυο φορές.
Μεγαλύτερα κενά χωρίζουν το κείμενο σε περίπου 35.000 «λέξεις» που ποικίλλουν σε μέγεθος. Οι λέξεις μοιάζουν να ακολουθούν κάποιους φωνητικούς και ορθογραφικούς κανόνες. Για παράδειγμα, κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν σε όλες τις λέξεις (όπως τα φωνήεντα στα ελληνικά), κάποιοι χαρακτήρες ποτέ δεν γράφονται μετά από κάποιους άλλους, μερικοί μπορεί να είναι διπλοί ενώ άλλοι όχι.
Η στατιστική ανάλυση των λέξεων του κειμένου έδειξε ότι ακολουθούν την κατανομή μιας φυσικής γλώσσας. Για παράδειγμα, η συχνότητα των λέξεων ακολουθεί το νόμο του Ζιπφ και η εντροπία (περίπου 10 bits ανά λέξη) είναι παρόμοια με αυτή της αγγλικής ή της λατινικής γλώσσας. Μερικές λέξεις απαντώνται μόνο σε συγκεκριμένες ενότητες, ενώ άλλες σε ολόκληρο το χειρόγραφο. Υπάρχουν ελάχιστες επαναλήψεις στις «λεζάντες» που συνοδεύουν τις εικόνες. Στη "βοτανική" ενότητα, η πρώτη λέξη κάθε σελίδας συναντάται μόνο στη συγκεκριμένη σελίδα και μπορεί να είναι το όνομα του φυτού.
Από την άλλη, η «γλώσσα» του χειρόγραφου έχει αρκετές διαφορές με τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν λέξεις με περισσότερα από δέκα «γράμματα», ενώ υπάρχουν λίγες λέξεις με ένα ή δυο γράμματα. Η κατανομή των γραμμάτων μέσα στις λέξεις είναι επίσης κάπως περίεργη: κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν μόνο στην αρχή των λέξεων, κάποιοι μόνο στο τέλος, και άλλοι μόνο στη μέση-μια κατανομή που απαντάται στα αραβικά, αλλά όχι στο Ρωμαϊκό, Ελληνικό ή Κυριλλικό αλφάβητο (πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το (τελικό) σίγμα γράφεται στα ελληνικά με διαφορετική μορφή όταν είναι στο τέλος μιας λέξης. Όμοια, ακόμα και στα αγγλικά τα κεφαλαία γράμματα, που συνήθως βρίσκονται μόνο στην αρχή των λέξεων, μπορεί να διαφέρουν δραματικά από τα αντίστοιχα μικρά).
Οι επαναλήψεις των λέξεων φαίνονται πιο συχνές απ' ό,τι στις ευρωπαϊκές γλώσσες: υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια λέξη εμφανίζεται μέχρι και τρεις φορές στη σειρά. Λέξεις που διαφέρουν μόνο κατά ένα γράμμα, επίσης, επαναλαμβάνονται με ασυνήθιστη συχνότητα.
Υπάρχουν μόνο λίγες λέξεις στο χειρόγραφο γραμμένες σε κάτι που μοιάζει με Λατινική γραφή. Στην τελευταία σελίδα υπάρχουν τέσσερις γραμμές κειμένου, γραμμένες με (κάπως παραμορφωμένα) λατινικά γράμματα, εκτός από δυο λέξεις που είναι στην γραφή του υπόλοιπου κειμένου. Το κείμενο των γραμμών αυτών μοιάζει με τα Ευρωπαϊκά αλφάβητα του 15ου αιώνα, αλλά οι λέξεις δε βγάζουν νόημα σε καμία γλώσσα . Επίσης, σε μια σειρά διαγραμμάτων στην «αστρονομική» ενότητα τα ονόματα δέκα μηνών (Μάρτη έως Δεκέμβρη) είναι γραμμένα στο Λατινικό σύστημα, με ορθογραφία που παραπέμπει στις μεσαιωνικές γλώσσες της Γαλλίας ή της Ιβηρικής χερσονήσου. Όμως δεν είναι γνωστό αν αυτά τα ψίχουλα Λατινικής γραφής ήταν μέρος του αρχικού κειμένου ή προστέθηκαν αργότερα.
Ιστορία
Η ιστορία του χειρόγραφου είναι ακόμα γεμάτη κενά, ειδικά σε ό,τι αφορά στις απαρχές της . Από τη στιγμή που το αλφάβητο δεν ανήκει σε καμιά γνωστή γλώσσα και το κείμενο δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, η μόνη χρήσιμη πληροφορία για την προέλευση και την ηλικία του βιβλίου είναι οι εικόνες - ειδικά τα ρούχα και οι κομμώσεις των ανθρώπων που εικονίζονται, και ένα-δυο κάστρα που περιλαμβάνονται στα διαγράμματα. Όλα αυτά είναι Ευρωπαϊκά και βασισμένοι σε αυτές τις ενδείξεις, οι περισσότεροι ειδικοί χρονολογούν το χειρόγραφο μεταξύ του 1450 και του 1520. Η εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται από άλλες, δευτερεύουσες ενδείξεις.Ο πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης του χειρόγραφου ήταν ο Γκέοργκ Μπάρες (Georg Baresch), ένας αλχημιστής που έζησε στην Πράγα στις αρχές του 17ου αιώνα και για τον οποίο λίγα πράγματα είναι γνωστά. Ο Μπάρες κατά πάσα πιθανότητα ήταν το ίδιο μπερδεμένος όσο και εμείς για τη φύση του βιβλίου. Όταν έμαθε ότι ο Αθανάσιος Κίρχερ, ένας Ιησουίτης λόγιος από το Κολλέτζιο Ρομάνο της Ρώμης είχε εκδώσει ένα λεξικό της Κοπτικής γλώσσας (Αιθιοπικά) και είχε "αποκρυπτογραφήσει" τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά, του έστειλε (δυο φορές) ένα μικρό αντιγραμμένο τμήμα του χειρόγραφου ρωτώντας τον τη γνώμη του. Το γράμμα του 1639 προς τον Κίρχερ, που εντοπίστηκε πρόσφατα, είναι η πιο παλιά αναφορά στο χειρόγραφο που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.
Δεν είναι γνωστό αν ο Κίρχερ απάντησε στο ερώτημα του Μπάρες, αλλά κατά τα φαινόμενα ενδιαφέρθηκε αρκετά, ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει το βιβλίο, το οποίο ο Μπάρες αρνήθηκε να του δώσει. Όταν ο Μπάρες πέθανε, το χειρόγραφο πέρασε στην κατοχή του φίλου του Γιάν Μάρτσι, τότε πρύτανη του πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Αυτός με τη σειρά του έστειλε το βιβλίο στον Κίρχερ, με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη φιλική σχέση και αλληλογραφία. Το γράμμα του Μάρτσι που συνόδευε το χειρόγραφο αποτελεί ακόμα και τώρα μέρος του βιβλίου.
Τα ίχνη του βιβλίου χάνονται για τα επόμενα 200 χρόνια, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διατηρήθηκε, μαζί με την αλληλογραφία του Κίρχερ, στη βιβλιοθήκη του Κολέτζιο Ρομάνο. Μάλλον έμεινε εκεί μέχρις ότου τα στρατεύματα του Βίκτωρα Εμμανουήλ κυρίευσαν τη Ρώμη το 1870 και την προσάρτησαν στο ιταλικό βασίλειο. Η νέα ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να δημεύσει αρκετά περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας, ανάμεσα στα οποία και τη βιβλιοθήκη του Κολεγίου. Σύμφωνα με τις έρευνες του Χαβιέ Τσεκάλντι και άλλων, λίγο πριν να συμβεί αυτό πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου μεταφέρθηκαν στις προσωπικές βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών, που εξαιρούνταν από τη δήμευση. Η αλληλογραφία του Κίρχερ ήταν ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία και προφανώς και το χειρόγραφο Βόινιτς, καθώς ακόμα φέρει τον αριθμό καταλόγου της βιβλιοθήκης του Πίετερ Μπεξ (Pieter Beckx), επικεφαλής των Ιησουιτών και πρύτανη του Πανεπιστήμιου εκείνη την εποχή.
Η προσωπική βιβλιοθήκη του Μπεξ μεταφέρθηκε στη Βίλλα Φρασκάτι, μια μεγάλη αγροικία κοντά στη Ρώμη που είχαν αγοράσει οι Ιησουίτες το 1866 και στέγαζε τη διοίκηση του Ιησουιτικού Κολλέτζιο Γκισλέρι.
Γύρω στα 1912 το Κολλέτζιο Ρομάνο είχε οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να πουλήσει (κάτω από άκρα μυστικότητα) μερικά από τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Βίλφριντ Βόινιτς αγόρασε 30 χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και εκείνο που σήμερα είναι γνωστό με το όνομά του. Το 1930, μετά τον θάνατό του, το χειρόγραφο κληρονόμησε η χήρα του, συγγραφέας Έθελ Λίλιαν Βόινιτς. Εκείνη πέθανε το 1960, αφήνοντας το χειρόγραφο στη φίλη της Αν Νιλ. Το 1961 η Νιλ πούλησε το βιβλίο στον παλαιοπώλη βιβλίων Χανς Κράους, ο οποίος, μη μπορώντας να βρει αγοραστή, δώρισε το χειρόγραφο στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1969.
Υποθέσεις για τον συγγραφέα
Πολλά ονόματα έχουν προταθεί για τον πιθανό συγγραφέα του χειρογράφου. Αυτά που ακολουθούν είναι μόνο τα πιο γνωστά.Ρότζερ Μπέικον
Το γράμμα του Μάρτσι προς τον Κίρχερ του 1665 αναφέρει ότι, σύμφωνα με το φίλο του Ραφαήλ Μνισόβσκι, το βιβλίο κάποτε είχε αγοραστεί από τον Αυτοκράτορα Ροδόλφο το Β΄ (1552-1612) για 600 δουκάτα (γύρω στα 30.000 δολάρια σε τιμές του 2005). Σύμφωνα με το γράμμα, ο Ροδόλφος (ή ίσως ο Ραφαήλ) πίστευε ότι ο συγγραφέας ήταν ο Φραγκισκανός κοσμοκαλόγερος και λόγιος Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon, 1214-1294).Αν και ο Μάρτσι είχε επιφυλάξεις ως προς τον ισχυρισμό αυτό, ο Βόινιτς πίστεψε ότι ήταν βάσιμος και έκανε ότι μπορούσε για να τον επιβεβαιώσει. Η πεποίθησή του αυτή επηρέασε τις περισσότερες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης για τα επόμενα 80 χρόνια. Ωστόσο, μελετητές που έχουν εξετάσει το χειρόγραφο και είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Μπέικον έχουν ρητά απορρίψει αυτή την πιθανότητα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Μνισόβσκι πέθανε το 1644, και η αγορά στην οποία αναφέρεται πρέπει αναγκαστικά να έγινε πριν την εκδίωξη του Ροδόλφου το 1611, τουλάχιστον 55 χρόνια πριν από το γράμμα του Μάρτσι.
Τζων Ντη
Η υπόθεση ότι ο Ρότζερ Μπέικον ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου, οδήγησε τον Βόινιτς στο συμπέρασμα ότι αυτός που πούλησε το χειρόγραφο στον Ροδόλφο δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Τζων Ντη (John Dee), μαθηματικό και αστρολόγο στην αυλή της Βασίλισσας Ελισάβετ της Α΄, που κατείχε μεγάλο αριθμό χειρογράφων του Μπέικον. Ο Ντη και το διάμεσό του, Έντουαρντ Κέλλυ έζησαν στη Βοημία για πολλά χρόνια, ελπίζοντας να προσφέρουν έμμισθες υπηρεσίες στον Αυτοκράτορα. Όμως, το σχολαστικά ενημερωμένο ημερολόγιο του Ντη δεν αναφέρει πουθενά την πώληση του βιβλίου, πράγμα που την κάνει μάλλον απίθανη. Έτσι κι αλλιώς όμως, αν ο συγγραφέας δεν είναι ο Μπέικον, η σχέση του χειρόγραφου με τον Ντη είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Από την άλλη, μπορεί να το έγραψε ο ίδιος ο Ντη και να διέδωσε ότι ήταν έργο του Μπέικον, ελπίζοντας να το πουλήσει αργότερα. Αρκετοί επίσης αποδίδουν την αρίθμηση των σελίδων του βιβλίου (που έγινε μεταγενέστερα από τη συγγραφή του) στον Ντη.Έντουαρντ Κέλλυ
Ο συνεργάτης του Ντη στη Πράγα, Έντουαρντ Κέλλυ, ήταν ένας αυτοδίδακτος αλχημιστής που ισχυριζόταν ότι μπορούσε να μετατρέψει το χαλκό σε χρυσό χρησιμοποιώντας μια μαγική σκόνη που είχε ξεθάψει απ' τον τάφο ενός Αρχιεπίσκοπου στην Ουαλία. Ως διάμεσο του Ντη, έλεγε πως μπορούσε να καλέσει αγγέλους μέσα από μια κρυστάλλινη σφαίρα και να έχει μαζί τους μακροσκελείς συζητήσεις, τις οποίες ο Ντη κατέγραφε επιμελώς. Η γλώσσα των αγγέλων λεγόταν Ενωχική, κατά τον Ενώχ, μυθικό πατέρα του Μαθουσάλα. Σύμφωνα με το μύθο, οι άγγελοι τον είχαν πάρει μια βόλτα στον παράδεισο, κι αργότερα έγραψε το Βιβλίο του Ενώχ όπου περιέγραφε αυτά που είχε δει εκεί. Πολλοί μελετητές (βλ. παρακάτω) υποθέτουν ότι, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Κέλλυ επινόησε τα "Ενωχικά" για να εξαπατήσει τον Ντη, θα μπορούσε να είχε κατασκευάσει το χειρόγραφο για να εξαπατήσει και τον Αυτοκράτορα (που ήδη χρηματοδοτούσε τον Κέλλυ για τα υποτιθέμενα κατορθώματά του στην αλχημεία). Όμως, αν ο Ρότζερ Μπέικον δεν είναι ο συγγραφέας του βιβλίου, η σχέση του Κέλλυ με το χειρόγραφο είναι το ίδιο απίθανη όσο και αυτή του Ντη.Βίλφριντ Βόινιτς
Πολλοί υποπτεύθηκαν ότι ο ίδιος ο Βόινιτς πλαστογράφησε το χειρόγραφο. Ως έμπειρος παλαιοπώλης βιβλίων, πιθανότατα είχε και τις γνώσεις και τα μέσα για κάτι τέτοιο· κι ένα "χαμένο βιβλίο" του Ρότζερ Μπέικον θα άξιζε μια περιουσία. Όμως, με τη χρονολόγηση του χειρόγραφου από ειδικούς και την πρόσφατη ανακάλυψη του γράμματος του Μπάρες στον Κίρχερ, αποκλείστηκε κι αυτή η πιθανότητα.Γιάκομπους Σινάπιους
Ένα φωτοστατικό αντίγραφο της πρώτης σελίδας του χειρόγραφου, που έγινε από τον Βόινιτς κάποια στιγμή πριν το 1921, έδειξε ότι υπήρχε κάποια επιγραφή που σχεδόν είχε σβήσει. Με τη χρήση χημικών, στο κείμενο εμφανίστηκε το όνομα Jacobj `a Tepenece. Το όνομα αυτό αποδίδεται στον Jakub Horcicky του Tepenec, γνωστό και με το λατινικό του όνομα: Γιάκομπους Σινάπιους (Jacobus Sinapius). Ήταν ειδικός στη βοτανολογία, προσωπικός γιατρός του Ροδόλφου του Β' και επιστάτης των βοτανικών του κήπων. Ο Βόινιτς, και πολλοί μετά από αυτόν, συμπέραναν από αυτή την επιγραφή ότι ο Γιάκομπους κατείχε το βιβλίο πριν από τον Μπάρες, και σε αυτό το γεγονός είδαν την επιβεβαίωση της ιστορίας του Ραφαήλ. Άλλοι πρότειναν ότι ο ίδιος ο Γιάκομπους θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας.Όμως, ο γραφικός χαρακτήρας της επιγραφής δε μοιάζει με την υπογραφή του Γιάκομπους, που βρέθηκε πρόσφατα σε ένα έγγραφο. Έτσι, είναι επίσης πιθανό ότι η επιγραφή στη σελίδα f1r προστέθηκε από έναν μεταγενέστερο ιδιοκτήτη ή βιβλιοθηκάριο, και εκφράζει μόνο την άποψη αυτού του προσώπου για την πατρότητα του βιβλίου (στα Ιησουιτικά βιβλία ιστορίας που ήταν διαθέσιμα στον Κίρχερ, ο μορφωμένος από Ιησουίτες Γιάκομπους είναι ο μόνος αλχημιστής-γιατρός από την αυλή του Ροδόλφου που κρίνεται άξιος μιας σελίδας κειμένου, ενώ για παράδειγμα για τον Τύχο Μπράχε υπάρχει μια απλή αναφορά). Επιπλέον, τα χημικά που χρησιμοποίησε ο Βόινιτς κατέστρεψαν τον πάπυρο, έτσι ώστε μόνο ένα ίχνος της υπογραφής φαίνεται σήμερα· αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υφίσταται η υποψία πως η υπογραφή προστέθηκε από τον Βόινιτς προκειμένου να ενισχύσει τη θεωρία της προέλευσης του κειμένου από τον Ρότζερ Μπέικον.
Γιάν Μάρτσι
Ο Γιάν Μάρτσι (Jan Marek Marci) γνώρισε τον Κίρχερ όταν ηγήθηκε μιας αντιπροσωπείας από το Πανεπιστήμιο του Καρόλου στη Ρώμη το 1638, και στα επόμενα 27 χρόνια οι δυο λόγιοι αντάλλαξαν πολλά γράμματα με τις απόψεις τους για διάφορα επιστημονικά θέματα. Το ταξίδι του Μάρτσι ήταν μέρος ενός συνεχούς αγώνα του κοσμικού μέρους του πανεπιστήμιου να διατηρήσει την ανεξαρτησία του από τους Ιησουίτες, που διηύθυναν το αντίπαλο Κολλέγιο Κλεμέντινουμ στην Πράγα. Παρά αυτές τις προσπάθειες, τα δυο πανεπιστήμια συγχωνεύτηκαν το 1654, και τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Ιησουιτών. Έτσι διατυπώθηκε η υπόθεση ότι λόγω της έχθρας του προς τους Ιησουίτες, ο Μάρτσι πλαστογράφησε τα γράμματα του Μπάρες, και αργότερα και το χειρόγραφο Βόινιτς, με σκοπό να εκθέσει και να μειώσει το "αστέρι" τους, τον Κίρχερ.Η προσωπικότητα και οι γνώσεις του Μάρτσι φαίνονται ικανές για αυτή την ενέργεια· και ο Κίρχερ, ένα είδος "παντογνώστη" της εποχής, που σήμερα είναι γνωστός περισσότερο για τα χονδροειδή σφάλματά του παρά για τα επιτεύγματά του, ήταν εύκολος στόχος. Πράγματι, το γράμμα του Μπάρες έχει κάποια ομοιότητα με μια φάρσα που ο Αντρέας Μέλλερ κάποτε σκάρωσε στον Κίρχερ. Κατασκεύασε ένα χειρόγραφο με ακατανόητο περιεχόμενο και το έστειλε στον Κίρχερ, υποστηρίζοντας ότι προέρχεται από την Αίγυπτο. Ζήτησε από τον Κίρχερ να το μεταφράσει, κάτι που ο τελευταίος, σύμφωνα με αναφορές, έκανε αμέσως.
Είναι άξιο αναφοράς ότι η μόνη απόδειξη για την ύπαρξη του Μπάρες είναι τα τρία γράμματα που στάλθηκαν στον Κίρχερ: ένα από τον ίδιο (1639) και δυο από τον Μάρτσι (περίπου ένα χρόνο αργότερα). Είναι επίσης περίεργο το γεγονός ότι η αλληλογραφία μεταξύ Μάρτσι και Κίρχερ τελείωσε το 1665, ακριβώς όταν στάλθηκε το γράμμα που σήμερα συνοδεύει το χειρόγραφο Βόινιτς. Όμως, η κρυφή έχθρα του Μάρτσι κατά των Ιησουιτών είναι απλή εκτίμηση: όντας πιστός Καθολικός, μελέτησε ώστε να γίνει Ιησουίτης, και λίγο πριν το θάνατό του το 1667 έγινε επίτιμο μέλος του Τάγματος.
Ραφαήλ Μνισόβσκι
Ο Ραφαήλ Μνισόβσκι (Raphael Mnishovsky), ο φίλος του Μάρτσι που εμφανίζεται ως η πηγή της ιστορίας περί Μπέικον, ήταν μεταξύ άλλων και κρυπτογράφος, και είχε εφεύρει ένα κρυπτοσύστημα που ισχυριζόταν ότι ήταν απαραβίαστο (γύρω στα 1618). Αυτό οδήγησε στην υπόθεση ότι δημιούργησε το χειρόγραφο ως πρακτική εφαρμογή του συστήματός του και έκανε τον Μπάρες "πειραματόζωό" του. Όταν ο Κίρχερ κυκλοφόρησε το βιβλίο του για τα Κοπτικά (υποστηρίζει η θεωρία) ο Ραφαήλ μπορεί να σκέφτηκε ότι το να τον φέρει σε αμηχανία θα ήταν πολύ μεγαλύτερο έπαθλο, και έπεισε τον αλχημιστή να ζητήσει τη βοήθεια του Ιησουίτη, σκαρώνοντας την ιστορία με τον Μπέικον ως κίνητρο. Πράγματι, στοιχεία στις επιστολές του Μάρτσι ίσως δείχνουν ότι υποπτευόταν απάτη. Πάντως, δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις γι' αυτή την υπόθεση.Άντονι Άσαμ
Ο Δρ. Λέονελ Στρονγκ, γιατρός και ερασιτέχνης κρυπτογράφος, προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει το χειρόγραφο. Κατέληξε στο ότι η λύση για τον κώδικα ήταν "ένα περίεργο διπλό σύστημα αριθμητικών προόδων πάνω σ' ένα πολλαπλό αλφάβητο". Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως το κείμενο αποκάλυπτε ότι το χειρόγραφο ήταν έργο του Άγγλου συγγραφέα του 16ου αιώνα Άντονι Άσαμ (Anthony Ascham), στα έργα του οποίου συγκαταλέγεται και ένα "Μικρό Βοτανολόγιο", που κυκλοφόρησε το 1550. Αν και το χειρόγραφο Βόινιτς περιέχει τμήματα που μοιάζουν με βοτανολόγιο, το κύριο επιχείρημα κατά αυτής της υπόθεσης είναι το ότι είναι άγνωστο πως και πότε ο Άσαμ μπόρεσε να αποκτήσει τις γνώσεις κρυπτογραφίας που απαιτούνταν για ένα τέτοιο έργο.Πολλοί συγγραφείς
Ο Πρέσκοτ Κάριερ, κρυπτογράφος του Αμερικανικού Ναυτικού που ασχολήθηκε με το χειρόγραφο τη δεκαετία του '70, παρατήρησε ότι οι σελίδες της "βοτανικής" ενότητας μπορούσαν να χωριστούν σε δυο σετ, "Α" και "Β", με διαφορετικές στατιστικές λέξεων και φαινομενικά διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες. Συμπέρανε ότι το χειρόγραφο ήταν έργο δυο ή περισσότερων συγγραφέων που χρησιμοποιούσαν διαφορετική διάλεκτο ή ορθογραφία, αλλά το ίδιο σύστημα γραφής. Όμως, πρόσφατες μελέτες έχουν αμφισβητήσει αυτό το συμπέρασμα. Κάποιος γραφολόγος που εξέτασε το χειρόγραφο είδε μόνο έναν συγγραφέα σε όλο το βιβλίο. Επίσης, όταν εξεταστούν όλες οι ενότητες, διαφαίνεται μια πιο σταδιακή μετάβαση, με τη βοτανική "Α" και "Β" να αποτελούν τα δυο αντίθετα άκρα. Έτσι, οι παρατηρήσεις του Κάριερ μπορεί απλά να σημαίνουν ότι τα δυο μέρη της "βοτανικής" ενότητας γράφτηκαν με μεγάλη χρονική διαφορά.Θεωρίες για το περιεχόμενο και τον σκοπό του βιβλίου
Η συνολική εντύπωση που δίνεται από τις σωζόμενες σελίδες του χειρογράφου δείχνει ότι προοριζόταν για χρήση ως φαρμακολόγιο ή περιγράφει θέματα μεσαιωνικής ή πρώιμης σύγχρονης ιατρικής. Παρόλα αυτά, οι μπερδεμένες λεπτομέρειες των εικονογραφήσεων έχουν δώσει τροφή για πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευση του βιβλίου, το περιεχόμενό του, και το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ακολουθούν μερικές μόνο:Βοτανολόγιο
Η πρώτη ενότητα του βιβλίου είναι σχεδόν σίγουρα ένα βοτανολόγιο, αλλά οι προσπάθειες να αναγνωριστούν τα φυτά, είτε συγκρίνοντάς τα με πραγματικά δείγματα είτε με τις εικόνες βοτανολογίων της εποχής έχουν γενικά αποτύχει. Μόνο ένα ή δυο φυτά (μια βιολέτα και ένα είδος φτέρης) μπορούν να ταυτοποιηθούν με κάποια βεβαιότητα. Οι "βοτανικές" εικόνες που αναφέρονται και στη "φαρμακευτική" ενότητα φαίνονται ως πιστά αντίγραφα των δεύτερων, εκτός από το γεγονός ότι τα μέρη των φυτών που λείπουν έχουν συμπληρωθεί με λάθος λεπτομέρειες. Μάλιστα, πολλά από τα φυτά φαίνονται να είναι σύνθετα: οι ρίζες ενός είδους έχουν "κολληθεί" στον κορμό ενός άλλου, με λουλούδια από ένα τρίτο.Αλχημεία
Οι λίμνες και οι σωλήνες στη "βιολογική" ενότητα μοιάζουν να παραπέμπουν στην αλχημεία, που θα ήταν επίσης σχετική αν το βιβλίο περιείχε οδηγίες για την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών. Όμως, τα αλχημιστικά βιβλία της εποχής μοιράζονται μια κοινή γλώσσα εικόνων και συμβόλων, όπου οι διαδικασίες και τα υλικά αντιπροσωπεύονται από συγκεκριμένες εικόνες (αετός, βάτραχος, ο άντρας στον τάφο, το ζευγάρι στο κρεβάτι κλπ) ή καθορισμένους χαρακτήρες (κύκλος με σταυρό κλπ), και τίποτα απ' αυτά δεν έχει ουσιαστικά βρεθεί στο χειρόγραφο Βόινιτς.Αλχημιστικό βοτανολόγιο
Ο Σέρτζιο Τορεζέλλα, ειδικός στα αρχαία βότανα, επεσήμανε ότι το χειρόγραφο θα μπορούσε να είναι "αλχημιστικό βοτανολόγιο", που στην πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση με αλχημεία, αλλά ήταν απλά ένα ψεύτικο βοτανολόγιο με επινοημένες εικόνες, που κάποιος κομπογιαννίτης γιατρός χρησιμοποιούσε για να εντυπωσιάζει τους πελάτες του. Φαίνεται ότι υπήρχε μια μικρή "βιομηχανία" τέτοιων βιβλίων κάπου στη Βόρεια Ιταλία, σχεδόν την ίδια εποχή με το βιβλίο. Όμως, εκείνα τα βιβλία διαφέρουν από το χειρόγραφο σε στυλ και μορφή, και ήταν όλα γραμμένα σε απλή γλώσσα.Αστρολογικό βοτανολόγιο
Οι αστρολογικές προβλέψεις πάντα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη συγκομιδή των βοτάνων, την αφαίμαξη και άλλες ιατρικές διαδικασίες που συνηθίζονταν την εποχή που δημιουργήθηκε το βιβλίο. Πάντως, εκτός από τα γνωστά Ζωδιακά σύμβολα, και ένα διάγραμμα που πιθανόν απεικονίζει τους κλασσικούς πλανήτες, κανείς δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει τις εικόνες με βάση τις γνωστές αστρολογικές παραδόσεις (ευρωπαϊκές ή άλλες).Μικροσκόπια και τηλεσκόπια
Μια κυκλική εικόνα στην "αστρονομική" ενότητα δείχνει ένα αντικείμενο ακαθόριστου σχήματος με τέσσερις κυρτούς "βραχίονες", κάτι που μερικοί έχουν ερμηνεύσει ως απεικόνιση ενός γαλαξία, που θα μπορούσε να παρατηρηθεί μόνο με τηλεσκόπιο. Άλλες εικόνες ερμηνεύτηκαν σαν κύτταρα, παρατηρημένα με μικροσκόπιο. Αυτό θα σήμαινε ότι το χειρόγραφο δημιουργήθηκε στην πρώιμη σύγχρονη αντί για τη μεσαιωνική εποχή. Όμως, οι ομοιότητες αυτές των εικόνων με γαλαξίες και κύτταρα είναι αμφισβητούμενες: με πιο προσεκτική παρατήρηση, το κέντρο του "γαλαξία" φαίνεται περισσότερο σαν λίμνη με νερό.Θεωρίες για τη γλώσσα
Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί όσον αφορά τη "γλώσσα" στην οποία είναι γραμμένη το χειρόγραφο. Αυτός είναι μόνο ένας ενδεικτικός κατάλογος.Κώδικας αντικατάστασης
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το χειρόγραφο περιέχει κείμενο κατανοητό σε κάποια Ευρωπαϊκή γλώσσα, που σκόπιμα παραποιήθηκε και έγινε ακατανόητο με τη μετατροπή του στο "αλφάβητο" Βόινιτς δια μέσω κάποιου είδους κρυπτοσυστήματος, ενός αλγόριθμου που δρούσε σε μεμονωμένα γράμματα.Αυτή ήταν και η υπόθεση εργασίας για τις περισσότερες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης που έγιναν κατά τον εικοστό αιώνα, μια από τις οποίες από (ανεπίσημη) ομάδα μελών του NSA υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ Φρίντμαν στις αρχές της δεκαετίας του '50. Οι απλοί κώδικες αντικατάστασης μπορούν να αποκλειστούν, επειδή είναι πολύ εύκολο να σπάσουν. Έτσι οι προσπάθειες κρυπτανάλυσης επικεντρώθηκαν στους πολυαλφαβητικούς κώδικες, που επινοήθηκαν από τον Λεόνε Μπατίστα Αλμπέρτι στα 1460. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο περίφημος κώδικας Βιτζενέρε, που θα μπορούσε να είχε ενισχυθεί με τη χρήση τυφλών ή/και ισοδύναμων συμβόλων, αναγραμματισμών, παραπειστικών διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις κ.α. Κάποιοι υπέθεσαν ότι τα φωνήεντα σβήστηκαν πριν κρυπτογραφηθεί το κείμενο. Πολλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν γίνει, αλλά καμία δεν έγινε πλατιά δεκτή, κυρίως επειδή οι προτεινόμενοι αλγόριθμοι κρυπτογράφησης εξαρτώνται από τόσες πολλές υποθέσεις από την πλευρά του χρήστη, που θα μπορούσε να εξαχθεί κατανοητό κείμενο από οποιαδήποτε τυχαία σειρά χαρακτήρων.
Το κύριο επιχείρημα αυτής της θεωρίας είναι ότι η χρήση ενός περίεργου αλφάβητου από έναν Ευρωπαίο συγγραφέα δεν εξηγείται παρά μόνο ως προσπάθεια να αποκρυφτούν οι πληροφορίες. Πράγματι, ο Ρότζερ Μπέικον είχε κρυπτογραφικές γνώσεις, και η εκτιμώμενη ημερομηνία δημιουργίας του εγγράφου συμπίπτει χοντρικά με την γέννηση της κρυπτογραφίας ως συστηματική επιστήμη. Εναντίον αυτής της θεωρίας υπάρχει το επιχείρημα ότι η χρήση ενός πολυαλφαβητικού κώδικα θα κατέστρεφε τα "φυσιολογικά" στατιστικά χαρακτηριστικά του χειρογράφου, όπως το ότι ακολουθεί το Νόμο του Ζιπφ. Επίσης, αν και οι πολυαλφαβητικοί κώδικες αντικατάστασης εφευρέθηκαν γύρω στο 1467, οι παραλλαγές τους έγιναν δημοφιλείς τον 16ο αιώνα, κάπως αργά σε σχέση με την εκτιμώμενη χρονολογία δημιουργίας του βιβλίου.
Κώδικας σημειωματάριου
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι "λέξεις" του χειρόγραφου Βόινιτς στην πραγματικότητα είναι κώδικες που αντιστοιχούν σε άλλες λέξεις ενός "λεξικού" ή "σημειωματάριου" όπου βρίσκονται οι αντίστοιχες κανονικές λέξεις. Η κυριότερη απόδειξη για αυτή τη θεωρία είναι ότι η εσωτερική δομή και η κατανομή μηκών των λέξεων είναι παρόμοιες με αυτές των ρωμαϊκών αριθμών που, εκείνη την εποχή, θα ήταν φυσική επιλογή για τους κώδικες. Όμως, οι κώδικες που βασίζονται σε βιβλία είναι κατάλληλοι μόνο για σύντομα μηνύματα, επειδή είναι δύσκολο να γραφούν και να διαβαστούν.Οπτικός κώδικας
Ο Τζέιμς Φιν, στο βιβλίο του "Η ελπίδα της Πανδώρας" του 2004 προτείνει ότι το χειρόγραφο είναι στην πραγματικότητα κωδικοποιημένα Εβραϊκά. Αν τα γράμματα του βιβλίου μεταγραφούν σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Αλφάβητο Βόινιτς, πολλές από τις λέξεις του μπορούν να θεωρηθούν εβραϊκές, που επαναλαμβάνονται με διάφορες παραμορφώσεις για να μπερδέψουν τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, η λέξη ΑΙΝ από το χειρόγραφο είναι η εβραϊκή λέξη για το "μάτι", και εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές όπως "aiin" ή "aiiin", έτσι ώστε να φανεί ότι πρόκειται για διαφορετικές λέξεις. Χρησιμοποιούνται επίσης κι άλλες μέθοδοι οπτικής κρυπτογράφησης. Το κύριο επιχείρημα υπέρ αυτής της θεωρίας είναι το ότι θα εξηγούσε την αποτυχία των περισσότερων ερευνητών στην αποκρυπτογράφηση του χειρόγραφου, καθώς βασίζονται σε πιο μαθηματικοποιημένες μεθόδους. Το κύριο επιχείρημα εναντίον της είναι ότι μια τέτοια ποιοτική κρυπτογράφηση θα δυσκόλευε πάρα πολύ έναν αποκωδικοποιητή, με δεδομένες τις πολλές διαφορετικές οπτικές ερμηνείες ενός συγκεκριμένου κειμένου. Θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τι ποσοστό της ερμηνείας θα βασιζόταν στο αυθεντικό κείμενο, και τι ποσοστό θα ήταν απλή αντανάκλαση της υποκειμενικής προδιάθεσης του αποκωδικοποιητή.Μικρογραφία
Μετά την επανεμφάνιση του χειρόγραφου το 1912, μια από τις πρώτες προσπάθειες να αποκαλυφθεί το μυστικό του βιβλίου (και μια από τις πρώτες διαβεβαιώσεις για την αποκρυπτογράφησή του) έγινε το 1921 από τον Ουίλιαμ Νιούμπολντ του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια. Η υπόθεσή του ήταν ότι το κείμενο δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο νόημα, αλλά το κάθε "γράμμα" στην πραγματικότητα αποτελούνταν από μια σειρά μικροσκοπικών χαρακτήρων, ορατών μόνο με μεγέθυνση. Αυτά τα σύμβολα, που βασίζονταν στην αρχαία ελληνική στενογραφία, υποτίθεται ότι συγκροτούσαν ένα δεύτερο επίπεδο κειμένου που περιείχε το πραγματικό περιεχόμενο των γραφομένων. Με βάση αυτά, ο Νιούμπολντ ισχυρίστηκε ότι αποκρυπτογράφησε ολόκληρες παραγράφους, που αποδείκνυαν όχι μόνο ότι ο Μπέικον έγραψε το βιβλίο, αλλά και ότι είχε χρησιμοποιήσει μικροσκόπιο τετρακόσια χρόνια πριν απ' τον Λέβενχουκ.Παρόλα αυτά, ο Τζον Μάνλυ του Πανεπιστημίου του Σικάγο επεσήμανε σημαντικές αδυναμίες σε αυτή τη θεωρία. Κάθε στενογραφικός χαρακτήρας μπορούσε να έχει πολλές ερμηνείες, χωρίς να υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να καθοριστεί ποια από αυτές ίσχυε κάθε φορά. Επίσης, η μέθοδος του Νιούμπολντ απαιτούσε την αναδιάταξη των γραμμάτων κατά βούληση μέχρις ότου παράγονταν κατανοητά Λατινικά. Αυτοί και μόνο οι παράγοντες έδιναν στο σύστημα τόση ελαστικότητα, ώστε σχεδόν οτιδήποτε θα μπορούσε να "διαβαστεί" στα μικροσκοπικά σύμβολα, που έτσι κι αλλιώς ήταν από μόνα τους παραπλανητικά. Αν και υπάρχει μια εβραϊκή παράδοση στη μικρογραφία, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο τόσο πολύπλοκη και συμπυκνωμένη όσο υποστήριξε ο Νιούμπολντ. Με μια κοντινότερη ματιά, οι "χαρακτήρες" φαίνονται να είναι απλό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το μελάνι ραγίζει καθώς στεγνώνει πάνω στην περγαμηνή. Χάρη στην πλήρη κατάρριψη της θεωρίας από τον Μάνλυ, το ενδεχόμενο της μικρογραφίας σήμερα θεωρείται εκτός συζήτησης.
Στεγανογραφία
Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι το κείμενο του χειρόγραφου είναι ως επί το πλείστον χωρίς νόημα, αλλά περιέχει χρήσιμη πληροφορία κρυμμένη σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες-για παράδειγμα, στο δεύτερο γράμμα κάθε λέξης, ή τον αριθμό των γραμμάτων κάθε γραμμής. Αυτή η πρακτική, που λέγεται στεγανογραφία, είναι πολύ παλιά και περιγράφεται από τον Γιοχάννες Τριθέμιους (Johannes Trithemius) στα 1499. Κάποιοι υποστήριξαν ότι το κείμενο εξάγεται με κάποιου είδους πλέγμα Κάρνταν. Αυτή η θεωρία είναι δύσκολο είτε να αποδειχθεί είτε να διαψευσθεί, καθώς οι στεγανογραφίες ποικίλλουν ως προς το βαθμό δυσκολίας της αποκρυπτογράφησης. Ένα επιχείρημα εναντίον της είναι ότι η χρήση ενός φαινομενικά κρυπτογραφημένου κειμένου ως κάλυψη αντίκειται στο βασικό σκοπό της στεγανογραφίας, που είναι να κρύψει την ίδια την ύπαρξη κρυφού μηνύματος.Κάποιοι πρότειναν ότι το κατανοητό κείμενο θα μπορούσε να κρύβεται στο μήκος ή το σχήμα ορισμένων σημαδιών της πένας. Υπάρχουν πράγματι παραδείγματα στεγανογραφίας από εκείνη την εποχή που χρησιμοποιούν το σχήμα των γραμμάτων (πλάγια γραφή αντί για κανονική) για να κρύψουν πληροφορία. Όμως, όταν εξεταστούν σε μεγάλη μεγέθυνση, οι χαρακτήρες του χειρόγραφου φαίνονται σχετικά φυσικοί, απλά κάπως επηρεασμένοι από την ανώμαλη επιφάνεια της περγαμηνής.
Εξωτική φυσική γλώσσα
Ο γλωσσολόγος Ζακ Γκέϊ κάποτε πρότεινε ότι το κείμενο του βιβλίου μπορεί να είναι κάποια εξωτική φυσική γλώσσα, γραμμένη ως κείμενο με ένα τεχνητό αλφάβητο. Η λεξική δομή είναι πράγματι παρόμοια με αυτή πολλών γλωσσών που ανήκουν στις οικογένειες της Ανατολικής και Κεντρικής Ασίας, κυρίως των Σινοθιβετικών γλωσσών (Κινέζικα, Θιβετιανά και Βιρμανικά), των Αυστροασιατικών γλωσσών, (Βιετναμέζικα, Χμερ κλπ) και πιθανά των Ταϊλανδικών γλωσσών (Ταϊλανδική γλώσσα, Λαοτινή γλώσσα). Σε πολλές από αυτές τις γλώσσες, οι λέξεις έχουν μόνο μια συλλαβή, και οι συλλαβές έχουν μια μάλλον πλούσια δομή, που περιλαμβάνει τονικά πρότυπα.Η θεωρία έχει κάποια ιστορική βάση. Αν και αυτές οι γλώσσες κατά κύριο λόγο είχαν δικά τους συστήματα γραφής, αυτά ήταν πολύ δύσκολα για τους Δυτικούς επισκέπτες. Αυτό οδήγησε στην επινόηση πολλών φωνητικών αλφαβήτων, κυρίως με Λατινικά γράμματα, μερικές όμως φορές και με τεχνητά. Αν και τα γνωστά παραδείγματα χρονολογούνται πολύ αργότερα από το χειρόγραφο Βόινιτς, υπάρχουν αναφορές για εκατοντάδες εξερευνητές και ιεραπόστολους που θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι τέτοιο-ακόμα και πριν το ταξίδι του Μάρκο Πόλο τον 13ο αιώνα, αλλά ειδικά μετά την ανακάλυψη του δρόμου προς την Ανατολή από τον Βάσκο ντα Γκάμα το 1499. Ο συγγραφέας του χειρόγραφου θα μπορούσε επίσης να είναι κάποιος ιθαγενής από την ανατολική Ασία που ζούσε στην Ευρώπη, ή που μορφώθηκε σε κάποια Ευρωπαϊκή αποστολή.
Το κύριο επιχείρημα υπέρ της θεωρίας είναι ότι συνάδει με όλα τα στατιστικά χαρακτηριστικά του χειρόγραφου που έχουν ελεγχθεί μέχρι τώρα, συμπεριλαμβανομένων και των διπλών και τριπλών λέξεων (που σε Κινεζικά και Βιετναμέζικα κείμενα απαντώνται με περίπου την ίδια συχνότητα που υπάρχουν και στο χειρόγραφο Βόινιτς). Εξηγεί επίσης την έλλειψη αριθμών και Δυτικών συντακτικών χαρακτηριστικών (όπως τα άρθρα και τα επιρρήματα) και το ακατανόητο των εικονογραφήσεων. Ένα άλλο πιθανό στοιχείο είναι δύο μεγάλα κόκκινα σύμβολα στην πρώτη σελίδα, που έχουν παρομοιαστεί με τίτλο βιβλίου σε Κινέζικο στυλ, ανάποδα και κακογραμμένα. Επίσης, η φαινομενική διαίρεση του χρόνου σε 360 υποδιαιρέσεις (αντί για 365), σε ομάδες των 15 που ξεκινούν από τους Ιχθύες, είναι χαρακτηριστικό του Κινέζικου αγροτικού ημερολογίου (jie q`i). Το κύριο επιχείρημα κατά της θεωρίας είναι ότι κανείς (συμπεριλαμβανομένων επιστημόνων της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών του Πεκίνου) δεν μπόρεσε να διακρίνει κάποια ξεκάθαρα δείγματα Ασιατικού συμβολισμού ή Ασιατικής επιστήμης στις εικονογραφήσεις.
ΠΗΓΗ : wikipedia.org , kathimeri.gr , Πρακτορειο ΑΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου