Τα μεταλλεία στην περιοχή του Λαυρίου είναι από τα αρχαιότερα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο. Η μεταλλευτική δραστηριότητα σε αυτά χρονολογείται από το 3.000 π.Χ., (ίχνη εξορύξεως χαλκού στην περιοχή Θορικού) αλλά η συστηματική εκμετάλλευσή τους αρχίζει με τη γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. από τον Κλεισθένη .Τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν η κύρια πηγή πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ. αιώνας). Η πρώτη ενέργεια που βασίστηκε στα μεταλλεία αυτά υπήρξε προγενέστερη της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας, όπως αυτή τοποθετείται από τους ιστορικούς:
Ήταν η κοπή ενός από τα πρώτα αργυρά νομίσματα στον κόσμο, της αθηναϊκής δραχμής, γύρω στο 580 π.Χ. Γύρω στα 512 π.Χ. η Αθήνα υποχρεώθηκε να βασιστεί αποκλειστικά στα μεταλλεία του Λαυρίου, καθώς οι Πέρσες είχαν εισβάλει στη Βόρεια Ελλάδα. Οι πρόσοδοι από τα μεταλλεία αυτά έγιναν αισθητές γύρω στο 500 π.Χ., ενώ οι πολεμικές προετοιμασίες απόκρουσης των Περσών (Μάχη του Μαραθώνα) βασίστηκαν στον άργυρο που εξορυσσόταν στα μεταλλεία. Το 482 π.Χ. εντοπίζεται ένα νέο μεγάλο αργυρούχο κοίτασμα στην περιοχή και ο Θεμιστοκλής πείθει τους Αθηναίους να διατεθούν τα προερχόμενα από αυτό έσοδα για την κατασκευή ενός ισχυρού στόλου. Η Αθήνα διέθετε ήδη 70 πολεμικά πλοία και με τα χρήματα από τα μεταλλεία κατασκεύασε άλλα 130. Με τα πλοία αυτά η Αθήνα κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις του Ξέρξη, ο οποίος έχοντας περάσει τις Θερμοπύλες κατέβαινε προς την πόλη. Ο αθηναϊκός στόλος, έχοντας αποκτήσει την απαιτούμενη ισχύ, καταναυμάχησε τον Περσικό στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στερώντας έτσι τις Περσικές δυνάμεις ξηράς από τις προμήθειες και τη δυνατότητα ανεφοδιασμού τους.
Τα μεταλλεία έχασαν προσωρινά την αξία τους, όταν η Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Επανήλθαν προσωρινά σε αξιόλογη εκμετάλλευση επί εποχής Λυκούργου κατά τον 4ο αιώνα, ωστόσο η ανακάλυψη νέων μεταλλείων στη Βόρεια Ελλάδα και η αθηναϊκή παρακμή τα έθεσαν στο περιθώριο. Τελικά, οι μεταλλευτικές δραστηριότητες διακόπηκαν ολοσχερώς τον 2ο αιώνα, επειδή, πρώτον η εξόρυξη, φθάνοντας σε βάθη 100 μ., συνάντησε νερό στις στοές, δεύτερον, οι Ρωμαίοι βρήκαν πολύ δύσκολη και την επεξεργασία του μεταλλεύματος και τρίτον, οι Ρωμαίοι άρχισαν την εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτάσματων αργύρου στην Ισπανία, με αποτέλεσμα τα μεταλλεία Λαυρίου να χάσουν τα πρωτεία στην παραγωγή αργύρου παγκοσμίως, μια θέση που κατείχαν για σχεδόν μία χιλιετία.
Υπολογίζεται ότι από τον 7ο μέχρι το 1ο αιώνα π.Χ. από τα μεταλλεία εξορύχθηκαν 3.500 τόνοι αργύρου και 1.4000.000 τόνοι μολύβδου. Η μέγιστη παραγωγή παρατηρήθηκε κατά τα κλασσικά χρόνια με μέση ετήσια παραγωγή 30 τόνους αργύρου.
Νεότερα χρόνια
Τα μεταλλεία παρέμειναν σε αδράνεια μέχρι το 19ο αιώνα μ.Χ. Το 1860 ο Ανδρέας Κορδέλλας (1836 - 1909), μεταλλειολόγος γεννημένος στη Σμύρνη με σπουδές στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας επισκέπτεται την περιοχή και διαβλέπει σημαντική οικονομική προοπτική με την ανάτηξη των σκωριών και την επεξεργασία των εκβολάδων. Έρχεται σε επαφή με τον Τζιανμπατίστα Σερπιέρι (1832-1897), Ιταλό επιχειρηματία, του οποίου η οικογένεια ήδη ασχολείτο με παρόμοιες εργασίες εκμετάλλευσης σκωρίας ρωμαϊκής εποχής ορυχείων στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας. Ο Σερπιέρι διαβλέπει επίσης την οικονομική δυνατότητα που του προσφέρει το Λαύριο και, το 1864, ιδρύει την εταιρεία "Roux - Serpieri - Fressynet C.E." (ή "Hilarion Roux et Cie") εν μέρει με δικά του κεφάλαια αλλά και με συμμετοχή του γαλλικού (έδρα στη Μασσαλία) τραπεζικού οίκου "I. Roux-Fressynet". Η εταιρεία διατηρείται μέχρι το 1873, έχοντας μετονομαστεί σε "Ελληνική Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου", κατασκευάζοντας εγκαταστάσεις στο λιμένα του Λαυρίου, στη θέση "Εργαστηριάκια" και αναλαμβάνει την παραγωγή αργυρούχου μολύβδου από τις σκωρίες. Το 1865 διαθέτει 18 καμίνους, εγκαταστάσεις μεταλλοπλυσίας, μηχανουργείο και σιδηρόδρομο, απασχολώντας, το 1867, 1.200 εργαζόμενους, τεράστιο αριθμό για την εποχή.Το 1869 ανακύπτει το Λαυρεωτικό ζήτημα, καθώς η εταιρεία διεκδικεί από το ελληνικό κράτος τις αρχαίες εκβολάδες, με αποτέλεσμα τη σύγκρουσή της με αυτό. Η λύση στο ζήτημα που προέκυψε ήταν, μετά από διαπραγματεύσεις, να δημιουργηθούν δύο εταιρείες: Η Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου (ελληνική) και η "Μεταλλεία Καμάριζας" (1873). Το 1876 η δεύτερη παραχωρεί τη θέση της στην γαλλική εταιρεία "C.F.M.L. (Compagnie Francaise des Mines du Laurium)", την οποία ιδρύει και πάλι ο Σερπιέρι και κατασκευάζει νέο εργοστάσιο στη θέση "Κυπριανός".
Η εταιρεία αυτή θα επιζήσει μέχρι το 1877 και το Λαύριο ακολουθεί έκτοτε την πορεία των δύο νέων εταιρειών: Οικίες και καταστήματα ανήκαν στις εταιρείες, που έχουν αναλάβει και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των εργαζομένων, την κατασκευή σχολείων, ναών, λιμενικών εγκαταστάσεων. Το 1880 εμφανίζεται η πρώτη σοβαρή κρίση: Οι τιμές του μολύβδου πέφτουν διεθνώς και οι εταιρείες αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση. Το βασικό πλήγμα και στις δύο το επέφερε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1930 η ελληνική εταιρεία εκποιείται σε μια βρετανική, η οποία διακόπτει τις εργασίες, ενώ η γαλλική συνεχίζει, αλλά με μειωμένες δραστηριότητες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και ενώ ο πληθυσμός της πόλης έχει μειωθεί κατά 50%, εγκαθίστανται σε αυτήν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που της δίνουν νέα ζωή. Η γαλλική εταιρεία επιζεί και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και, τη δεκαετία του 1950, αρχίζει και πάλι η εντατική εκμετάλλευση των σκωριών, των εκβολάδων και των μεταλλείων. Η εταιρεία, ωστόσο, αναγκάστηκε να διακόψει τις δραστηριότητές της το 1982, ως συνέπεια της αποβιομηχάνισης που επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα τη δεκαετία του '80. Τότε δημιουργήθηκε στη θέση της η κρατική εταιρεία ΕΜΜΕΛ (Ελληνική Μεταλλευτική Μεταλλουργική Εταιρία Λαυρίου) η οποία λειτούργησε έως το 1992. Οι περισσότερες μονάδες διέκοψαν τη λειτουργία τους και περισσότερο από το 20% των κατοίκων της πόλης, έχοντας πληγεί από την ανεργία, την εγκαταλείπουν. Το 1994 το εργοστάσιο της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου στον Κυπριανό αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και παραχωρήθηκε στο ΕΜΠ το οποίο δημιούργησε εκεί το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου.
Τα μεταλλεία
Τα σημαντικότερα μεταλλεία βρίσκονται στην περιοχή του οικισμού Πλάκα, περίπου 6 χλμ. βόρεια του Λαυρίου, και στην περιοχή Καμάριζα ή Αγίου Κωνσταντίνου, 5 χλμ δυτικά της πόλης. Διάσπαρτα σε όλη την περιοχή βρίσκονται εκατοντάδες μικρά μεταλλεία, φρέατα, στοές και διανοίξεις, οι περισσότερες με διεύθυνση από Β προς Ν προς την περιοχή του Σουνίου. Πολλές εκβολάδες βρίσκονται σε κοιλώματα ή επί της ακτής της Λαυρεωτικής, ενώ η επίδραση του θαλασσινού νερού στα κατάλοιπα των αρχαίων εξορύξεων έχει δημιουργήσει πολλά ορυκτά, ορισμένα από τα οποία ανευρίσκονται τυπικά στην περιοχή και την χαρακτηρίζουν (type localities, εν συνόλω 19 ορυκτά). Άλλες περιοχές με μεταλλευτικές / εξορυκτικές δραστηριότητες είναι η Έλαφος, ο Θορικός, η Σουρέζα, το Βρωμοπούσι, ενώ εκτείνονται μέχρι την περιοχή του Σουνίου. Μερικά από τα κυριότερα μεταλλεία είναι τα εξής:- Μεταλλείο Αδάμη αρ. 2
- Χριστιάνα
- Ζαν Μπατίστ
- Ιλάριον - km3
- Ορυχείο Πλάκας αριθ. 80
- Σερπιέρι
- Σούνιο, ορυχεία αριθ. 6 και 19
Ορυκτά των μεταλλείων
Στα μεταλλεία ανευρίσκονται εν συνόλω 431 ορυκτά, εξ ων τα 19 αποτελούν χαρακτηριστικά για την περιοχή (type localities, TL). Δείγματα αυτών των ορυκτών είναι, ακόμη και σήμερα, περιζήτητα από συλλέκτες, καθώς απαντούν σε μοναδικούς σχηματισμούς, όπως ο αγαρδίτης, ο σερπιερίτης, ο θορικοσίτης, ο λαυριονίτης , ο καμαριζαΐτης, ο γεωργιαδεσίτης κ. ά.ΠΗΓΗ : WIKIPEDIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου