Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (μτφ.Ζήτω η Ελλάς)
Ο Καπετάν Κώττας αν και σλαυόφωνος είχε βαθεία Ελληνική συνείδηση και προσέφερε τα πάντα στον Αγώνα για την Μακεδονία Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά:
Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς) και κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.
Στα μέσα Μαΐου 1905 ο Καπετάν Κώττας με τους άνδρες του στρατοπέδευσαν στην Όστιμα (Τρίγωνο). Ο Κώττας με αρκετούς άνδρες μετέβη στη γενέτειρά του Ρούλια προκειμένου να επισκεπτεί την οικογένειά του. Το ίδιο βράδυ, η ομάδα του Μήτρο Βλάχο εισέβαλε στην Όστιμα (Τρίγωνο) και εξανάγκασε τους κατοίκους να υπογράψουν ότι προσέρχονται στην εξαρχία και δεν επιθυμούν πλέον Έλληνα δάσκαλο. Η μικρή ομάδα που είχε αφεθεί εκεί από τον Κώττα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πολυπληθή ομάδα του Μήτρο Βλάχο.
Ο Κώττας πληροφορούμενος την κατάσταση, προσήλθε στην Όστιμα (Τρίγωνο) αλλά εκτιμώντας την κατάσταση προτίμησε να μην συγκρουστεί με τη ομάδα του Μήτρο Βλάχο και τον προσκάλεσε σε διαπραγμάτευση. Απέφυγε όμως, να ενημερώσει τους συντρόφους του σχετικά με τις πρωτοβουλίες του. Ο ίδιος με τον Σίμο Ιωαννίδη εισήλθαν στο χωριό και ακολούθησε πολύωρη συνομιλία με το Μήτρο Βλάχο. Ο Μήτρο Βλάχο του πρότεινε να επανέλθει στην ΕΜΕΟ και ο Κώττας Χρήστου του αντιπρότεινε να προσέλθει στην Ελληνική πλευρά με την υπόσχεση ότι θα υπάρξει επίσημη Ελληνική συμπαράσταση για τη Μακεδονία. Του υποσχέθηκε μάλιστα ότι θα φροντίσει να πάει η οικογένειά του στην Αθήνα, ώστε να μην εκβιάζεται από την ΕΜΕΟ. Συμφώνησαν τελικά να ξανασυναντηθούν το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους για να προβούν σε τελική συμφωνία.
Το επόμενο βράδυ, ο Κώττας και οι λοιποί οπλαρχηγοί στρατοπέδευσαν στη Ρούλια (Κώτας) και εκεί οι Κρητικοί μαχητές Γ. Δικώνυμος Μακρής και Γ. Περάκης αλλά και οι Μακεδόνες Χρήστος Παναγιωτίδης, Γρηγόριος Βαϊνάς, Γεώργιος Κολίτσης και Νικόλαος Νταηλάκης, ήλθαν σε διαφωνία με τον Κώττα, κατηγορώντας τον ότι ενώ είχε την ευκαιρία να σκοτώσει τον Μήτρο Βλάχο, αυτός αδρανούσε. Ο Κώττας είχε δώσει όρκο φιλίας με το Μήτρο Βλάχο από το 1900 (ήταν και ξάδελφός του), όταν τον είχε στο σώμα του και του ήταν δύσκολο να αθετήσει τον όρκο του. Ο Ευθ. Καούδης κατανόησε τον Κώττα και γι αυτό, όταν οι άλλοι δύο Κρητικοί αποφάσισαν να αποχωρήσουν, αυτός προτίμησε να μείνει. Έτσι οι διαφωνούντες οπλαρχηγοί αποχώρησαν με σκοπό να συναντήσουν τον Ευάγγελο Νάτση, ενώ με τον Κώττα έμειναν μόνο ο ψυχογιός του Βασίλειος Τσίλης, ο Ευθ. Καούδης, ο Σίμος Ιωαννίδης και ο Δημήτριος Νταλίπης.
Οι αποχωρήσαντες οπλαρχηγοί στρατοπέδευσαν το επόμενο βράδυ στο Ζέλοβο (Αντάρτικο) και διηγήθηκαν στον Παύλο Κύρου, τα σχετικά. Στη συνέχεια πέρασαν μέσω Βέρνου στην Μονή Αγίου Νικολάου Τσιριλόβου όπου έμαθαν για το χαμό του οπλαρχηγού Ευάγγελου Νάτση Γεωργίου. Ο Κώττας Χρήστου την περίοδο εκείνη προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με τους πρόκριτους της Καστοριάς. Η πρωτοβουλία του αυτή προκάλεσε τη μήνη του Γερμανού Καραβαγγέλη, από το φόβο να μην αποκαλυφθεί η δράση του στις Οθωμανικές αρχές.
Στα τέλη Μαΐου, οι αποχωρήσαντες οπλαρχηγοί, έστειλαν μήνυμα μέσω του μεγαλύτερου γιου του Νταλίπη, στον Ευθ. Καούδη να αποχωρήσει με το πρόσχημα ότι ο Βασίλειος Τσίλης προτίθεται να τον δολοφονήσει. Ο Ευθ. Καούδης έτσι, αποχώρησε και συνάντησε το Γ. Δικώνυμο Μακρή, τον Παύλο Κύρου και τον Γ. Περάκη στη Μονή Αγίου Νικολάου Τσιριλόβου, όπου λίγο αργότερα ήλθαν και οι Σίμος Ιωαννίδης και Δημήτριος Νταλίπης. Εκεί ο Σίμος Ιωαννίδης τους ενημέρωσε για τη συνομιλία του Κώττα με το Μήτρο Βλάχο και τα όσα ειπώθηκαν σ’ αυτή. Ο Παύλος Κύρου που είχε μεγάλη αφοσίωση στον Γερμανό Καραβαγγέλη, έσπευσε να τον ενημερώσει σχετικά. Στις 9 Ιουνίου του 1904, Οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε το κρησφύγετο του καπετάν Κώττα Χρήστου στη Ρούλια (Κώτα) όπου είχε απομείνει με τρεις στενούς συνεργάτες του και τον συνέλαβε.
Το τέλος του Κώττα
Μετά τη σύλληψή του ο Κώττας Χρήστου, μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές Καστοριάς, στη συνέχεια στις φυλακές Κορυτσάς και τελικά στις φυλακές Μοναστηρίου. Η σύζυγός του, Ζωή, για λόγους ασφαλείας εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στην Καστοριά και επανήλθε στη Ρούλια (Κώτας) το φθινόπωρο του 1904. Τον Αύγουστο του 1905 ο Μήτρο Βλάχο εισέβαλε με το πολυπληθές σώμα του στη Ρούλια (Κώτας), πότισε με πετρέλαιο την οικία του Κώττα και έβαλε φωτιά. Με τη συμπαράσταση των κατοίκων του χωριού, η Ζωή με τα τέκνα της κατάφεραν να σωθούν.Κατά την κράτησή του στην φυλακή, ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Σταμάτιος Κιουζές Πεζάς και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, προσπάθησαν να τον αποφυλακίσουν αλλά οι Οθωμανικές αρχές ήταν ανένδοτες, καθώς εκκρεμούσαν σε βάρος του πολλές καταδίκες. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης πέτυχε συμφωνία με τους Οθωμανούς, ώστε να αποφυλακιστεί ο Κώττας με αντάλλαγμα την υπηρεσία του στον Οθωμανικό στρατό, κάτι που ο ίδιος φυσικά αρνήθηκε.[57] Ο απαγχονισμός του αποφασίστηκε για το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1905. Απαίτησε να του φέρουν Έλληνα ορθόδοξο ιερέα που τον μετάλαβε και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή έως την πλατεία ο Κώττας Χρήστου σε μια απέλπιδα προσπάθεια ξέφυγε από τους φρουρούς του και διέφυγε στα στενά σοκάκια της πόλης. Ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση των Οθωμανικών δυνάμεων και ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της πόλης και τελικά συνελήφθηκε. Οδηγήθηκε τελικά στην πλατεία Ατ Παζάρ και εκεί ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά:
- Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς),
ΠΗΓΗ el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου