Έλληνες
αρχαιολόγοι ακολουθούν τα χνάρια των Μακεδόνων στο Κουβέιτ. Σε μια
μακρινή γωνιά της γης, κοντά στο δέλτα του ποταμού Τίγρη μια ελληνική
αρχαιολογική αποστολή ανέσυρε από τη σκόνη και τη λήθη ένα ξεχασμένο
κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας.
Σε
ένα νησάκι, τη Φαϊλάκα, που ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ονομάσει Ίκαρο,
υπάρχει μια προκεχωρημένη βάση των Σελευκιδών, που έκρυβε πολύτιμες
πληροφορίες για την παρουσία των επιγόνων του.
Το
ελληνιστικό οχυρό, ο ναός, οι βωμοί και οι αρχαίες ελληνικές επιγραφές
αποτελούν ένα μοναδικό σύνολο που βρέθηκε στις εσχατιές του ελληνιστικού
κόσμου. Η έρευνα έφερε στο φως μεταξύ άλλων τμήματα του τείχους, ένα
εργαστήριο για την επεξεργασία λίθου και πολλά κινητά ευρήματα.
«Με
λείψανα που ξεκινούν από την εποχή του χαλκού και φθάνουν μέχρι τα
νεότερα χρόνια, η Φαϊλάκα, ένα νησί που βρίσκεται στον μυχό του Περσικού
Κόλπου, κοντά στο δέλτα του ποταμού Τίγρη, είναι ένα αληθινό
αρχαιολογικό πάρκο, όπου μπορεί κανείς σε μικρογραφία να παρακολουθήσει
την ιστορική εξέλιξη της πολυτάραχης αυτής περιοχής.
Η
παρουσία των Ελλήνων που έφτασαν εδώ με τον Μεγαλέξανδρο είναι εμφανής
για δύο τουλάχιστον αιώνες», σημειώνει η κ. Αγγελική Κοτταρίδη,
αρχαιολόγος, υπεύθυνη για τον χώρο της Βεργίνας και επικεφαλής της
αποστολής που ξεκίνησε στα τέλη Νοεμβρίου του 2007 και τελείωσε στις 15
Ιανουαρίου. Ήταν η πρώτη επίσημη αποστολή της Ελληνικής Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας.
ΤO «ΦΥΛΑΚΙΟ»
«Σκοπός
μας ήταν η ανασκαφή, μελέτη και δημοσίευση των ελληνιστικών αρχαιοτήτων
που υπάρχουν στο νησί Φαϊλάκα, καθώς και η συντήρηση ευρημάτων. Σύμφωνα
με τις αρχαίες πηγές, ο Αλέξανδρος έδωσε στο νησί το όνομα Ίκαρος και
οι διάδοχοί του στο αχανές βασίλειο των Σελευκιδών συνέχισαν να δείχνουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποικία στο νησί με τη μεγάλη στρατηγική
σημασία, που ήλεγχε τη θαλασσινή είσοδο της Μεσοποταμίας.
Το
ελληνιστικό οχυρό ήταν μια βάση ελέγχου του θαλάσσιου δρόμου, ένα
φυλάκιο και είναι προφανές ότι στο σημερινό όνομά του που δεν σημαίνει
τίποτε σε καμία από τις γλώσσες και διαλέκτους της περιοχής διατηρείται η
ελληνική λέξη που όριζε τον χαρακτήρα της αρχαίας αποικίας και
διασώθηκε μέσα από τους αιώνες», αναφέρει η κ. Κοτταρίδη.
Η
αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή ξεκίνησε με ανασκαφές που έκαναν την
περίοδο 1958 – 1985 Δανοί, Αμερικανοί και Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι οποίοι
αποκάλυψαν τον ναό και το ανατολικό τμήμα του ελληνιστικού οχυρού, που
ανάγεται στον 3ο π.Χ. αιώνα.
Η
ελληνική αποστολή ξεκίνησε τη συστηματική ανασκαφή στο δυτικό τμήμα του
χώρου και μέσα σε 6 εβδομάδες είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όπως
αναφέρεται στην ανακοίνωση των ερευνητών: «Αποκαλύφθηκε το δυτικό σκέλος
του τείχους και μάλιστα όχι μόνον το χαμηλότερο λίθινο τμήμα του, αλλά
και η ανωδομή από ωμά πλιθιά και αποσαφηνίστηκαν ζητήματα σχετικά με τις
οικοδομικές φάσεις και τη μορφή του, που ήταν έως τώρα ανοιχτά στην
έρευνα.
Βρέθηκε
τμήμα ενός εργαστηρίου, στο οποίο, όπως φαίνεται, γινόταν η επεξεργασία
λίθινων μελών και αναθημάτων που σχετίζονται με τους ναούς.
Ανασκάφηκαν
τμήματα κτισμάτων με πλούσια στρώματα καταστροφής, που αντιστοιχούν
στις τρεις τελευταίες φάσεις κατοίκησης του οχυρού (β μισό 2ου – 1ος αι.
π.Χ.)
«Σημάδια» ξαφνικής καταστροφής
Σε
ένα ευρύχωρο δωμάτιο ενός ελληνιστικού οικήματος με τοίχους από πέτρες
και ωμά πλιθιά και δάπεδο από πατημένο πηλόχωμα βρέθηκαν ένας μικρός
κτιστός φούρνος, πολλά αγγεία, πιθάρια και αμφορείς, χύτρες, κούπες,
γαβάθες, πινάκια, ποτήρια και κανάτες, αλλά και άφθονα υπολείμματα
τροφής -κομμάτια ζώων, ψάρια, θαλασσινά ακόμη και ένα ολόκληρο πουλί-
νομίσματα, ένα χάλκινο δαχτυλίδι και άλλα αντικείμενα που δείχνουν πως η
καταστροφή -μάλλον από φωτιά- ήταν πολύ ξαφνική.
Οι
τομές που έγιναν προς τα νότια του οχυρού, προς τη μεριά της θάλασσας,
δείχνουν ότι η αρχαία ακτογραμμή έφτανε σχεδόν δίπλα από την τάφρο του.
Σε
έναν χαμηλό αμμόλοφο στα βορειοδυτικά του οχυρού ερευνήθηκε ένα
ευρύχωρο κτίσμα, μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλά λίθινα εργαλεία, αλλά και
πήλινα αγγεία, ευρήματα τα οποία υπόσχονται να προσφέρουν πληροφορίες
για το ντόπιο στοιχείο και τις αλληλεπιδράσεις του με την ελληνιστική
αποικία.
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΤΗΣ ΙΚΑΡΟΥ
«Η
ελληνική αποστολή φρόντισε για τη συντήρηση της περίφημης στήλης της
Ικάρου με τη μεγάλη ελληνική επιγραφή, η οποία ήταν εκτεθειμένη στο
μουσείο του Κουβέιτ και έπαθε σοβαρές ζημιές κατά την εισβολή των
Ιρακινών, που κατέστρεψαν το Μουσείο και λεηλάτησαν τα εκθέματα», λέει η
κ. Κοτταρίδη. «Από το τέλος του πολέμου, μετά τον επαναπατρισμό της,
για 15 περίπου χρόνια η στήλη, σπασμένη σε πολλά κομμάτια, βρισκόταν
κλεισμένη σε ένα κιβώτιο. Η αποκατάσταση αυτού του μνημείου έγινε
στοίχημα τιμής για την ελληνική αποστολή και παρά τις διάφορες
αντικειμενικές δυσκολίες και τα προβλήματα ολοκληρώθηκε».
Γιώργος Αποστολίδης, Έθνος της Κυριακής, 24 Φεβρουαρίου 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου