Γράφει ο Αθαν. Στρίκος.
«Οὕτως ἀεί ποθ ‘ ἡ τύχη τά μέγιστα τῶν πραγμάτων παρά λόγον εἴωθε κρίνειν»
( έτσι πάντοτε η τύχη συνηθίζει να αποφασίζει, έξω από κάθε λογική για τα πιο σπουδαία Ζητήματα . Πολύβιος 2.70.2 )
Μην ψάξετε να τον βρείτε. Δεν υπάρχει πουθενά ο Θηρυκίων. Για αιώνες τον αγνόησαν οι “ειδικοί”.
Ακόμη και η πατρίδα του. Άλλωστε πως το’λεγε ο αρχαίος (που όλα τα είπαν αυτοί. Σε μας δε δεν μένει τίποτ’ άλλο από το να κατανοήσουμε σωστά) “θνάσκει σιγηθέν (ή σιγασθέν) και μέγα έργον”. Δηλαδή και μέγα έργο αν αποσιωπηθεί πεθαίνει . Και τον Όμηρο αν δεν τον μελετούσαμε θα είχε πεθάνει. Αυτό συνέβη με τον Θηρυκίωνα. Και τώρα πετάχτηκε απότομα σαν πρόσωπο μυθικό. Όπως τ’ όνομά του φαντάζει μυθικό.
Ούτε στο λεξικό της Ελληνικής αρχαιολογίας του Αλέξανδρου Ραγκαβή, ούτε στο λεξικό του αρχαίου κόσμου ( 4 τομο) του Λάμψα, ούτε στις πολύτομες εγκυκλοπαίδειες – όσες τουλάχιστον ερεύνησα – ούτε στα λεξικά της αρχαίας Ελληνικής. Αγνοείται ακόμη και από
τους Ιωάννη Σταματάκον και τους LIDEL και SCOT. Και φυσικά απ’ το διαδίκτυο και από μας εδώ τους περισσότερους Λάκωνες.
Και είναι πρόσωπο πρώτης γραμμής ο Θηρυκίων στην Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης !
Αλλά ας τα πιάσουμε από την αρχή. Να απαντήσουμε και “γιατί”. Πρέπει πάντοτε να απαντάΒρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού του 222 π.Χ. Οδυνηρή και ζοφερή χρονολογία την οποία κανείς δεν θέλει να θυμάται και ν’ αναφέρει ακόμα και σήμερα, αφού σήμανε ουσιαστικά το τέλος του μεγαλείου αυτής της πόλεως – κράτους. Που κράτησε πάνω από 700 χρόνια . Πρόκειται για τη χρονολογία της μάχης της Σελλασίας κατά την οποίαν κατεστράφη ο μεγαλύτερος στρατός που είχε ποτέ αυτή η πόλη, δημιούργημα του μεγάλου μεταρρυθμιστή βασιλιά της Κλεομένη του Γ’.
Κάπου 20 χιλ. στρατό παρέταξε ο Κλεομένης στη Σελλασία. “Τῆς πάσης ὑπαρχούσης αὑτῴ στρατιᾶς εις δύο μυριάδας” , στον στρατό του Αντίγονου της Μακεδονίας και του Φιλοποίμενος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ανερχομένου στις 30 χιλ. “Δισμυρίους προς τρισμυρίους αντιπαρατάξεσθαι” , γράφει ο Πλούταρχος, που έχουμε σήμερα οδηγό μας. με στα “γιατί”.
Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού του 222 π.Χ. Οδυνηρή και ζοφερή χρονολογία την οποία κανείς δεν θέλει να θυμάται και ν’ αναφέρει ακόμα και σήμερα, αφού σήμανε ουσιαστικά το τέλος του μεγαλείου αυτής της πόλεως – κράτους. Που κράτησε πάνω από 700 χρόνια . Πρόκειται για τη χρονολογία της μάχης της Σελλασίας κατά την οποίαν κατεστράφη ο μεγαλύτερος στρατός που είχε ποτέ αυτή η πόλη, δημιούργημα του μεγάλου μεταρρυθμιστή βασιλιά της Κλεομένη του Γ’.
Κάπου 20 χιλ. στρατό παρέταξε ο Κλεομένης στη Σελλασία. “Τῆς πάσης ὑπαρχούσης αὑτῴ στρατιᾶς εις δύο μυριάδας” , στον στρατό του Αντίγονου της Μακεδονίας και του Φιλοποίμενος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ανερχομένου στις 30 χιλ. “Δισμυρίους προς τρισμυρίους αντιπαρατάξεσθαι” , γράφει ο Πλούταρχος, που έχουμε σήμερα οδηγό μας.
Όμως σκοπός μας σήμερα εδώ δεν είναι η εξιστόρηση και η περιγραφή της μάχης της Σελλασίας , που είχε ως συνέπεια την καταστροφή αυτής της πόλεως, αφού οι νικητές φρόντισαν να καταστρέψουν και την πατροπαράδοτη αγωγή της, βασισμένη στους Νόμους του Λυκούργου. Άλλωστε γνωστή είναι η μάχη και όποιος επιθυμεί εύκολα βρίσκει λεπτομέρειες, αλλά να μιλήσουμε για ένα από τα κεντρικά πρόσωπα, τον πιστόν φίλο του Κλεομένη , τον Θηρυκίωνα. Σημειώνοντας για τη μάχη μόνον τα απολύτως αναγκαία για τη σημερινή μας εξιστόρηση. Ότι αυτή διεξήχθη στο μέρος όπου η στενή κοιλάδα του Οινούντα, πάνω από τη σημερινή Σελλασία πλαταίνει – πλάτωμα προς Βρέσθενα – ότι ο στρατός των Σπαρτιατών , όπως αναγνωρίζεται απ’ όλες τις πηγές, ακόμη και τις αντισπαρτιατικές αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων, για να νικηθεί τελικά. Στην αρχή το τμήμα του Ευκλείδα, αδελφού του Κλεομένη, που έπεσε στη μάχη, και εν συνεχεία το επίλεκτο σώμα των 6.000 Σπαρτιατών του Κλεομένη , που αληθινοί Σπαρτιάτες έπεσαν όλοι, πλην 200 λέει ο Πλούταρχος, στ’ όνομα των παραδόσεων που υπερασπίζονταν.
Μεταξύ των διασωθέντων της μάχης ήταν ο βασιλιάς Κλεομένης και ο φίλος του Θηρυκίων. [Είναι συγκλονιστική η εικόνα της νικημένης Σπάρτης μέσα στην αγωνία και την προσπάθεια των γυναικών της να συμπαρασταθούν στους κατακουρασμένους κι εξουθενωμένους πολεμιστές . Ανάμεσά τους ο Κλεομένης παρουσιάζεται ως αγνός ήρωας με το θώρακά του να λάμπει, αρνούμενος τις περιποιήσεις, αλλά στηριγμένος σ’ έναν κίονα με κρυμμένο το κεφάλι του στον διπλωμένο του βραχίονα προσπαθεί να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Πλούταρχος Κλεομένης 29].
Μη θέλοντας να παραδεχτεί ότι η ήττα του αυτή ήταν η τελευταία πράξη για τον ίδιο και τη Σπάρτη, απεφάσισε να φύγει για την Αίγυπτο, όπου , ως γνωστόν , εκρατείτο ήδη από τον Πτολεμαίον η μητέρα του Κρατησίκλεια και τα παιδιά του, ως εγγύηση για παροχή βοήθειας στη Σπάρτη στον αγώνα της κατά του Αντίγονου (που τελικά ουδέποτε παρεσχέθη), πιστεύοντας πως θα μπορούσε στο μέλλον να ανατρέψει το οδυνηρό για τη Σπάρτη αποτέλεσμα, καθιστάμενος τελικά ο συνεπέστερος τραγικός ήρωας. (Ο Κλεομένης αργότερα στην Αλεξάνδρεια νεκρός ών το σώμα του εσταυρώθη και ετέθη εις κοινήν θέαν. Ο δε Αντίγονος λίγο μετά τη νίκη του πέθανε, “νόσον τόν βίον μετήλλαξεν” λέει ο Πολύβιος. Γιατί έτσι πάντοτε η τύχη συνηθίζει να αποφασίζει για τα σπουδαία έξω από κάθε λογική. “Οὓτως ἀεί ποθ’ ἡ τύχη τά μέγιστα τῶν πραγμάτων παρά λόγον εἲωθε κρίνειν” ( η τύχη όταν έχει άρθρο όπως εδώ ισοδυναμεί με τη μοίρα. Το ίδιο στο “Ἆγε, ὦ βασιλεῦ των Λακεδαιμονίων” του Κ.Καβάφη. “ Αἱ τύχαι ὅπως ἄν ὁ δαίμων κ.τ.λ.” Aν όμως μεταξύ του άρθρου και της τύχης παρεμβάλλεται το δε είναι συμπέρασμα.)
Έτσι ο Κλεομένης αφού συμβούλεψε να μην προβάλουν αντίσταση στον Αντίγονο και διαβεβαίωσε ότι ζωντανός ή νεκρός θα συνεχίσει τον αγώνα του για τη Σπάρτη, ανεχώρησε με πιστούς του φίλους, μεταξύ των οποίων ο πιο πιστός ο Θηρυκίων, για το Γύθειο και εκείθεν για την Αλεξάνδρεια. “Ἐπιγενομένης τῆς νυκτός καταβάς είς Γύθιον, … ἀπῆρε μετά των φίλων εἰς Ἀλεξάνδρειαν.”
Κάποια στιγμή τα πλοία άραξαν στην Αίγιλα ( ή Αιγιαλία), όπως ελέγονταν τότε τα σημερινά Αντικύθηρα, οπότε ο Θηρυκίων που είχε συμπαρασταθεί στον Κλεομένη από την αρχή στο μεταρρυθμιστικό του κίνημα κι είχε πρωτοστατήσει στην ανατροπή των Εφόρων (227), τον οποίον ο Πλούταρχος περιγράφει άνδρα ως προς τις πράξεις μεγαλόφρονα,αποφασιστικό και θαρραλέο “Ἀνήρ προς τε τάς πράξεις φρονήματι κεχρημένος μεγάλῳ”, με ύψος λόγου πάντοτε λαμπρό σαν οι ποιητές και πολύ ένδοξον “καί τοῖς λόγοις γεγονώς τις ὑψηλός αεί καί μεγάλαυχος” στην μοναδική αρχαία γλώσσα, εκεί στην παραλία , αφού τον πήρε κατά μέρος “ἐντυχών αὑτόν κατ’ ἰδίαν” του είπε: Βασιλεύ: Τον ενδοξότερο θάνατο εκείνον πάνω στη μάχη τον αποφύγαμε. “ Ὦ βασιλεῡ, τόν μέν κάλλιστον θάνατον τόν ἐν τῆ μάχη προηκάμεθα.” Καίτοι όλοι μας άκουσαν να λέμε ότι ο Αντίγονος δεν θα νικήσει παρά μονάχα νεκρό το βασιλιά της Σπάρτης. “Ἀντίγονος οὐχ ὑπερβήσεται τόν βασιλέα τῶν Σπαρτιατῶν εἰ μη νεκρόν”. Ήδη έχουμε μπροστά μας ως προς τη δόξα και την αρετή τον δεύτερον θάνατον “ὁ δε δεύτερος δόξη καί ἀρετή νῡν ἒτι πάρεστιν ἡμίν”. Πού πλέομεν λοιπόν ασυλλόγιστα και τρέχουμε πίσω απ’ αυτόν μακριά; “Ποῖ πλέομεν ἀλλογίστως, ἀποφεύγοντες ἐγγύς ὂν κακόν καί μακράν διώκοντες;” και συνεχίζει ο Θηρυκίων πάντα. (Σκόπιμα δίδεται και το αρχαίο κείμενο). Γιατί αν δεν είναι αισχρό οι απόγονοι του Ηρακλή (οι Σπαρτιάτες) να δουλεύουν τους απογόνους του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, πολύ ταξείδι θα κερδίσουμε παραδιδόμενοι στον Αντίγονο, ο οποίος είναι πιθανόν να διαφέρει του Πτολεμαίου όσον οι Μακεδόνες των Αιγυπτίων. “Εἰ γάρ οὐκ αἰσχρόν ἐστι δουλεύειν τοῑς ἀπό Φιλίππου καί Ἀλεξάνδρου τούς ἀφ’ Ἡρακλέους, πολύν πλοῡν καρδανοῡμεν Ἀντιγόνῳ παραδόντες ἑαυτούς, ὃν εἰκός ἐστι διαφέρειν ὃσον Αἰγυπτίων Μακεδόνες”. [Εδώ ο Θηρυκίων στοχεύει στο πιο ευαίσθητο σημείο του Σπαρτιάτη, που είναι ο Ηρακλής. Τα λαλούμενα και τα θρυλούμενα. Ο Ηρακλής, ο μόνος θνητός π’ ανέβηκε στον Όλυμπο και έγινε κορφή του. Που είναι συνάμα θνητός και αθάνατος. Ο τρομερός συμβολισμός.] Αν δε νομίζουμε , ότι είναι ανάξιο να υποταχθούμε σ’ αυτόν που μας νίκησε, πώς καθιστούμε δεσπότη μας εκείνον που δεν μας νίκησε; “Εἰ δ’ ὑφ ὧν κεκρατήμεθα τοῑς ὃπλοις, οὐκ ἀξιούμεν ἄρχεσθαι, τί τόν μή νενικηκότα δεσπότην ποιούμεν αὐτῶν;” Κι έτσι δεν θα φανούμε χειρότεροι αφού αποφεύγοντες τον Αντίγονο κολακεύουμε τον Πτολεμαίο; “Ιν’ ἀνθ’ ἑνός δυεῑν κακίους φανῶμεν, Ἀντίγονον μέν φεύγοντες, Πτολεμαῑον δέ κολακεύοντες;”
Και συνεχίζει ο Θηρυκίων τον συγκλονιστικό του λόγο με απόχρωση ειρωνείας μέσα στην απόλυτη τραγικότητα: Ή θα ειπούμε ότι πάμε στην Αίγυπτο για τη μάννα σου; “ Ή διά τήν μητέρα φήσομεν εἰς Αἴγυπτον ἣκειν;”. Ωραίο , μα την αλήθεια και αξιοζήλευτο θέαμα θα γινόσουν να δείχνει η μάννα σου στις γυναίκες του Πτολεμαίου το γιό της, αντί για βασιλιά της Σπάρτης, αιχμάλωτον και φυγάδα. “Καλόν μεντάν αὑτῆ θέαμα γένοιο καί ζηλωτόν ἐπιδεικνυμένη ταῑς Πτολεμαίου γυναιξίν αἰχμάλωτον ἐκ βασιλέως καί φυγάδα τόν υἱόν.”
Και καταλήγει προτείνοντας: Δεν είναι καλλίτερο , όσο έχουμε ακόμα τα όπλα μας και βλέπουμε τη Λακωνική να απαλλαγούμε από τη μοίρα μας δίδοντες απολογίαν σε ‘κείνους που έπεσαν στη Σελλασία υπέρ της Σπάρτης από το να καθόμαστε στην Αίγυπτο και να ρωτάμε να μάθουμε ποιόν άφησε σατράπη στη Λακεδαίμονα ο Αντίγονος; “Οὐχ’ ἓως τῶν ἰδίων ξιφῶν ἂρχομεν καί τήν Λακωνικήν ἀφορῶμεν, ἐνταῡθα τῆς τύχης ἀπαλλάξαντες ἑαυτούς ἀπολογησόμεθα τοῑς ἐν Σελλασία κειμένοις ὑπέρ της Σπάρτης, ἀλλ’ ἐν Αἱγύπτῳ καθεδούμεθα πυνθανόμενοι, τίνα τῆς Λακεδαίμονος σατράπην Ἀντίγονος απολέλοιπε;”
Στα λόγια του Θηρυκίωνος απαντά ο Κλεομένης – είναι κι ο δικός του λόγος μεγαλειώδης – και αφού τον προσφωνεί όχι με τα’ όνομά του αλλά “ὦ πόνηρε” δηλαδή δύστυχε, κακορίζικε, πονεμένε, μετακινώντας το ενδιαφέρον με σοβαρά επίσης επιχειρήματα, του λέει ότι η αυτοκτονία πρέπει να είναι όχι αποφυγή πράξεων αλλά πράξη η ίδια “ δεῑ γάρ τόν αὑθαίρετον θάνατον, οὐ φυγήν εἶναι πράξεων ἀλλά πρᾱξιν” καταλήγει: Εγώ νομίζω ότι ούτ’ εσύ ούτ’ εγώ δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τις υπέρ της πατρίδος ελπίδες. Όπου δε μας εγκαταλείψουν εκείνες, μας είναι εύκολο, αν θέλουμε, να πεθάνουμε. “Ἐγώ δέ καί σέ καί ἑμαυτόν οἲομαι δεῑν τάς ὑπέρ τῆς πατρίδος ἐλπίδας μή καταλιπεῑν. Ὅπου δ’ ἂν ἡμᾱς ἐκεῑνας καταλίπωσι, ῥᾱστα βουλομένοις ἀποθανεῑν ὑπάρξει”.
Ο Θηρυκίων δεν ξαναμίλησε “oὐδέν ἀντεῑπεν”. Αλλά με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε “ὃτε πρῶτον ἒσχε καιρόν” απομακρύνθηκε του Κλεομένους, αφού εστράφη προς την παραλία “ἀποστῆναι τοῡ Κλεομένου, ἐκτραπόμενος παρά τόν αἰγιαλόν” αυτοκτόνησε. Έκοψε το κεφάλι του “Έαυτόν ἒσφαξεν”.
* * *
Κραταιές σκέψεις οι λόγοι του Θηρυκίωνος. Ρωμαλέες. Που γίνονται πιο ρωμαλέες με τη μορφή των πύρινων ερωτημάτων που τίθενται: Πού πλέομεν αλογίστως; Πώς κάνουμε δεσπότη μας αυτόν που δεν μας νίκησε; Ή θα ειπούμε ότι πάμε στην Αίγυπτο για τη μάννα σου; Πολυκύμαντος λόγος που τελικά γίνεται πράξη. Σαν το Σωκράτη, σαν το Χριστό.
Ο Θηρυκίων δεν αλλοιώνει ούτε νοθεύει πουθενά το Σπαρτιατικό φρόνημα (ηθική, τιμή, αρετή). Τίποτα δεν τον αποσπά απ’ αυτό (ούτε η επιχειρηματολογία του Κλεομένη) και δίχως να μιλήσει απομακρύνεται και κάμνει ό,τι πιο φυσικό γι’ αυτόν.
Υπήρξε πράγματι κάποτε ένα μοναδικό κράτος. Μια φωτεινή υπεροχή μέσα στην Ιστορία. Ένας μετεωρίτης. Το κράτος της Σπάρτης. Ο Θηρυκίων βλέπει τη Σπάρτη ως το ζωντανό αιώνιο μεγαλείο. Κι όταν αυτό κλονίζεται πρέπει κι αυτός να χαθεί. Ο θάνατος του δεν είναι απλά διαμαρτύρηση για την ήττα στη Σελλασία. Που εκείνη βεβαίως δεν ήταν σαν τις άλλες. Κι άλλες φορές ηττήθησαν οι Σπαρτιάτες. Και διαρκούντος του Πελοποννησιακού πολέμου και στα Λεύκτρα και στη Μαντινεία και αλλού. Η ήττα όμως στη Σελλασία προμηνύει – και φαίνεται τούτο καθαρά – την πτώση του ιδανικού , του μεγαλείου της Σπάρτης. Κι αυτό ο Θηρυκίων το ζει έντονα. Εδώ έχουμε κατάσταση τόσο ζοφερή, που είναι μη αναστρέψιμη. Το φωτεινό άστρο της Σπάρτης έχει μπει στην τροχιά της δύσης του, κι αυτό ο Θηρυκίων δεν μπορεί να το δεχτεί. Έχει γαλουχηθεί με τη μεγάλη κι ευγενική φιλοδοξία της μεγάλης Σπάρτης που την έτρεφε παράδοση αιώνων. Ο,τιδήποτε άλλο του είναι αδιανόητο. Γι’ αυτό και καλεί τον Κλεομένη εδώ που έφθασαν τα πράγματα στο “καλῶς ἀποθανεῑν” . Και είναι αυτό ίδιον των σπουδαίων. “Το δέ καλῶς ἀποθανεῑν ἲδιον τοῑς σπουδαίοις φύσις ἀπένειμε”. Κι αυτό για τους σπουδαίους είναι φυσικό.
Ο λόγος του Θηρυκίωνος απλός, αποφασιστικός, κοφτός, απόλυτος. Με μία λέξη μεγαλειώδης. Εκφράζει μεγαλείο σαρκάζοντας κάθε συμβατικότητα. Όλα στη ζωή στο τέλος τέλος είναι μάταια. Κι όμως εδώ ο λόγος υπερβαίνει κι αυτή τη ματαιότητα της ζωής.
Απορεί κανείς πώς ο Θηρυκίων, τέτοιες ώρες βάζει σε τάξη τις σκέψεις του και δίδει αυτόν τον μεγαλειώδη λόγον. Αλλά ο Θηρυκίων είναι “τοῑς λόγοις τις ὑψηλός ἀεί” και ως προς τις πράξεις αποφασιστικός και θαρραλέος. “Πρός τε τάς πράξεις φρονήματι κεχρημένος μεγάλῳ” . Σπουδαίος ο αρχαίος λόγος.
Πρέπει νομίζω να προσεχθή ο τρόπος που ο Θηρυκίων θέτει το ζήτημα. Τον ενδοξότερο θάνατο λέει, εκείνον πάνω στη μάχη τον χάσαμε. Κι όμως όλοι μας άκουσαν να λέμε (κι εγώ μαζί) πως ο Αντίγονος μόνον, νεκρόν θα νικήσει τον βασιλιά της Σπάρτης. Να όμως που τον νίκησε. Κι ο βασιλιάς της Σπάρτης δεν είναι νεκρός, όπως θα ήταν το φυσιολογικό αλλά ζωντανός. Κάτι το αφύσικο κι ασυμβίβαστο για το βασιλιά της Σπάρτης, που μόνο νεκρός νικιόταν (κάπου εδώ πίσω βλέπουμε τον Λεωνίδα). Να λοιπόν η ευκαιρία ως προς τη δόξα και την αρετή.
Κι αμέσως θέτει το ερώτημα: Πού πλέομεν λοιπόν ασυλλόγιστα; Κι άλλα ερωτήματα κλιμακωτά, για να θέσει το κορυφαίο: Και μη μου πεις ότι πάμε στην Αίγυπτο για τη μάννα σου. Το θέαμα που θα δίδεις να παρουσιάζεται ο βασιλιάς της Σπάρτης αιχμάλωτος και φυγάς θα είναι όντως ζηλευτό, για να καταλήξει στο τί πρέπει να γίνει. Που θα είναι έμπρακτη απολογία γι’ αυτούς που πέσανε στη Σελλασία (κι εδώ ο λόγος αποκτά εξαιρετική αίγλη), αντί να κάθονται στην Αίγυπτο και να ζητούν να μάθουν ποιόν άφηκε σατράπη στη Λακωνική ο Αντίγονος! Μάρτυρας και ομολογητής. Και ο λόγος ένα μεγάλο ποίημα.
Αλήθεια ποιός δεν έχει πικραθεί στη ζωή του. Δεν έχει γευτεί θλίψεις από ̕κείνες που φέρνουν μόνον βαρύτατη απαισιοδοξία. Δεν έχει νιώσει απόλυτη μοναξιά, εγκατάλειψη, περιφρόνηση. Χάσει κάθε δύναμη αντίστασης και παραδίδεται στη μοίρα του. Όμως αυτά φαίνονται δευτερεύοντα. Κλήρος των ανθρώπων. Αλλού επικεντρώνει ο Θηρυκίων “ο φρονήματι κεχρημένος μεγάλῳ προς τε τας πράξεις και τοῑς λόγοις γεγονώς τις ὑψηλός ἀεί” . Δεν περιγράφει μία κατάσταση αξιοθρήνητη και απελπιστική αλλά λέει βαριά λόγια με απόλυτη ψυχραιμία και λογική, που αφήνουν πίσω τους, όπως είπαμε, όλα τα μάταια της ζωής, δείχνοντας ανάγλυφα και έμπρακτα τί ήταν τελικά το φαινόμενο Σπάρτη (ήθος, τιμή, αρετή). Ε λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι δεν νικήθηκαν ποτέ!
Ο Κλεομένης φαίνεται περισσότερο στωϊκός. Συνιστά υπομονή. Έχει κατά νουν να υποφέρουν τη θλίψη χωρίς παράλληλα να μείνουν άπραγοι. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουν τις υπέρ της πατρίδος ελπίδες. “Οἲομαι δεῑν μη καταλιπεῑν τάς ὑπέρ τῆς πατρίδος ἐλπίδας”. Της πατρίδος. Της συγκεκριμένης δηλαδή πατρίδος, της Σπάρτης. Αυτό σημαίνει εδώ το άρθρο τής.
Τραγικά πρόσωπα και τα δύο. Περισσότερο όμως τραγικό ο Κλεομένης αφού εμείς ξέρουμε και το τέλος του που δεν το ήξερε ο ίδιος. Παρά ταύτα εδώ όταν διαβάζεις Πλούταρχο, και θέλει αργά αργά, λέξη λέξη, είναι ο Θηρυκίων που κάνει τον αναγνώστη να βουλιάζει. Παγώνει ο αναγνώστης με τον Θηρυκίωνα ιδιαίτερα αν σταθεί στο ψυχικό δράμα που ζει, όπως εκτίθεται εμφαντικά και προσωποποιημένα, χωρίς μάλιστα να φαίνεται η έμφαση, μέσα στον υπέροχο αρχαίο ελληνικό λόγο του Πλούταρχου. Απ’ όπου προβάλουν και τα υψηλότερα στοιχεία ρομαντισμού, δίχως εδώ να εξυπηρετούνται πάθη και βεβαίως καμμία εθνική σκοπιμότητα, εκτός από το πάθος για την πατρίδα τής τιμής, κάτι που του προσδίδει ιδιαίτερα ξεχωριστό μεγαλείο. Ο αναγνώστης στον αρχαίο λόγο έχει πικρή αίσθηση προσωπικής απώλειας.
Και όμως αυτό το πρόσωπο “πρός τε τάς πράξεις φρονήματι κεχρημένος μεγάλῳ καί τοῑς λόγοις ὑψηλός ἀεί” αγνοήθηκε για αιώνες από τους ιστορικούς και τους μελετητές της Ιστορίας. Ακόμη κι από μας εδώ τους πατριώτες του. Άραγε δεν θα έπρεπε εκεί στην οδό Κλεομένους κάποια παράλληλός της να ονομάζεται Θηρυκίωνος προς τιμήν του πιστού του φίλου, όπως παράλληλα πορευτήκανε και σπουδαίου Σπαρτιάτη;
Υστερολόγιο: Ι. Η τργωδία δεν τελειώνει εδώ. Θα κορυφωθεί με την αυτοκτονία επίσης του Κλεομένους, του μοναδικής ευφυΐας βασιλιά της Σπάρτης, που είχε το χάρισμα να κατακτά ανθρώπους, και των πιστών του φίλων τρία χρόνια μετά, στην Αίγυπτο. Και την εκτέλεση της Κρατησίκλειας και των παιδιών του. Έγινε δηλαδή αυτό που είχε αρνηθεί στον Θηρυκίωνα. Έτσι ο Θηρυκίων δικαιώθηκε. Όμως γι’ αυτά και τη σταύρωση του σώματος του Κλεομένη, «του μεγάλου και δυστηρήτου θηρίου» άλλοτε.
ΙΙ. Πόσο κοντά ή μακριά απ’ την πραγματικότητα, αν δηλαδή ελέχθησαν ή όχι αυτά από τον Θηρυκίωνα ή αν ελέχθησαν έτσι ή είναι δημιούργημα του Πλουτάρχου, ερωτήματα με τα οποία κατατρύχονται και παραδέρνουν συχνά οι σύγχρονοι σχολαστικοί γραμματικοί , απαντώ ανενδοιάστως: ελέχθησαν έτσι ακριβώς. Έφ’ όσον κάποιος , και εν προκειμένω ο Πλούταρχος, τα συνέλαβε και τα αποτύπωσε, σίγουρα τα συνέλαβε κι εκείνος που έπραξε δηλ. ο Θηρυκίων και θα μπορούσε να τα είχε ειπεί. Αυτά για να μη λέμε εμείς σήμερα ότι οι αρχαίοι συγγραφείς γράφουν εξωπραγματικά και πολλοί τούς αποκαλούν μυθολόγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου