Σχετίζονται οι έρευνες για υδρογονάνθρακες με την ενεργοποίηση ή διέγερση σεισμογενών ρηγμάτων ή όχι;
Η έντονη και συχνή σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή του Ιονίου, γεννά εύλογα έναν σκεπτικισμό για την πιθανή επιβάρυνσή της από τις έρευνες για υδρογονάνθρακες στην περιοχή.
Όμως κατά πόσο η σύνδεση των υποθαλάσσιων ερευνών συνδέεται με την διέγερση σεισμικών ρηγμάτων;
Η απάντηση μπορεί να δοθεί από την κατανόηση του πώς γίνονται οι έρευνες. Στις γεωφυσικές έρευνες – ή «σεισμικές» όπως αποκαλούνται – δημιουργείται ένα ενεργειακό κύμα, το οποίο διασχίζει το υπέδαφος κι όταν βρίσκει γεωλογική ανωμαλία, επιστρέφει στην επιφάνεια, όπου καταγράφεται με τη βοήθεια ειδικού τεχνολογικού εξοπλισμού. Από την ηλεκτρονική επεξεργασία των δεδομένων αυτών, δημιουργείται μια… «ακτινογραφία» του υπεδάφους, με την οποία αποτυπώνεται η υπεδαφική δομή για τον εντοπισμό γεωλογικών στόχων για τη γεώτρηση.
Οι «σεισμικές» έρευνες στη στεριά γίνονται με τη μέθοδο της σεισμικής ανάκλασης. Η μέθοδος αφορά την μέτρηση της ταχύτητας διάδοσης ενός κρουστικού κύματος μέσα στους υπεδαφικούς σχηματισμούς. Στην επιφάνεια παράγεται ένα κρουστικό κύμα το οποίο διαδίδεται στην γη. Στις διεπιφάνειες μεταξύ των γεωλογικών σχηματισμών, ένα μέρος του κύματος ανακλάται και επιστρέφει στην επιφάνεια όπου καταγράφεται από πολύ ευαίσθητες συσκευές (γεώφωνα). Η καταγραφή του χρόνου που απαιτείται για την επιστροφή του ανακλώμενου κύματος, μετά από σύνθετη μαθηματική επεξεργασία, οδηγεί στην δημιουργία μιας απεικόνισης της υπεδαφικής μορφολογίας.
Όμως, η ενέργεια αυτή είναι εξαιρετικά μικρή και δεν είναι ικανή να ενεργοποιήσει ένα γεωλογικό ρήγμα. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του Εργαστηρίου Σεισμολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, η συγκεκριμένη τεχνητή ενέργεια είναι της τάξεως των 0,5 – 0,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Γι’ αυτό και ποτέ στα χρονικά δεν έχουν ενεργοποιηθεί σεισμικά ρήγματα από καμία από τις γεωφυσικές έρευνες και γεωτρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Καλιφόρνια -η πλέον σεισμογενής περιοχή του πλανήτη- έχει περίπου 120 παραγωγικά κοιτάσματα!
Ομοίως, δεν υφίσταται ούτε ένα περιστατικό στον κόσμο διαχρονικά κατά το οποίο ένας σεισμός, μικρός ή μεγαλύτερος, να προκαλέσει την οποιαδήποτε φθορά σε γεώτρηση ή διαρροή, καθώς οι γεωτρήσεις είναι επενδυμένες με σωληνώσεις από κράματα που αντέχουν σε σεισμούς άνω των 9 Ρίχτερ, ακριβώς γιατί τα περισσότερα κοιτάσματα ανά την υφήλιο βρίσκονται σε σεισμογενείς περιοχές.
Έτσι, δεν έχει καταγραφεί ποτέ και πουθενά σε παγκόσμιο επίπεδο στη διεθνή πρακτική και βιβλιογραφία, ούτε μία περίπτωση αστοχίας των σωληνωμένων επενδύσεων των γεωτρήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά ούτε και των εγκαταστάσεων πετρελαίου κατά την εκδήλωση σεισμού.
Άλλωστε τα σεισμογενή ρήγματα είναι λεπτομερώς καταγεγραμμένα από τις γεωφυσικές έρευνες και τις γεωλογικές αποτυπώσεις και η διάτρησή τους αποφεύγεται διότι, συν τοις άλλοις, τα γεωλογικά αποτελέσματα μπορεί να είναι ασαφή, ενώ υπάρχει πιθανότητα διακοπής της γεώτρησης από τεχνικές δυσκολίες στη διάτρηση των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την αύξηση του γεωτρητικού κόστους.
Μία παρεμφερής ανησυχία για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις έρευνες για υδρογονάνθρακες, είναι η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα από τις γεωτρήσεις, ή την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Όμως, οι γεωλογικοί “στόχοι” βρίσκονται σε βάθος 5.000 μέτρων. Αυτό σημαίνει ότι οι γεωτρήσεις που θα περιβάλλονται από τσιμέντο και σωλήνες ειδικών μεταλλικών κραμάτων από πάνω μέχρι κάτω, θα προσπερνούν τον υδροφόρο ορίζοντα -ο οποίος φτάνει το πολύ μέχρι τα 150 – 200 μέτρα βάθος- χωρίς να έρχονται σε άμεση επαφή μαζί του, εκμηδενίζοντας πρακτικά την πιθανότητα μόλυνσης.
ΠΗΓΗ https://www.pentapostagma.gr/
Η έντονη και συχνή σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή του Ιονίου, γεννά εύλογα έναν σκεπτικισμό για την πιθανή επιβάρυνσή της από τις έρευνες για υδρογονάνθρακες στην περιοχή.
Όμως κατά πόσο η σύνδεση των υποθαλάσσιων ερευνών συνδέεται με την διέγερση σεισμικών ρηγμάτων;
Η απάντηση μπορεί να δοθεί από την κατανόηση του πώς γίνονται οι έρευνες. Στις γεωφυσικές έρευνες – ή «σεισμικές» όπως αποκαλούνται – δημιουργείται ένα ενεργειακό κύμα, το οποίο διασχίζει το υπέδαφος κι όταν βρίσκει γεωλογική ανωμαλία, επιστρέφει στην επιφάνεια, όπου καταγράφεται με τη βοήθεια ειδικού τεχνολογικού εξοπλισμού. Από την ηλεκτρονική επεξεργασία των δεδομένων αυτών, δημιουργείται μια… «ακτινογραφία» του υπεδάφους, με την οποία αποτυπώνεται η υπεδαφική δομή για τον εντοπισμό γεωλογικών στόχων για τη γεώτρηση.
Οι «σεισμικές» έρευνες στη στεριά γίνονται με τη μέθοδο της σεισμικής ανάκλασης. Η μέθοδος αφορά την μέτρηση της ταχύτητας διάδοσης ενός κρουστικού κύματος μέσα στους υπεδαφικούς σχηματισμούς. Στην επιφάνεια παράγεται ένα κρουστικό κύμα το οποίο διαδίδεται στην γη. Στις διεπιφάνειες μεταξύ των γεωλογικών σχηματισμών, ένα μέρος του κύματος ανακλάται και επιστρέφει στην επιφάνεια όπου καταγράφεται από πολύ ευαίσθητες συσκευές (γεώφωνα). Η καταγραφή του χρόνου που απαιτείται για την επιστροφή του ανακλώμενου κύματος, μετά από σύνθετη μαθηματική επεξεργασία, οδηγεί στην δημιουργία μιας απεικόνισης της υπεδαφικής μορφολογίας.
Όμως, η ενέργεια αυτή είναι εξαιρετικά μικρή και δεν είναι ικανή να ενεργοποιήσει ένα γεωλογικό ρήγμα. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του Εργαστηρίου Σεισμολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, η συγκεκριμένη τεχνητή ενέργεια είναι της τάξεως των 0,5 – 0,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Γι’ αυτό και ποτέ στα χρονικά δεν έχουν ενεργοποιηθεί σεισμικά ρήγματα από καμία από τις γεωφυσικές έρευνες και γεωτρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Καλιφόρνια -η πλέον σεισμογενής περιοχή του πλανήτη- έχει περίπου 120 παραγωγικά κοιτάσματα!
Ομοίως, δεν υφίσταται ούτε ένα περιστατικό στον κόσμο διαχρονικά κατά το οποίο ένας σεισμός, μικρός ή μεγαλύτερος, να προκαλέσει την οποιαδήποτε φθορά σε γεώτρηση ή διαρροή, καθώς οι γεωτρήσεις είναι επενδυμένες με σωληνώσεις από κράματα που αντέχουν σε σεισμούς άνω των 9 Ρίχτερ, ακριβώς γιατί τα περισσότερα κοιτάσματα ανά την υφήλιο βρίσκονται σε σεισμογενείς περιοχές.
Έτσι, δεν έχει καταγραφεί ποτέ και πουθενά σε παγκόσμιο επίπεδο στη διεθνή πρακτική και βιβλιογραφία, ούτε μία περίπτωση αστοχίας των σωληνωμένων επενδύσεων των γεωτρήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά ούτε και των εγκαταστάσεων πετρελαίου κατά την εκδήλωση σεισμού.
Άλλωστε τα σεισμογενή ρήγματα είναι λεπτομερώς καταγεγραμμένα από τις γεωφυσικές έρευνες και τις γεωλογικές αποτυπώσεις και η διάτρησή τους αποφεύγεται διότι, συν τοις άλλοις, τα γεωλογικά αποτελέσματα μπορεί να είναι ασαφή, ενώ υπάρχει πιθανότητα διακοπής της γεώτρησης από τεχνικές δυσκολίες στη διάτρηση των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την αύξηση του γεωτρητικού κόστους.
Μία παρεμφερής ανησυχία για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις έρευνες για υδρογονάνθρακες, είναι η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα από τις γεωτρήσεις, ή την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Όμως, οι γεωλογικοί “στόχοι” βρίσκονται σε βάθος 5.000 μέτρων. Αυτό σημαίνει ότι οι γεωτρήσεις που θα περιβάλλονται από τσιμέντο και σωλήνες ειδικών μεταλλικών κραμάτων από πάνω μέχρι κάτω, θα προσπερνούν τον υδροφόρο ορίζοντα -ο οποίος φτάνει το πολύ μέχρι τα 150 – 200 μέτρα βάθος- χωρίς να έρχονται σε άμεση επαφή μαζί του, εκμηδενίζοντας πρακτικά την πιθανότητα μόλυνσης.
ΠΗΓΗ https://www.pentapostagma.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου