Φωνές
και μουσική. Γυαλιά που σπάνε, αμάξια, σειρήνες. Η Άννα άνοιξε
τρομαγμένη τα μάτια της καθώς ένιωσε κάτι να της γαργαλάει το πόδι. Ο
αρουραίος έτρεξε φοβισμένος κάτω από την πόρτα και χάθηκε από το σπίτι.
Ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα ενός σπιτιού, το οποίο ήταν κρύο και βρώμικο.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Υπήρχαν διάφορα μικρά
τραπεζάκια στους τοίχους, παντού γλίτσα και υγρασία. Σηκώθηκε και
παραπάτησε στην προσπάθεια της να κάνει ένα βήμα. Πάγωσε, όμως, μόλις
συνειδητοποίησε πως μέσα στο δωμάτιο βρίσκονταν λιπόθυμα άλλα τέσσερα
άτομα τα οποία αμέσως αναγνώρισε. Ήταν όλοι φίλοι της από τη σχολή και
έβγαιναν συχνά μαζί.
Ξαφνικά, σαν αστραπή, την χτύπησε στο
κεφάλι μια ανάμνηση από το χθεσινό βράδυ. Άνθρωποι να χορεύουν πάνω σε
τραπέζια και μετά από λίγο σε ένα στενό, κάποιος από πίσω της την
χτύπησε στο κεφάλι με κάτι βαρύ. Ένιωσε φρίκη και άρχισε να κλαίει μόλις
ακούμπησε την πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Οι φίλοι της είχαν
αρχίσει να ξυπνούν. «Τι συμβαίνει;» ρωτούσαν όλοι και κοιτούσαν δεξιά
και αριστερά αναστατωμένοι. Μια κοπέλα έβαλε τα κλάματα και έκατσε σε
μια γωνία τρομαγμένη. Ένα από τα δύο αγόρια πήγε στο παράθυρο του
δωματίου και κοίταξε έξω. «Δεν είμαστε στην πόλη» είπε ο Γιώργος
θυμωμένος. «Τι εννοείς;» τον ρώτησε η Άννα. «Κοίτα». Πλησίασε το
παράθυρο και αντίκρισε το θέαμα. Βρίσκονταν πάνω σε ένα ψηλό βουνό και
πρέπει να ήταν αρκετά μακριά από οπουδήποτε. Επίσης χιόνιζε σε σημείο
εγκλεισμού. «Ποιος μας κάνει φάρσα;» φώναξε θυμωμένος ο Γιώργος και
βάρεσε ένα τραπέζι με τη γροθιά του.
«Παιδιά, κοιτάξτε» είπε η Κατερίνα, η
κοπέλα που προηγουμένως έκλαιγε στη γωνία. Κοιτούσε το ταβάνι και το
έδειχνε με το δείκτη της φρικαρισμένη. Οι υπόλοιποι κοίταξαν πάνω. Στο
ταβάνι ήταν χαραγμένα τα γράμματα «Βήμα 1: Βρείτε τον ψεύτη». «Βρείτε
τον ψεύτη; Τι πρέπει να κάνουμε;» αναρωτήθηκε η Άννα. «Προφανώς, κάποιος
μας έφερε εδώ και, προφανώς, κάποιος προσπαθεί να παίξει μαζί μας»
απάντησε σκεπτόμενος ο Πέτρος. «Εγώ λέω να μείνουμε ενωμένοι. Όσο
είμαστε μαζί δεν μπορεί να μας κάνει και πολλά» είπε η Μαρία. «Εγώ θα
βγω από εδώ» μουρμούριζε οργισμένος ο Γιώργος. «Αγάπη μου, ηρέμησε.
Πρέπει να σκεφτούμε κάτι!» του απάντησε η Κατερίνα, που ήταν η κοπέλα
του. «Πώς να ηρεμήσω; Κάποιος ψυχοπαθής μας απήγαγε χθες στο πάρτι, μας
έσυρε εδώ και τώρα παίζει μαζί μας». «Στο πάρτι!» η Άννα θυμήθηκε που
βρίσκονταν χθες το βράδυ. Είχαν πάει στο σπίτι μιας συμφοιτήτριας τους
για πάρτι. Εκεί ήπιαν πολύ και δεν θυμάται τι έγινε μετά.
Ο Γιώργος βημάτιζε θυμωμένα πέρα δώθε.
Σταμάτησε όμως όταν σκούντηξε κατά λάθος ένα παλιό έπιπλο και ένα βάζο
έπεσε και έσπασε στο πάτωμα. Από μέσα πετάχτηκαν μία φωτογραφία και ένα
κλειδί. Όλοι τους κοιτάχτηκαν για ένα δευτερόλεπτο και η Κατερίνα που
ήταν πιο κοντά σε αυτά μπουσούλισε μέχρι εκεί να τα πάρει. Κοίταξε την
φωτογραφία και μετά πάγωσε. Άρχισε να τρέμει. Η φωτογραφία της έπεσε από
τα χέρια καθώς έπιανε το στόμα της και έκλαιγε μπουσουλώντας προς τα
πίσω. Όλοι αναρωτιούνταν τι είδε. Η Άννα πήρε τη φωτογραφία από το
πάτωμα και την κοίταξε. Μετά κοίταξε το Γιώργο. «Φερ’ το αυτό εδώ» είπε
και της την άρπαξε απ’ τα χέρια. Ήταν μια φωτογραφία του Γιώργου με μια
άλλη κοπέλα. Από κάτω έγραφε «Βρήκατε τον ψεύτη. Τελικά δεν είναι και
τόσο εύκολο να μείνετε ενωμένοι, ε; Βήμα 2: Βρείτε τον κλέφτη». Ο
Γιώργος το διάβασε φωναχτά στους υπόλοιπους και μετά πέταξε τη
φωτογραφία κάτω και πήρε το κλειδί. «Πως μπόρεσες;» ρώτησε με κλάματα η
Κατερίνα. «Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό, δεν το πιστεύω ότι ασχολείσαι με αυτό
όσο είμαστε εδώ! Εγώ φεύγω» πήγε στην πόρτα του δωματίου και προσπάθησε
να βάλει το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Μόλις έστριψε το κλειδί, μια
καταπακτή άνοιξε κάτω από τα πόδια του κι εκείνος έπεσε μέσα. Οι
υπόλοιποι έτρεξαν και φώναζαν αν είναι καλά, μα η καταπακτή έκλεισε και
άνοιξε η πόρτα.
Οι υπόλοιποι πέντε βγήκαν σε έναν
σκοτεινό και κρύο διάδρομο. Στην άκρη του διαδρόμου, πάνω στον τοίχο
είχε χαραγμένο: «Αριστερά είναι η κόλαση, δεξιά ο παράδεισος. Που θα
διαλέγατε να πάτε;». Αριστερά από το μήνυμα είχε μία κόκκινη πόρτα και
δεξιά μία άσπρη. «Εγώ λέω να πάμε στην άσπρη!» είπε η Μαρία. «Μα,
γιατί;» αναρωτήθηκαν οι υπόλοιποι. «Είναι μήνυμα, δεν το πιάσατε; Ο
παράδεισος είναι εκεί που θέλουμε να πάμε!» είπε και προχώρησε στην
άσπρη πόρτα. Μόλις άγγιξε το χερούλι της άρχισε να τρέμει. Έχασε τις
αισθήσεις της και έπεσε κάτω νεκρή. Οι υπόλοιποι έτρεξαν γύρω της. Δεν
μπορούσαν να συγκρατήσουν τη φρίκη και τα δάκρυα τους μπροστά στο θέαμα.
Μόλις ξεπέρασαν το σοκ σηκώθηκαν και κοίταξαν αρρωστημένοι την κόκκινη
πόρτα. Ο Πέτρος κοίταξε τα δύο κορίτσια για ένα δευτερόλεπτο και μετά
έβαλε το χέρι του στο χερούλι. Όλα ήταν καλά.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα σε ένα
σκοτεινό δωμάτιο. Ο μοναδικός φωτισμός του δωματίου ήταν ένας μικρός
προβολέας πάνω στον τοίχο που ήταν χαραγμένο ένα ακόμη μήνυμα: «Καλή
επιλογή. Έτσι κι αλλιώς δεν ανήκετε αλλού. Η ανταμοιβή σας είναι ο
κλέφτης…» Ένας δεύτερος προβολέας άναψε σε έναν άλλο τοίχο. Τα τρία
παιδιά κοίταξαν. Ήταν μια προβολή βίντεο. Έδειχνε τον Πέτρο να σπάει το
παράθυρο και να μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι και μετά από λίγο να βγαίνει
με κλοπιμαία. «Πέτρο τι είναι αυτό;» φώναξε η Άννα. «Πέτρο, αυτό είναι
το σπίτι μου! Πως μπόρεσες, σκουλήκι! Δεν το πιστεύω! Εσύ το είχες
κάνει; Εσύ; Μα γιατί;». «Άννα, άκουσε με! Αυτό ήταν εκείνη την εποχή…
που είχα προβλήματα με ναρκωτικά… ήμουν πολύ ναρκωμένος εκείνο το βράδυ…
και δεν ήξερα τι έκανα… έχω αλλάξει το ορκίζομαι…». «Δεν ξέρω ποιον να
εμπιστευτώ πλέον! Δεν σας αναγνωρίζω. Τι άλλα μυστικά κρύβουμε; Πείτε
μου; Τι υπάρχει που πρέπει να μάθω. Πείτε το εσείς, πριν το μάθω από
αυτόν τον ψυχάκια…» δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της καθώς η
Κατερίνα τη διέκοψε και της έδειξε ένα μοχλό. Από επάνω έγραφε: «Θέλει
έναν για να σώσεις δύο». «Τι εννοεί;» αναρωτήθηκε η Άννα. «Δεν ξέρω… Ας
τον τραβήξουμε για να μάθουμε». «Κατερίνα, όχι!» δεν πρόλαβε να τη
σταματήσει. Η Κατερίνα τράβηξε το μοχλό προς τα κάτω. Ένα τσεκούρι έπεσε
από το ταβάνι και την ακρωτηρίασε στα δύο. Ο Πέτρος άρχισε να βήχει.
Γονάτισε και έκανε εμετό. Η Άννα ούρλιαξε από τη φρίκη της και αγκάλιασε
το κεφάλι με τα χέρια της.
Μια καταπακτή άνοιξε και τα δύο παιδιά
έπεσαν μέσα. Κυλούσαν σαν να βρίσκονται σε τσουλήθρα ένα μακρύ και φαρδύ
σωλήνα. Μόλις έφτασαν στο τέλος έπεσαν μέσα σε ένα σκοτεινό υπόγειο.
Στη γωνία είδαν το Γιώργο να κάθεται, ο οποίος σήκωσε το βλέμμα του και
τους κοίταξε άγρια μόλις τους πήρε είδηση. «Που είναι οι άλλοι; Που
είναι η Κατερίνα;». «Π… Π… πέθαναν… Τους σκότωσε…». Ο Γιώργος έφτυσε
δίπλα του και έτριψε τα μαλλιά του. «Πέτρο κοίτα» του είπε η Άννα.
Κοίταξαν το ταβάνι και οι τρεις. Υπήρχε ένα ακόμη μήνυμα χαραγμένο: «Σε
ποιον θα χάριζες τη ζωή; Σε ένα κλέφτη ή σε ένα ψεύτη; Βήμα 3: Βρείτε
εμένα» Ξαφνικά, στην άκρη του δωματίου, αρκετά μακριά από τους τρεις,
άνοιξε μια πόρτα. Πίσω από την πόρτα ήταν ο έξω κόσμος, η ελευθερία από
αυτό το φρικτό μέρος. Τα παιδιά σηκώθηκαν και άρχισαν να τρέχουν. Δεν
παρατήρησαν πως στη μέση της διαδρομής υπήρχε δεμένο ένα νήμα που τους
έκανε να σκοντάψουν και να πέσουν κάτω. Μπροστά στην πόρτα εμφανίστηκε η
φιγούρα ενός άντρα τον οποίο η Άννα αναγνώρισε.
Ήταν ένα ακόμη μέλος της παρέας τους. Ένα
βράδυ πριν από τρία χρόνια είχαν πάρει ένα αμάξι για να βγουν για
διασκέδαση. Εκείνο το βράδυ είχαν πιει πολύ και είχαν μεθύσει. Η Άννα
οδηγούσε το αμάξι μεθυσμένη με όλους τους υπόλοιπους δίπλα και πίσω της.
Στη διαδρομή έγινε ένα τροχαίο δυστύχημα μα στην άλλη άκρη του
ατυχήματος βρισκόταν η μητέρα του αγοριού, την οποία χτύπησαν και
σκότωσαν εκείνο το βράδυ… Μετά από εκείνο το περιστατικό δεν άκουσαν
ποτέ ξανά για αυτόν… μέχρι σήμερα. Η φιγούρα μίλησε και η φωνή του
ακούστηκε ψυχρή και διεστραμμένη.
«Από εδώ και πέρα είστε μόνοι σας. Σας
αφήνω ελεύθερους στο βουνό να βρείτε το δρόμο σας για την πόλη, αν
μπορέσετε. Όσο και αν θέλω να κάτσω να βλέπω έναν μαστουρωμένο κλέφτη,
έναν ψεύτη με προβλήματα θυμού και μια δολοφόνο να πεθαίνουν από το κρύο
και την πείνα σε ένα χιονισμένο βουνό, λυπάμαι, μα δεν μπορώ. Κάπου στο
βουνό είναι κρυμμένη μια βαλίτσα με όλα τα απαραίτητα, φαγητό και ζεστά
ρούχα μα αρκούν μόνο για ένα άτομο. Σε ποιον θα χαρίσεις τη ζωή; Σε ένα
κλέφτη ή ένα ψεύτη; Συγχαρητήρια για το τρίτο βήμα. Με βρήκατε.»
Μόλις το είπε αυτό γύρισε την πλάτη του και έφυγε. Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους τρομοκρατημένοι.
«Τι θα κάνουμε τώρα, Άννα;» τη ρώτησε ο Πέτρος. Εκείνη τον κοίταξε με άδειο βλέμμα χωρίς να ξέρει την απάντηση.
Τώρα… επιβιώνουμε…
ΠΗΓΗ https://storiesfromthegrave.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου